Ελληνικα change

Error

×

Ρατσισμός κατά των άσχημων ανθρώπων

Main page / Το αναπόφευκτοτου φωτισμένου κόσμου / Ρατσισμός κατά των άσχημων ανθρώπων

Περιεχόμενα

    Υπάρχει μια κατηγορία που πολύ συχνά μου ρίχνουν οι άνθρωποι, η σχέση των οποίων με τις ΦΑ είναι άκρως μακρινή. Ρωτούν τους εαυτούς τους και άλλους: “γιατί ο Μπόντχι επιλεγεί για μαθητευόμενους μόνο τα όμορφα νεαρά κορίτσια; Γιατί όλες οι μουσούδες είναι όμορφες κοπέλες;”. Και σε αυτή την ερώτηση δίνουν πολύ απλή απάντηση – “αφοί το μόνο που θέλει αυτός, είναι να παρασέρνει τα νέα και όμορφα κορίτσια και να κάνει σεξ με αυτά”. Δίνοντας μια τέτοια απλή εξήγηση, εκείνοι ηρεμούν και μου στέλνουν το ανάθεμα.

    Εντωμεταξύ απάντηση στην ερώτηση δείχνει εντελώς διαφορετική, και έχω μιλήσει πολλές φορές για αυτό, όμως, η απάντηση μου δεν αρέσει, και έτσι δεν γίνεται δεκτή.

    Πράγματι – για ποιο λόγο οι “μουσούδες”, δηλαδή, οι άνθρωποι, με τους οποίους εγώ ασχολούμαι, μιλάω, τους οποίους θεωρώ ικανούς να βιώνουν τις ΦΑ – γιατί είναι όλες όμορφες, σαν να έχουν επιλεχθεί; Και αυτές, που απορρίπτω, που δεν θέλω να μιλάω – είναι όλες άσχημες;

    Φανταστείτε έναν χοντρό και τεμπέλη άνθρωπο, που με τρεμάμενο το λίπος, με δυσκολία περνώντας τη πόρτα έρχεται στην προπόνηση των πενταθλητών. Έχοντας βρει την ανάσα του έπειτα από τρία σκαλιά, αυτός απαιτεί από τον προπονητή – παγκόσμιο πρωταθλητή μεταξύ άλλων – να τον πάρει στην ομάδα των πιο ταλαντούχων αθλητών. Αυτός ο χαλαρωμένος τεμπέλης με άσχημο κορμί ακούει την απάντηση του προπονητή (μπορούμε να φανταστούμε, ποια θα είναι η απάντηση), πηγαίνει παραπέρα, κάθεται στο παγκάκι και αρχίζει να παρατηρεί. Και ξαφνικά αρχίζει να συνειδητοποιεί, ότι κάτι δεν πάει καλά εδώ… Γύρω του όλοι – κυριολεκτικά ο καθένας – έχουν πολύ όμορφο σώμα! Τέλεια μπούτια, σφριγηλός ποπός, όμορφοι ώμοι… γαμώτο… πόσο ερωτικό είναι το λύγισμα εκείνης της γυμνάστριας…. και αυτή, που κάνει άλμα εις ύψος, τι πόδια είναι αυτά!… «Το`πιασα», σκέφτεται αυτό το σαΐνι, “τώρα τα κατάλαβα όλα… απλώς ο προπονητής θέλει να τις πηδάει όλες!».

    Αναμφισβήτητα, αν ο προπονητής δεν είναι ανίκανος και δεν είναι ηλίθιος, σίγουρα θα θέλει να πηδάει τις όμορφες λεπτές κοπέλες και όμορφα λιγνά αγόρια. Αλλά είναι αυτός ο λόγος, για τον οποίο ο χοντρός δεν μπορεί να μπει στην ομάδα;

    Είναι το σώμα μας αποσπασμένο από την ψυχική μας κατάσταση; Είναι δυνατόν ένας όμορφος άνθρωπος να είναι καθίκι, ενώ ένας άσχημος – το δοχείο για τις φωτισμένες αντιλήψεις; Η απάντηση είναι – όχι, αδύνατον. Θυμάσαι, τι έγραφε ο Σωκράτης για τη σχέση της αληθείας και ομορφιάς; Ακούγεται υπερβολικά αφηρημένο – για ποια αλήθεια μιλάμε; Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν ακόμη μια ειδική λέξη – καλοκαγαθία – η ομόνοια της ομορφιάς ψυχής και σώματος. Και εδώ απαιτείται διευκρίνηση – τι είναι η “ομορφιά της ψυχής”. Για κάποιον η ομορφιά της ψυχής – είναι να φροντίζεις τη μαμά σου, ενώ η αλήθεια – είναι δήλωση του τύπου “πρέπει να σέβεσαι τους μεγαλύτερους”. Με αυτή την μορφή τα πάντα μετατρέπονται σε ανοησία. Άλλα ας δούμε τον Σωκράτη και την καλοκαγαθία με μάτια του ανθρώπου, που γνωρίζει για την “Επιλογή των ελκυστικών αντιλήψεων”, εξοικειωμένο με τις έννοιες “φωτισμένες αντιλήψεις”, “ηλίθιες θεωρίες”, “αρνητικά συναισθήματα”. Τότε τα πάντα μπαίνουν στη θέση τους και γίνονται κατανοητά. “Η ομορφιά της ψυχής” – είναι η συναίσθηση των φωτισμένων αντιλήψεων. Αλήθεια – η ελευθερία από τους σκοτισμούς – από τα ηλίθια δόγματα, αρνητικά συναισθήματα και μηχανικές επιθυμίες. Και είναι άκρως απαραίτητο να διαχωρίσουμε των όρο “όμορφος” από τον όρο “με τέλειες αναλογίες”.

    Αν ένας άνθρωπος βιώνει τα αρνητικά συναισθήματα, αν έχει μολυνθεί σε υψηλότατο βαθμό με “ψυιούς” και “συναισθηκτήρια”, η καταστρεπτική δράση τους οπωσδήποτε να φανεί στην εμφάνιση του, και πρώτα απ` όλα – στο πρόσωπο του, όπως και στην επιδερμίδα του. Έπειτα η αρρώστια φθείρει την εμφάνιση των χεριών και το δέρμα στα πόδια. Τα υπόλοιπα ακολουθούν . Έτσι, όποτε εγώ βλέπω άσχημο (μην μπερδεύετε με αρμονικά χαρακτηριστικά!) πρόσωπο, τότε παρατηρώ ακριβώς το ίδιο, που βλέπει ο προπονητής της γυμναστικής ομάδας, όταν αντικρίζει τον χοντρό υποψήφιο – βλέπω τον άνθρωπο, που σε καμία περίπτωση δεν κάνει να ασχοληθώ μαζί του. Και δεν υπάρχει καμία διάκριση σε αυτό, διότι το άτομο αυτό δεν απορρίπτεται από τον προπονητή λόγω εθνικότητας, θρησκείας ή σεξουαλικής προτίμησης του. Είναι απλώς χόντρος! Και μιας και το λέμε, είναι δυνατόν να χάσεις το λίπος, αν υιοθετήσεις έναν πιο δραστήριο τρόπο ζωής. Έτσι, – απόλυτα δικαιολογημένα – μπορεί να σκεφτεί ο προπονητής – αν αυτός ο χοντρός έκανε κάποια επανάσταση στη ζωή τους ή θέλει να την κάνει – όλα είναι στα χέρια του. Ας ξεκινήσει να ζει πιο δραστήρια, ας κάνει αυτό, που είναι τώρα στο χέρι του, αν δεν μπορεί να τρέξει – ας περπατήσει, ας ρίξει το λίπος του, αφού δηλώνει, ότι θέλει τόσο πολύ να γίνει αθλητής, και μετά βλέπουμε.

    Και εγώ κάνω ακριβώς το ίδιο πράγμα. Όταν μου γράφει κάποιος άνθρωπος με κακάσχημο πρόσωπο, που έχει δηλητηριαστεί με φαρμάκι των σκοτισμών, του λέω, ότι δεν μπορεί να γίνει μαθητής μου, δεν μπορεί να συναναστρέφεται μαζί μου, αλλά δεν το έχει ανάγκη κιόλας! Γιατί να προπονηθεί ένας χοντρός διπλά στους λιγνούς και γρήγορους αθλητές; Αυτοί θα τρέξουν τον μαραθώνιο, και τι θα κάνει εκείνος; Θα περπατήσει εκατό μετρά και θα καθίσει; Αυτό μπορεί να το κάνει και μόνος του. Εγώ έγραψα τα βιβλία μου όχι για τις μουσούδες και τα δρακάκια. Οι ικανοί για τις φωτισμένες αντιλήψεις μάλλον δεν θα χρειάζονται και τόσο λεπτομερές βιβλίο, όπως η “Επιλογή”. Για εκείνους θα το έγραφα δέκα φορές πιο σύντομο. Αν εσύ, όμως, έχεις δηλητηριαστεί πάρα πολύ με την ηλιθιότητα και ΑΣ, τότε θα χρειαστείς προσεκτικές, βήμα προς βήμα, οδηγίες. Με τον ίδιο τρόπο ένας αθλούμενος άνθρωπος δεν έχει ανάγκη να διαβάσει οδηγίες – πως θα κάνει το τρεκ γύρω του Έβερεστ – αρκούν οι γενικές πληροφορίες για τις αποστάσεις ανάμεσα στους γειτονικούς οικισμούς και για τα υψόμετρα. Αλλά αν εσύ είσαι ένας χοντρός και φιλάσθενος άνθρωπος, θα χρειαστείς πολυσέλιδες οδηγίες – που βρίσκεται το παγκάκι στο δρόμο, σε ποιο σημείο να πάρεις αχθοφόρο, που θα κουβαλήσει το σακίδιο σου, πόσα λεφτά θα του δώσεις κι τα λοιπά.

    Έγραψα την “Επιλογή” μου πρώτα απ` όλα για εκείνους, που για κάποιο λόγο επέλεξαν να είναι ηλίθιοι, επιθετικοί βλάκες, όμως τώρα αποφάσισαν να αλλάξουν, και όταν για άλλη μια φορά ένας απολύτως άσχημος άνθρωπος προσπαθεί να τραβήξει και να αποσπάσει την προσοχή μου, για αρχή διαπιστώνω, ότι στην αλληλογραφία του είναι ακριβώς ο ίδιος, όπως τον βλέπω στις φωτογραφίες, και έπειτα δηλώνω ειλικρινά, ότι δεν έχει θέση στην ομάδα μου, ότι θα βαρεθεί πάρα πολύ να κάθεται στο παγκάκι στην παρέα των μουσούδων, οι οποίες συζητούν ατέλειωτα ακαταλαβίστικες για εκείνον λεπτομέρειες των φωτισμένων αντιλήψεων. Πρέπει να ξεκινήσει από την αρχή.

    Καμιά φορά γίνεται και αλλιώς. Μου γράφει κάποιο κορίτσι, και φαίνεται, ότι και η ίδια, και οι άλλοι γύρω της τη θεωρούν άσχημη. Μα δεν είναι άσχημη. Απλώς το πρόσωπο της έχει τέτοια χαρακτηριστικά, που στην κοινωνία της θεωρούνται άσχημα. Όμως, όταν τη βλέπω, νιώθω ότι εμφανίζεται αίσθηση της ομορφιάς. Τη βλέπουν και οι μουσούδες – και αυτές έχουν την αίσθηση της ομορφιάς! Έχει νόημα να μιλήσω λίγο πιο πολύ με έναν τέτοιο άνθρωπο – δεν είναι τυχαίο, ότι το πρόσωπο της δείχνει έτσι. Άρα – υπάρχουν κάποιες αντιλήψεις, που είχαν μια τέτοια θετική επίδραση στον σχηματισμό της εμφάνισης της.

    Όταν πήγα στην Ινδία πρώτη φορά, ταξίδεψα στη Δαραμσάλα, πιο συγκεκριμένα – στην Άνω Δαραμσάλα, την οποία καμιά φορά ονομάζουν από την κεντρική πλατεία της “Μακ-Λέοντ”. Είναι ένας μικροσκοπικός οικισμός στον Βορρά της Ινδίας, στους πρόποδες των Ιμαλάϊων, όπου βρήκε καταφύγιο από τους Κινέζους, που καταπάτησαν το Θιβέτ και εγκαταστάθηκε ο Δαλάι Λάμα – ο θρησκευτικός ηγέτης των θιβετιανών και όλων των βουδιστών του κόσμου γενικώς. Αργότερα γύρω από την κατοικία του μεγάλωσε ολόκληρος οικισμός των θιβετιανών προσφύγων. Εκεί κτίστηκε μεταξύ άλλων ένα γηροκομείο, όπου ζουν υπερήλικοι και πολύ υπερήλικοι θιβετιανοί μοναχοί και μοναχές. Το συνάντησα, όταν έκανα βόλτες σε εκείνα τα μέρη. Ακριβώς τότε κατάλαβα, ότι το γύρας γίνεται να μην είναι αηδιαστικό. Ότι οι σιχαμεροί, ηλίθιοι και φαρμακεροί γέροι και γριές, που βλέπω σε κάθε μου βήμα στη Ρωσία – είναι άνθρωποι, που έχουν τόσο τρομερή εμφάνιση και προκαλούν τέτοια απέχθεια όχι λόγω της ηλικίας τους, αλλά επειδή επί τόσα χρόνια καλλιεργούσαν μέσα τους το μίσος, ηλιθιότητα, δογματισμό, καταπίεζαν ακόμα και τις παραμικρές χαρούμενες επιθυμίες – στην αρχή υπό πίεση των ενήλικων σαδιστών, που ονομάζονται “γονείς”, και μετά ανεξάρτητα από αυτούς.

    Στην Δαραμσάλα είδα τους άλλους γέρους. Βέβαια, η πρακτική των βουδιστών είναι σε πολλά της πρωτόγονη. Και οι βουδιστές, που την ασκούν πολύ συχνά δεν έχουν κάποιες ξεχωριστές ικανότητες. Και όμως – αν ο άνθρωπος επί πολλά χρόνια επακολουθούσε τη θεωρία για το ότι η κακία και επιθετικότητα είναι “κακό”, και πίστευε, ότι η αγάπη για ο, τι ζωντανό υπάρχει – είναι “καλό”, αν έχει κάνει χιλιάδες “νύξεις”, επαναλαμβάνοντας τις λεκτικές φόρμουλες, που περιέχουν τις ίδιες δηλώσεις και παρόμοιες με αυτές, επιστρέφοντας τη προσοχή του μια φορά μετά την άλλη σε αυτές τις βουδιστικές αξίες, τότε ακόμα και οι πιο απλές πράξεις, προφανώς, έχουν την ισχυρότατη επίδραση πάνω του. Στο ίδιο μέρος, στην Δαραμσάλα, διάβασα τη συνέντευξη κάποιου μοναχού βουδιστή, που μαζί με εκατοντάδες άλλους μοναχούς κρατήθηκε από Κινέζους για μερικά χρόνια στο στρατόπεδο συγκέντρωσης και επιβίωσε έπειτα από τρομερούς βασανισμούς, χειρότερους από τους ναζιστικούς (και αυτό συμβαίνει τώρα κιόλας – τα στρατόπεδα υπάρχουν μέχρι αυτή τη στιγμή, και εκεί βασανίζονται οι θιβετιανοί, και το Θιβέτ βρίσκεται ακόμα υπό κινεζική κατοχή). Ανάμεσα σε πολλά άλλα τον ρώτησαν – τι φοβόταν περισσότερα, όταν βρισκόταν εκεί, σε εκείνη την κόλαση; Η απάντηση του με κατέπληξε: σύμφωνα με τα λόγια του, φοβόταν περισσότερα απ` όλα να νιώσει μίσος για τους βασανιστές του. Τούτος ο άνθρωπος γνωρίζει την αξία του μίσους! Ξέρει – πόσο φονικό και καταστροφικό είναι. Ξέρει, ότι το να ζήσεις με μίσος είναι χίλιες φορές χειρότερο από το θάνατο. Ίσως και να μην ξέρει, αλλά μόνο λέει για αυτό. Ίσως και να μην είναι ειλικρινής, και στην πραγματικότητα τους μισούσε και φοβόταν κάτι άλλο – μα αυτό δεν έχει και τόση σημασία στη συγκεκριμένη περίπτωση, άλλο είναι το σημαντικό – ο άνθρωπος μιλά δημόσια για ορισμένες αξίες, και αυτό σχηματίζει την αντίστοιχη, παρόμοια αντιμετώπιση σε εκείνους, που τον σέβονται και ακούν, μαθαίνουν από αυτόν. Η κουλτούρα του θιβετιανου βουδισμού – είναι κουλτούρα της απόρριψης της επιθετικότητας σε όλες τις μορφές τις (κάτι, που βεβαίως, δεν εξαιρεί τις εκδηλώσεις αυτής της επιθετικότητας από αυτούς, που συμμερίζονται αυτές τις αξίες περισσότερα στα λόγια. παρά στις πράξεις).

    Εκείνοι οι γέροι μοναχοί με κατέπληξαν. Τα πρόσωπα τους ήταν σίγουρα “άσχημα” από την άποψη του κάθε λάτρη της ομορφιάς, τι να λέμε πια για το γερασμένο δέρμα τους. Και όμως κάποια πρόσωπα προκαλούσαν την αίσθηση της ομορφιάς, δεν εμφανιζόταν καμία απέχθεια, ενώ καμιά φορά ερχόταν ακόμα και τρυφερότητα για μερικούς από αυτούς, και αυτό με είχε ξαφνιάσει τελείως. Αν αυτό γίνεται με ανθρώπους, που αρκετά μηχανικά επαναλαμβάνουν τις πολύ πρωτόγονες πρακτικές, τι να πούμε για τις “μουσούδες” τότε; Υπάρχει λόγος να απορήσουμε, ότι οι μουσούδες, οντάς κιόλας παρά πολύ νέες, ξεχωρίζουν ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους με την ομορφιά τους;

    «Μα γιατί είναι μόνο οι κοπέλες ανάμεσα στις μουσούδες;” – δεν ησυχάζει ο επίμονος λάτρης της αλήθειας. Για τον ίδιο λόγο. Η κουλτούρα, στην οποία εμείς ζούμε, είναι φτιαγμένη με τον τρόπο, που πάντοτε αφήνει στις κοπέλες τον ρόλο του υποταγμένου. Οι κοπέλες πάντα παραμένουν άνθρωποι Β κατηγορίας, ακόμα και αν αυτό δεν αντιλαμβάνεται με την πρώτη ματιά. Αρκεί να σκάψεις λιγάκι τον οποιονδήποτε, και θα δεις, ότι όλοι συμμερίζονται το δόγμα περί της κατωτερότητας των κοριτσιών, ακόμα και οι ίδιες το πιστεύουν. Και αυτό έχει ως συνέπεια το ότι οι άνδρες καλλιεργούν μέσα τους την ασυγκράτητη αίσθηση της αυτοσπουδαιότητας (ΑΑΣ), και αυτό οδηγεί στην επιθετικότητα. Οι κοπέλες “ειδικεύονται” στην αίσθηση της αυτόχωλότητας (ΑΑΧ). Η ΑΑΣ ή, πιο συγκεκριμένα, η αναπόσπαστα συνδεδεμένη με αυτήν επιθετικότητα σε όλες τις αποχρώσεις και συνδυασμούς της (δυσαρέσκεια, παράπονο, μίσος, περιφρόνηση, εκνευρισμός και άλλες) είναι, απ` ότι μπορώ να κρίνω, δεκάδες φορές πιο καταστρεπτική και μολυντική, απ` ότι η ΑΑΧ, και σχετιζόμενα με αυτήν “ασφυκτικά ΑΣ” (λύπηση για τον εαυτό σου, ντροπαλότητα, ατσουμπαλιά, φόβος και τα λοιπά). Έτσι δεν είναι καθόλου παράξενο, ότι ανάμεσα στους δραπέτες τα αγόρια είναι πολύ λιγότερα από τα κορίτσια, ενώ στις μουσούδες προς το παρόν δεν υπάρχει ούτε ένα αγόρι.

    Αν θυμάσαι, είχα αναφέρει πριν: «…όλοι οι άνθρωποι έχουν δημιουργηθεί ίσοι και έλαβαν από τον Δημιουργό τους ορισμένα και μη αφαιρετέα δικαιώματα, στα οποία ανήκει η ζωή, η ελευθερία και επιδίωξη της ευτυχίας”. Αν οι άνθρωποι γεννιούνται ίσοι – αυτό είναι πολύ αμφιλεγόμενο, θα αναλύσω αυτό το ζήτημα σε ένα από τα παρακάτω κεφάλαια. Αν έχουν όλοι στον ίδιο βαθμό την επιδίωξη της ευτυχίας από τη μέρα της γέννησης τους – είναι επίσης αμφιλεγόμενο, άλλο όμως είναι το αναμφισβήτητο – βρισκόμενοι σε συγκεκριμένο κοινωνικό περιβάλλον, οι άνθρωποι φανερώνουν τις τάσεις τους, κάνοντας κάποιες επιλογές.

    Όταν αλληλογραφώ με κάποιον αρχάριο, πάντοτε αναφέρω στη συζήτηση κάποια ίσως οξεία, επώδυνα θέματα. Θέλω να βρω τα ευαίσθητα σημεία του και να τα πατήσω όσο πιο σκληρά γίνεται – έτσι μπορώ πολύ πιο εύκολα και γρήγορα να δω, τι παίζει. Μπορούμε ατέλειωτα να ανταλλάζουμε τις ευγενικές φράσεις και διαβεβαιώσεις του σεβασμού, που τρέφουμε μεταξύ μας, και στο τέλος να ανακαλύψω, ότι όλη αυτή την ώρα μιλούσα με τον άνθρωπο, που θα με μισήσει στην πρώτη κιόλας διαφωνία απόψεων. Επειδή η ποσότητα των ανθρώπων, που επιλέγουν να μισούν είναι τρομακτικά τεράστια, η ευγένεια μετατράπηκε στο απαραίτητο στοιχείο της οποιαδήποτε συνομιλίας και τελικά, ακόμα και στο μοναδικό περιεχόμενο αυτής της συζήτησης!

    Η ερώτηση για τους συγγενείς πάντοτε αποδεικνύεται ένα από τα πιο επικίνδυνα θέματα. Η φόρα της συζήτησης για αυτό γίνεται τόσο τυπική, ότι καμιά φορά νομίζω, ότι μιλώ με τον ίδιο άνθρωπο :) Ρωτώ – τι σκέφτεσαι για τους γονείς σου και για άλλους συγγενείς, που υπάρχουν; Συνήθως λαμβάνω την απάντηση τύπου “αγαπώ πολύ τον αδελφό μου, αν και είναι πολύ οξύθυμος”. Η: “σέβομαι τον πατέρα μου, επειδή είναι ειλικρινής και ανοιχτός άνθρωπος αν και δυσκολεύομαι μαζί του, αφού συνέχεια με αναγκάζει να κάνω το τάδε και εκείνο”. Από εκεί και ύστερα λες και ακούμε σε επανάληψη τις νότες μιας πανάρχαιας και κακής μελωδίας. Εγώ: “πώς τον αγαπάς εσύ τον αδελφό σου, αν είναι τόσο οξύθυμος; Για ποιο λόγο τον αγαπάς;” Εκείνη: “εντάξει, βασικά είναι καλός, απλώς δεν είχε άλλη επιλογή…”. Ας είναι. “Γιατί σέβεσαι τον πατέρα σου, αν είναι τύραννος και βιαστής”. Εκείνη: “Έτσι του ήρθε, δεν είχε άλλη επιλογή”.

    Το βασικό ελαφρυντικό στην υπεράσπιση αυτών των ανθρώπων “δεν είχαν επιλογή”. Όμως, υπήρξε επιλογή και πάντοτε υπάρχει. Πρώτον, και εγώ δεν γεννήθηκα στην οικογένεια του Δαλάι Λάμα και οι δικοί μου γονείς ήταν άκρως οξύθυμοι και δογματικοί άνθρωποι – όπως και όλων των άλλων. Και εκείνοι με υπέβαλαν στην ίδια βία, όπως και όλους τους άλλους. Και κάθε φορά, όταν εγώ συναντούσα τις εκδηλώσεις της επιθετικότητας και βίας, κάθε φορά, βλέποντας τους τσακωμούς τους και το μίσος τους, αισθανόμουν απίστευτη, παθιασμένη επιθυμία ΝΑ ΜΗΝ ΕΙΜΑΙ σαν αυτούς. Δίπλα μου ζούσαν άλλα παιδιά, πηγαίναμε μαζί σχολείο και παίζαμε έξω στην αυλή, και καμιά φορά, βέβαια, πήγαινα στα σπίτια τους. Με τους ξένους στα σπίτια τα οικογενειακά σκάνταλα γίνονται πιο σιγά, και πάλι όμως δεν μπορείς να ξεγελάσεις ένα παιδί με προσποιητή καλοψυχία, έτσι και εγώ καταλάβαινα – όλες οι οικογένειες μοιράζονται την ίδια κατάσταση. Γιατί, όμως, τα άλλα παιδιά δεν ένιωθαν τόσο απελπισμένη ανάγκη να μην είναι σαν αυτούς τους μεγάλους, να νιώθουν όσο το περισσότερο γίνεται την αγάπη, συμπάθεια, φιλικότητα; Άγνωστο. Υπό τις ίδιες συνθήκες εγώ ήθελα να βιώνω τις ΦΑ, ενώ αυτοί – όχι. Μπορεί αυτό να ονομαστεί επιλογή ή όχι; Εγώ θεωρώ, ότι μπορεί, διότι εννοείται, ότι δεν ήμουν άγγελος και συχνά ένιωθα τη συνηθισμένη παιδική σκληρότητα και σχεδόν έτρεμα από το μίσος, φθονούσα και ζήλευα θανάσιμα – έτσι ήξερα πάρα πολύ καλά τα ΑΣ, αφού τα βίωνα σχεδόν όλο τον χρόνο, όπως και κάθε άλλο παιδί, που ζει ανάμεσα στους τυράννους. Και ήθελα τις ΦΑ, ενώ οι άλλοι – όχι. Όποτε συναντούσα κάποιον καινούριο, ήθελα να γίνουμε φίλοι και να παίζουμε και όχι να τον καταπιέζω, να τον χτυπώ και να του παίρνω πράγματα. Αν αυτό δεν το ονομάζουμε επιλογή, τότε τι θα ονομαστεί με αυτή τη λέξη; Τότε η λέξη “επιλογή” θα χάσει το νόημα του γενικώς.

    Σε κάθε οικογένεια υπάρχει ο τύραννος-αρχηγός και τύραννος – βοηθός. Για παράδειγμα, ο πατέρας μπορεί να είναι ο βασικός τύραννος, ενώ η μητέρα παραμένει κάπως στην άκρη, και αργότερα η κόρη αισθάνεται νοσταλγία για τη μητέρα, και καλά “αυτή με λυπόταν”. Αν σε λυπόταν – για ποιο διάολο επέτρεπε στον πατέρα σου να σε βασανίζει;; Δεν είχε την επιλογή… Πώς, και αυτή δεν είχε επιλογή; Το` ξερα – αν αρχίσεις να δηλώνεις, ότι τα παιδιά δεν έχουν την επιλογή, το μόνο που θα λες, θα είναι βλακείες.

    Γενικώς οι άνθρωποι πολύ συχνά νιώθουν συναισθηματικότητα και νοσταλγία για τους γονείς τους, ακόμα και αν εκείνοι ήταν απόλυτοι τύραννοι και βιαστές. Νομίζω, ότι αυτό γίνεται, επειδή η ζωή των μεγάλων είναι ακόμα περισσότερα απαίσια, απ` ότι τα παιδικά χρόνια, και όταν τα θυμάσαι, βιώνεις νοσταλγία, που μεταφέρεται μηχανικά σε ο, τι συνέβαινε τότε.

    Βέβαια, ο εκτοπισμός μπορεί να θεωρηθεί θεραπευτικό μέσον, διότι επιτρέπει να ξεχάσουμε τις πιο αναπάντεχες και τραυματικές εμπειρίες, μα είμαι σίγουρος και πάλι, ότι ο εκτοπισμός έχει περισσότερες αρνητικές επιπτώσεις, παρά θετικές.

    Πρώτον, για να εκτοπίσεις, να ξεχάσεις εντελώς τόσο έντονες αναμνήσεις, οι οποίες τραυμάτισαν τον άνθρωπο κάποτε, απαιτείται η καταβολή (έστω και μη ηθελημένα) μιας τόσο ισχυρής προσπάθειας, που θα νεκρώσει εντελώς τις αναμνήσεις για την παιδική ηλικία. Οι άνθρωποι, που υπέστησαν στα πρώτα παιδικά χρόνια κάποια ιδιαίτερα απάνθρωπη βία, δεν θυμούνται σχεδόν τίποτα από τότε. Και είναι ένα μεγάλο πλην, διότι τα παιδιά καμιά φορά αισθάνονται τις ΦΑ και αργότερα θα μπορούσαν να τις θυμηθούν, να τις αναβιώσουν και να ξεκινήσουν την καλλιέργεια τους ξανά. Η πρόσβαση στις παιδικές αναμνήσεις είναι μια σημαντική πηγή των ΦΑ, συνήθως και η μοναδική. Δεύτερον, ένας τέτοιος εκτοπισμός – δεν είναι παρά η αποχαύνωση, και δεν γίνεται να αποχαυνωθείς μόνο σε μια περιορισμένη περιοχή, χαζεύεις εξ`ολοκλήρου. Τρίτον, κάθε φορά, όταν θα μπορούσες να φτάνεις σε σαφήνεια για κάτι, εμφανίζεται ανησυχία – αφού η σαφήνεια μπορεί να οδηγήσει στην διάλυση της ομίχλης ηλιθιότητας, και επώδυνη ανάμνηση θα επανέλθει, συνεπώς η ανησυχία εμποδίζει την εμφάνιση της σαφήνειας.

    Μιλώντας με μελλοντικές μουσούδες και δραπέτες, όταν ήταν ακόμα αρχάριοι, προσπαθούσα φυσικά να αφυπνίσω τις παιδικές τους αναμνήσεις. Για να γίνει αυτό, ταιριάζει ένας τέτοιος τρόπος: παίρνεις κάποια ανάμνηση από τα πρώτα παιδικά χρόνια και αρχίζεις να την “αναπαράγεις” μια φορά μετά την άλλη, προσθέτοντας εκείνες τις νέες λεπτομέρειες, που αναδύονται από μόνες τους ταυτόχρονα. Και κάποια στιγμή ξαφνικά ζωντανεύει μια άλλη ανάμνηση, την οποία αρχίζεις να αναβιώνεις, όπως και την πρώτη, και τα λοιπά, και τα λοιπά. Βρήκαμε καταπληκτικά αποτελέσματα έτσι. Για παράδειγμα, μια κοπέλα ένιωθε νοσταλγία για την αλκοολική μητέρα της, και όλες τις λογικές σαφήνειες της, που έβρισκε με λογική σαφήνεια για το ότι είναι απλώς ένα ζωντανό πτώμα, δεν άλλαζαν τίποτα σε αυτή την συναισθηματικότητα. Δεν της άρεσε, ότι έχει νοσταλγία για έναν τόσο δυσάρεστο άνθρωπο, αλλά το γεγονός παρέμενε – η νοσταλγία συνέχιζε να εμφανίζεται ωσότου εκείνη δεν θυμήθηκε, ότι ο μεθυσμένος πατέρας της τη βίαζε, όταν ήταν πέντε χρονών, όσο η μεθυσμένη μητέρα στεκόταν δίπλα και σχολίαζε “καλά να πάθεις, πουτάνα”. Αυτό συνεχιζόταν επί έναν ολόκληρο χρόνο!! (Στο τέλος η γιαγιά της έμαθε για αυτό κι οι βιασμοί σταμάτησαν – τα εν οίκο μη εν δήμω, βέβαια, σιγά το πράγμα…- για να ξεκινήσουν ξανά στα 14 της, συνεχίστηκαν μέχρι να γίνει 17 χρονών, όταν ο πατέρας σκοτώθηκε σε έναν μεθυσμένο καυγά). Λοιπόν, ΟΛΑ ΑΥΤΑ εκείνη κατάφερε να εκτοπίσει, να ξεχάσει – προφανώς, ήταν υπερβολικά σιχαμερές αυτές οι αναμνήσεις. Μα τώρα πια τα θυμήθηκε όλα, ήταν πολύ δυσάρεστο, φυσικά, όμως, πρώτα απ` όλα εκείνη άρχισε να απομακρύνει το μίσος για τον πατέρα, και δεύτερον, έγινε μια πολύ σημαντική αλλαγή. Μέχρι τότε η κοπέλα έκανε την εντύπωση της νοητικά και συναισθηματικά καθυστερημένης – δεν μπορούσε να διατυπώσει τις σκέψεις της, δεν γελούσε και δεν χαμογελούσε καν, δεν ήταν σίγουρη – αν η ίδια έγραψε κάποια φράση πέντε λεπτά πριν, αν και είχε την ανάμνηση για αυτό, το τετράδιο και γραφικός χαρακτήρας είναι δικός της, μα δεν είχε τη βεβαιότητα – το αμφισβητούσε… Σε αυτό οδηγούν λοιπόν οι πιο επιτυχημένοι εκτοπισμοί! Μόλις δυο-τρεις εβδομάδες (μόλις!) έπειτα από την επαναφορά των αναμνήσεων για τους βιασμούς αυτές οι ψυχοπαθητικές εκδηλώσεις του νοητικά και συναισθηματικά καθυστερημένου ανθρώπου άρχισαν να μειώνονται ραγδαία.

    Αυτοί είναι οι λόγοι, που με στρέφουν κατά τον εκτοπισμών. Είμαι υπέρ της σαφήνειας, της ειλικρίνειας.

    Παρεμπιπτόντως, για τους γονείς. Συχνά με κατηγορούν για την διάκριση κατά των γονέων, για πες μας, Μπόντχι γιατί στρέφεις τα παιδιά κατά των γονέων τους; Όλα δείχνουν, λες και υπάρχουν ωραίοι μπαμπάδες κι μανάδες, που με όλη τη ψυχή τους αγαπούν το τέκνο τους, ενώ εγώ – ο κακούργος – στρέφω τα παιδιά εναντίον σε τόσο καλούς ανθρώπους. Αλλά εδώ η κατάσταση μοιάζει απολύτως με την “διάκριση κατά των ανδρών”. Δεν βιάζω εγώ τα παιδιά σας, δεν τα βασανίζω με φαγητό, με ύπνο με το ρολόι, με ευγένεια, με γιαγιαδικα φιλιά, διάβασμα, στέρηση ελεύθερου χρόνου και τα λοιπά και τα λοιπά. Τους βασανίζετε και τους βιάζετε ΕΣΕΙΣ, καθόλου σεβαστοί από εμένα βιαστές. Ποιος συγκεκριμένα είναι βιαστής – αν είναι γονιός ή όχι – δεν με ενδιαφέρει στιγμή. Άντε και στο διάολο με τις κατηγορίες σας – αυτή είναι η απάντηση μου σε όλους τους βιαστές και σαδιστές, τους οποίους δεν βολεύει το ότι εγώ βοηθώ τα θύματα τους να φτάσουν στη σαφήνεια. Πρόσφατα μίλησα με μια αρχάρια κοπέλα, η γιαγιά της τη λατρεύει. Αυτή η γιαγιά, ξέροντας, ότι το κορίτσι μισεί το κεφίρ και της αρέσει το ξινόγαλα, ειδικά αγόραζε το πρώτο και την ανάγκαζε να το πίνει – βλέπετε, η γιαγιά πιστεύει ακλόνητα, ότι το κεφίρ κάνει καλό και πρέπει να το πίνεις – να πνίγεσαι, αλλά να το πίνεις. Κανονικά θα έπρεπε να φυλακίζουν για αυτό. Για βασανισμούς των μεγάλων καταδικάζουν σε φυλάκιση, ενώ για τους βασανισμούς των παιδιών – κάντε ο, τι θέλετε. Άντε να γαμηθείτε – σιχαμένοι σαδιστές και βιαστές, με τα κηρύγματα, κεφιρια και κασκόλ σας, και με όλη τη σιχαμερή αγέλη των συγγενών σας, που τα βλέπει όλα, και τα εγκρίνει, η τουλάχιστον, “δεν τα βλέπει” εγκληματικά.

    Φυσικά και δεν έχω καμιά διάκριση κατά των γονέων, και ανάμεσα στους συμπαθούντες, με τους οποίους εγώ μιλώ, υπάρχουν γονείς. Είναι λίγοι, μα υπάρχουν. Ανάμεσα στους μουσούδες έχουμε και Εβραίους, παρά το γεγονός, ότι απεχθάνομαι βαθύτατα τη σιωνιστική “κουλτούρα” με δικό της κραυγαλέο ρατσισμό και απεριόριστη ηλιθιότητα, και ποτέ δεν χάνω ευκαιρία να εκφράσω την άκρως αρνητική αντιμετώπιση μου για πολλές, χαρακτηριστικές σε πάρα πολλούς Εβραίους ιδιότητες. Επίσης ανάμεσα στις μουσούδες οι περισσότεροι είναι Ρώσοι, αν και θεωρώ τους Ρώσους από τα πιο επιθετικά έθνη στον κόσμο. Δεν υποστηρίζω τη διάκριση – εγώ κοιτάζω τον άνθρωπο και βλέπω – ποιες εκδηλώσεις έχει, ποιες αντιλήψεις, και κρίνω αναλόγως.