Ελληνικα change

Error

×

Κεφάλαιο 22

Main page / Μάγια 3: Σκληρά ποτάμια, μαρμάρινος άνεμος / Κεφάλαιο 22

Περιεχόμενα

    Για πέντε λεπτά περίπου εκείνη απλώς στεκόταν μπροστά στην πόρτα, προσπαθώντας να βρει την άκρη και να δώσει έστω κάποια κατανοητή για αυτήν εξήγηση. Η βλάβη του αισθητήρα – σχεδόν αδύνατον, αν και… είναι εύκολο να το ελέγξει. Η Τζέιν έβγαλε το ολόφωνο και κάλεσε τον Εντ. Η κλήση απορρίφθηκε. Ναι, δεν υπήρξε καμία βλάβη. Ίσως, κάτι θα ξεκαθαρίσει, αν καταλάβει – σε ποιο βαθμό είναι αποκομμένη από τον “κόσμο”. Αναπτύσσοντας το ολόγραμμα της τραπεζικής ιστοσελίδας, εκείνη προσπάθησε να μπει στον λογαριασμό της εταιρίας-ιδιοκτήτριας της αλυσίδας των ζωολογικών κήπων. Πρόσβαση δεκτή. Έστειλε μια αίτηση για ένα μικρό ποσό – απερρίφθη. Παράξενο. Αν δεν θα είχε την πρόσβαση στην επιχείρηση γενικώς, και στον λογαριασμό της, τότε αυτό θα σήμαινε, ότι την δοκιμάζουν για αντοχή, της δίνουν άλλο ένα πρόβλημα για να αναπτύξει την ανεξαρτησία της, μα έτσι βγαίνει, ότι της άφησαν την επιχείρηση, στερώντας μόλις κάποιες επαφές. Δηλαδή αυτή είναι τώρα – ένας εκατομμυριούχος, πεταμένος στα σκουπίδια. Παράξενο. Πρέπει να υπάρχει κάποιο νόημα σε αυτό Ελέγχοντας ξανά και ξανά τον εαυτό της, θέτοντας το ερώτημα – τι είδος άνθρωπος είναι τώρα, η Τζέιν και πάλι ήταν σίγουρη, ότι δεν μετατράπηκε σε απαράδεκτο άτομο, άρα, ο αποκλεισμός της δεν συνέβη έτσι απλά. Άραγε, αν της άφησαν την επιχείρηση, τι έγινε με τη σχέση της με την Βίδρα; Πάτημα ενός κουμπιού, και η απάντηση δεν άργησε καθόλου – δεν έχει ούτε και την Βίδρα πια.

    Η Τζέιν κάθισε κατευθείαν στη λάσπη – αφού όπως και να έχει, είναι ήδη βρεγμένη, κάλεσε ταξί και βυθίστηκε στις σκέψεις. Αν και δεν ήταν ακριβώς συλλογισμός. Απλώς καθόταν εκεί, κοίταζε κάπου μπροστά, στην νεροποντή, και οι συναισθήσεις της έρεαν μαζί της, ανακατεμένες, αναπηδώντας η μια στην άλλη – μια ήρεμη, και ταυτόχρονα δραστήρια κατάσταση, όταν δεν κάνεις τίποτα, και όμως, ζεις πολύ έντονα. Δέκα λεπτά αργότερα επέστρεψαν οι σκέψεις. Εκείνη αμέσως έδιωξε τον πειρασμό  να προσπαθήσει να περάσει στις μουσούδες με κάποιο τρόπο. Οποίος και να ήταν ο λόγος, για τον οποίο αυτή βρέθηκε αποκομμένη από τον κόσμο της, δεν θα επιμείνει – η εμπιστοσύνη και η συμπάθεια, που ένιωθε για τις μουσούδες, δεν κλονίστηκε ούτε για μια στιγμή. Αν αυτό είχε να κάνει με κάποιο πείραμα, το οποίο οι μουσούδες έκαναν μαζί της, η όντως εκείνη έγινε ένας απαράδεκτος άνθρωπος – αυτό δεν άλλαζε τίποτα στην αφοσίωση, που η Τζέιν έτρεφε για αυτούς.

    – Στο αεροδρόμιο, – πέταξε η κοπέλα στον ταξιτζή, ο οποίος έτρεξε κοντά της με επιφωνήματα έκπληξης και ανησυχίας.

    Στο αεροδρόμιο αποκαλύφθηκε, ότι μπορεί να πετάξει κατευθείαν στο Αμπού-Ντάμπι, και από εκεί – οπουδήποτε. Το γεγονός αυτό την ικανοποιούσε, αν και το «οπουδήποτε» ήταν άκρως ακαθόριστο.

    Μέχρι τώρα ολόκληρη η ζωή της ήταν με κάποιο τρόπο συνδεδεμένη με τις μουσούδες, με την κουλτούρα, τον τρόπο ζωής, τους οικισμούς τους, και ακόμα και όταν εκείνη βυθίστηκε στις επιχειρήσεις και δεν έκανε επαφή με κανέναν, εκτός από την Βίδρα, συνέχιζε να αισθάνεται σαν ένα κύτταρο ενός ενιαίου οργανισμού, και ποτέ δεν διαχώριζε τον εαυτό της από τους άλλους, συνεπώς η καινούρια κατάσταση ήταν παράξενη και ασυνήθιστη. Όπως το ψάρι, που βρέθηκε στην ακτή, ανακαλύπτει, ότι το νερό είναι υπερβολικά μακριά, έτσι και αυτή   έπρεπε τώρα να καταλάβει, να αισθανθεί – πώς θα ζήσει από δω και μπρος.

    Δεν ήθελε να παρατήσει την επιχείρηση. Υπήρξε η επιθυμία όχι μόνο να την υποστηρίζει, αλλά και να την διευρύνει. Παρεμπιπτόντως, πρέπει να διαθέσει όλα τα χρήματα, που βγάζει, στην ανάπτυξη; Τώρα το δικό της ζωολογικό κήπο στην Κουάλα Λουμπούρ δεχόταν περίπου χίλιες επισκέψεις την ημέρα, και από αυτές οι επτακόσιες – ήταν οι ντόπιοι, που πλήρωναν από δυο δολάρια για την είσοδο, και τριακόσιοι άνθρωποι – τουρίστες, που πλήρωναν είκοσι. Αυτό θα φέρει περίπου εφτακόσιες χιλιάδες το χρόνο σε κέρδη, και περίπου διακόσιες χιλιάδες θα φεύγουν για την συντήρηση, έτσι αν υπολογίσει, ότι η ποσότητα των επισκέψεων θα συνεχίζει να αυξάνεται, μπορεί να ορίσει ως κατώτερο όριο τις πεντακόσιες χιλιάδες δολάρια κάθε χρόνο. Ο δεύτερος κήπος – στην Σιγκαπούρη – μόλις άνοιξε, όμως, υπόσχεται να είναι πολύ πιο κερδοφόρος – πρώτον, έχει καλύτερη πρόσβαση σε πιο ευκατάστατους τουρίστες, και οι ντόπιοι είναι ικανοί να πληρώσουν πολύ περισσότερα, απ` ότι στην Μαλαισία, δεύτερον, κατά την δημιουργία του αποφεύχθηκαν αρκετά λάθη από την πρώτη απόπειρα τους – μάλλον, θα συνεισφέρει κάπου δυο εκατομμύρια το χρόνο. Και ήδη αγοράστηκε η γη για τον τρίτο ζωολογικό κήπο – στον Μαυρίκιο, έτσι θα χρειαστεί μόλις ένα εκατομμύριο, για να τον φτάσουν στην πλήρη ετοιμότητα, και αυτό το εκατομμύριο υπάρχει στον λογαριασμό. Ο τέταρτος κήπος υπήρξε μόνο στα σχέδια, αλλά υποσχόταν να είναι εξίσου επιτυχημένος. Η έκταση για αυτόν είχε βρεθεί, αλλά δεν αποκτήθηκε ακόμα, πρέπει να σκεφτεί – αν θα καταφέρει να την αγοράσει, η θα αναγκαστεί να πάρει δάνειο, και αν τη συμφέρει αυτό, η θα είναι καλύτερα να αποφύγει τον δανεισμό, αναβάλλοντας τη συμφωνία για έναν χρόνο; Η θα καταφέρει να κανονίσει την αναβολή της πληρωμής?

    Η Τζέιν βυθίστηκε στους υπολογισμούς, για να έχει ξεκάθαρη αντίληψη – τι έχει στα χέρια της, και πως να διαθέσει τους πόρους, για να συνεχίσει την ανάπτυξη.

    Δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να ντουμπλάρει τη δουλεία των μουσούδων – για παράδειγμα, ήδη λειτουργούσαν ευρέα και αποτελεσματικά τα σεμινάρια για παιδιά με μια τελειοποιημένη τεχνολογία, και θα ήταν ανόητο να προσπαθήσει να προσθέσει κάτι σε αυτό. Θα ήταν, αναμφισβήτητα, τελείως ανόητο να δουλέψει απλώς για τη δουλειά. Να βγάζει χρήματα, μαζεύοντας τα κέρδη ή τις αποκτημένες εκτάσεις, ή διευρύνοντας την επιχείρηση, ώστε μετά σε μια κατάλληλη στιγμή να τα παραδώσει όλα στις μουσούδες, της φάνηκε η πιο κατάλληλη προσωρινή λύση, και όμως, για αρχή, έπρεπε να βρει την απάντηση σε πιο σημαντική ερώτηση – και τώρα τι?

    Και μόνο όταν πάτησε στην αίθουσα αναμονής του αεροδρομίου Αμπού Ντάμπι, μπροστά της άρχισαν να διακρίνονται οι ομιχλώδεις προοπτικές των πρώτων της βημάτων, το νόημα και τον προορισμό των οποίων εκείνη δεν μπορούσε ακόμα να εκφράσει ξεκάθαρα, μα επειδή δεν είχε τίποτα πιο απτό, ενώ οι εμφανιζόμενες επιθυμίες αν και ήταν κάπως θολές, και όμως προσιτές και συντηρητικές, έτσι εκείνη αποφάσισε για την ώρα να τις ακολουθήσει, και ήδη την επόμενη ημέρα στο κεντρικό γραφείο της Κουάλα Λουμπούρ ξεκίνησε μια μικρή αναστάτωση – η Τζέιν μάζεψε όλους τους βοηθούς της και τους εξήγησε το σχέδιο για το υπόλοιπο της χρονιάς, μοιράζοντας για άλλη μια φορά τα καθήκοντα του καθενός και συμβουλεύοντας τους να την ενοχλούν όσο το δυνατόν λιγότερα με τις ερωτήσεις τους. Φυσικά, χωρίς την άμεση συμμετοχή της τα πράγματα δεν θα προχωρούν τόσο ορμητικά, όπως τώρα, αλλά αυτό δεν είχε πια και τόση σημασία – ούτως η αλλιώς αργά η γρήγορα θα έπρεπε να το κάνει, να μεταφέρει τα καθήκοντα της στους βοηθούς, μιας και υπήρξαν πια οι κατάλληλες τεχνολογίες, και η ομάδα της δεν θα αντιμετώπιζε πια τίποτα το εξ` αρχής διαφορετικό.

    Η Τζέιν δεν κατάφερε να τελειώσει όλα όσο γρήγορα ήθελε, και αντί μιας ημέρας έμεινε στο γραφείο για σχεδόν ολόκληρη  εβδομάδα. Καμιά φορά, ανάμεσα σε όλες τις εργασίες και συζητήσεις, οι σκέψεις τις στρέφονταν στο μέλλον – τόσο διακριτικά, λες και ήθελαν μόνο να ρίξουν μια ματιά πίσω από την αυλαία, χωρίς να τρομάξουν αυτό, που ίσως να κρύβεται εκεί – μάταια, όμως. Το μέλλον δεν της φανερωνόταν με κανέναν τρόπο.

    Η εβδομάδα πέρασε, και όμως συνέχεια προέκυπτε μια το ένα, μια το άλλο, κάτι, που δεν είχε ακόμα κανονιστεί και συμφωνηθεί, και έγινε ξεκάθαρο, ότι αυτό δεν θα τελειώσει ποτέ – οι δουλείες θα υπάρχουν πάντοτε, έτσι, αφήνοντας τους πάντες ελεύθερους, και εξετάζοντας για τελευταία φορά τα πιο σημαντικά ζητήματα, η Τζέιν βγήκε από το γραφείο, πέταξε τα κλειδιά στην γραμματέα της, και έφυγε από το κτήριο, για να μην επιστρέψει ποτέ ξανά σε αυτό με την ιδιότητα του υπάλληλου – τώρα εδώ θα εργάζονται οι άλλοι, και εκείνη θα επιβλέπει την δουλειά εξ` αποστάσεως.

    Τώρα μπροστά της απλωνόταν το πλήρες, απόλυτο άγνωστο. Η ελπίδα για το ότι θα εμφανιστούν έστω κάποια πρόχειρα σχέδια και ιδέες, όσο εκείνη κανονίζει τις δουλειές, αποδείχθηκε μάταια, και η κοπέλα ένιωθε το ίδιο αποπροσανατολισμένη, όσο ήταν και εκείνο το πρώτο λεπτό, όταν οι πόρτες της Βάσης παρέμειναν κλειστές.

    Εμφανίστηκε η σπασμωδική επιθυμία να καλέσει πολλά αγόρια και κορίτσια-πόρνες για τον εαυτό της , αλλά… όχι, δεν θέλησε να γεμίζει το κενό με αυτόν τον τρόπο –  δεν θα της έφερνε σαφήνεια για το μέλλον, όμως, την μιζέρια – οπωσδήποτε. Ήθελε να πηδηχτεί, ωστόσο, όχι αρκετά δυνατά, για να πραγματοποιήσει αυτή την επιθυμία. Η Τζέιν άρχισε να διαλέγει – τι της έμεινε. Οι επιθυμίες να μελετήσει την γενετική, την φυσική – ακόμα υπήρχαν, ήταν εδώ, μπορούσε να τις “αγγίξει” αυτή τη στιγμή. Η επιθυμία να ερευνήσει ανεξάρτητα την αναπόληση διάφορων μουσούδων της Γης – επίσης, και περισσότερο δυνατή. Η επιθυμία να περάσει στα συνειδητοποιημένα οράματα – και αυτή υπάρχει, ενισχυμένη με  θολή ελπίδα, ότι με αυτόν τον τρόπο θα μπορέσει να σπρώξει άλλη μια “πόρτα”, που θα την οδηγήσει στις μουσούδες – και ποιος ξέρει – ίσως μια τέτοια πόρτα θα είναι ανοιχτή για αυτήν. Το ενδιαφέρον για την ιστορία – έμεινε, αν και το να μελετήσει την ιστορία με τον συνηθισμένο τρόπο δεν ήταν τόσο συναρπαστικό, όσο θα ήταν, αν θα χρησιμοποιούσε τις μεθόδους των “καταδύσεων”. Να αναπτύσσει το κορμί της – και αυτό το ήθελε. Αυτή τη στιγμή να πάει στο γυμναστήριο η να δουλέψει δυναμικά στα μηχανήματα έστω για μια ώρα, να ανέβει στον τοίχο αναρρίχησης, να παίξει τένις, να πυγμαχήσει. Ιδιαίτερα δυνατά ήθελε να λάβει την εμπειρία της συμπυκνωμένης αίσθησης διάφορων ΦΑ, να πετύχει τον μόνιμο φωτισμένο φόντο. Θα ήταν ενδιαφέρον να δοκιμάσει να βρει συμπαθητικούς ανθρώπους, να προσπαθήσει να τους μεταδώσει αυτά, που η ίδια γνώριζε ήδη.

    Όσο περισσότερο εκείνη προχωρούσε στην επιθεώρηση του “σώματος επιθυμιών” της, τόσο πιο ξεκάθαρα διαπίστωνε, ότι είναι απολύτως εν τάξει. Ήθελε να κάνει πολλά και αρκετά έντονα, όμως, ανάμεσα σε όλη αυτή την ποικιλία δεν υπήρξε ο βασικός άξονας. Έλειπε αυτό, για το οποίο θα μπορούσε να πει, ότι σε αυτό βρίσκεται τώρα το νόημα της ζωής της. Δεν υπήρξε η κατεύθυνση για τη βασική πρόοδο, και αυτό ορισμένα ήθελε, μια διάσπαση, μια επίθεση. Και τότε η Τζέιν κατάλαβε, ότι το πρόβλημα, απ` ότι φαίνεται, είχε ήδη σχεδόν λυθεί! Ακριβώς η επιθυμία της επίθεσης ήταν η πλέον επίκαιρη και δυνατή. Της έμεινε μόνο να καταλάβει – σε ποια κατεύθυνση θέλει να περάσει, που να στρέψει όλες τις δυνάμεις της, όλη την επιμονή, αποφασιστικότητα, τις ικανότητες, που οποίες έλαβε από την συναναστροφή της με τις μουσούδες και χωρίς αυτές. Έμεινε μόνο να καταλάβει – προς τα πού να ορμίσει, και όσο πιο πολύ εκείνη σκεφτόταν για αυτό, τόσο πιο επίμονη και οξεία γινόταν αυτή η ανάγκη, Να περάσει. Πού?

     

    Μια εβδομάδα αργότερα η ερώτηση παρέμεινε αναπάντητη. Σιγκαπούρη, Πνομ Πενχ, Τσανγκ Μαι – αυτή απλώς μεταφερόταν από ένα μέρος στο άλλο, κάνοντας βόλτες τα βράδια χωρίς κανένα σκοπό, και το πρωί έμπαινε στο επόμενο αεροπλάνο, που την παρέσερνε στο Κολόμπο, Ανταναναρίβο, Πορτ-Λούη, Αμπιτζάν, Καζαμπλάνκα. Καμιά φορά αποπλανούσε κάποιους, όμως, σπάνια τους πήδαγε, άρχιζε να διαβάζει και τα παρατούσε, συντηρούσε την ευχάριστη αίσθηση της ελαφριάς πείνας και δεν χωνόταν σε τίποτα βαθιά, για να μην απορροφηθεί με ασήμαντες ασχολίες, όσο δεν έχει λυθεί το πιο σημαντικό πρόγραμμα, και δεν βρέθηκε η κεντρική κατεύθυνση. Παρά αυτή την φαινομενικά κραυγαλέα  αβεβαιότητα, η ζωή της δεν θα μπορούσε να ονομαστεί νωθρή –  εκείνη μπορούσε  ανά πάσα στιγμή να εκτελέσει και εκτελούσε τις συντηρητικές πρακτικές, οι οποίες έκαναν τη ζωή της πιο καθαρή, περισσότερα έτοιμη για τη λήψη του περιεχομένου της. Η Τζέιν οργάνωσε μια μικρή ενέδρα στους κυματισμούς των ΑΣ, οι οποίοι, όπως αποδείχθηκε, εμφανίζονταν πολύ πιο συχνά, απ` ότι η ίδια νόμιζε, και όμως, όχι αρκετά συχνά, για να αποτελέσουν σοβαρό πρόβλημα – αρκούσε μια αρκετά προσεκτική παρατήρηση και τακτικές συναισθηματικές λειάνσεις, για να πετύχει το μόνιμο και έντονο φωτισμένο φόντο για 4-5. Μερικές φορές την ημέρα – η ΦΑσκηση.

    Στο φόντο εκείνου του βάθους της εσωτερικής της ζωής, η οποία τη συνόδευε τώρα παρά την ύπαρξη ή απουσία άλλων ασχολιών, ακόμα και η πιο απλή εντύπωση αποκτούσε όγκο, σαν να εξέπνεε τα ρίγη των αδύναμων, και όμως ευχάριστων συναισθήσεων, οι οποίες περιπλεκόταν φυσικά με τις σπάνιες προσπάθειες της δημιουργίας σκληρότητας, μαρμαρότητας και της τραχύτητας. Η Τζέιν θυμόταν τη συμβουλή του Τόμας για την αναπόληση του ποταμού, αλλά ανέβαλε την άμεση αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος, μέχρι η επιθυμία αυτή να γίνει κυκεώνας. Έτσι, πήρε μια πτήση για το Ρισικές και κάθισε εκεί, απλώς χαζεύοντας τον Γάγγη, χωρίς κάποιες σημαντικές προσπάθειες της αναπόλησης. Ο ποταμός έλαμπε με τις ατέλειωτες παγιέτες του και την φύσαγε με ζεστό αέρα. Τα μεσάνυχτα της ήρθε η ιδέα να πάει στο Κενταρνάτχ, και δίνοντας στον ταξιτζή διπλή ταρίφα, ήδη μίση ώρα αργότερα εκείνη  παρατηρούσε τη σκοτεινή λεωφόρο από το αμάξι.

    Έπειτα η Τζέιν βρέθηκε στην Ευρώπη, όμως το μάτι της δεν χαιρόταν και πολύ με την όψη των ατελείωτων τζαμιών και γυναικών με τις μπούρκες, έτσι πέταξε στο Μπανφφ, όπου πέρασε έναν ολόκληρο μήνα ανάμεσα στις πεντακάθαρες βουνίσιες λίμνες, χιονισμένες κορυφές και πανάρχαια δάση. Αυτό το ανάμεικτο δάσος της άρεσε πιο πολύ απ` όλα, της έφερνε μια ιδιαίτερη γαληνή, χαρούμενη αποστασιοποίηση – σαν να είχε φτάσει σε έναν άλλο κόσμο, ο οποίος ζούσε όπως και ένα εκατομμύριο χρόνια πριν, και αδιαφορούσε παντελώς για τους όρθιους πιθήκους, οι οποίοι σαν έφτασαν για μια σύντομη στιγμή, έτσι και θα φύγουν. Η πόλη επίσης από μόνη της ήταν πολύ ευχάριστη – κανείς δεν την έπρηζε, ακόμα και στο ξενοδοχείο οι υπάλληλοι δεν την ενοχλούσαν με διάφορα “How are you” και “Did you sleep good”.

    Ο χρόνος κυλούσε με μια ήρεμη ροή. Εκείνη ξύπναγε στις πέντε και έκανε μια αναπάντητη κλήση στην υποδοχή. Εκείνοι ήδη ήξεραν, ότι με αυτόν τον τρόπο κάποιον καλείται “να καθαρίσει το δωμάτιο της”. Σε περίπου δεκαπέντε λεπτά, με τη γεύση του σπέρματος στα χείλη της, η Τζέιν έβαζε τα αθλητικά της και έβγαινε έξω από το VIP-σπιτάκι της στο καλοφτιαγμένο δρομάκι για τρέξιμο, το οποίο λύγιζε σαν φίδι ανάμεσα στα δέντρα, φωτισμένο με σπάνιες στήλες, που κάλυπταν λαδερά-μαύρα νησάκια του χώματος, και η μοναξιά της παρατεινόταν ανενόχλητη μέχρι εκείνη την ημέρα, όταν αυτή, προλαβαίνοντας μόλις να βγει έξω από τα όρια του ξενοδοχείου, παρατήρησε μπροστά της μια μοναχική λεπτή σιλουέτα. Η κοπέλα γύρισε τρομαγμένη, όμως, βλέποντας την Τζέιν, ηρέμησε και προχώρησε παραπέρα. Η κινήσεις της φανέρωναν αμηχανία και ανησυχία, και όταν η Τζέιν, τρέχοντας δίπλα, έριξε μια σύντομη ματιά πάνω στο πρόσωπο της, σχεδόν στιγμιαία κατάλαβε και τα υπόλοιπα – η οξεία παρατηρητικότητα και ο τελειοποιημένος μηχανισμός της ερμηνείας ολοκλήρωσαν την ανάλυση μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Η έκφραση στο πρόσωπο χαμένη, κάτι που ταίριαζε με το περπάτημα της – η κοπέλα αυτή βρισκόταν στην κατάσταση, η οποία την τρόμαζε με την αγωνία. Στις βλεφαρίδες του κοριτσιού υπήρξαν σημάδια από μάσκαρα, και τώρα αυτές  έδειχναν μάλλον απεριποίητες, και αν σήμερα τα μάτια της είναι μουντζουρωμένα, αυτό σημαίνει, ότι χτες ήθελε ακόμα να κάνει εντύπωση σε κάποιον, και τώρα αυτό έπαψε να έχει σημασία για αυτήν, – είτε έχει ένα αγόρι, με το οποίο μάλωσε τώρα, είτε έμαθε κάποια νέα, που την στεναχώρησαν πάρα πολύ. Περισσότερο πρώτο, παρά το δεύτερο, επειδή τα νέα δεν έρχονται τέτοια ώρα, μα και τέτοιο λουλουδάκι δεν θα ταξίδευε ποτέ μόνο του. Μάλωσε με το αγόρι της. Φαίνεται, πως έκλαψε πολύ, διότι το πρόσωπο της είναι λιγάκι πρησμένο. Ένας άνθρωπος, αβέβαιος για τον εαυτό του, αυτή δεν θα μαλώνει για ασήμαντα πράγματα, άρα το πρόβλημα είναι σοβαρό. “Απιστία” από τη μεριά του αγοριού δεν είναι ιδιαίτερα πιθανή – τέτοιες βρίσκουν σοβαρούς μαλάκες. Τα ζευγαράκια σαν και αυτό ποτέ δεν έχουν σοβαρά σκάνδαλα – καταπίνουν τα παράπονα σιωπηλά, μα και να πάει κάπου μες τη νύχτα, χωρίς να ξέρει πού? Παράξενο. Ίσως… απλώς να σιχάθηκε τη ζωή της; Η Τζέιν θυμήθηκε για άλλη μια φορά το πρόσωπο της, άφησε τη μορφή της κοπέλας να “ζήσει τη ζωή της” – αυτή την τεχνική της μετέδωσε η Βίδρα. Αν κατά την διαδικασία αυτή το πρόσωπο του ανθρώπου αποκτά κάποια ορισμένα χαρακτηριστικά, που αντανακλούν τις συγκεκριμένες καταστάσεις, τότε το πιο πιθανόν απ` όλα, οι καταστάσεις αυτές είναι και συνηθισμένες για αυτόν. Η Βίδρα το απέδωσε στο ότι σαν αποτέλεσμα της ζωτικής λειτουργίας στο πρόσωπο αποτυπώνονται μικροσκοπικές ρυτίδες, και παρά το γεγονός, ότι εμείς δεν μπορούμε να εκτελούμε την διπλή λογική εργασία – στην αρχή γραμμικά και αργότερα με συνέπεια να αναλύσουμε τη σημασία ολόκληρου του συνόλου για να βγάλουμε το συμπέρασμα για τις τάσεις του ορισμένου ανθρώπου, ωστόσο, έχουμε την ικανότητα να δούμε την εικόνα αμέσως, κατευθείαν, δίνοντας απλώς την “ώθηση” στη μορφή του προσώπου μέσα στην ελεύθερη φαντασία μας, απομακρύνοντας προσεκτικά την αντιμετώπιση μας για αυτόν. Με τον ίδιο τρόπο, μπλέκοντας σε αυτό την φωτισμένη διακριτική συνείδηση, μπορούμε να δούμε – για ποια πράγματα είναι ικανός ο ορισμένος άνθρωπος στο προσεχές μέλλον.

    Το πρόσωπο της κοπέλας θα μπορούσε να φανεί ανοιχτό, αγαθό, όμως, η Τζέιν δεν κατάφερε να καταλάβει, αν αυτή η   αφέλεια  ήταν το σημάδι της ανωριμότητας ή της νοητικής καθυστέρησης, ή ορισμένα της ανοιχτοσύνης. Σταματώντας, εκείνη έκανε μερικά βήματα προς την κοπέλα, το πρόσωπο της οποίας και πάλι έγινε τρομαγμένο. Η Τζέιν σπατάλησε μόλις ένα δευτερόλεπτο, για να επιλέξει την τακτική – απλώς πλησίασε και αγκάλιασε την κοπέλα από τους ώμους, τραβώντας την κοντά, και δεν ξαφνιάστηκε και πάρα πολύ, όταν εκείνη έγειρε πάνω της, και έβαλε τα κλάματα, χώνοντας τη μουσουδίτσα της στο λαιμό της Τζέιν, διπλώνοντας τα χέρια στο στήθος.

    Η Τζέιν της χάιδεψε το κεφάλι, και η κοπέλα άρχισε να κλαίει ακόμα πιο δυνατά.

    – ОК, πάμε στο δωμάτιο μου.

    Χωρίς να περιμένει την απάντηση, η Τζέιν γύρισε την κοπέλα, και αγκαλιάζοντας την από τους ώμους, την καθοδήγησε στο σπίτι της. Η κοπέλα, αναστενάζοντας και σκουπίζοντας το πρόσωπο της, την ακολούθησε υπάκουα.

    Φέρνοντας τη στο δωμάτιο της, η Τζέιν χωρίς πολλές κουβέντες άρχισε να τη γδύνει, και δεν συνάντησε καμία αντίσταση. Φαινόταν, ότι υποταγμένη σε αυτήν από την πρώτη στιγμή, η κοπέλα έγινε απολύτως άβουλη και στις επόμενες. Γδύνοντας τη τελείως, η Τζέιν γρήγορα πέταξε τα ρούχα της, και τραβώντας την κοπέλα στο κρεβάτι, την έσφιξε στην αγκαλιά και άρχισε να την χαϊδεύει στο κεφάλι, στους ώμους, στην πλάτη, στον ποπό. Το κορίτσι έβαλε τα κλάματα ξανά, και τότε η Τζέιν το ξάπλωσε ανάσκελα και άρχισε να φιλάει την κοιλίτσα, το στήθος και τα μπουτάκια. Ανοίγοντας τα πόδια, η Τζέιν φίλαγε και έγλυφε το μουνάκι της, και δυο λεπτά αργότερα η κοπέλα σώπασε, έσφιξε τις γροθιές της, ενώ το μουνάκι της πρήστηκε αισθητά και έγινε υγρό – διάφανες σταγόνες φάνηκαν στα χειλάκια, τώρα πια ήταν πολύ εύκολο να βάλει μέσα στην αρχή ένα, και μετά δυο δαχτυλάκια. Χαϊδεύοντας την κοπέλα, η Τζέιν πρόσεχε πολύ να μην την οδηγήσει σε οργασμό, και μόλις τα δαχτυλάκια στο μουνάκι πιέζονταν δυνατά, ενώ η πλάτη της κοπελίτσας λύγιζε, έπαιρνε τη γλώσσα της από την κλειτορίδα του κοριτσιού και φίλαγε απλώς τα χειλάκια, ρουφώντας και δαγκώνοντας τα ελαφρά. Έπειτα η Τζέιν την έβαλε να καθίσει με την πλάτη στον τοίχο, κάθισε απέναντι, αγκαλιάζοντας την με τα πόδια της, πήρε δυο δάχτυλα της και τα έχωσε στο μουνάκι της.

    – Τώρα εσύ, εντάξει; – όχι τόσο ρώτησε, όσο διέταξε εκείνη.

    Η κοπέλα άρχισε να τη πηδάει με τα δαχτυλάκια της, και σε λίγο αφέθηκε εντελώς σε αυτή την ασχολία, έμοιαζε να έχει ξεχάσει τελείως τα προβλήματα της. Η Τζέιν πήρε το ποδαράκι της και άρχισε να φιλάει τα δαχτυλάκια της, μετά σήκωσε το δικό της και ακούμπησε με αυτό το πρόσωπο της κοπέλας. Ξαφνικά εκείνη έπιασε την πατούσα της Τζέιν με το χέρι και άρχισε να φιλάει το πέλμα παθιασμένα, να πιέζει το πρόσωπο της πάνω του.

    – Το έχεις ξανακάνει αυτό πριν? – Τη ρώτησε η Τζέιν σιγανά?

    Εκείνη κούνησε το κεφάλι της αρνητικά.

    – Μάλωσες με το αγόρι σου?

    Η κοπέλα την κοίταξε ξαφνιασμένη και πάλι κούνησε το κεφάλι της αρνητικά.

    – Τότε τι έγινε? Γιατί έκλαιγες?

    Η κοπέλα μπήκε σε σκέψεις, αφήνοντας για λίγο την πατούσα της Τζέιν και παρατηρώντας τη, όπως κοιτάζουν κάτι όμορφο, ασυνήθιστο.

    – Δεν ξέρω…

    – Μα πώς? – Εξεπλάγην η Τζέιν.

    Βγάζοντας τα δάχτυλα της κοπέλας από το μουνάκι, αυτή κάθισε δίπλα, τραβώντας τη κοπέλα κοντά της.

    – Δεν ξέρω, κάτι με έπιασε.

    – Α…

    Για μερικά λεπτά δεν μίλησαν καθόλου.

    – Πώς σε λένε? – Επιτέλους ρώτησε η Τζέιν.

    – Μελίσα.

    – Και εμένα Τζέιν. Ίσως θα έπρεπε να αλλάξεις κάτι στη ζωή σου, Μελίσα?

    – Να αλλάξω; Ο, όχι, αφού είναι όλα καλά…

    – Και πώς γίνεται να είναι όλα καλά, αν εσύ βάζεις τα κλάματα? Άρα, δεν είναι όλα καλά!

    – Εντάξει, μάλλον, όχι όλα…, – με αδιάφορο ύφος συμφώνησε εκείνη.

    – Και τι θα ήθελες να αλλάξεις; Αν φανταστούμε, ότι αμέσως τώρα οποιαδήποτε δική σου επιθυμία μπορεί να πραγματοποιηθεί, τι θα ήθελες?

    – Εντάξει… να μην πονάει η πλάτη της μητέρας μου…

    – Ωραία… και για τον εαυτό σου – τι θα ήθελες να αλλάξεις στη ζωή σου, στις συνθήκες της?

    – Ίσως, να πήγαινα κάποιο ταξίδι… είναι τόσο βαρετά εδώ…

    – Α, είσαι από τους ντόπιους?

    – Ναι, μένουμε εδώ κοντά. Η μαμά μου δουλεύει στο ξενοδοχείο, όμως, δύσκολα τα βγάζει πέρα, και ο πατέρας μου επίσης δουλεύει παρά πολύ.

    – Και πού θα πήγαινες, τι θα ήθελες να κάνεις στο ταξίδι?

    – Εντάξει… θα ήθελα να πάω Παρίσι, η στη Ρώμη, γενικώς – να δω την Ευρώπη.

    – Θα ήθελες, ας πούμε, να μάθεις τις καταδύσεις; Η να πας πεζοπορία στα βουνά;

    – Όχι, – η Μελίσα μαζεύτηκε σε ένα κουβαράκι. – Αυτά δεν είναι για μένα.

    – Γιατί?

    – Δεν ξέρω, δεν μου ταιριάζουν…

    – Όμως, αν βαριέσαι, δεν θα ήθελες να αποκτήσεις πολλές συναρπαστικές εντυπώσεις?

    – Φυσικά, και βέβαια το θέλω!

    – Παρίσι?

    – Ναι, είναι ωραία εκεί, οι άνθρωποι είναι διαφορετικοί, τα πάντα είναι διαφορετικά…

    – Εντάξει, – η Τζέιν παραμέρισε λιγάκι την μουσουδίτσα της και την κοίταξε στα μάτια. – Εγώ έχω αρκετά χρήματα, για να μην νοιαζόμαστε για αυτά. Ας πετάξουμε αύριο στο Παρίσι σου, να δούμε – αν είναι όντως τόσο συναρπαστικά εκεί!

    – О! αυτό θα ήταν τόσο τέλειο!:) – Γέλασε η Μελίσα.

    Το γέλιο έκανε το πρόσωπο της να φανεί πραγματικά όμορφο – τα ματάκια της έλαμπαν, και το χαμόγελο ήταν τόσο ευχάριστο, τρυφερό, ενώ τα στηθάκια κάτω από το χέρι της Τζέιν τόσο στητά… θα μπορούσε εύκολα να ερωτευτεί ένα τέτοιο κοριτσάκι.

    – Λοιπόν, τι λες – πάμε; Θέλω να σε βοηθήσω, ας αλλάξουμε λιγάκι τη ζωή σου, να κάνουμε μερικά ταξίδια μαζί, την ημέρα θα κάνουμε βόλτες, τα βράδια θα χαϊδευόμαστε και θα φιλιόμαστε, σου άρεσε να κάνεις σεξ μαζί μου?

    – Ο, ναι, ήταν πολύ, πολύ ωραίο!

    – Θα γνωρίζουμε τα αγόρια, θα φλερτάρουμε.

    – О, παραείμαι ντροπαλή για αυτό:), – και πάλι γέλασε η Μελίσα, – περνάω καλά μαζί σου, δεν θέλω κανέναν άλλο.

    – Πόσο χρόνο χρειάζεσαι, για να ετοιμαστείς; Μπορώ να πάρω τηλέφωνο τώρα και να κλείσω τα εισιτήρια, ήδη κατά το μεσημέρι θα έχουμε φύγει, η αν θέλεις – ακόμα και τώρα! Απλώς θα πάμε στο αεροδρόμιο και θα πετάξουμε κάπου στην Ευρώπη, και τα κανονίζουμε από εκεί, πώς σου φαίνεται?

    – Ουάου! – Η Μελίσα σχεδόν αναπήδησε πάνω στο κρεβάτι. – Θα είναι τέλειο, τέλειο αυτό!

    – Πολύ ωραία:). Δηλαδή, φεύγουμε τώρα?

    – Όχι, Τζέιν, τώρα δεν μπορώ με τίποτα…

    – Εντάξει, τότε – αύριο?

    – Αύριο, ναι, αύριο θα το κάνουμε…

    – Τότε – θα κοιμηθούμε τώρα?

    Η Μελίσα δεν χρειάστηκε δεύτερη πρόσκληση. Μισοξαπλωμένη δίπλα στο κοιμισμένο κοριτσάκι, η Τζέιν χάιδευε το τρυφερό της κορμάκι, τη φιλούσε, ενώ η Μελίσα μόνο τεντωνόταν γλυκά. Η Τζέιν φαντάστηκε, πως η Μελίσα θα ανακαλύπτει έναν νέο κόσμο – καταδύσεις, σνόρκελινγκ, οι ζωολογικοί κήποι, αναρρίχηση, πεζοπορία, βόλτες με άλογα, ίσως θα θελήσει να μάθει να πιλοτάρει ένα ελικόπτερο; Είναι τόσο ωραίο να ανοίγεις νέες προοπτικές για κάποιον…

    Το πρωί δεν κατάφεραν να βρουν καιρό για τρυφερότητες – ξυπνώντας, η Μελίσα αμέσως έπιασε το ρολόι, και βγάζοντας ένα σπασμωδικό επιφώνημα, ντύθηκε βιαστικά, όρμισε στην πόρτα, έπειτα γύρισε, την έσφιξε δυνατά στην αγκαλιά της, και   οι κοπέλες φιλήθηκαν στο στόμα.

    – Θεέ μου, πόσο πολύ θέλω να μείνω! – Με απελπισία στη φωνή της είπε η Μελίσα.

    – Τότε μη φύγεις, κουκλί μου:) Αφού όπως και να έχει – θα φύγουμε σήμερα, τι σημασία έχει – αν θα αργήσεις κάπου η όχι?

    – Όχι, δεν γίνεται, εντάξει, φεύγω τώρα, θα σε καλέσω, αχ θεέ μου, αφού δεν πήρα τον αριθμό σου!

    Σημειώνοντας τον αριθμό της Τζέιν και δίνοντας σε αυτήν το δικό της, η Μελίσα ξαναέτρεξε κοντά της, την αγκάλιασε, της έδωσε ένα φιλί στα χείλη και στα μαγούλα και εξαφανίστηκε.

     

    Η πτήση για Παρίσι ήταν προγραμματισμένη για αργά το βράδυ, και η Τζέιν έκανε κράτηση για δυο θέσεις. Στις δυο το μεσημέρι εκείνη αποφάσισε να καλέσει τη Μελίσα, να μάθει, πως πάνε τα πράγματα. Το ολόγραμμα, που εμφανίστηκε μπροστά της, δεν είχε και πολλά κοινά με την κοπελίτσα, η οποία την αποχαιρέτησε το πρωί.

    – Τζέιν, χαίρομαι τόσο πολύ, που σε βλέπω, – αδιάφορα είπε η Μελίσα, σαν να ανάγκαζε τον εαυτό της να εκτελεί κάποιο πρόγραμμα, και η Τζέιν κατάλαβε αμέσως, ότι δεν πρόκειται να πετάξουν πουθενά μαζί.

    – Τι συνέβη, Μελίσα; Θα πάμε; Αν δεν γίνεται σήμερα, ας το κάνουμε αύριο, και σήμερα έλα να με δεις, θέλω τόσο πολύ να σε χαϊδέψω, κούκλα!

    – Ναι, Τζέιν, αλλά δεν θα μπορέσω σήμερα, και γενικώς – δεν έχω ιδέα, τι θα πω στη μάνα μου…

    – Άκουσε με… αφού είσαι… πόσο χρόνων είσαι?

    – Είκοσι τρία.

    – Είσαι μεγάλο κορίτσι πια, γιατί πρέπει να πεις κάτι άλλο στη μαμά σου, πέρα από το ότι θέλεις να πας μαζί μου στο Παρίσι?

    Η Μελίσα κούνησε το κεφάλι της.

    – Δεν ξέρεις τη μαμά μου…

    – Πάλι καλά.

    – Όχι, γιατί το λες έτσι! Η μαμά είναι ένας υπέροχος άνθρωπος, απλώς είναι κάπως περίπλοκος ο χαρακτήρας της.

    Στη φωνή της Μέλισσας φάνηκαν οι νότες της αγανάκτησης – σχεδόν αόρατες μέχρι στιγμής, όμως, έγινε σαφές, ότι ανά πάσα στιγμή θα δυναμώσουν, αν η πίεση θα συνεχιστεί.

    – Εντάξει, μικρούλα. Τότε έλα απλώς να με δεις να χαϊδευτούμε λιγάκι, και σκεφτόμαστε για το ταξίδι κάποια άλλη στιγμή, τι λες?

    – О, ναι, – αμέσως χάρηκε εκείνη. – Θα έρθω, θα έρθω οπωσδήποτε, θέλω πάρα-πάρα πολύ να σε δω, είσαι τόσο ασυνήθιστη, τόσο όμορφη, και ξέρεις – όλη την ημέρα μόνο για σένα σκέφτομαι, αλήθεια, – η Μελίσα κοκκίνισε λιγάκι, – εγώ, μάλλον, σε έχω ερωτευτεί! Μήπως είμαι λεσβία?

    – Ποια λεσβία, -γέλασε η Τζέιν. – Απλώς είσαι πολύ αισθησιακό κορίτσι. Τέλος πάντων – σε περιμένω, και εγώ σε θέλω τόσο πολύ!

    Ολοκληρώνοντας τη συζήτηση, η Τζέιν ήξερε πια με σιγουριά, ότι η Μελίσα δεν θα πετάξει πουθενά, και δεν θα έρθει. Ούτε ένα ολοφωνημα δεν θα κάνει καν. Και έτσι έγινε πράγματι.

    Μερικές μέρες αργότερα η Τζέιν συνάντησε τυχαία στον δρόμο μια βαριά, ηλίθια, βαμμένη άχαρα κυράτσα, πλάι στην οποία προχωρούσε άβουλα η Μελίσα. Αντικρίζοντας την Τζέιν, εκείνη τρόμαξε, και άλλαξε χίλια πρόσωπα. Η Τζέιν αποφάσισε να μην διευκολύνει τη ζωή της, και τους πλησίασε να χαιρετήσει. Ο πανικός της Μελίσας έφτασε στην απόγειο, εκείνη μουρμούρισε κάτι και σχεδόν κρύφτηκε πίσω από τη πλάτη της μητέρας της, το γουρουνίστικο πρόσωπο της οποίας εξέφρασε κάτι σαν φιλικό γρύλισμα, και προχώρησαν παρακάτω.

    Οι άνθρωποι περνούσαν δίπλα της – μπροστά και πίσω, με πρόσωπα προβληματισμένα η αδιάφορα, με παιδιά και χωρίς. Εκείνοι μιλούσαν η περπατούσαν σιωπηλά, και όλοι τους ήταν καλοί και ευγενικοί. Και ο καθένας τους είχε ένα σπίτι, τα σχέδια του, προβλήματα, χαρές και λύπες – όλα τα αυτά, που δεν είχε και τώρα δεν θα μπορούσε να έχει η Τζέιν. Ήταν ένας ξένος κόσμος. Και ήταν εχθρικός. Η εχθρικότητα του κρυβόταν κάτω από τη μάσκα της ευγένειας και θετικής αντιμετώπισης. Αυτοί δεν επιτίθενται πίσω από μια γωνιά, δεν έκλεβαν τα χρήματα και θα μπορούσαν ακόμα να τη βοηθήσουν σε μια δύσκολη κατάσταση, δεν της ήταν καθόλου δύσκολο να παρακινήσει τους απαιτούμενους μηχανισμούς μέσα τους. Και όμως, όσο καταπληκτικό και να είναι, ο κόσμος αυτός είναι εχθρικός. Οι άνθρωποι αυτοί είναι δολοφόνοι. Η Τζέιν θυμήθηκε τη νουβέλα του Μπράντμπερι για τους Αρεανούς, οι οποίοι κοίμιζαν την προσοχή των κοσμοναυτών και μετά τους σκότωναν. Εδώ κανείς δεν υποκρινόταν τον καλό – οι άνθρωποι αυτοί πράγματι ήταν καλοί και ευαίσθητοι επί το πλείστον, αλλά και η ίδια αυτή καλοσύνη ήταν δηλητηριώδης. Όλοι τους βγήκαν από ένα εργοστάσιο της απόλυτης αυτοκαταπίεσης, και συνεχίζουν με όλες τις δυνάμεις τους να υποστηρίζουν τη λειτουργία του. Υποφέρουν και ξεσπάνε στις υστερίες, βασανίζονται στη μιζέρια, αργοσβήνουν μέσα στο κάκοσμο βάλτο της επάρκειας και της έγνοιας για τη γνώμη των άλλων, και όμως, γνωρίζουν, ότι όλα είναι καλά στη ζωή τους, ότι δεν γίνεται διαφορετικά, και έτσι θα μεγαλώνουν τα παιδιά τους, και ένα τέτοιο κοριτσάκι, όπως η Μελίσα, δεν μεγαλώνει σαν ένας σκαντζόχοιρος, σαν ένα δραστήριο και χαρούμενο κουκλί, αλλά σαν ένα υποχείριο των αποδεκτών για εκείνη κανόνων της ζωής, όσο δυσάρεστοι και άβολοι και να είναι για αυτήν, και είναι ξεκάθαρο, ότι η ίδια Μελίσα θα προστατεύσει ακόμα και με τη ζωή της αυτούς τους κανόνες, αυτή την παραγωγική γραμμή του θανάτου – αρκεί να θυμηθείς εκείνη την αγανάκτηση, με την οποία απέρριψε την προσβολή, την οποία ξεστόμισε η Τζέιν για τη σιχαμερή της μανούλα! Χαζό, εντελώς χαζό να φαντάζεσαι τη Μελίσα ως θύμα, που υποφέρει στη φυλακή της. Η ίδια είναι ο φύλακας της. Οι κρατούμενοι – είναι μόνο τα παιδιά, ίσως δυο-τριών χρόνων, ενώ οι υπόλοιποι, τα μεγαλύτερα παιδιά, οι έφηβοι αναπόφευκτα μετατρέπονται στους φύλακες των εαυτών τους και συμπληρώνουν τις σειρές των δολοφόνων και των σύνεργων τους.

    Η Τζέιν θυμήθηκε την κατάπληξη της, όταν παρακολουθούσε ένα ρεπορτάζ από την Γαλλία. Οι γυναίκες, τυλιγμένες εντελώς στη μαύρη αμπαγια, έδιναν συνέντευξη, όπου πουλούσαν την τρέλα για την ελευθερία, που τους προσφέρει αυτό το ρούχο, και ποιον κίνδυνο – ηθικό η σωματικό, θα αντιμετώπιζαν, αν δεν θα το φορούσαν. Και τότε είχε καταλάβει, ότι δεν υπάρχουν θύματα εδώ. Δεν υπάρχουν οι δυστυχισμένες και καταπιεσμένες γυναίκες – κανένα δικτατορικό απάνθρωπο καθεστώς δεν θα μπορούσε να υπάρξει, αν δεν θα το συντηρούσαν τα ίδια θύματα του. Αυτές οι γυναίκες – είναι οι ίδιες φύλακες των εαυτών τους, και φέρουν την πλήρη ευθύνη για αυτό, που κάνουν με τη ζωή τους και με τις κόρες τους. Η Μελίσα – είναι η ίδια εγκληματίας, ο οποίος είναι έτοιμος από μόνος του να αυτοκτονήσει, και είναι έτοιμος να αντιμετωπίσει ως προσωπική προσβολή τις οποιεσδήποτε προσπάθειες κατά το σύστημα, που την καταπιέζει.

    Γιατί, για ποιο λόγο αυτοί νομίζουν, ότι έχουν το δικαίωμα;; Ορίστε, προχωράει ένας άντρας, σέρνει πίσω του ένα παιδί, ποιος του έδωσε το δικαίωμα να είναι ο ιδιοκτήτης του; Αφού το παιδί – είναι ένας ζωντανός άνθρωπος; Ακόμα και οδήγηση του αυτοκινήτου απαιτεί να λάβεις πρώτα το δίπλωμα, και τι έμαθε και ποιες εξετάσεις έδωσε αυτός ο άνθρωπος; Τίποτα! Παίρνει τα δικαιώματα του ιδιοκτήτη ενός ανθρώπου μόνο και μόνο επειδή προήλθε από το σπέρμα του. Και το σύστημα αυτό συντηρείται με το ότι όντας τσιμεντένια προγραμματισμένα τα παιδιά από πολύ μικρή ηλικία μετατρέπονται σε συνεργούς αυτών των εγκλημάτων. Οι μουσούδες ακολουθούν το μοναδικό, μάλλον, πιθανό δρόμο, διοργανώνοντας τα σεμινάρια για τα πιτσιρίκια, όμως, είναι ικανό αυτό να αγγίξει σοβαρά, να αλλάξει έναν άνθρωπο? Εντάξει, αυτός θα πάει στα σεμινάρια και θα ακούσει τις βάσεις της “ψυχολογικής προετοιμασίας”, όμως, αυτό δεν θα πεταχτεί έξω με την επακόλουθη επιρροή του περιβάλλοντος του; Πόσες χιλιάδες πέρασαν από σεμινάρια; Και πόσες μουσούδες, πόσοι δραπέτες υπάρχουν; Η αποτελεσματικότητα είναι μηδαμινή: τι μπορούμε να αλλάξουμε σε αυτό; Αφού για να απαλειφθεί μια τόσο σκληρή πλύση εγκέφαλου πρέπει να παίρνουν τα παιδιά από τους γονείς αμέσως μετά από τη γέννηση και να μην τους τα δίνουν ποτέ ξανά πίσω, όμως, αυτό είναι αδύνατον να επιτευχθεί… Ποιος ιδιοκτήτης θα παραδώσει οικειοθελώς τον σκλάβο του?

    Και εκείνη τη στιγμή στο κεφάλι της Τζέιν αποστάχτηκε μια κρυστάλλινης απλότητας σκέψη. Ήταν τόσο καθαρή, τόσο σαφής και τόσο καταπληκτική, ότι η Τζέιν πάγωσε, συνεπαρμένη με αυτό, στο οποίο έφτασε. Στεκόταν στο ίδιο μέρος, με το βλέμμα της χαμηλωμένο, στη μέση μιας αργής ροής των ανθρώπων, που την προσπερνούσε, και εξέταζε έτσι και αλλιώς αυτή τη σκέψη, και με κάθε δευτερόλεπτο οι μορφές γίνονταν όλο και πιο ευδιάκριτες, τα σχέδια – πιο ορισμένα, και όταν εκείνη σήκωσε το κεφάλι της επιτέλους, το πρόσωπο της έλαμπε με καθαρή, γαλήνια και ακλόνητη αποφασιστικότητα του ανθρώπου, που βρήκε κάτι δικό του.