Ελληνικα change

Error

×

Κεφάλαιο 23

Main page / Μάγια 3: Σκληρά ποτάμια, μαρμάρινος άνεμος / Κεφάλαιο 23

Περιεχόμενα

    «… απότομη πετρώδης ακτή της θάλασσας, μεγάλα κύματα σκάνε στα βράχια. Τεράστια, απλώς αμέτρητη μάζα των πλασμάτων, που μοιάζουν κάπως με καβούρια, σκαρφαλώνει στα βράχια έξω από το νερό. Είναι τόσα πολλά, ότι η κίνηση τους αντιλαμβάνεται σαν χαλί – δεν υπάρχει καμία απόσταση μεταξύ τους. Τα κύματα χτυπάνε τόσο μανιασμένα, ότι νομίζεις, πως θα τραβήξουν τα “καβούρια” τη στιγμή, που θα πέσουν πάνω τους, θα τα γλείψουν μεμιάς. Πέρα από την σερνάμενη στα βράχια ζωντανή ροή πάνω σε μια πέτρα στέκεται ένα καβούρι, μόνο του, με μπροστινές δαγκάνες σηκωμένες ψηλά και ανοιχτές. Πίσω από την πλάτη του φαίνεται η θάλασσα. Όταν κοίταζα αυτό το καβούρι, είχα ξεκάθαρη αντίληψη της τρυφερότητας-10 για αυτό – που στέκεται στην πέτρα, και απίστευτο – η στάση, στην οποία αυτό σήκωσε τις δαγκάνες του, αντηχεί με την αποφασιστικότητα. Έπιασα τον εαυτό μου με το ότι όντως άρχισα να τον αντιλαμβάνομαι ως “καβούρι” – έπαψα αυτή την μηχανική διάκριση, συγκεντρώθηκα στις κεντρικές ίνες και πέτυχα τη σταθερή φωτισμένη διακριτική συνείδηση με εντατικότητα στο 8. Θέλω να τα ονομάσω κάπως διαφορετικά, όχι “καβούρια”, για να διευκολύνω την απομάκρυνση των επιθετικών κρίσεων της μηχανικής διακριτικής συνείδησης. Για παράδειγμα – ας ονομάζονται “Ακράνιοι”. Άρχισα τη δημιουργία της εισχώρησης, κάτι που ήταν πολύ εύκολο λόγω έντονης τρυφερότητας για αυτούς. Απομόνωσα τις ενσωματωμένες αντιλήψεις και ξεκίνησα την απευθείας ανάλυση τους με τη μέθοδο του Ντβόρακ. Μέσα στο λαμβανόμενο σύγκριμα διέκρινα ξεκάθαρη αντίληψη απουσίας του φόβου του θανάτου, αποδοχή όλων των πραγμάτων, που συμβαίνουν, οξεία αφοσίωση για τη θάλασσα…»

    Η Σερένα έκλεισε το ολόγραμμα, και τα πάντα βυθίστηκαν στο σκοτάδι. Ναι, όλα ταίριαζαν. Εκείνη ενεργοποίησε ξανά τον υπολογιστή και κάλεσε την Μπέρτα και τον Τόμας.

    – Έγινε η δουλειά, πήγε σε εκείνο το μέρος. – Είπε εκείνη θριαμβευτικά. – Τόμας, διάβασα την περιγραφή σου, όλα συμπίπτουν τέλεια, δεν υπάρχει κανένα περιθώριο λάθους.

    – Τέλεια. Άρα, η ιδέα με τη σπηλιά αποδείχθηκε σωστή.

    – Παραείμαι άβουλη, υπερβολικά χαζή… σε σύγκριση με τη Μπέρτα, – ο τόνος της Σερένας ήταν χαρούμενος, παρόλο που το περιεχόμενο της φράσης δεν φαινόταν και τόσο χαρούμενο.

    – Ποτέ δεν ξέρεις εκ των προτέρων, – παρατήρησε ο Τόμας. – Εξωτερικά φαίνεται το αντίθετο – είσαι ζωηρούλα, πηδιέσαι, τρέχεις, πάντα στο κέντρο τον γεγονότων και πάντα “μέσα σε όλα”, ενώ η Μπέρτα – είναι σκεπτική, πιο απαθή στο σεξ, όχι τόσο εκρηκτική, μάλλον, καθόλου εκρηκτική, τα σκέφτεται τρεις φορές όλα, προτού κάνει κάτι, ενώ στα συνειδητοποιημένα οράματα είναι όλα ανάποδα, – μόλις πέρασε το πρώτο όριο,  προχώρησε εύκολα, ενώ εσύ πέρασες μεμιάς, και μετά κόλλησες, σαν ένας κορμός στα ρηχά.

    – Ήταν φοβερή η ιδέα σου με τη σπηλιά, Τόμας! – η Σερένα και πάλι γύρισε στον παλιό καλό της εαυτό, σχεδόν αναπηδώντας από υπερένταση. – Πολύ καλή! Σε λίγο θα έρθω πάνω. Θα καθίσω εδώ καμία ωρίτσα ακόμα, θα σκεφτώ κάτι, και θα έρθω.

    Μια μικρή στοά, περίπου έξι επί δέκα μέτρα, μετατράπηκε στο σπίτι της Σερένας για τις τελευταίες δυο εβδομάδες. Και οι εβδομάδες αυτές κυλούσαν, λες και είναι μήνες. Το επόμενο στάδιο στην κατάκτηση των συνειδητοποιημένων οραμάτων υψώθηκε μπροστά της, σαν ένας αδιαπέραστος τοίχος.

     

    Όλα ξεκίνησαν μερικούς μήνες πριν, και απότομα, όταν τίποτα δεν προμήνυε τόσο σοβαρές δυσκολίες. Αφότου Τζέιν έφυγε για να δημιουργήσει την επιχείρηση και χάθηκε από τον ορίζοντα, η Σερένα, όπως και οι υπόλοιποι, περίμενε από μέρα σε μέρα, ότι θα τους στείλουν στην ίδια κατεύθυνση. Και έκαναν λάθος. Τα δρακάκια αποφάσισαν αλλιώς. Η Σερένα και η Μπέρτα μεταφέρθηκαν στην πλήρη διάθεση του Τόμας, και ακριβώς αυτός, και όχι η Φλορίντα, άρχισε να τους εκπαιδεύει για τα συνειδητοποιημένα οράματα – ΣΟ. Ποια ήταν η αιτία αυτής της αντικατάστασης – δεν τους το εξηγήσει κανείς, μα και δεν είχε καμία σημασία –  καλός ήταν και ο Τόμας, η Φλορίντα πήρε την Άρτσι και τον Μάγκνους, και μετακόμισαν όλοι μαζί σε κάποιον άλλο οικισμό. Η Φόσσα αποσύρθηκε τελείως από την καθοδήγηση της ομάδας (λέγοντας, ότι είναι προσωρινό), και επικεντρώθηκε στην εργασία της με τους σκαντζόχοιρους – εκεί γινόταν κάτι πολύ συναρπαστικό, όμως, η Σερένα είχε πάνω από αρκετές δικές τις ασχολίες, έτσι δεν ενδιαφέρθηκε, περί τίνος πρόκειται, μιας και μάλλον η περιέργεια της θα έμεινε ανικανοποίητη.

    Ο Τόμας ανέλαβε εκείνη και την Μπέρτα για τα καλά, και αν παλιότερα η Σερένα μόλις συζητούσε τις επιθέσεις και “ετοιμαζόταν” για αυτές, τώρα ο Τόμας δεν δεχόταν κανενός είδους προετοιμασίες – τουλάχιστον προς το παρόν. Απλώς τους ανάγκαζε να κάνουν αυτό, που εκείνος απαιτούσε, και δεν ήθελε να ακούσει καμία αντίρρηση, καμία, όσο αξιοσέβαστη δικαιολογία και να του έδιναν.

    Μια ολόκληρη εβδομάδα οι κοπέλες ζούσαν, σαν να βρίσκονταν σε έναν εφιάλτη – κάθε δέκα δευτερόλεπτα, από την  ώρα που ξυπνούσαν μέχρι που πηγαίναν για ύπνο, επαναλάμβαναν προφορικά τη φράση “πιθανών να κοιμάμαι τώρα”. Αυτό ήταν όντως πάρα πολύ δύσκολο, όμως, μια εβδομάδα αργότερα και οι δυο επαναλάμβαναν την ίδια φράση στον ύπνο τους, εντελώς μηχανικά, βεβαίως, παρόλα ταύτα ο Τόμας ήταν πολύ ικανοποιημένος με αυτό. Αρνήθηκε να συζητήσει και να εξηγήσει έστω κάτι, απαιτώντας μόνο την υπακοή, εννοώντας, ότι πρώτο έρχεται το αποτέλεσμα, και μετά οι κουβέντες, αποσιωπώντας – τι, ουσιαστικά, εκείνος θεωρεί “αποτέλεσμα”.

    Πέρασε η δεύτερη εβδομάδα, σημαδεμένη με την ερώτηση “κοιμάμαι τώρα;”, και με την μετέπειτα εκτίμηση της κατάστασης τους σύμφωνα με τη λίστα: α) θολότητα των αντικειμένων κατά την προσεκτική παρατήρηση; β) έλεγχος της σωστής ακολουθίας των γεγονότων – αν αυτό, που συμβαίνει αυτή τη στιγμή, έχει τη λογική σύνδεση με αυτό, που γινόταν πέντε λεπτά πριν; Μήπως πέντε λεπτά πριν εκείνες βρίσκονταν στην Αυστραλία, και τώρα στην Αφρική; γ) έλεγχος για την ύπαρξη του φωτισμένου φόντου. Κάθε μια τέτοια πράξη κρατούσε τριάντα δευτερόλεπτα, και ακόμα μισό λεπτό δινόταν για ξεκούραση. Πιο πολύ απ` όλα τους δυσκόλευε, ότι ο Τόμας απαιτούσε την πλήρη δραστηριότητα την ώρα αυτών των ασκήσεων, και αυτές έπαιζαν ποδόσφαιρο και βόλεϊ, μελετούσαν τις επιστήμες και ξένες γλώσσες, πηδιόντουσαν, μιλούσαν στα τσατ μέσω διαδικτύου με κανονικούς ανθρώπους, συμμετείχαν στην δημιουργία των προγραμμάτων για την εκπαίδευση των παιδιών και τα λοιπά και τα λοιπά. Το βασικό ήταν να συνεχίσουν να εκτελούν το πρόγραμμα την ώρα της οποιαδήποτε δραστηριότητας. Και αυτό έφερε αποτελέσματα πάλι. Μια εβδομάδα αργότερα και η Σερένα, και η Μπέρτα κάθε νύχτα αρκετές φορές εκτελούσαν όλο το πρόγραμμα στον ύπνο τους, ανάμεσα στην συνηθισμένη φασαρία των ονείρων, ωστόσο, η συνειδητοποίηση δεν είχε εμφανιστεί ακόμα, ο Τόμας, όμως, έμοιαζε να αδιαφορεί παγερά για αυτό, και εκείνες μεταλάμβαναν την βεβαιότητα του για επιτυχία, υπακούοντας τον με αυξημένη ενέργεια.

    Όλον αυτόν τον καιρό πριν από τον ύπνο οι κοπέλες  εκτελούσαν την πρακτική της πολλαπλής αποκοίμισης και καταγραφή των σταδίων της, έτσι προς το τέλος της δεύτερης εβδομάδας τα αποτελέσματα ήταν πολύ ευδιάκριτα. Η ίδια πρακτική ήταν εντελώς απλή – πήγαιναν για ύπνο, η καθεμία στο δικό της δωμάτιο, ενώ δίπλα τους καθόταν κάποιος. Μόλις τις έπαιρνε ο ύπνος, κάτι που εύκολα καταλαβαίνουν όλοι από αλλαγή στην αναπνοή, που γίνεται πιο βαθιά και τακτική, ο παρατηρητής την ξύπναγε, και αυτό γινόταν ξανά και ξανά – είκοσι, τριάντα, πενήντα φορές τη νύχτα. Ο σκοπός ήταν να μάθουν να αποκοιμίζονται σταδιακά, και όχι με μια “πτώση”, όπως κάνουν οι συνηθισμένοι άνθρωποι. Να ανακαλύψουν τα ορισμένα στάδια και να καθυστερήσουν το καθένα από αυτά όσο πιο πολύ μπορούν, να μετατρέψουν την αποκοίμιση σε κλασματική, σταδιακή διαδικασία, και όχι μια βουτιά μέσα στο όνειρο. Το πρωί εκείνες συζητούσαν τα αποτελέσματα, συνόψιζαν τη γενική κατανόηση των σταδίων (καμιά φορά δεν έβρισκαν κάποια κοινά σημεία, και τότε επενέβαινε ο Τόμας και έβαζε τα πράγματα στις θέσεις τους), έτσι δυο εβδομάδες αργότερα και οι δυο γυναίκες είχαν μάθει αρκετά καλά τα πρώτα βήματα και προσέγγισαν το πρώτο σημείο-κλειδί, όπως το ονόμαζε ο Τόμας – την στερέωση της συνείδησης τους υπό τις συνθήκες της πλήρης παύσης αυτοταυτοποίησης. Όταν ο Τόμας τους εξήγησε την ουσία αυτού του σημείου, εκείνες δεν το κατάλαβαν, εφόσον από την άποψη της κοινής λογικής ήταν τόσο αντιφατικό – πώς μπορείς να διατηρήσεις τη συνείδηση σου, αν παύει να υφίσταται η αυτοταυτοποίηση; Όμως, ο Τόμας σταματούσε ανελέητα τους κάθε συλλογισμούς με αυτό το θέμα, απλώς απαιτώντας να κάνουν αυτό, που τους προστάζει – λέξη προς λέξη. Η Σερένα μια φορά μετά την άλλη περνούσε όλη την προκαταρκτική αλυσίδα – ή) εμφάνιση μιας ιδιαίτερα πυκνής ηρεμίας – στερέωση, β) απενεργοποίηση της ακοής – στερέωση, γ) εμφάνιση των πιο διαφοροποιημένων οπτικών και ακουστικών μορφών – στερέωση, και έπειτα ερχόταν κιόλας η απώλεια της αυτοταυτοποίησης – χανόταν το κάθε νόημα της λέξης “εγώ”. Ο Τόμας τους μάθαινε να πλησιάζουν όσο πιο ομαλά γίνεται σε αυτό το σημείο, διότι ακριβώς η υψηλή ταχύτητα τους πετούσε αμέσως στον ύπνο, κι έπρεπε να μειώσουν αυτή την ταχύτητα πάση θυσία, να μην πηδάνε πάνω από τον λάκκο, αλλά να κατεβαίνουν μέσα σε αυτό, για να στρίψουν και να ακολουθήσουν την φόρα του ρυακιού, και όχι τον πατημένο δρόμο.

    Ο Τόμας ήταν σε ακραίο βαθμό πραγματικός, έτσι τους έφερε στο ξέφωτο σε μια απόμακρη γωνία της Βάσης, κοντά στη μάντρα, για να πάρουν τα φτυάρια και να σκάψουν οι ίδιες εκεί ένα στενό λάκκο, να περάσουν κάθετα ένα μονοπάτι, και μετά για μέρες ολόκληρες, επί έξι, οκτώ ώρες να περπατάνε σε αυτό  πέρα-δώθε – προχωράς στο μονοπάτι, πλησιάζεις το λάκκο, επιβραδύνεις τα βήματα σου, σηκώνεις το πόδι, για να το περάσεις, και όμως δεν περνάς απέναντι, αλλά πατάς κάτω, στρίβεις κι πας προς το μήκος του, και μετά επιστρέφεις στο μονοπάτι και ξεκινάς τα πάντα από την αρχή. Ήταν πραγματικά πολύ κουραστικό και όμως δούλεψε! Και πάλι η Σερένα αισθανόταν περισσότερη αυτοπεποίθηση από την Μπέρτα, φτάνοντας πιο γρήγορα στο αποτέλεσμα.

    Χρειάστηκαν δυο-τρεις μέρες, για να στερεώσουν το αποτέλεσμα – τα ατέλειωτα ξυπνήματα και περπάτημα στο μονοπατάκι με τον λάκκο, όμως τώρα, όταν ερχόταν το απόλυτο χάος των εικόνων, πάνω απ` όλα κυριαρχούσε μόνο ένα πράγμα – επιθυμία να  επιβραδύνει και να στρίψει στο πλάι. Και αυτή η εικόνα της στροφής συνοδευόταν με έναν κυματισμό μιας ιδιαίτερης νηφαλιότητας, στην οποία δεν υπήρξε το “εγώ”, και όμως, υπήρξε κάτι, το οποίο αυτή, ακολουθώντας τον Τόμας, ονόμασε “συνειδητοποίηση” – λες και κάτι παρακολουθούσε το σύνολο των αντιλήψεων σε αυτό το μέρος, χωρίς, ωστόσο, να διαχωρίζει τον εαυτό του από αυτό το σύνολο. Ο Τόμας είχε δίκιο – ήταν ανώφελο να μιλάνε για αυτό – έπρεπε να το κάνουν.

    Έπειτα ξεκίνησαν πιο απλά για τη Σερένα σταδία: “η δεύτερη σειρά των βημάτων”, το πρώτο από τα οποία ήταν – να καταγράψει μια ορισμένη μορφή. Να καταγράψει… εύκολο να το πεις, ενώ έπρεπε ακόμα να το θυμηθεί:) Και πάλι ο Τόμας έσπαγε τον τοίχο με το μέτωπό του – επί μερικές ημέρες και οι δυο τους για πολλές ώρες την ημέρα παρακολουθούσαν την επιλεγμένη από τον Τόμας εικόνα – τη στροφή του ποταμού, στη μια μεριά της οποίας υπήρξε ένα πράσινο χορταριασμένο ξέφωτο, περικυκλωμένο από άλσος, και από την άλλη υψώνονταν τα βουνά. Ήταν πολύ ωραία φωτογραφία, θέλησαν τόσο πολύ να βρεθούν σε ένα τόσο όμορφο μέρος. Στο τέλος μελέτησαν την εικόνα του ξέφωτου τόσο καλά, ότι μάλλον, θα μπορούσαν να περιγράψουν τον κάθε θάμνο και κάθε κλαδί, κάθε πέτρα και λύγισμα του ποταμού και του βουνού, και παραπάνω από μια εβδομάδα πέρασε ξανά, προτού εκείνες έμαθαν να θυμούνται αυτή την εικόνα και να την σταθεροποιούν.

    Το δεύτερο βήμα της δεύτερης σειράς ο Τόμας σημείωσε ως “ζωντανεύουμε την εικόνα”. Σύμφωνα με την περιγραφή του, δεν ήταν αρκετό απλώς να βλέπουν μια δισδιάστατη εικόνα – έπρεπε να της δώσουν όγκο, να γίνει ζωντανή, να μυρίσει το χορτάρι της, να αισθανθούν το αεράκι από το ποτάμι – η εικόνα πρέπει να μετατραπεί σε τρισδιάστατη μορφή, αληθινή, γεμάτη  μυρωδιές, αισθήσεις, ήχους. Απαντούσε μόνο με χειρονομίες στην ερώτηση “πώς”, δείχνοντας, ότι φτάνει με τις κουβέντες – άντε κάντε ο, τι σας λένε. Και εκείνες το έκαναν. Και τα κατάφεραν. Πράγματι – δεν είχε κανένα νόημα να πολυλογούν για αυτό το θέμα, επειδή η ίδια επιθυμία να ζωντανέψουν την εικόνα ήταν και απαραίτητη, και αρκετή για να λάβουν το αποτέλεσμα, και πως θα συμβεί αυτό – θα μπορούσαν να το μελετήσουν κάποτε αργότερα, ενώ τώρα είχαν μπροστά τους έναν πραγματικό στόχο.

    Το τρίτο βήμα αποδείχθηκε εντελώς μυστήριο – έπρεπε να βρουν η μια την άλλη σε αυτό το ξέφωτο! Η Σερένα βίωσε, μάλλον, για πρώτη φορά από την αρχή των μαθημάτων με τον Τόμας, αβεβαιότητα και αμφιβολία για τις ικανότητες τις, τι να λέμε για τη Μπέρτα… Και είτε επειδή οι αμφιβολίες αυτές ήταν όντως βάσιμες, είτε οι ίδιες αποτελούσαν εμπόδιο, μα και η δυο κόλλησαν σε αυτό το σημείο για τα καλά – μια εβδομάδα περνούσε μετά την άλλη χωρίς κανένα αποτέλεσμα – το ξέφωτο παρέμεινε παρθενικά άδειο. Ο Τόμας τους συμβούλεψε να μην πανικοβάλλονται, αλλά να το συνηθίσουν, να μελετήσουν το ξέφωτο, να περπατήσουν πάνω στο χορτάρι, να το απολαύσουν, να ξαπλώσουν, να κολυμπήσουν στο ποτάμι, να αισθανθούν τον άνεμο. Οι άλλες ασχολίες ακυρώθηκαν, τους έδωσε πλήρη ελευθερία των κινήσεων, κρατώντας μόνο την άσκηση για την πολλαπλή αποκοίμιση με σκοπό να συνηθίσουν αυτό το ξέφωτο.

    Μετά, όμως, ακύρωσε και αυτή την απαίτηση, προτείνοντας και στις δυο να αφιερώσουν περισσότερο χρόνο στην σωματική δραστηριότητα. Ξεκίνησε το διάλειμμα στις ασχολίες τους, και πράγματι χρειάζονταν μια παύση, είχαν τρελαθεί λιγάκι από ένα τόσο έντονο πρόγραμμα. Η Σερένα ξανάρχισε να παίζει κάθε μέρα δυο ώρες τένις, να ασχολείται με τα μαθηματικά, να κολυμπάει και να κάνει σεξ. Ο Τόμας απαγόρευσε κατηγορηματικά ακόμα και να πλησιάζουν στο οργασμό, έτσι εκείνη περισσότερο χαϊδευόταν, παρά πηδιόταν, ακόμα και αν το έκανε, σε μικρές δόσεις – μισό λεπτό του σεξ, και τέλος. Η Μπέρτα συνέχισε να συνθέτει τη μουσική στο πιάνο της, να κάνει βουτιές στο νερό από ύψος δέκα μέτρα, να μελετάει τα σανσκριτικά και να παίρνει μαθήματα τζούντο.

    Οι διακοπές κράτησαν δέκα ημέρες, και όταν ένα υπέροχο πρωινό ο Τόμας τους κάλεσε στο δωμάτιο του, κατάλαβαν, ότι έφτασε η ώρα να επιστρέψουν στη δουλειά. Και οι δυο βίωσαν ενθουσιασμό και ανυπομονησία, κάτι, στο οποίο συνέβαλε και ο Τόμας, μιλώντας στο τηλέφωνο με τον Μερκ και συζητώντας τα χαρακτηριστικά κάποιων Σεγιέν. Οι κοπέλες έβλεπαν τον Μερκ για πρώτη φορά, αν και τον είχαν ακουστά ως έναν από τους πρωτοπόρους στα αλλά σύμπαντα. Ήταν ένα παλικάρι κοντά στα τριάντα, τουλάχιστον, – μια τέτοια εμφάνιση είχε, και τις κοίταζε κάπως παράξενα, σαν να αναρωτιόταν – για ποιο διάολο ο Τόμας ασχολείται με αυτές. Η συζήτηση του με τον Τόμας ήταν πραγματικά ακαταλαβίστικη, αλλά αυτό παρακινούσε την περιέργεια. Έγινε σαφές, ότι οι Σεγιέν – είναι κάποια ανθρωπόμορφα πλάσματα, με τα οποία ο Τόμας και ο Μερκ συναντήθηκαν στους κόσμους των ΣΟ, και τώρα τους μελετούν.

    – Κάνουμε τα πρώτα μας βήματα ακόμα, – εξήγησε στις κοπέλες ο Τόμας. – Δεν ξέρουμε και αγνοούμε πάρα πολλά πράγματα προς το παρόν. Διευκρινίζουμε τις πορείες, χαρτογραφούμε το τοπίο, αν μπορούμε να το πούμε έτσι. Μαθαίνουμε να προσανατολιζόμαστε, και δεν ξεχνάμε και την ασφάλεια. Παίρνουμε πολλά προληπτικά μέτρα, και λόγω αυτού προχωράμε πάρα πολύ αργά.

    – Προληπτικά μέτρα για ποιο πράγμα; – Ρώτησε η Μπέρτα.

    Ο Τόμας έκανε μια χειρονομία, δείχνοντας, πως δεν γνωρίζει.

    – Από πού να ξέρω εγώ; Για κάτι, που ίσως να μην ξέρουμε, να μην υπολογίζουμε, να μην προβλέπουμε. Δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος στην σκέτη παρατήρηση, αλλά αυτό δεν έχει τόσο ενδιαφέρον, δεν φέρνει καμία πρόοδο, καμία επαφή.

    – Και τι κάνετε, εκτός από την παρατήρηση?

    – Ερχόμαστε σε επαφή με αυτούς, και για να το κάνεις – πρέπει να έχεις κάτι κοινό, το καταλάβατε?

    – Και η ίδια οπτική επαφή, δεν είναι κάτι κοινό? – συνέχιζε να ρωτάει η Μπέρτα.

    – Όχι. Για να γίνει η επαφή, εμείς πρέπει να βλέπουμε αυτούς, και αυτοί – εμάς, και μην σε ξεγελάει ο όρος “βλέπουμε” – τα μάτια δεν έχουν καμία σχέση με αυτό, απλώς έχουμε συνηθίσει στη μορφή της “όρασης”, έτσι το λέμε και σε αυτή την περίπτωση. Στην πραγματικότητα, όποτε δημιουργείται μια αμοιβαία επαφή, συμβαίνει ο συντονισμός μέσω μιας από τις αντιλήψεις, και ταυτόχρονα εμείς, εξοικειωμένοι με την όραση και ακοή, βιώνουμε τις αντιλήψεις της “όρασης” και της “ακοής”. Ενώ εκείνοι βιώνουν κάτι δικό τους – κάποιο δικό τους τύπο της αντίληψης του κόσμου, ο οποίος για αυτούς είναι επίσης μιας μορφής “όραση” και “ακοή”, ωστόσο, δεν είναι το ίδιο με αυτό, που έχουμε εμείς, παρόλο που ορισμένα με τους Σεγιέν έχουμε έρθει πάρα πολύ κοντά.

    – Παράξενο, – μπήκε στις σκέψεις η Σερένα, – Γιατί, όμως, νομίζεις, ότι δεν βλέπουν και δεν ακούν απλώς, σαν και εμάς; Γιατί θεωρείς, ότι ο δικός τους τρόπος αντίληψης διαφέρει εντελώς από την όραση και ακοή?

    – Επειδή εμείς είμαστε πολύ διαφορετικά πλάσματα, και ζούμε στους διαφορετικούς κόσμους. Αν θα αποτελούμασταν από τις ίδιες αντιλήψεις, δεν θα χρειαζόμασταν να διαπερνάμε τις γραμμές, απλώς θα ζούσαμε μαζί και θα επικοινωνούσαμε – όπως εσύ μιλάς μαζί μου τώρα.

    – Να περνάμε τις γραμμές?

    – Αργότερα για αυτό. – Ο Τόμας κούνησε το χέρι του. – Μπορούμε να φανταστούμε, ότι ένα ολόκληρο σύνολο των κόσμων βρίσκεται σε ένα ευρύ πεδίο, το οποίο διαπερνούν πάρα πολύ μακριά, ατέλειωτα μακριά χαντάκια-γραμμές. Εμείς, οι άνθρωποι, περπατάμε σε μερικά από αυτά τα χαντάκια – στις αισθήσεις, σκέψεις, συναισθήματα, επιθυμίες και στον χαρακτηριστικό για εμάς τύπο της διάκρισης. Αν τα χαντάκια αυτά είναι γεμάτα σκουπίδια και μπαζωμένα, τότε η ζωή μας αποτελείται από τους σκοτισμούς και πατάμε πάνω στη λάσπη. Αν οι σκοτισμοί απομακρύνθηκαν, και το πεδίο μας είναι όμορφο και περιποιημένο, μπορούμε να τρέξουμε στις γραμμές και να ζήσουμε στον κόσμο των ΦΑ. Δίπλα βρίσκονται και άλλα σύνολα των γραμμών, όμως, για να φτάσουμε σε αυτά, πρέπει να βγούμε από το δικό μας χαντάκι, να περάσουμε την ενδιάμεση ουδέτερη περιοχή, δηλαδή – να περάσουμε τις γραμμές. Αυτή είναι μόλις μια αναλογία, αν και σε αυτήν υπάρχει κάτι, που την καταντάει κάτι περισσότερο, έτσι προσπαθούμε να την ακολουθήσουμε.

    – Δηλαδή, για να επικοινωνήσουμε με αυτούς, πρέπει να μεταφερθούμε στα δικά τους χαντάκια?

    – Όχι. Θα ήταν πιο σωστό να το πούμε διαφορετικά – πρέπει να τραβήξουμε προς εμάς έστω ένα δικό τους χαντάκι – σαν να ήταν μια τεντωμένη χορδή – να την τραβήξουμε και να την απλώσουμε δίπλα στα δικά μας, και τότε ανάμεσα στα σύμπαντα μας στο δικό σου μέρος σχηματίζεται μια σχέση, γέφυρα, η μπορείς ακόμα να πεις, ότι γίνεσαι εσύ η ίδια μια τέτοια γέφυρα. Γνωρίζεις τι είναι η “ισχυρή πυρηνική αλληλεπίδραση”?

    – Φυσικά:) – Χαμογέλασε η Σερένα. – Είναι οι δυνάμεις, οι οποίες συγκρατούν τα πρωτόνια και νετρόνια στο εσωτερικό του πυρήνα. Αν δεν υπήρξε η ισχυρή πυρηνική αλληλεπίδραση, τα πρωτόνια με θετικό φορτίο θα είχαν εκσφενδονιστεί με τρομερή δύναμη.

    – Το ξέρεις, ότι οι δυνάμεις αυτές είναι περιορισμένες?

    – Ναι. Αν αυξήσουμε λιγάκι την απόσταση ανάμεσα στα πρωτόνια, η ισχυρή αλληλεπίδραση θα μειωθεί απότομα, και τα πρωτόνια θα σκορπιστούν – σε αυτό βασίζεται η αρχή της ατομικής βόμβας – τα αργά νετρόνια εισέρχονται στον πυρήνα, παρακινούν τα πρωτόνια, η ισχυρή αλληλεπίδραση γίνεται πιο αδύναμη, απ` ότι η δύναμη της ηλεκτρικής απώθησης, και ο πυρήνας διαλύεται.

    – Λοιπόν, ανάλογος μιας τέτοιας αλληλεπίδρασης υπάρχει και στις χορδές των αντιλήψεων. Εσύ, για παράδειγμα, είσαι ένα δυνατό κορίτσι, μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα και δεν διαλύεσαι στους σβόλους των αντιλήψεων. Και αυτό συμβαίνει ακριβώς επειδή οι πέντε σου χορδές είναι ενωμένες με μια ειδική δύναμη – από αναλογία με την ισχυρή πυρηνική αλληλεπίδραση εμείς ονομάζουμε αυτή την δύναμη “ισχυρή” – δεν είναι πρωτότυπο, αλλά εύκολο για κατανόηση :) Ο θάνατος έρχεται σαν αποτέλεσμα του ότι ο άνθρωπος υπέστη κάποια επίδραση, η οποία, σαν ένα αργό νετρόνιο, σπάει τις χορδές, τις παρασέρνει μακριά μια από την άλλη, – αυτή είναι μια πολύ πρόχειρη περιγραφή, αλλά ας το πούμε έτσι προς το παρόν. Μπορεί να είναι ένα μεμονωμένο χτύπημα, η κάποιο σύνολο των χτυπημάτων, που οδηγεί στον θάνατο – σε αυτή την περίπτωση ο άνθρωπος στην αρχή αρρωσταίνει, και μετά πεθαίνει. Και αν το πρωτόνιο παρασυρθεί αρκετά κοντά στο υπάρχον πυρήνα, τότε θα αιχμαλωτιστεί με αυτή τη νέα ισχυρή αλληλεπίδραση, και θα δημιουργηθεί ένα νέο χημικό στοιχείο. Αν τραβήξουμε τη μια ακόμη χορδή στο σύνολο μας, αυτή επίσης θα τραβηχτεί από ισχυρή αλληλεπίδραση, και εσύ θα μετατραπείς σε ένα πλάσμα, το οποίο συμπεριλαμβάνει στον εαυτό του και τα χαρακτηριστικά του ανθρώπου, και κάποιες ιδιότητες εκείνου του αλλού πλάσματος, στο σύνολο των αντιλήψεων του οποίου κάποτε βρισκόταν αυτή η χορδή. Εμείς ονομάζουμε μια τέτοια έλξη “ενσωμάτωση των αντιλήψεων”. Επαναλαμβάνω – είναι μια πολύ πρόχειρη περιγραφή, στην πραγματικότητα σε αυτό υπάρχει μια ολόκληρη σειρά των λεπτομερειών, κάποιες από τις οποίες εμείς ήδη καταφέραμε να μελετήσουμε αρκετά καλά, και κάποιες άλλες – όχι και τόσο.

    – Ποιες, για παράδειγμα, “όχι και τόσο”; – Η περιέργεια της Σερένας έφτασε στο απόγειο της.

    – Για παράδειγμα – δεν γίνεται να τραβήξεις την κάθε χορδή με ασφάλεια και ανώδυνα. Η ενσωμάτωση κάποιων χορδών μπορεί να αποσταθεροποιήσει το δικό σου σύνολο των αντιλήψεων.

    – Δηλαδή… να σκοτώσει??

    – Όχι απαραίτητα. Αλλά δεν το αποκλείουμε.

    – Ουάου…

    – Υπάρχουν σημάδια τέτοιων επικίνδυνων ενσωματώσεων, και εμείς τα μελετάμε. Όμως, η αποσταθεροποίηση – δεν είναι οπωσδήποτε ένας θάνατος. Η αποσταθεροποίηση είναι ικανή να οδηγήσει κάποιον στον απόλυτο εκ νέου συντονισμό των χορδών, και μετά από αυτό το καινούριο σύνολο σταθεροποιείται και πάλι, και μπορούμε να πούμε, ότι περνάς από τον θάνατο, από κάποιο ανάλογο του θανάτου.

    – Είναι τόσο επικίνδυνο?

    – Όχι υπερβολικά. Είμαστε αρκετά ανθεκτικά πλάσματα. Έχουμε ένστικτο επιβίωσης, έτσι στην πραγματικότητα πρέπει να προσπαθήσεις πάρα πολύ, αγνοώντας όλα τα σημάδια κίνδυνου, για να πεθάνεις πραγματικά. Η αλήθεια είναι…, – ο Τόμας έριξε μια δοκιμαστική ματιά στην Σερένα, και μετά την μετέφερε στην Μπέρτα, – ότι αυτό είναι το ΠΙΟ ενδιαφέρον απ` όλα, που έχουμε ανακαλύψει.

    – Το πέρασμα από το θάνατο?

    – Εντάξει…, αυτό ακούγεται κάπως υπερβολικά δραματικά, μιας και στην πραγματικότητα δεν έρχεται θάνατος – εμείς το ονομάζουμε “ανασύνταξη”. Μπορούμε με την απλή ενσωμάτωση των αντιλήψεων ας το πούμε, να μεταφερόμαστε μέσα στο “δικό μας πεδίο”, επικοινωνώντας με τα πλάσματα, τα οποία αποτελούνται από τις γραμμές, που βρίσκονται στο ίδιο με μας πεδίο. Δεν λέω, ότι αυτό δεν έχει ενδιαφέρον, είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον, όμως, υπάρχουν και πιο συναρπαστικά πράγματα, εκεί θέλω να καταλήξω. Η ανασύνταξη σε βγάζει σε ένα νέο πεδίο, και εκεί εμείς συναντάμε τέτοια σύμπαντα και τέτοια πλάσματα, τα οποία καμία ανθρώπινη φαντασία δεν είναι ικανή να δημιουργήσει, έτσι αναγκαζόμαστε να σχηματίζουμε μια ειδική γλώσσα, ώστε να μπορέσουμε να περιγράψουμε και να σημειώσουμε αυτά, που είδαμε. Στην περίπτωση της μεταφοράς εντός δικού μας πεδίου μια τέτοια γλώσσα δεν απαιτείται, έτσι εάν εγώ, για παράδειγμα, θα ενσωματώσω μια χορδή από κάποιο άλλο κόσμο του δικού μας πεδίου, γίνεται αυτόματος συντονισμός με τις δικές μας συνηθισμένες αντιλήψεις, και πιο συγκεκριμένα – εγώ θα δω το πλάσμα, που ζει εκεί, σαν να είναι ένας άνθρωπος, όπως συμβαίνει με τους Σεγιέν, η σαν ένα ρεύμα στον ωκεανό, η σαν να είναι ένα καβούρι, όπως στους Ακράνιους, η σαν μια θολή λαμπερή σφαίρα – έτσι βλέπουμε εμείς τους Αιθέριους, και ίσως εσύ αύριο θα ανακαλύψεις έναν κόσμο, στον οποίο θα κατοικούν οι λύκοι με ουρά στη μύτη τους – οτιδήποτε μπορεί να γίνει, μάλλον:), αλλά, όπως και να έχει, την αντιλαμβανόμενη εικόνα εμείς μπορούμε να περιγράψουμε με τους όρους του δικού μας κόσμου, και όποτε θα μιλάμε, θα αντιλαμβάνομαι ή την φωνή, ή τον χώρο, ή κάτι άλλο ακόμα, και πάλι θα είναι ένας κατανοητός ανάλογος με κάτι από τον δικό μας κόσμο, και αυτοί θα βρουν κάτι ανάλογο για να περιγράψουν το πως αντιλαμβάνονται εμάς…

    – Κατάλαβα, – έγνεψε η Μπέρτα. – Και κατά την ανασύνταξη δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο?

    – Όχι. Εμείς το ονομάζουμε “ταξίδι στους κάθετα-προσανατολισμένους κόσμους”, διότι ταυτόχρονα βγαίνουμε από το “δικό μας πεδίο”, λες κι μετακινούμαστε σε κάποια σχετικά “χαμηλότερα” ή “ψηλότερα” πεδία, και σε αυτά δεν συμβαίνει ο αμοιβαίος συντονισμός, που λέγαμε, έτσι…- ο Τόμας άνοιξε τα χέρια του, – έτσι τα πάντα σε αυτό είναι πολύ πιο περίπλοκα και δεν έχει νόημα να το συζητάμε τώρα.

    – Έχω ξανακούσει αυτόν τον όρο – “κάθετα-προσανατολισμένα σύμπαντα” , – μουρμούρισε η Σερένα. – Τώρα το κατάλαβα.

    – Χρειάζεται να μάθετε πολλά ακόμα, μέχρι να φτάσετε σε αυτό, μα και στα σύμπαντα του δικού μας πεδίου υπάρχουν αρκετά συναρπαστικά για εσάς πράγματα.

    Ο Τόμας, προφανώς, σκόπευε να ολοκληρώσει αυτό το θέμα, όμως, η Μπέρτα τον σταμάτησε.

    – Και τι συμβαίνει ανάμεσα στις λωρίδες των δικών μας γραμμών?

    Ο Τόμας την κοίταξε με μυστηριώδη ύφος και χαμογέλασε.

    – Εκεί συμβαίνει το πιο συναρπαστικό κιόλας :) Κάποτε θεωρούσαμε, ότι είναι μια νεκρή ζώνη, και υπό κάποια έννοια έτσι είναι. Μοιάζει πάρα πολύ με DNA, όπου μόλις ένα μικρό μέρος – περίπου τρία τοις εκατό – είναι γεμάτο με εξώνια – ακολουθίες των νουκλεοτίδιων, οι οποίες συμμετέχουν στην δημιουργία των πρωτεϊνών, και όλα τα υπόλοιπα – είναι τα ιντρόνια, και για παρά πολύ καιρό οι γενετικοί πίστευαν, ότι τα ιντρόνια – είναι το άχρηστο κομμάτι του γονότυπου, και μετά ανακαλύφθηκε, ότι σε αυτά κρύβεται το πιο ενδιαφέρον πράγμα. Δεν σχηματίζει το κάθε σύνολο των γειτονικών γραμμών έναν κόσμο. Δεν ξέρουμε τα ποσοστά των κοσμοδημιουργικών γραμμών, επειδή αυτό απαιτεί να φτάσουμε στην άκρη, και εμείς προς το παρόν δεν ξέρουμε καν – αν αυτή η άκρη υπάρχει, ωστόσο, κρίνοντας από τις ήδη μελετημένες και χαρτογραφημένες από εμάς διαστάσεις, το ποσοστό αυτό είναι ακόμη μικρότερο, απ` ότι στο γονότυπο – ίσως, ένα δέκατο του εκατοστού,  αλλά στην πραγματικότητα η μέτρηση είναι πάρα πολύ περίπλοκη, διότι δεν μετράμε τις ενδιάμεσες γραμμές, αλλά τα ανάλογα τους, μιας και οι γραμμές των ιντρονίων είναι ακαθόριστες, και το πέρασμα σε αυτές βιώνεται σαν διαταραχή της συνείδησης.

    – Και για ποιο λόγο οι γραμμές των ιντρονίων είναι οι πιο ενδιαφέρουσες από τις άλλες?

    – Ακριβώς επειδή όταν μεταφέρεσαι εκεί, και βρίσκεις τον τρόπο να παραμείνεις σε αυτό το μέρος για κάμποσο καιρό, αποκαλύπτεται, ότι σε αυτή την κατάσταση πάνω σου αρχίζουν να επιδρούν κάποιες δυνάμεις, οι οποίες οδηγούν στην κάθετη μετακίνησή σου. Οι δυνάμεις αυτές διαφέρουν ανά κάθε ιντρονική περιοχή.

    – Δηλαδή, αυτό μοιάζει με ένα ιστιοφόρο πλοίο, το οποίο βγαίνει στ` ανοιχτά και παρασέρνεται από τα άγνωστα ρεύματα?

    – Περίπου έτσι. Όμως, δεν θα μιλήσουμε γι` αυτά – πρέπει πρώτα να εξοικειωθείτε με την κολύμβηση κοντά στην ακτή, και μετά… αν κάποια από εσάς το θελήσει… θα δούμε.

     

    Η συζήτηση με τον Τόμας εντυπωσίασε τις κοπέλες, και τα πειράματα με το ξέφωτο επανήλθαν με αμείωτη επιμονή, έτσι στις επόμενες μερικές ημέρες εκείνες έκαναν κάτι πάρα πολύ παράξενο – έρχονταν στο χορταριασμένο ξέφωτο, πήγαιναν στις άκρες του: για παράδειγμα, η Μπέρτα έφτανε στην ανατολική άκρη, κι η Σερένα – στη νότια, και έπειτα προχωρούσαν ταυτόχρονα προς το κέντρο. Πλησιάζοντας στο κέντρο του ξέφωτου, εκείνες γύριζαν αργά τα κεφάλια τους – η Σερένα δεξιά, η Μπέρτα – αριστερά, και όποτε βρίσκονταν στο οπτικό πεδίο της άλλης, σταματούσαν, και δεν κοίταζαν αμέσως στα μάτια, μα ξεκινούσαν την εξέταση μεταξύ τους, σαν να αναπηδούσαν με το βλέμμα τους σε διάφορα μέρη του σώματος, κατά καιρούς κοιτάζονταν κατάματα, ωσότου δεν αναπτυχθεί η τελική οπτική επαφή. Μετά πήγαιναν στις άκρες και ξεκινούσαν τα πάντα από την αρχή. Ώρα με την ώρα. Μέρα με τη μέρα. Και αρχίζοντας από τις εννιά το βράδυ – πολλαπλή αποκοίμιση – πενήντα, εκατό φορές.

    Ωστόσο, στο ξέφωτο οι κοπέλες συνέχιζαν να βολτάρουν μοναχές. Η μοναδική ουσιαστική πρόοδος ήταν το ότι έφταναν σε αυτό πολύ πιο εύκολα, πιο σίγουρα, και παρέμειναν εκεί για πολύ περισσότερη ώρα. Περίπου κάθε πέμπτη αποκοίμιση τελείωνε αποτελεσματικά, και όμως, δεν ήταν το αποτέλεσμα, το οποίο εκείνες επιδίωκαν.

    Ο Τόμας προσέθεσε στο περπάτημα τους την δημιουργία της βεβαιότητας για το ότι οπωσδήποτε θα συναντήσουν η μια την άλλη, και άλλαξε λιγάκι την πρακτική. Τώρα, αν κάποια από αυτές, ας πούμε, η Σερένα, έβγαινε στο ξέφωτο πρώτη, έριχνε μια ματιά και δεν έβλεπε την Μπέρτα, θα έπρεπε να παραμείνει στη θέση της και να καλλιεργεί τη βεβαιότητα, ότι Μπέρτα σίγουρα θα εμφανιστεί σε λίγο. Ένα λεπτό αργότερα η Μπέρτα θα ερχόταν στο μικρό ξέφωτο.

    Δυο μέρες ακόμη – και πάλι χωρίς αποτέλεσμα.

    – Εντάξει, αργά η γρήγορα θα το περάσουμε και αυτό, – καθησύχασε τις κοπέλες ο Τόμας, συναντώντας τις στο ίδιο μέρος. – Ας κάνουμε έναν διαγωνισμό. Εκείνη, που θα δει πρώτη την άλλη, θα πάρει από εμένα ένα βραβείο – θα ταξιδέψει μαζί μου στον κόσμο των Ακρανιών. Ίσως και στους Αιθέριους κιόλας.

    Η Σερένα και η Μπέρτα δεν μπορούσαν να καθίσουν ήσυχα.

    – Γιατί κάθεστε, εμπρός – η πρώτη θα κερδίσει το ταξίδι! Και κάτι άλλο ακόμα – από αυτή τη στιγμή είσαστε αντίπαλες. Να μην αφήσετε η μια την άλλη στην ησυχία πουθενά – προσπαθήστε να ανταγωνιστείτε σε όλα. Παίξετε τένις, κολυμπήστε, κλέψετε τα αγόρια της άλλης, όταν κάποια σκοπεύει να πηδηχτεί, ξεκαθαρίστε, επιτέλους, ποια από εσάς τους δυο είναι η αρχηγός, και ποια – η ελεεινή ουρά της!

    Τις επόμενες μερικές ημέρες στη Βάση κυριάρχησε μια ελαφριάς μορφής τρέλα –  η Μπέρτα και η Σερένα ακολουθούσαν η μια την άλλη και πολεμούσαν για την πρωτιά, και αυτό ήταν εντυπωσιακό! Αν έφταναν σε κάποια πόρτα, δεν υπήρξε καμία ελπίδα, ότι στο προσεχές μέλλον κάποιος άλλος θα περάσει από εκεί – η μόνη επιλογή ήταν να μπει από το παράθυρο η να πάρει κάποια παρακαμπτήρια σκάλα. Αν πλησιάζεις μια γέφυρα, όπου έχουν κολλήσει δυο κριάρια, κάνε κύκλο καλύτερα, αλλιώς θα βρεθείς στη λίμνη με κάποιο από αυτά. Η Σερένα ήταν πιο γρήγορη, μα η Μπέρτα μπορούσε να αντιθέσει σε αυτό πολύ μεγαλύτερη μυϊκή μάζα, και οι ασχολίες τους αναμφισβήτητα τις δυνάμωσαν σωματικά – την επόμενη μέρα όλοι οι μύες τους πονούσαν, όμως, δεν κατάφεραν να προχωρήσουν στη λύση του προβλήματος ούτε μια σπιθαμή – το ξέφωτο παρέμεινε άδειο παρά το οτιδήποτε.

    – Εντάξει, σήμερα έρχεται ο Μερκ, – πέταξε, περνώντας δίπλα ο Τόμας, όταν εκείνες προσπαθούσαν να λύσουν το ζήτημα αρχής – ποιος θα κατουρήσει τώρα μέσα σε αυτή τη λεκάνη. Νίκησε η Μπέρτα, αλλά εφόσον δεν ένιωθε ανάγκη να το κάνει, απλώς κρατιόταν πάνω της, την ώρα που η Σερένα, απελπισμένη να την ξεκολλήσει από εκεί, απλώς σκαρφάλωσε πάνω στην πλάτη της και με θριαμβευτικές κραυγές την κατούρησε από την κορυφή ως τα νύχια.

    Η είδηση, που έφτασε, τους συμφιλίωσε για ένα λεπτό, και η Μπέρτα, βγάζοντας τα κατουρημένα ρούχα από πάνω της, ρώτησε – τι θα σημαίνει αυτό για εκείνες.

    – Εμείς θα προσπαθήσουμε να κάνουμε αυτή τη δουλειά για εσάς, – απάντησε ο Τόμας. – Είστε και οι δυο υπερβολικά άβουλες, έχετε χαλαρώσει πολύ στην φιλικότητα και επάρκεια.

     

    Στις εννιά η ώρα το βράδυ η πόρτα, που οδηγούσε από το χολ στο εστιατόριο, ήταν μπλοκαρισμένη, έτσι όσοι επιθυμούσαν να φανέ τώρα πήγαιναν γύρω-γύρω – από τη λίμνη. Δυο λεπτά και ένα σκισμένο φανελάκι αργότερα (μάλλον, ήταν το εικοστό μπλουζάκι για σήμερα, που κατέληξε στα σκουπίδια), η Μπέρτα πέρασε πρώτη. Την ακολούθησε εντελώς αποκαμωμένη Σερένα. Ο Τόμας με τον Мερκ ξάπλωναν δίπλα στο τζάκι, παρατηρώντας κάποια χαρτάκια με σχέδια και σημειώσεις.

    – Τόμας, είναι ήδη εννιά, εμείς πάμε για ύπνο, θα μας βοηθήσετε τελικά?

    – Ναι, πηγαίνετε.

    – Όμως, εμείς θα πάμε τώρα, εσύ δεν θα κοιμηθείς?

    – Πηγαίνετε.

    – Εντάξει… δηλαδή, θα μας βοηθήσετε αργότερα, όχι αμέσως?

    – Αμέσως τώρα θα βοηθήσουμε, πηγαίνετε – επίμονα επαναλάμβανε τα δικά του ο Τόμας, χωρίς να αφήσει τα χαρτάκια στην άκρη.

    Η κούραση, μαζεμένη από την πολύωρη μάχη, στην αρχή καταπλάκωσε τη Σερένα, και αυτή αποφάσισε να κάνει ένα κρύο ντους. Μετά από πέντε λεπτά επέστρεψε και πάλι στη  συνηθισμένη ήρεμη κατάσταση εργασίας. Η Μπέρτα της είπε δυο εβδομάδες πριν, ότι καταφέρνει να πετύχει στο σημείο εκκίνησης πιο εύκολα, αν ξαπλώνει εντελώς ακίνητη – έτσι, ώστε να αρχίσουν να χάνονται οι αισθήσεις της – στην αρχή στις άκρες των δαχτύλων στα χέρια της, μετά στις παλάμες και ούτω καθεξής. Μάλλον, λόγω υπερέντασης η Σερένα δυο φορές στη σειρά πέρασε πιο μακριά, απ` ότι έπρεπε, και ο παρατηρητής την ξύπνησε. Την τρίτη φορά εκείνη συγκεντρώθηκε και σε λίγο βρέθηκε στο πράσινο ξέφωτο. Είχε έρθει εδώ δεκάδες φορές, και κάθε φορά ένοιωσε κατάπληκτη από το πόσο ασυνήθιστη τελικά είναι αυτό το πράγμα – ένα φωτισμένο όραμα! Εντελώς νηφάλια, ξεκάθαρη κατάσταση, και την ίδια στιγμή – ένα όνειρο! Η Σερένα κοίταξε γύρω-γύρω – δεν υπήρξε κανείς. Μια στιγμιαία λάμψη της λύπησης απομακρύνθηκε. Άραγε – πότε θα έρθει ο Τόμας? Η ο Μερκ? Και πώς θα γίνει αυτό γενικώς, αν εκείνοι δεν κοιμούνται, αλλά κάθονται και μιλάνε; Από την περασμένη αναλαμπή της λύπησης η συνείδηση της θόλωσε λιγάκι, και η Σερένα κάθισε στο χορτάρι και άρχισε να εκτελεί την ΦΑσκηση, έτσι με κάθε νέα πράξη η συνείδηση της ξεκαθάριζε όλο και περισσότερο, και μετά από λίγα λεπτά είχε πια κρυστάλλινη διαφάνεια. Η Σερένα άγγιζε με το χέρι της το χορτάρι, έκοβε τα κλωναράκια, τα δοκίμαζε – όλα ήταν απολύτως πραγματικά, και όμως βρισκόταν σε ένα όνειρο. Κοιτάζοντας γύρω της ακόμα μια φορά, η κοπέλα βεβαιώθηκε, ότι το ξέφωτο είναι άδειο. Εκείνη γέλασε με τη σκέψη για το ότι και η Μπέρτα αυτή τη στιγμή κάθεται κάπου στο ξέφωτο, και επίσης δεν βλέπει τίποτα. Θα ήθελε να μάθει – οι άλλοι δημιούργησαν δυο διαφορετικά ξεφωτακια, τα οποία πρέπει να ενωθούν με κάποιο τρόπο, η είναι το ίδιο μέρος, απλώς εκείνες δεν βλέπονται, επειδή τους εμποδίζει κάτι?

    Η Σερένα σηκώθηκε και πλησίασε το ποταμάκι. Το νερό του ήταν ασυνήθιστο – όχι όπως είναι στην πραγματικότητα. Φαινόταν πιο βαρύ, σαν υδράργυρος. Εκείνη κάθισε και έβαλε την παλάμη της μέσα στο νερό – ήταν πράγματι πολύ πιο βαρύ, απ` ότι στην πραγματικότητα, και ξαφνικά το νερό έγινε εντελώς σκληρό! Ακόμα γινόταν να βάλει το χέρι της μέσα και να το κουνήσει, και την ίδια στιγμή το νερό συνέχιζε να είναι σκληρό – πως το ένα συνδυαζόταν με το άλλο, δεν το χωρούσε ο νους της. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα εμφανίστηκε σκληρότητα πάνω από τον αφαλό της και στο κεφάλι, και σε μετρημένα κλάσματα έφτασε στο δέκα! Η Σερένα έκανε πίσω από το ποτάμι, και κοίταξε αλλού – η σκληρότητα μειώθηκε και έγινε ευχάριστη. Έτσι κάθε φορά, όταν το βλέμμα της επέστρεφε στην επιφάνεια του ποταμού, η σκληρότητα ανέβαινε κατακόρυφα, και μειωνόταν αμέσως, μόλις η Σερένα έπαιρνε το βλέμμα της. Εμφανίστηκε ερώτηση – αυτό σημαίνει, ότι στο όνειρο η αναπόληση γίνεται πολύ πιο εύκολα και φυσικά, απ` όταν κάποιος είναι ξύπνιος?

    Ρίχνοντας ξανά μια μάτια στο ξέφωτο, η Σερένα είδε μόνο τα πράσινα, ταραγμένα με τον αέρα χορταράκια. Κανείς δεν έβγαινε από το δάσος, και τότε εκείνη πρόσεξε, ότι και το δάσος διαφέρει πάρα πολύ αυτόν, που εκείνη συνήθισε να βλέπει, όντας ξύπνια. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβε, ότι κάτι άλλαξε. Κάτι παράξενο, ανησυχητικό εμφανίστηκε κάπου, δεν μπορούσε να κατάλαβε, που, σαν να ήταν ακριβώς μέσα της. Η κοπέλα προσπάθησε να αποτινάξει, να απομακρύνει αυτή την αίσθηση, όμως, αυτή συνέχιζε να μεγαλώνει, και στο τέλος η Σερένα κατάλαβε, ότι ο λαιμός της είναι πιασμένος, σαν να το κρατούσε κάποιος. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα πέρα από τη θέληση της το κεφάλι της άρχισε να γυρίζει αριστερά. Τρόμαξε λιγάκι, αλλά αυτό ήταν ένα από τα γνωστά συμπτώματα. Η αίσθηση του αταβιστικού φόβου, η οποία εμφανίζεται κατά τις ακούσιες εξόδους από το σώμα, μπορεί να φτάνει σε παρανοϊκή ισχύ, αν το υποστηρίξεις, έτσι η Μπέρτα και η Σερένα αφιέρωσαν ήδη έναν μήνα πριν κάποιες ώρες στην πρόληψη τέτοιου φόβου, και τώρα δεν δυσκολεύτηκε καθόλου να απομακρύνει τον νέο σπασμό. Εντωμεταξύ το κεφάλι της γύρισε ενενήντα μοίρες αριστερά και παρέμεινε σε αυτή την στάση, όσο και να προσπαθούσε η Σερένα να την αλλάξει. Και ξαφνικά – δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια της – μπροστά της βρέθηκε η Μπέρτα! Αυτή δεν βγήκε από το δάσος και δεν έφτασε από την άκρη του ξέφωτου – απλώς πριν από ένα δευτερόλεπτο δεν υπήρξε, και τώρα ήταν εδώ!

    Και η Μπέρτα την κοίταζε με γουρλωμένα τα μάτια της, μάλλον, νιώθοντας την ίδια κατάπληξη. Κρίνοντας από το πόσο αφύσικα εκείνη στεκόταν, κουνώντας λιγάκι τα χέρια της, σαν να προσπαθούσε να πιαστεί από κάτι, η αντιθέτως – να ξεπιαστεί από κάτι, που βρίσκεται πάνω της. Η Σερένα κατάλαβε, ότι και το δικό της κεφάλι το έπιασε κάτι η κάποιος, και το κρατάει. Άρα… είναι η δουλειά του Τόμας και του Μερκ! Όμως, οι ίδιοι δεν φαίνονταν πουθενά.

    – Με βλέπεις? – Ακούστηκε χαμηλωμένη και αβέβαια η φωνή της Μπέρτας.

    – Σε βλέπω, και εσύ εμένα?

    – Το ίδιο.

    Έδειχναν σαν δυο καθυστερημένες, πλάι η μια στην άλλη, σαν καβούρια, έτοιμα να τρέξουν με το πρώτο σημάδι του κινδύνου.

    – Άραγε, και εγώ δείχνω το ίδιο χαζή, – και πάλι ρώτησε η Μπέρτα.

    – Γιατί «το ίδιο», – άρχισε η Σερένα, όμως, γέλασε αμέσως, και μαζί της γέλασε η Μπέρτα, το πιάσιμο άρχισε να χαλαρώνει.

    – Αυτό, που με κρατάει, χαλαρώνει, όταν εγώ γελάω, – είπε η Σερένα.

    – Και σε μένα αυτό γίνεται. Εσύ βλέπεις – τι με κρατάει?

    – Όχι.

    – Και εγώ όχι.

    – Πολύ εποικοδομητική συζήτηση έχουμε…

    Και χαχάνισαν ξανά μαζί.

    – Αν θα με κάνεις να γελάσω άλλη μια φορά, ίσως και να απελευθερωθώ τελείως, – είπε η Σερένα, και κατάλαβε ξαφνικά, ότι δεν χρειάζεται κανέναν για να γελάσει, μπορεί κατευθείαν να γελάσει και έτσι – χωρίς λόγο – απλώς με την θέληση της να γελάσει, και άρχισε να χαχανίζει, ελέγχοντας ταυτόχρονα την ένταση του γέλιου έτσι, ώστε να μην πέσει εκτός συνειδητοποίησης.

    – Τι, τι, με τι γελάς, τι? – Απορώντας, άρχισε να ρωτάει η Μπέρτα.

    – Με τίποτα – απλώς να επιθυμήσεις το γέλιο, και θα γελάσεις!

    Η Μπέρτα σκέφτηκε για δυο δευτερόλεπτα και άρχισε να γελάει και αυτή. Μετά από ένα λεπτό η Σερένα ένιωσε, ότι η δύναμη, που την κρατούσε, εξαφανίστηκε σχεδόν τελείως, και τότε θέλησε να σταματήσει το γέλιο, και σταμάτησε.

    – Μην παρασέρνεσαι πολύ με αυτό, αν νιώθεις ελεύθερη – σταμάτα το, – συμβούλεψε εκείνη την Μπέρτα.

    Τώρα αυτές μπορούσαν να πλησιάσουν η μια την άλλη και να κοιταχτούν προσεκτικά.

    – Τα μάτια, – έδειξε η Μπέρτα με το δάχτυλο τα μάτια της. – Βλέπεις?

    Η Σερένα κοίταξε τα μάτια της Μπέρτας και έμεινε άφωνη από την έκπληξη και αίσθηση της ομορφιάς. Την ώρα, όταν σε όλα τα άλλα το σώμα της Μπέρτας δεν διέφερε σε τίποτα από την κανονική του κατάσταση, τα μάτι ήταν δυο λαμπερές με το καταπληκτικό βάθος λιμνούλες.

    – Για κάποιο λόγο νομίζω, ότι δεν πρέπει να κοιτάζουμε η μια την άλλη πολύ προσεκτικά στα μάτια, – μουρμούρισε η Σερένα.

    – Ίσως, – συμφώνησε η Μπέρτα. – Ας μην το κάνουμε προς το παρόν.

    – Δεν καταλαβαίνω καθόλου – πώς ο Μερκ και ο Τόμας το κάνουν αυτό, αφού δεν κοιμούνται!

    – Εντελώς ακατανόητο.

    – Τα μυαλά μου είναι πολύ δυσκίνητα.

    – Ναι.

    – Και ταυτόχρονα νιώθω κρυστάλλινη σαφήνεια!

    – Ναι.

    – Πολύ παράξενο. Έχω συνηθίσει, ότι η λογική σαφήνεια και η ΦΑ-σαφήνεια πάντοτε έρχονται μαζί, και εδώ δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο.

    – Γίνεται καμιά φορά ακόμα, ότι η λογική σαφήνεια υπάρχει, ενώ η ΦΑ-σαφήνεια – όχι.

    – Ακριβώς. Και εδώ – λες και είναι όλα από την ανάποδη – η ΦΑ-σαφήνεια είναι τόσο φυσική, ευλύγιστη, ρευστή, μα το μυαλό σέρνεται πάνω της, σαν ένας υπερφορτωμένος χαμάλης.

    Η Μπέρτα βυθίστηκε στις σκέψεις.

    – Ίσως αυτό έχει σχέση με το ότι στην πραγματικότητα προπονούσαμε σκληρά το μυαλό μας επί πολλά χρόνια, ενώ στο ΣΟ – όχι.

    – Την επόμενη φορά θα πάρουμε μαζί μας βιβλία:) – αστειεύτηκε η Σερένα.

    – Την επόμενη φορά πρέπει να τα καταφέρουμε όλα μόνες μας!

    – Ναι. Παραμένει άγνωστο, όμως – τι συγκεκριμένα να κάνουμε; Να πιάσουμε τους λαιμούς μας, δηλαδή?

    – Το θέμα δεν είναι ο λαιμός, – η Μπέρτα άρχιζε να κοιτάει γύρω-γύρω, σαν να έψαχνε κάποιον. – Νομίζω, ότι η αίσθηση στο λαιμό – είναι βασικά κάποια παράλληλη παρενέργεια, η οποία από μόνη της δεν έχει καμία σημασία.

    – Και εγώ αυτό σκέφτομαι, μόνο… μόνο που δεν είναι η “σκέψη”, είναι η σαφήνεια. Η απόλαυση είναι τρελή, όταν η σαφήνεια εμφανίζεται έτσι εύκολα!

    – Συμφωνώ, είναι σαφήνεια.

    – Άρα, αν έχουμε πρόσβαση σε αυτή τη σαφήνεια υπό αυτές τις συνθήκες, τότε πρέπει να το εκμεταλλευτούμε!

    – Όντως, – ζωήρεψε η Μπέρτα, – εμείς τώρα συμπεριφερόμαστε σαν ένας άνθρωπος, ο οποίος βρέθηκε τυχαία στο ΣΟ, και αντί να ελέγξει τον εαυτό το με τη βοήθεια των επιθυμιών του, προσπαθεί να μετακινηθεί με τη βοήθεια των μυών. Αν θέλουμε να αποκτήσουμε τη σαφήνεια, πρέπει να θελήσουμε να την αποκτήσουμε.

    – Εντάξει – άρα, εγώ θέλω να καταλάβω, τι είναι το πιο ωφέλιμο τώρα, ώστε την επόμενη φορά να τα καταφέρω μόνη μου χωρίς βοήθεια.

    – Ήδη το ξέρω.

    – Και εγώ!

    – Δηλαδή, δεν χρειάζεται και να το πούμε.

    – Δεν χρειάζεται, αλλά εγώ θα το πω για παν ενδεχόμενο, – διαφώνησε η Σερένα, – πρέπει να σταματήσουμε να ασχολιόμαστε με τις βλακείες και να περάσουμε μερικές φορές εκείνη τη διαδικασία, ως αποτέλεσμα της οποίας αρχίσαμε να βλέπουμε η μια την άλλη.

    – Ενδιαφέρον! – Η σκέψη σου δεν είναι αντιφατική με τη δική μου σαφήνεια, αλλά εγώ θα την εξέφραζα διαφορετικά: πρέπει να θυμηθούμε την γεύση της αναγνώρισης μας, πρέπει να συνηθίσουμε στο ότι βλεπόμαστε εδώ, στο ξέφωτο.

    – Θέλεις να κάνουμε αυτό, που κάναμε και στην πραγματικότητα; Να περπατήσουμε στο ξέφωτο;

    – Τέλεια!

    Εκείνες ακολούθησαν τις αντίθετες κατευθύνσεις και η Σερένα παρατήρησε, ότι δεν χρειάζεται να κανονίζει με την Μπέρτα – ποια θα πάει πρώτη, απλώς θέλησε να πάει πρώτη,  στην αρχή αυτή η επιθυμία συνάντησε κάποιο εμπόδιο, και μετά το εμπόδιο διαλύθηκε.

    – Αποφάσισες να με αφήσεις να περάσω πρώτη; – φώναξε η Σερένα.

    – Ναι. Και εσύ το έμαθες από την εξαφάνιση της αντίστασης στην επιθυμία σου, έτσι?

    – Σωστά!

    – Ξέρεις, δεν υπάρχει λόγος να ουρλιάζουμε – θα ακουγόμαστε και πάλι! – φώναξαν και οι δυο ταυτόχρονα και έσκασαν στα γέλια.

    – Εντάξει, έγινε!

     

    Απ` όσο μπορούσε να κρίνει η Σερένα, αυτές πέρασαν περίπου δυο ώρες, περπατώντας στο ξέφωτο, συνηθίζοντας στο γεγονός, ότι βλέπουν η μια την άλλη.

    – Πρέπει να έχουν περάσει δυο ώρες, μάλλον, – επιτέλους είπε η Σερένα.

    – Δεν καταλαβαίνω, πώς μπορούμε να μετρήσουμε τον χρόνο εδώ. Καταλαβαίνω, ότι για κάθε πράξη εμείς αφιερώνουμε ένα λεπτό, και ήδη έχουμε κάνει περίπου εκατό προσπάθειες – άρα, μιάμιση – δυο ώρες. Μα ποια είναι η φυσική έννοια εδώ… αυτή είναι μεγάλη ερώτηση, αφού ο χρόνος – είναι πολύ ακαθόριστη έννοια. Για μένα, τουλάχιστον.

    – Διάβασα μερικές προσεγγίσεις στον ορισμό του χρόνου…

    – Και δεν κατάλαβες γκρι, νομίζω:), – γέλασε η Μπέρτα.

    Εκείνες σταμάτησαν να περιφέρονται στο ξέφωτο και κάθισαν στην όχθη του ποταμού.

    – Η συνειδητοποίηση εδώ είναι καταπληκτικά σταθερή. Απίστευτο. – η Σερένα παρατηρούσε το σώμα της, τον ποταμό, τα βουνά απέναντι, την Μπέρτα – τα πάντα ήταν εντελώς απτά, ξεκάθαρα, και είχε την πλήρη σαφήνεια, ότι βρίσκεται στο όνειρο.

    – Σκέφτομαι, ότι εδώ δεν υπάρχει καν χρόνος, διότι δεν υπάρχουν φυσικές διαδικασίες, – συνέχισε η Μπέρτα. – Ο χρόνος ορίζεται μέσω κάποιων ορισμένων κυκλικών διαδικασιών, που συμβαίνουν, για παράδειγμα, στον φυσικό κόσμο, και εδώ δεν υπάρχουν φυσικά στοιχεία.

    – Δηλαδή, δεν αποτελούμαστε από τα μόρια… αυτό είναι τρελό. Και από τι είμαστε φτιαγμένες, τότε?? – η Σερένα με κάποιο δισταγμό ακούμπησε το πόδι της.

    – Δεν ξέρω. Δεν ξέρω ακόμα, μα είναι σίγουρο, ότι όχι από τα σωματίδια. Από σωματίδια αποτελείται το σώμα μας, το οποίο εδώ δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει. Εδώ μπορούμε να πετάξουμε κιόλας, το θυμάσαι αυτό?

    Η Μπέρτα, χωρίς να αλλάξει στάση, ανέβηκε πάνω από τη γη και έμεινε ένα μέτρο ψηλά. Η Σερένα χαχάνισε και έκανε το ίδιο. Εκείνες μεταφέρθηκαν προς το νερό και “κάθισαν” ακριβώς πάνω από το ρεύμα.

    – Το ότι εμείς υπάρχουμε τώρα – δεν είναι παρά η βεβαιότητα μας για το ότι είμαστε έτσι. Δεν το έχεις καταλάβει ακόμα?

    – Όταν εσύ το λες, τα πάντα μου φαίνονται ξεκάθαρα.

    Η Σερένα συγκεντρώθηκε, και τα σορτσάκια της εξαφανίστηκαν, ενώ ανάμεσα στα πόδια της στεκόταν ένα τεράστιο, τριάντα εκατοστά μάκρος και περίπου οκτώ σε πάχος, πέος. Εκείνη το παρατηρούσε με έκπληξη, πιάνοντας το προσεκτικά με τα χέρια.

    – Το κατάφερα…, – με απορία ξεστόμισε εκείνη.

    – Παίξε τον! Και εγώ θέλω. Ακόμα καλύτερα να με πηδήξεις, μια ζωή ήθελα να πηδηχτώ με ένα τέτοιο.

    Η Σερένα προσπάθησε να βολευτεί κάτω από την Μπέρτα, όμως, απέτυχε να το κάνει στον αέρα.

    – Έχω φτωχή φαντασία:), – γέλασε εκείνη. – Δεν μπορώ να φανταστώ – πώς είναι δυνατόν να πηδηχτείς, κρεμασμένη στον αέρα – συνέχεια θέλω να στηριχτώ σε κάτι, παρόλο που καταλαβαίνω, ότι δεν υπάρχει καμία ανάγκη για αυτό. Ας πάμε στο χορτάρι.

    – Μα γιατί…, – είπε αφηρημένα η Μπέρτα. – Μπορώ και έτσι.

    Δυο δευτερόλεπτα αργότερα δυο μαύρα αγοράκια εμφανίστηκαν και άρχισαν να πηδάνε την Μπέρτα ταυτόχρονα στο μουνάκι και στον ποπό, και οι δυο τους είχαν τεραστία πέη.

    – Τα ελέγχεις όλα με έναν τρόπο, λες και το έκανες μια ζωή! – φώναξε η Σερένα.

    – Απλώς εσύ είσαι – εξωστρεφής, και εγώ είμαι σιγανοπαπαδιά, αναγκαζόμουν να ζω περισσότερο στη φαντασία μου, απ` ότι εσύ, – με διακεκομμένη φωνή απάντησε η Μπέρτα. – Είναι απίστευτο… πόσο απίστευτα ωραίο είναι – να πηδιέσαι έτσι… και τα μεγέθη δεν έχουν καμία σημασία, παρεμπιπτόντως.

    Τα πέη των νέγρων μίκρυναν μέχρι μερικά εκατοστά, όμως, κρίνοντας από τα βογκητά της Μπέρτας, η απόλαυση της δεν μειώθηκε καθόλου.

    – Έχει σημασία… όχι το μέγεθος, αλλά αυτό – που εσύ προσδοκείς να λάβεις, αυτό και… θα πάρεις τελικά…

    – Μην τελειώσεις, Μπέρτα! Έλα, πρόσεχε, κάνε ένα διάλειμμα, για να πηδηχτείς ήρθες εδώ; Αν φτάσεις σε οργασμό, το ζεύγος μας θα διαλυθεί, και εγώ θέλω να μελετήσω αυτούς τους κόσμους μαζί σου, για να υπάρξει ακόμη μια άποψη, και να έχουμε τη δυνατότητα να επιβεβαιώνουμε η μια στην άλλη, εξιστορώντας  αυτό, που συνέβαινε.

    Με φανερή απροθυμία η Μπέρτα συγκεντρώθηκε, και τα αγοράκια χάθηκαν.

    – Τόσο ασυνήθιστες, εντελώς καθαρές και διαπεράστηκες αισθήσεις, – είπε ονειροπόλα εκείνη. – Σίγουρα θα πηδιέμαι στα ΣΟ, έστω κατά καιρούς:)

    – Θα πηδιέσαι, μην ανησυχείς, όχι τώρα, όμως.

    – Και τώρα τι?

    Η Σερένα δεν είχε απάντηση σε αυτή την ερώτηση.

    – Είσαι σίγουρη, ότι επιστρέφοντας στην πραγματικότητα, θα τα θυμόμαστε όλα?

    – Δεν είμαι σίγουρη. Αλλά το ελπίζω.

    Οι κοπέλες σιώπησαν και πάλι.

    – Στον κόσμο της πραγματικότητας υπήρξαν τόσα πολλά – τα βιβλία, η το κολύμπι, το τένις, οι πρακτικές, και εδώ – είμαστε σαν ψάρια έξω από το νερό… εντάξει. Τώρα βλέπουμε μόνο ένα μικρό κομμάτι του κόσμου – ένα ξέφωτο, μέρος του ποταμού και τα βουνά. Και τι είναι πέρα από αυτά?

    – Ποιος ξέρει…

    – Γιατί να μην το ερευνήσουμε?

    Η Σερένα προφανώς ήταν ενθουσιασμένη με αυτή την ιδέα, όμως, η Μπέρτα δεν εκδήλωνε κάτι τέτοιο.

    – Να ερευνήσουμε…, – μουρμούρισε εκείνη, – μπορούμε και να ερευνήσουμε, μόνο…

    – Τι πάλι?

    – Μόνο αμφιβάλλω, ότι θα βρεις κάτι να ερευνήσεις.

    – Μα γιατί; Μπορούμε να πετάξουμε, ακόμα και να φτάσουμε σε εκείνα τα βουνά. – Η Σερένα προφανώς δεν μπορούσε να καθίσει ήρεμα.

    – Μπορούμε να πετάξουμε…, – συμφώνησε η Μπέρτα νωθρά, – αλλά δεν θα σε συμβούλευα να το κάνεις.

    – Όμως… γιατί, γαμώτο?

    – Σκέψου και μόνη σου, δες το. Ποια “πίσω από τα βουνά” μπορούν να υπάρχουν εδώ; Εδώ δεν υπάρχει γεωγραφία, Σερένα, δεν το βλέπεις? Είμαστε στον κόσμο των ΣΟ, εδώ είναι ένα εντελώς διαφορετικό σύμπαν, αλλιώτικο. Δεν υπάρχει κανένα “πέρα από το βουνό”.

    – Πώς δεν υπάρχουν, – δεν κατάλαβε η Σερένα. – Και τι υπάρχει?

    – Τίποτα δεν υπάρχει.

    – Με ποια έννοια?

    – Κυριολεκτικά – δεν υπάρχει εκεί τίποτα, αφού αυτό είναι εντελώς ξεκάθαρο, μην είσαι παιδί. Δεν υπάρχει κανένα ξέφωτο, κανένας ποταμός και τα βουνά – όλα τα αυτά υφίστανται μόνο και μόνο, επειδή ότι εμείς υποστηρίζουμε αυτή την εικόνα, επειδή ο Τόμας τη φύτεψε μέσα στα κεφάλια μας. Τι είναι πέρα από τα βουνά; Εμείς δεν είχαμε δημιουργήσει αυτό, που είναι “πέρα από τα βουνά”, έτσι και δεν υπάρχει τίποτα εκεί, δεν ξέρω, πως θα αντιλαμβάνεται αυτό, αν θέλεις – δοκίμασε, μάλλον, θα είναι κάποια ασπριδερή θολούρα, και ίσως να χαθεί η συνειδητοποίηση σου, έτσι περίμενε ακόμα, μην βιάζεσαι να το ελέγξεις.

    Η Σερένα έδειχνε, σαν να μην αισθάνεται και πολύ άνετα.

    – Δεν νιώθω και τόσο καλά τώρα, – παραδέχτηκε εκείνη. – Δηλαδή, όλα τα αυτά υπάρχουν, επειδή εμείς τα υποστηρίζουμε με τη φαντασία μας… όχι, Μπέρτα, κάτι δεν κολλάει εδώ.

    – Τι δεν κολλάει?

    – Οι λεπτομέρειες.

    – Τι?

    – Κοίταξε, – η Σερένα κάρφωσε το δάχτυλο στο ξέφωτο, – πέταξε εδώ.

    Η Σερένα μεταφέρθηκε στο ξέφωτο και ξάπλωσε μπρούμυτα στο χορτάρι.

    – Κοίταξε εδώ!

    – Και?

    – Κοίτα – χορταράκια, κομματάκια χώματος, κοψίματα στα φυλλαράκια, καταλαβαίνεις?

    – Ναι. Εμείς δεν τα φανταζόμασταν όλα αυτά.

    – Ακριβώς.

    Η Μπέρτα σκέφτηκε.

    – Υπάρχουν δυο εκδοχές. Η πρώτη – δεν βρεθήκαμε σε κάποιον τυχαία επιλεγμένο κόσμο, αλλά σε τέτοιο, το οποίο κάποιος σχημάτισε με τη φαντασία του πριν από εμάς. Αυτός η αυτοί επινόησαν τα χορταράκια…

    – Τι, επινόησαν το κάθε χορταράκι, δηλαδή; Όχι, δεν γίνεται! Να φανταστείς εκατό χιλιάδες χορταράκια; Όχι, δεν είναι αυτό.

    – Δεν είμαι σίγουρη ακόμα, ότι είναι αδύνατον, – επέμενε η Μπέρτα. – Χίλια η δέκα χιλιάδες – είναι ζήτημα χρόνου…

    – Δηλαδή, ο Τόμας καθόταν εδώ επί δέκα χρόνια και φανταζόταν τα χορταράκια? – Γέλασε η Σερένα.

    – Ναι, δεν πάει έτσι… Περίμενε, έχω μια ιδέα!

    Η Μπέρτα δεν πέταξε, αλλά εξαφανίστηκε από ένα μέρος και εμφανίστηκε στο άλλο – κοντά στην άκρη του δάσους.

    – Κοίταξε εδώ!

    Η Σερένα μεταφέρθηκε κοντά της.

    – Κοίταξε!

    Η Μπέρτα της έδειχνε ξανά στα χορταράκια, και η Σερένα παρατήρησε, ότι η άκρη του ξέφωτου, που περνούσε στο δάσος, είναι θολή. Αυτό ήταν πάρα πολύ περίεργο, σαν να κόλλησε κάποιος την εικόνα με το χορτάρι στην εικόνα του δάσους, όμως, δεν έκρυψε αρκετά καλά την γραμμή της ένωσης.

    – Νομίζω, ότι το κατάλαβα, – έγνεψε η Μπέρτα. – Δεν χρειάζεται να φανταστείς ένα εκατομμύριο χορταράκια. Αρκεί ένα τετραγωνικό μέτρο, και μετά να καλύψεις με αυτά το υπόλοιπο του χώρου.

    – Δηλαδή, τα τετραγωνικά μέτρα είναι ίδια?

    – Νομίζω, πως ναι.

    – Δεν θα καταφέρουμε να το ελέγξουμε, το γρασίδι είναι πολύ ομοιόμορφο, κανένα ασυνήθιστο χορταράκι, την επανάληψη του οποίοι εμείς θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε.

    – Δεν υπάρχει ανάγκη για αυτό, – με σιγουριά είπε η Μπέρτα. – Είμαι απολύτως βέβαιη, ότι έτσι είναι, όμως, τώρα αρχίζω να καταλαβαίνω, ότι σε όλη αυτή την δημιουργημένη εικόνα υπάρχει κάτι, που δεν ανήκει σε αυτήν – σαν το πανόραμα, όπου μπροστά στον ακροατή υπάρχουν πραγματικοί θάμνοι, και πιο κοντά στον τοίχο περνάνε στη ζωγραφισμένη εικόνα.

    – Ποτάμι?

    – Το ποτάμι, – έγνεψε η Μπέρτα. – Είναι πραγματικό. Δεν έχω παραμικρή ιδέα, γιατί είμαι σίγουρη για αυτό και τι αυτό σημαίνει, μα είναι – ένα πραγματικό πλάσμα, και όχι μια εικόνα.

    – Ωραία “εικόνα”, – μουρμούρισε η Σερένα, κόβοντας ένα χορταράκι και φέρνοντας το κοντά στο πρόσωπο της. – Απολύτως πραγματική… τι έπαθες??

    Η Μπέρτα χαχάνιζε χωρίς ήχο.

    – Γιατί γελάς?

    – Εύρηκα ! – Επιτέλους είπε η Μπέρτα. – Έτοιμη η απόδειξη:)

    – Απόδειξη για τι?

    – Κόψε το γρασίδι ξανά και δες – τι θα μείνει!

    Η Σερένα πήρε το χορταράκι, το τράβηξε, νιώθοντας ελαφριά αντίσταση, τράβηξε πιο δυνατά και το έκοψε, αλλά… παρόλο που το κομμένο κομματάκι έμεινε στο χέρι της, σε εκείνο το σημείο, όπου θα έπρεπε να έχει μείνει η ρίζα, βρισκόταν ένα απολύτως άθικτο και ολόκληρο χορταράκι!

    – Έλα να δεις! – Το μόνο, που βρήκε εκείνη να απαντήσει.

    – Έχω δίκιο – δεν είναι παρά μια εικόνα, – Θριαμβευτικά είπε η Μπέρτα.

    – Και από πού έχω στο χέρι μου άλλο ένα?

    – Από το ίδιο μέρος, που μας δίνει όλα τα άλλα, από πού έρχονται οι χοντρές ψωλές – γνωρίζεις, ότι το χορταράκι πρέπει να βρεθεί στο χέρι σου, έτσι και σχηματίζεται εκεί.

    – Κατάλαβα. Ο ποταμός, δηλαδή…

    Και οι δυο μεταφέρθηκαν στο ποτάμι και κάθισαν στην όχθη.

    – Το ποτάμι είναι εντελώς διαφορετικό… το αισθάνομαι, αλλά δεν καταλαβαίνω – πώς ακριβώς.

    – Και εγώ το ίδιο.

    Για μερικά λεπτά εκείνες κάθονταν, παρατηρώντας το αργό του ρεύμα.

    – Ξέρω!

    – Τι?

    – Ξέρω, πως να καταλάβω, ότι είναι ζωντανό! – Η Μπέρτα θριάμβευε και πάλι. – Η αναπόληση!

    – Κατάλαβα!

    Η σαφήνεια εμφανίστηκε στιγμιαία, μόλις η Μπέρτα είπε τη λέξη “αναπόληση”. Η παρατήρηση του γρασιδιού δεν οδηγούσε πουθενά – το βλέπεις και τέλος. Η παρατήρηση του τρεχάμενου νερού αμέσως προκαλούσε ολόκληρο σωρό των αποχρώσεων της σκληρότητας και κάτι άλλο ακόμα.

    – Δεν είναι μόνο σκληρό.

    – Ο καθρέπτης…, – χωρίς ιδιαίτεροι σιγουριά είπε η Μπέρτα.

    – Ακριβώς. Ο καθρέπτης. Καθρεπτικότητα. Αυτή η λέξη ταιριάζει τέλεια!

    – Θέλω να βιώσω την καθρεπτικότητα.

    – Δοκίμασε.

    Και περίπου για δέκα-δεκαπέντε λεπτά εκείνες συνήθιζαν σε αυτή την ένα αντίληψη, για την οποία δεν υπήρξε καμία ανάλογη στο κόσμο της πραγματικότητας τους, και μόνο η λέξη “καθρεπτικότητα” αντηχούσε με αυτή την αντίληψη, ενισχύοντάς τη και διευκολύνοντας την ξεκάθαρη αίσθηση της.

    – Δηλαδή, ενσωματώνουμε τώρα την αντίληψη του ποταμού στους εαυτούς μας τώρα.

    – Άκου, αφού ο ποταμός αυτός είναι το πιο πιθανόν πραγματικός! – Φώναξε η Σερένα. – Ορκίζομαι, είναι πραγματικός!

    – Και εγώ τι σου λέω τώρα…

    – Όχι, δεν κατάλαβες! Είναι πραγματικός με τη δική μας έννοια, δηλαδή, υπάρχει στον κόσμο της πραγματικότητας!

    – Α, αυτό…

    – Αφού και εμείς υπάρχουμε στον κόσμο της πραγματικότητας. Το ελπίζω…, – προσέθεσε αβέβαια η Σερένα και γέλασαν μαζί.

    – Υπάρχουμε, υπάρχουμε. Αν κάτι θα πήγαινε στραβά, ο Τόμας θα μας είχε βγάλει εδώ και πολύ καιρό.

    – Ακριβώς. Αυτό το ποτάμι υπάρχει… δηλαδή, μπορούμε να πούμε, ότι υπάρχει κάτι, να το ονομάσουμε “πρώτο-ποταμός”. Ο πρώτο-ποταμός υπάρχει υπό την έννοια, στην οποία αυτός περνάει μερικούς κόσμους. Περνάει τον δικό μας κόσμο, και τον αντιλαμβανόμαστε εκεί, όπως συνήθως αντιλαμβανόμαστε τους ποταμούς – έχει την γεύση, το χρώμα, τη πίεση και τα λοιπά. Ο πρώτο-ποταμός περνάει επίσης τον κόσμο, στον οποίο βρισκόμαστε τώρα, και εδώ αντιλαμβάνεται από εμάς ως ποταμός με χρώμα, ροή, καθρεπτικότητα, ενώ σίγουρα δεν έχει καμία γεύση εδώ, ούτε και πίεση, και πολλά αλλά δεν έχει, και αποτελείται όχι από τα μόρια – τα σωματίδια και μόρια – είναι η διασταύρωση του πρώτο-ποταμού και του δικού μας κόσμου.

    – Δηλαδή – του κόσμου, τον οποίο εμείς συνηθίσαμε να θεωρούμε “δικό μας”, – κάπως πολυσήμαντα παρατήρησε η Μπέρτα.

    – Σωστά…

    – Κατάλαβα την ιδέα σου. Είμαι σίγουρη, ότι είναι είτε σωστή, είτε τουλάχιστον πλησιάζει την σωστή της εκδοχή.

    – Μπορούμε να υποθέσουμε, σαν μια πρόχειρη ιδέα, ότι ο πρώτο-ποταμός και πρώτο-άνθρωπος έχουν τις δικές τους προβολές σε διάφορους κόσμους, – συνέχισε η Σερένα. – Και μέσω ενσωμάτωσης των αντιλήψεων…

    – …εμείς θα μπορούσαμε να ταξιδέψουμε σε εκείνους τους κόσμους!

    – Ακριβώς. Όμως, μην ξεχνάς, ότι δεν θα είμαστε πια άνθρωποι τότε, αλλά θα γίνουμε κάτι άλλο.

    – Ακούγεται τρομακτικό, – παρατήρησε η Μπέρτα, – αλλά εγώ νομίζω, ότι δεν θα είναι ακριβώς έτσι…

    – Έχω τώρα την εντύπωση, ότι χώνουμε τα χέρια μας σε κάποιο καλάθι και βγάζουμε τις γνώσεις από εκεί:)

    – Ναι… πράγματι. Κοίταξε – τώρα βιώνουμε την σκληρότητα και καθρεπτικοτητα. Αλλά δεν πάψαμε να είμαστε άνθρωποι.

    – Δεν πάψαμε. Αλλά και δεν ταξιδεύουμε, σαν ένα ποτάμι.

    – Δεν ταξιδεύουμε, όμως, ίσως να μην κάνουμε κάτι απαραίτητο, για να γίνει αυτό, το πιο σημαντικό τώρα είναι, ότι η ενσωμάτωση των αντιλήψεων δεν αλλάζει την ουσία μας – είσαι ένας άνθρωπος, και εγώ είμαι ένας άνθρωπος.

    – Ίσως να χρειάζεται κάποια κριτική μάζα των ενσωματωμένων αντιλήψεων, για να αρχίσει η αλλαγή της… ουσίας?

    – Μπορεί, – έγνεψε η Μπέρτα. – Μπορεί…

    Εκείνες σιώπησαν και αφέθηκαν στις σκέψεις.

    – Και με τον ίδιο τρόπο, – άρχισε η Σερένα, – καμπόσα χρόνια πριν, σε αυτό το ξέφωτο κάθονταν οι άνθρωποι και σκέφτονταν – μπορεί να είναι έτσι, και μπορεί να είναι αλλιώς. Από εδώ, ίσως, εκείνοι ξεκίνησαν το ταξίδι τους.

    Ξαφνικά η Σερένα παρατήρησε, ότι η κατάσταση της άλλαξε αισθητά, και η ίδια δεν κατάλαβε – πως αυτό ξεκίνησε. Ήταν κάτι ελκυστικό, που την καλούσε εμπρός, ίσως λιγάκι θλιβερό, άρχισε να μεγαλώνει η αίσθηση της απώλειας, και η Σερένα διαισθάνθηκε τον κίνδυνο. Το ίδιο είχε αισθανθεί, όταν την ώρα της κατάδυσης είχε περάσει τη στιγμή, στην οποία ο βαθμός του έλεγχου της συνειδήσεις σταμάτησε να μειώνεται εκ επιτροπής, – τότε ήρθε μια έντονη αίσθηση του κινδύνου και την συνέφερε, αναγκάζοντας την να ανέβει. Η ίδια αίσθηση της βαθιάς ανησυχίας άρχισε να ανεβαίνει παταγωδώς και τώρα, και πάλι ήρθε απότομος κυματισμός της νηφαλιότητας, εκείνη γύρισε γρήγορα και είδε ακριβώς μπροστά το προβληματισμένο πρόσωπο της Μπέρτας, τα μάτια-λιμνούλες της έλαμπαν πολύ πιο δυνατά από το συνηθισμένο! Ένας ισχυρός σπασμός στο κέντρο του θώρακα της την έριξε από τα πόδια, η τουλάχιστον, έτσι της φάνηκε, εκείνη μάζεψε όλες τις δυνάμεις και όλη τη θέληση της, και σχεδόν τυφλή, άπλωσε το χέρι κάπου προς τη μεριά της Μπέρτας, ψηλάφισε κάτι και το έπιασε όσο δυνατά μπορούσε, το τράβηξε και τραβήχτηκε και η ίδια κάπου είτε πάνω, είτε στην άκρη – αλλά τραβήχτηκε, σαν να σκίστηκε κάποιο παραπέτασμα, και ένα δευτερόλεπτο αργότερα, εντελώς συγχυσμένες, τα κορίτσια πετάχτηκαν από τα κρεβάτια τους, αναπνέοντας σαν άλογα κούρσας, και κοίταζαν η μια την άλλη.

    Πετάχτηκαν και οι παρατηρητές, που επέβλεπαν τον ύπνο τους, λόγω έκπληξης, και η μετέπειτα βωβή σκηνή διακόπηκε με τους ήχους τον βημάτων. Κάποιος πήγαινε στο δωμάτιο τους, και δεν ήταν μόνος του. Και πάλι άρχισε να μεγαλώνει η ανησυχία, αλλά η Σερένα την αποτίναξε – ήταν στο σπίτι της, στη Βάση, και σε αυτόν τον κόσμο δεν την απειλούσε τίποτα. Εκείνη πλησίασε την πόρτα και την άνοιξε μπροστά στα βήματα, και όμως, αναστέναξε λιγάκι ανακουφισμένα, όταν είδε, ότι οι άντρες, που έρχονταν, ήταν ο Τόμας και ο Μερκ.

     

    – Όλα πέρασαν πάρα πολύ καλά, – την καθησύχασε αμέσως ο Τόμας. – Όλα καλά. Το μόνο, που μας έλειπε, ήταν η νηφαλιότητα και προσεκτικότητα. Αν θα μελετούσαμε έτσι αυτά τα σύμπαντα…, – εκείνος γέλασε και κοίταξε τον Μερκ.

    – … δεν θα υπήρξαμε πια εδώ και πολύ καιρό, – σχεδόν αδιάφορα ολοκλήρωσε τη φράση εκείνος.

    – Ναι, δεν θα υπήρξαμε, – συμφώνησε ο Τόμας. – Αν έχετε καταλάβει, ότι ο ποταμός – είναι ένα ζωντανό και πραγματικό πλάσμα, το οποίο στον δικό μας κόσμο έχει τις δικές του ιδιότητες – γνωστές σε μας, ενώ στο άλλο – άλλες, άγνωστες, τότε γιατί ήσασταν τόσο απρόσεκτες? Φανταστείτε, ότι κάποιος άλλος ταξιδευτής χώνεται στον δικό μας κόσμο και βλέπει έναν τίγρη. Στο δικό του κόσμο ο πρώτο-τίγρης είναι ένα τρυφερό πλάσμα, που χαϊδεύει την ακοή του ή κάτι άλλο, ενώ στο δικό μας; Στο δικό μας ο τίγρης θα τον φάει.

    – Καταλαβαίνω…, – είπε μακρόσυρτα η Μπέρτα. – Το ποτάμι προσπάθησε απλώς να μας πιάσει!

    – Φυσικά, – επιβεβαίωσε ο Μερκ. – Σε αυτό δεν υπάρχει ούτε εχθρικότητα, ούτε κακή προαίρεση, κανένας δόλος γενικός – είναι καθαρά ανθρώπινες κατηγορίες. Η ταιριαστή αναλογία έχει ως εξής – τι θα γίνει, αν στον δικό μας κόσμο κάποιος θα πηδήξει μέσα στο ποτάμι μόνο και μόνο, επειδή στον δικό του κόσμο το έκανε με την δική του προβολή του πρώτο-ποταμού, και βίωσε τότε κάτι ευχάριστο; Ο ποταμός θα τον σπάσει στα βράχια και θα τον πνίξει, και σε αυτό δεν υπάρχει καμία κακία – απλώς οι νόμοι της φύσης.

    – Κατάλαβα, – έγνεψε η Σερένα. – Τι, τι μου δείχνεις?

    Η Μπέρτα τραβούσε το χέρι της, δείχνοντας κάτι στον τοίχο.

    – Τι; Δεν καταλαβαίνω.

    – Θυμάσαι, τι ώρα ξεκινήσαμε το πείραμα?

    – Στις εννιά και δέκα, και μετά είχαμε ακόμα δυο αποτυχημένες προσπάθειες, δηλαδή, περίπου εννιά και τέταρτο, και είκοσι…

    Η Σερένα πάγωσε, αφήνοντας τη φράση στη μέση, με το βλέμμα της κολλημένο στον τοίχο, όπου υπήρξε ένα ρολόι. Αυτό έδειχνε δέκα πάρα είκοσι πέντε.

     

    Εκείνη τη νύχτα ο Τόμας τους πρότεινε να σταματήσουν τα πειράματα με την αποκοίμιση και γενικώς συμβούλεψε να ξεκουραστούν μια εβδομάδα. Παρά τις ανησυχίες της Σερένας, δεν ήταν καθόλου δύσκολο – σε εκείνο το σημείο-κλειδί, όταν μπορούσαν να επιλέξουν ανάμεσα στην γρήγορη αποκοίμιση και αργή έξοδο στα ΣΟ, και οι δυο ένιωθαν απόλυτη σιγουριά. Ένα άλμα – και ήδη κοιμάσαι.

    Και έπειτα υπήρξαν τα νέα πειράματα, η τέχνη του περάσματος των γραμμών, την ημέρα αυτές μελετούσαν τη θεωρία και εξασκούνταν, αφιερώνοντας χρόνο και στα άλλα ενδιαφέροντα τους, ενώ τη νύχτα τελειοποιούσαν τα ταξίδια στους Ακράνιους, μάλλον, η Μπέρτα τα τελειοποιούσε, ενώ η Σερένα κόλλησε. Όπως και τότε στο ξέφωτο, με τίποτα δεν κατάφερνε να κάνει το ολοκληρωτικό βήμα – να “δει” τον κόσμος των Ακράνιων, η, όπως το έλεγαν αυτοί, να “συναρμολογήσει” τον κόσμο τους, και ο Τόμας τη συμβούλεψε, χρησιμοποιώντας τη φράση του, “να κλειστεί στο μοναστήρι” – να φύγει στη σπηλιά για μια η δυο εβδομάδες και να αποκόψει τον εαυτό της από κάθε συνηθισμένη αντίληψη αυτού του κόσμου, πρώτα από όλα από την οπτική και ακουστική. Κατά τη γνώμη του, αυτό θα έπρεπε να χαλαρώσει την στερέωση της στις συνηθισμένες αντιλήψεις της επαγρύπνησης και να αυξήσει την ανάγκη της για “συναρμολόγηση” έστω κάποιου κόσμου, για να πάρει τις εντυπώσεις, που χρειαζόταν. Και αυτό δούλεψε, αν και με πολύ, πολύ μεγάλο κόπο. Το να βιώσει μια τέτοια ολοκληρωτική στέρηση των αισθήσεων της ήταν πολύ δύσκολο – αποδείχθηκε, ότι η Σερένα δεν έχει και τόσα πολλά στη ζωή της, τα οποία δεν εξαρτώνται από την συνηθισμένη ζωτική δραστηριότητα. “Είσαι από αυτούς, που θα ψοφήσουν από τη βαρεμάρα τους, αν κολλήσουν σε ένα ασανσέρ” – έλεγε ο Τόμας, σχολιάζοντας τις παραπονεμένες κραυγές τις στο ολόφωνο την πέμπτη μέρα της απομόνωσης. Και ιδού – η πρόοδος, ο πρώτος της κόσμος συναρμολογήθηκε – το πρώτο της σύμπαν πέρα από τον ανθρώπινο, και όλα μόλις αρχίζουν.