Ελληνικα change

Error

×

Αχ, αυτά τα καπρίτσια!

Main page / Το αναπόφευκτοτου φωτισμένου κόσμου / Αχ, αυτά τα καπρίτσια!

Άνθρωποι, άνθρωποι!

Κροκόδειλων γέννημα!

Τα δάκρυα σας – νερό!

Οι καρδιές σας – σκληρό ατσάλι!

Τα φιλιά – μαχαιριά στην καρδιά!

Περιεχόμενα

    Αυτή η φράση, δηλαδή, η μαρτυρική κραυγή, έμεινε για πάντα χαρακωμένη στη μνήμη μου, επαναλαμβανόμενη χιλιάδες φορές στα πρώτα παιδικά μου χρόνια και υποστηρίχθηκε με τα πιο ποικίλα μέτρα της ψυχολογικής και σωματικής επίδρασης. Μα και αργότερα, όταν μεγάλωσα πια, δεν θα μπορούσε μάλλον να ξεχαστεί, διότι με κάποιες παραλλαγές φτάνει συνέχεια στα αυτιά μας από παντού – η διαδικασία της «ανατροφής»  προχωράει…

    Καταπληκτικό πράγμα. Ο καθένας από μας ξεχωρίζει πάρα πολύ καλά το νόστιμο από το άνοστο, καθένας καταλαβαίνει, ότι είναι ευχάριστο να τρως κάτι ωραίο, και δυσάρεστο – το άνοστο. Καθένας ξεχωρίζει εύκολα ένα ελαφρύ άγγιγμα από την άσχημη κλωτσιά. Σε πολλούς τομείς της ζωής μας διακρίνουμε αμέσως το δυσάρεστο από το ευχάριστο και επιλέγουμε το δεύτερο. Η διαφήμιση μας καλεί να επιλέξουμε ο, τι πιο νόστιμο, πιο βολικό, πιο όμορφο. Και την ίδια στιγμή, οι ίδιοι διαφημιστές και οι πελάτες τους, που σπαταλούν μήνες ολόκληρους και εκατομμύρια σε χρήματα για την δημιουργία της διαφήμισης, που παροτρύνει να επιλέγουμε το πιο καλό, ευχάριστο και χρήσιμο, στο δικό τους το σπίτι, στον δικό τουςς οικογενειακό κύκλο με όλες τις δυνάμεις καταπιέζουν τις δικές τους επιθυμίες και ιδιαίτερα τις επιθυμίες των παιδιών ή των εγγονιών τους. Κι τι επίθετα δεν βρίσκονται, για να καρφωθούν στην κολόνα της ντροπής οι επιθυμίες των παιδιών τους! Όμως, η φύση του ανθρώπου είναι δυνατή, έτσι δεν θα μπορέσεις να γλιτώσεις μόνο με τα λόγια, έτσι αναλαμβάνουν δράση πια οι μπουνιές και τα ζωνάρια, διάφορα κατασταλτικά μέτρα, ο κατ`οίκον περιορισμός. Είναι καταπληκτικό, αλλά για κάποιο λόγο οι άνθρωποι αρνούνται κατηγορηματικά να ξεχωρίζουν τις δυσάρεστες επιθυμίες από τις ευχάριστες. Εγώ τις ονομάζω «χαρούμενες επιθυμίες» (χε) κι «μηχανικές επιθυμίες» (με). Μα αφού δεν υπάρχει καμία δυνατότητα πια να καταπιεστεί η διάκριση τους, τότε χρησιμοποιούνται τα δόγματα περί «καθηκόντων», «καθωσπρεπισμού» και άλλων θολούρων, με τη βοήθεια των οποίων ο άνθρωπος καταφέρνει τελικά να συνθλίψει τις χαρούμενες επιθυμίες του και να αφήσει τον εαυτό του υπό την εξουσία των επιθυμιών μηχανικών, άχαρων.

    Την εποχή της δικτατορίας, η οποία καταπατά ο, τι ζωντανό υπάρχει, μια τέτοια προσέγγιση είναι κατανοητή – μετέτρεψε τους ανθρώπους σε ζώα, κάνε τους να πιστέψουν, ότι οι χαρούμενες επιθυμίες τους – δεν είναι παρά ένα καπρίτσιο και πάνω από αυτό – ένα εγκληματικό καπρίτσιο, και μετά μπορείς να κατευθύνεις τους όχλους εκεί, όπου τους θέλεις. Οι πολίτες της ΕΣΣΔ έφτασαν στα απίστευτα ύψη σε αυτήν την τέχνη της αυτό-νέκρωσης, και τώρα στην ίδια τέχνη εξασκούνται και οι βορειοκορεάτες και άλλοι κατασκευαστές του κομμουνιστικού, χριστιανικού, ισλαμικού κ.τ.λ. παράδεισου. Καθοδηγούμενοι με τις γυαλιστερές εικόνες του λαμπρού μέλλοντος για τα δισεγγόνια τους, εκείνοι ζούσαν υπό απίστευτα άθλιες συνθήκες στο δριμύ δάσος και στους βάλτους, μα και η ζωή στις πόλεις και πάλι ήταν χειρότερη από απαίσια. Είναι αξιοπερίεργο, ότι δουλεύοντας από το πρωί μέχρι τη νύχτα, και με το να παίρνουν για τον κόπο τους σχεδόν τίποτα, οδηγούμενοι μόνο με το δόγμα του λαμπρού μέλλοντος, οι ίδιοι, προφανώς, δεν σκέφτονται – πώς συγκεκριμένα φαντάζονται αυτό – το λαμπρό μέλλον για τους απόγονους τους? Αμφιβάλλω, ότι νόμιζαν, πως και οι απόγονοι τους θα σκοτώνονται στη δουλειά και θα πεθαίνουν στη φτώχεια και στις αρρώστιες, αλλιώς – ποιο είναι το νόημα όλων αυτών των θυσιών? Μάλλον, οι απόγονοι θα έπρεπε τελικά να ζήσουν στην άνεση, επάρκεια και χαρά; Μάλλον, έτσι ήταν. Ας πάρουμε, για παράδειγμα, τα βιβλία του Εφρέμοβ (τα οποία έβγαιναν την εποχή της σοβιετικής εξουσίας), όπου περιγραφόταν όλη αυτή η ονειρεμένη ευτυχισμένη ζωή: αυτά εκτελούσαν τον ρόλο του παραδείγματος και εμψυχώνονταν πολλούς νέους για εργατικές υπερβάσεις. Σε αυτά τα βιβλία οι άνθρωποι του σοβιετικού μέλλοντος και πάλι δούλευαν πάρα πολύ, και πάλι υπηρετούσαν κάποιο νέο καθήκον,  παρόλο αυτό, αδύνατον να μην προσέξεις, ότι η δουλειά αυτή περιγραφόταν ως χαρούμενη, ότι οι άνθρωποι φορούσαν όμορφα ρούχα, έτρωγαν νόστιμο φαγητό και περνούσαν πολλή ώρα στη φύση, διάβαζαν πολλά βιβλία και παραλίγο να κάνουν πολύ σεξ (το σεξ πάντα ήταν, είναι, και θα είναι για πολύ καιρό ακόμα μια απαγορευμένη απόλαυση). Και αν όλοι οι σοβιετικοί άνθρωποι δούλευαν επίμονα για ένα τέτοιο ή παρόμοιο λαμπρό μέλλον των απόγονων τους, αν έκαναν τόσο τεράστιες θυσίες –  το χρόνο, υγειά, την ίδια τη ζωή τους, αυτό σημαίνει, ότι αυτό το μέλλον είναι υπέροχο, κι ο τρόπος ζωής των μελλοντικών ανθρώπων θα είναι επίσης υπέροχος; Άρα, αν κάποιος θα καταφέρει να αποσπάσει ένα κομμάτι αυτής της μελλοντικής ευτυχίας, αυτό είναι υπέροχο;

    Σιγά μην είναι και έτσι!

    Αν ο σοβιετικός άνθρωπος με τον τίμια βγαλμένο μίζερο μισθό του αγόραζε εισαγόμενα τζιν, τότε γινόταν αποδιοπομπαίος τράγος, ανήθικο απόβρασμα στα μάτια των ιδεολογικών ηγετών πρώτα από όλα, και και της υπόλοιπης εργατικής τάξης αργότερα. Υπήρξε αποδεκτή και επίσημα επιβεβαιωμένη με τα αρμοδία όργανα μόδα, διασκέδαση, τέχνη, και όλα τα άλλα απλούστατα ονομάζονταν σαπίλα και προδοσία.

    Αυτή η αηδία είναι εξαιρετικά ανθεκτική. Μέχρι τώρα ακόμα συναντάς καμιά φορά στα σύγχρονα βιβλία τις αράδες έγκρισης για τους τυράννους, οι οποίοι ταλαιπωρούσαν όχι μόνο τους άλλους, αλλά κι τους ίδιους τους εαυτούς τους. Φέρε` ειπείν, ο κάθε συγγραφέας της βιογραφίας του Στάλιν οπωσδήποτε θα παρατηρήσει με θαυμασμό και σεβασμό, ότι ο ηγέτης ζούσε πάρα πολύ απλά, ακόμα και ασκητικά σεμνά – τραπέζι, καρέκλα, στρατιωτικές μπότες και παλτό – αυτή, ουσιαστικά, ήταν και όλη η περιούσια του. Και οι οικιακές συνήθειες του Λένιν και του Χίτλερ επίσης περιγράφονται με ζεστούς τόνους, ενώ ο πνιγμένος στη χλιδή Γκέρινγκ προκαλεί ακραία αγανάκτηση – για δες εδώ, καταραμένος συβαρίτης… Μα τι, ουσιαστικά, είναι το τόσο καλό σε αυτό, που προκαλεί έναν τέτοιο σεβασμό? Ας πούμε, ότι κάποιος άνθρωπος όχι μόνο αναγκάζει όλους τους άλλους να κόβουν τους όρχεις, τη γλώσσα και τη μύτη τους, μα και τον ίδιο εαυτό του ευνουχίζει με τον ίδιο τρόπο. Και τι, εμείς θα γράψουμε για αυτόν με σεβασμό, σώνει και καλά, ότι αποτελούσε ο ίδιος το παράδειγμα του τρόπου ζωής, τον οποίο επέβαλε; Ο Στάλιν ήταν ένα καθίκι και ευνούχος, ο οποίος στερούσε από τον εαυτό του τις χαρές, όπως το νόστιμο φαγητό, όμορφα ρούχα, ποικιλόμορφο σεξ και πολλά αλλά είδη της απόλαυσης. Ποιο είναι το τόσο καλό σε αυτό;; Και όμως, ποτέ – σε καμία βιογραφία του επόμενου φύρερ δεν συνάντησα την κατάκριση ενός τέτοιου αυτό-ευνουχισμού – μόνο την έγκριση – λίγο η πολύ συγκρατημένη.

    Βέβαια, οι όχλοι, αποσταλμένοι στην ίδια κατεύθυνση, είναι ικανοί να κάνουν πολλά και γρήγορα. Η ιστορία του ΕΣΣΔ – είναι ένα τέλειο παράδειγμα μιας τέτοιας προσέγγισης. Εκτόξευσαν τον δορυφόρο, φτιάξανε τις πυρηνικές βόμβες, έκτισαν το δρόμο από την Βαϊκάλη μέχρι τον ποταμό Αμούρ και τα λοιπά και τα λοιπά. Ηρωική υπέρβαση του εργατικού λαού, ας το πούμε. Α, ναι, παραλίγο να τα ξεχάσω – κερδίσαμε τον πόλεμο! Είναι σίγουρο, πως στον πόλεμο όλα τα μέσα δικαιολογούνται; Κατά την άποψη του σοβιετικού ανθρώπου – ναι. Από την άποψη της κοινωνίας, στην οποία η ανθρώπινη ζωή έχει αξία – όχι. Θα αναφέρω τον Αϊζενχάουερ για παράδειγμα. Την εποχή του ψυχρού πολέμου ανάμεσα στην ΕΣΣΔ και ΗΠΑ, ο Αϊζενχάουερ ήταν σχεδόν μοναδικός άνθρωπος στην εξουσία (μα τι άνθρωπος, όμως – Πρόεδρος!), ο οποίος με όλες τις δυνάμεις, ρισκάροντας ο, τι μπορούσε, περιόριζε την φρενίτιδα των οπλισμών, μείωνε τον όγκο των ένοπλων δυνάμεων, εμπόδιζε την σπατάλη των αστρονομικών ποσών στο φτιάξιμο των πυρηνικών βομβών, τανκ, αεροπλανοφόρων, βαλλιστικών ρακετών και ακόμα των αγαπημένων όλων των Αμερικανών και σοβιετικών πολιτών δορυφόρων. Ταυτόχρονα ο ίδιος εξηγούσε την θέση του με μια τέτοια φράση: «Ας μην ξεχνάμε, ότι οι ένοπλες δυνάμεις πρέπει να προστατεύουν τον δικό μας τρόπο ζωής, και όχι απλώς την γη, περιούσια και τις ζωές. Αυτό, που εγώ πρέπει να κάνω, είναι να αναγκάσω τους στρατάρχες να καταλάβουν: είναι οι άνθρωποι, που καταλαμβάνουν μια αρκετά σημαντική θέση και έχουν αρκετή μόρφωση και διάνοια, για να σκεφτούν για αυτή την ισορροπία, ισορροπία ανάμεσα στις ελάχιστες απαιτήσεις για τα πανάκριβα εργαλεία του πολέμου, και στην υγεία της οικονομίας μας». Εκείνος επαναλάμβανε αυτή τη σκέψη πάρα πολλές φορές, δεκάδες κι εκατοντάδες: «… πρέπει να θυμόμαστε, ότι υπερασπιζόμαστε τον τρόπο ζωής, και όχι μόνο την περιούσια, τον πλούτο, ακόμα και τα σπίτια μας. Αν εμείς θα αναγκαστούμε να προσφύγουμε σε κάτι, που θυμίζει με κάποιον τρόπο ένα στρατιωτικοποιημένο κράτος, τότε όλα τα αυτά, που θέλουμε να υπερασπιστούμε… ίσως να εξαφανιστούν».  Τελικά στην πιο επικίνδυνη περίοδο των σοβιετικό-αμερικανικών σχέσεων, στην έξαρση του πανικού, που έπιασε τους Αμερικανούς έπειτα από την εκτόξευση του πρώτου σοβιετικού δορυφόρου, ο Αϊζενχάουερ αρνήθηκε κατηγορηματικά να υποκύψει στην απίστευτη πίεση, που δεχόταν κυριολεκτικά από όλους, όσους μπορούσε να φανταστεί, και αρνήθηκε να ξεκινήσει το πρόγραμμα της κατασκευής των αντί-ραδιενεργών καταφύγιων, αρνήθηκε να μεγαλώσει τις κανονικές και τις πυρηνικές ένοπλες δυνάμεις, αρνήθηκε να πέσει στον πανικό.

    «Τρόπος ζωής»! Αυτό ήταν το πιο σημαντικό για τον Αϊζενχάουερ – η δυνατότητα να παραμείνεις άνθρωπος, και όχι ένα γρανάζι. Εντάξει, μιλάμε πια για την εποχή της ειρήνης, οι ΗΠΑ είναι ένα υπέρτατο κράτος και τα λοιπά. Όμως και στον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, όταν ο Αϊζενχάουερ ήταν Ανώτατος διοικητής των συμμαχικών στρατευμάτων των ΗΠΑ και Ηνωμένου Βασιλείου και έπρεπε να παίρνει αποφάσεις για τη μοίρα της ανθρωπότητας, μη έχοντας πολλά περιθώρια για τον «ουμανισμό», μάλλον, το πιο σημαντικό ήταν να νικήσουν, όλα για τη Νίκη… έτσι; Όχι, δεν ήταν έτσι. Ορίστε μια ιστορία, στην ρεαλιστικότητα της οποίας είναι αδύνατον να πιστέψει ένας άνθρωπος με σοβιετική ανατροφή. Ο Αϊζενχάουερ είχε ανάμεσα στους στρατάρχες του  τους δυο πιο έμπιστους, πιο δοκιμασμένους, πιο κοντινούς, στους οποίους μπορούσε να ελπίζει και να βασίζεται – τον Πέττον (στη ρωσική λογοτεχνία για κάποιο λόγο το επώνυμο του γράφεται λανθασμένα «Πάττον») και τον Μπράντλι. Κι αυτός ο Πέττον επισκέφθηκε ένα στρατιωτικό νοσοκομείο, όπου συνάντησε έναν οπλίτη, παντελώς υγιή από όλες τις πλευρές. «Τι στο διάολο κάνεις εδώ:;;» – κατάπληκτος, ρώτησε ο Πέττον. Εντωμεταξύ, ο Πέττον ήταν ο πιο θερμοκέφαλος από τους θερμοκέφαλους στρατάρχες κι από αυτόν πάντα περίμεναν κάποιο εκνευρισμένο κόλπο ή απότομη έκφραση. Ο στρατιώτης του απάντησε, λοιπόν, ότι δεν μπορεί άλλο να πολεμήσει και χρειάζεται νοσηλεία, διότι τα νεύρα του είναι εντελώς χάλια και όποτε ακούει τους ήχους των βαριών πυρομαχικών παθαίνει κρίση υστερίας. Ολοκληρώνοντας τη φράση του, ο φαντάρος ξέσπασε σε λυγμούς. Ο Πέττον νευρίασε τόσο πολύ, ότι  τον έβρισε δυο  φορές (ο, θεέ μου – δυο ολόκληρες φορές!!) τον χτύπησε κι όλα αυτά παρουσία των γιατρών και άλλων στρατιωτών.

    Ο μέγας κίλλερ Ζούκοφ θα τον είχε πυροβολήσει επί τόπου, και μαζί του – για εκφοβισμό – τους δυο γείτονες ακόμα. Τι είναι ένα φανταράκι για τον μέγα ηγέτη, ο οποίος χωρίς παραμικρό μορφασμό, έστελνε χιλιάδες στρατιώτες στις μηχανές του κύμα σαν το Γιέλνια. Μα όχι, ο Ζούκοφ δεν θα σκότωνε έναν τέτοιο στρατιώτη – απλούστατα δεν θα προλάβαινε. Πριν από αυτόν το φαναράκι θα είχε σκοτωθεί από τους άλλους – τους πιο ασήμαντους αξιωματικούς και κομισάρια όλων των ειδών. Στον αμερικανικό στρατό τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Ο Αϊζενχάουερ, λαμβάνοντας την αναφορά για το συμβάν, σκέφτηκε, ότι «αν αυτό κάποτε θα βγει στην επιφάνεια, ο κόσμος θα ζητήσει το κεφάλι του Πέττον και αυτό θα είναι και το τέλος της στρατιωτικής καριέρας του Τζόρτζι. Δεν μπορώ να το επιτρέψω αυτό. Ο Πέττον είναι αναντικατάστατος σε αυτόν το πόλεμο — από αυτόν εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό η νίκη μας». Λοιπόν, ο Πέττον είναι αναντικατάστατος. Είναι ένας από τους παράγοντες της νίκης! Ωστόσο, η ιστορία αυτή αμέσως έγινε γνωστή, έφτασε στον τύπο, σηκώθηκε τρομερή φασαρία, και μόνο η τεράστια εξουσία και δημοτικότητα του Αϊζενχάουερ γλίτωσε τον Πέττον από την ντροπιαστική παραίτηση. Ο Αϊζενχάουερ έγραψε το εξής στον Πέττον σε μια προσωπική επιστολή: «Καταλαβαίνω πάρα πολύ καλά την ανάγκη των σκληρών και αποφασιστικών μέτρων για την επίτευξη των ορισμένων αποτελεσμάτων, αλλά αυτό δεν μπορεί να μετατραπεί σε δικαιολογία για σκληρότητα, για βία κατά των άρρωστων ή για την επίδειξη του ασυγκράτητου ταμπεραμέντου παρουσία κατώτερων σου». Επίσης διέταξε τον Πέττον να συντάξει την δική του ανεπίσημη αναφορά για το γεγονός και να ζητήσει συγγνώμη όπως από τον στρατιώτη, τόσο και από τους γιατρούς και νοσηλεύτριες του νοσοκομείου.

    Κι αυτό είναι – η υπεράσπιση του τρόπου ζωής.

    Κι όμως, παρά την μεγάλη ανθεκτικότητα αυτής της λέρας της καταπίεσης των χαρούμενων επιθυμιών, οι μέρες της είναι μετρημένες. Όπως και οι πολλές άλλες κάκοσμες ύδρες, έτσι και αυτή δεν θα βγει ζωντανή από τη μάχη με την… οικονομία. Η οικονομία είναι ανελέητο πράγμα. Δολάριο ή ρούβλι – ή το έχεις, η όχι, και αν δεν έχεις, όσες φιλοσοφίες και να κάνεις – δεν θα αγοράσεις το φαγητό σου. Οι άνθρωποι θέλουν να έχουν τα δολάρια, οι άνθρωποι θέλουν να απολαμβάνουν πράγματα, και έτσι η οικονομία μεγαλώνει και αναπτύσσεται, και μαζί της – η διαφήμιση, που μας εξηγεί λεπτό προς λεπτό, μέρα με τη μέρα, μια δεκαετία μετά την άλλη – «επέλεξε το πιο νόστιμο, καλύτερο, άνετο, ευχάριστο». Καμία κρατική κοινωνική προπαγάνδα δεν μπορεί να συγκριθεί με αυτή την ενωμένη διαφημιστική ισχύ. Και όσο σταθερές και να είναι οι ηθικές βάσεις των αυτουργών ευνούχων, όση εξουσία και να είχαν οι γονείς πάνω στα παιδιά τους ακόμα σε μια τέτοια αγρία χώρα, όπως η Ρωσία, αυτοί δεν θα νικήσουν. Ήδη έχασαν τη στιγμή, όταν έπεσε το Σιδηρούν Παραπέτασμα και στην χώρα εφόρμησε η αληθινή οικονομία, η αληθινή ζωή. Η διαφήμιση είναι παντού, είναι το ίδιο πανταχού παρόν, όπως και τα βακτήρια, και παντού η ουσία της είναι ίδια – πάρε το πιο νόστιμο, το πιο ευχάριστο, το πιο άνετο.

    Το αποτέλεσμα αυτού είναι προφανές και αναπόφευκτο – οι άνθρωποι αρχίζουν να επιλέγουν το πιο ευχάριστο και καλύτερο. Και αυτό δεν γίνεται να περιοριστεί μόνο στα προϊόντα. Οι άνθρωποι θέλουν να επιλέξουν όχι μόνο τα πράγματα, αλλά και τον ίδιο τρόπο ζωής. Για αυτό είναι απολύτως αναπόφευκτος ο ερχομός εκείνης της στιγμής, όταν η έννοια της «χαρούμενης επιθυμίας» θα πάψει να είναι κάτι το παράξενο, και η αντίθεση της με τις επιθυμίες μηχανικές θα γίνει εντελώς φυσική. Η «κοινωνία της κατανάλωσης», την οποία τόσο φανατικά κατέκριναν οι κομμουνιστικοί παρανοϊκοί, θα φτάσει παντού και θα νικήσει την  ύδρα του αυτό-βιασμού με την ίδια επιμονή, με την οποία στη θέση των καμένων θεμελίων εμφανίζονται ξανά οι πόλεις και οι κήποι. Ο δυτικός κόσμος εδώ και πολύ καιρό προόδευσε περισσότερο, απ` ότι η Ρωσία. Σε πολλά κράτη της Ευρώπης και της Αμερικής τα παιδιά μπορούν (καθαρά θεωρητικά, βέβαια) να ζητήσουν τη βοήθεια του κράτους για να γλιτώσουν από την βία των γωνιών τους, αν εκείνοι καταπατούν τα δικαιώματα τους. Πάνω από αυτό, οι ίδιοι γονείς ήδη σε πολλές οικογένειες εξηγούν στα παιδιά τους, ότι αυτά έχουν το δικαίωμα να προσφύγουν στα ειδικά όργανα προστασίας, αν τους φανεί, ότι οι γονείς καταπατούν τα δικαιώματα τους! Βέβαια, δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι αμέσως μετά από αυτά οι γονείς συμπληρώνουν: «όμως, αν το κάνεις, θα σκοτώσεις με αυτόν τον τρόπο τη γιαγιά σου και θα μείνεις χωρίς μαμά κι μπαμπά και θα αισθανθείς ΠΑΡΑ ΠΟΛΥ άσχημα, πίστεψε μας…». Κι πάλι, όμως, αυτό είναι ένα βήμα μπροστά, και αυτά τα βήματα θα γίνονται ένα μετά το άλλο,– οι οικονομία δεν θα επιτρέψει καμία υποχώρηση. Δεν συμφέρει κανέναν  – και τους ίδιους γονείς, ώστε η κοινωνία να σταματήσει να είναι η κοινωνία της κατανάλωσης, και να μετατραπεί σε μια κοινωνία των ασκητών, κάτι, που θα προκαλούσε τον θάνατο της οικονομίας και τον θάνατο της κοινωνίας.

    Είναι πολύ εύκολο να διαχωρίσεις τις χαρούμενες επιθυμίες από τις επιθυμίες μηχανικές – τόσο εύκολο, ότι αρκεί ο οποιοσδήποτε άνθρωπος να διαβάσει το κεφάλαιο για τις χαρούμενες επιθυμίες στο βιβλίο μου «Η επιλογή των ελκυστικών καταστάσεων», και ποτέ πια δεν θα το ξεχάσει, ακόμα κι αν από συνήθεια θα φτύνει και θα κατακρίνει τους «κακομαθημένους καλοπερασάκηδες». Οι χαρούμενες επιθυμίες συνοδεύονται με προσμονή, ενθουσιασμό. Οι μηχανικές επιθυμίες, φερόμενες στη ζωή με το «καθήκον», «ηθική» και τα λοιπά είναι βαριές και συντριπτικές. Συνέκρινε την επιθυμία να παίξεις ένα αγαπημένο παιχνίδι ή να δεις έναν αγώνα ποδοσφαίρου και την επιθυμία να πας στα γενέθλια της γιαγιάς σου! Η πρώτη είναι χαρούμενη – το θέλεις τόσο πολύ, μέχρι τρέλας! Η δεύτερη επιθυμία – είναι νεκρωτική, συντριπτική, δηλητηριώδης. Λες στον εαυτό σου: «Δεν πρέπει να στεναχωρήσω τη γιαγιά, θα υποφέρει, αν δεν πάω να την επισκεφτώ, εντάξει, πρέπει να πάω και θα πάω, γαμώτο…». Κι, ακολουθώντας αυτή την επιθυμία, πας στην γαμημένη τη γιαγιά και νιώθεις ξεκάθαρα, πως πεθαίνεις. Και αυτό αντί να της πεις: «άκου, εγώ έχω τη δική μου ζωή και εσύ τη δική σου. Αν βαριέσαι – σταμάτα να κάθεσαι εδώ και να σαπίζεις, πάρε μια λίστα των πραγμάτων, που εσύ μπορείς να κάνεις, για να βρεις και να αναπτύξεις κάποια ενδιαφέροντα σου – κάνε το, μην κάθεσαι συνέχεια, καν`το! Διάβασε βιβλία, μάθαινε επιστήμες, ξεκίνα το σκάλισμα ξύλου, προσπάθησε να τρέξεις και να κάνεις νέο ρεκόρ, πήγαινε, τέλος πάντων, στο τρεκ γύρω της Ανναπούρνας, όπου πηγαίνουν δεκάδες χιλιάδες (!) Ευρωπαίοι γέροι και γριές, ζωγράφισε, γράψε, μάθαινε στα παιδιά γράμματα – ΚΑΝΕ κάτι». Αυτό θα ήταν η πραγματική σύμπραξη, η αληθινή βοήθεια. Ενώ όταν εσύ, σκοτώνοντας τον εαυτό σου από το καθήκον σέρνεσαι στην χαζεμένη γιαγιά, κάθεσαι τον ορισμένο χρόνο και φεύγεις, δηλητηριασμένος και συντετριμμένος, εμπρός στο επόμενο «πρέπει», τότε σκοτώνεις και τον εαυτό σου και τους άλλους.

    Κάποτε οι άνθρωποι οπωσδήποτε πρέπει να το καταλάβουν και να το δεχτούν – αναπόφευκτα, αν όχι λόγο κοινής λογικής και επιδίωξης της ευτυχίας, τότε τουλάχιστον λόγω πίεσης της οικονομίας και συνδεδεμένης με αυτήν λατρείας του υγιούς και ευχάριστου τρόπου ζωής. Και τότε το κεφάλαιο η «καλλιέργεια των χαρούμενων επιθυμιών» θα γίνει πολυδιαβασμένο μέχρι το τελευταίο γράμμα, και μετά από αυτό – κι άλλα κεφάλαια του βιβλίου για τις φωτισμένες αντιλήψεις.