Ελληνικα change

Error

×

Κεφάλαιο 17

Main page / Μάγια 3: Σκληρά ποτάμια, μαρμάρινος άνεμος / Κεφάλαιο 17

Περιεχόμενα

    Η Γιόλκα τράβηξε τον Αντρέι στο Κχουμτζούνγκ, προτείνοντας του προς το παρόν να δουλέψει εκεί. Το Ναμτσέ – μεγάλη για τα νεπαλέζικα μέτρα βουνίσια κωμόπολη, άπλωνε κάτω, μια ώρα δρόμου μακριά. Εκεί ξεκουράζονται και συνήθιζουν στο κλίμα οι τουρίστες, έχει πολύ φασαρία και πολυχρωμία, ενώ το Κχουμτζούνγκ, που βρίσκεται στο ύψος των τριών χιλιάδων μέτρων σε ένα υψίπεδο, φαινόταν σαν ένα ήρεμο λιμάνι, στο οποίο αν και έμπαιναν καμιά φορά οι τουρίστες, δεν καθυστερούσαν και πολύ και έφευγαν για επόμενους προορισμούς. Στο κέντρο της κωμόπολης βρισκόταν νεπαλέζικο σχολείο, όπου τα παιδιά έμειναν μόνιμα, κοντά σε μια μικρή πατημένη πλατεία, γύρω της – μονώροφα σπιτάκια, που έμοιαζαν περισσότερο με παράγκες, και όλα τα αυτά περικύκλωνε ένας φράχτης. Τα παιδιά, επιλεγμένα για την εκπαίδευση στα  «Σεμινάρια», ήταν επί το πλείστον από τα κοντινά χωριά και όχι μόνο, και έμειναν σε ένα ξεχωριστό ξενώνα του σχολείου. Η ζωη τους περνούσε κοντά στα υπόλοιπα παιδιά, ωστόσο, είχαν ξεχωριστά μαθήματα. Αυτό, από την μια, τους επέτρεπε να εκπαιδεύονται με ένα δικό τους πρόγραμμα, και από την άλλη,  μετέφεραν στα άλλα παιδιά τους καρπούς της γνώσης, σαν τον άνεμο, σύμφωνα πάντα με το βαθμό του ενδιαφέροντος, που αυτά  είχαν.

    – Ο Μένγκες. – Η Γιόλκα του σύστησε έναν αδύνατο άνθρωπο, με ύψος μεγαλύτερο από το κανονικό, με έξυπνα, μάλλον, πολύ έξυπνα και ήρεμα μάτια, στα οποία με έναν παράξενο τρόπο σαν να  κυλούσε η ενέργεια και η αποφασιστικότητα.

    – Αντρέι.

    – Τι θέλεις να κάνεις αυτή τη φορά με τα παιδιά; – Ρώτησε η Γιόλκα.

    Αυτοί κάθονταν στο ξύλινο πάτωμα μέσα στο δωμάτιο, το οποίο μια ώρα αργότερα θα γεμιζε παιδιά και να γινόταν για αυτά μια  σχολική τάξη.

    – Σκεφτόμουν… για την ιστορία, – απρόσμενα και για τον εαυτό του είπε ο Αντρέι.  – Η φυσική, η χημεία, η βιολογία, η γενετική, τα μαθηματικά, το σκάκι, όλα τα αυτά τα έχω δοκιμάσει ήδη, μοιάζουν περισσότερα με τις ακριβείς επιστήμες, θα μπορούσα, όμως, να διδάσκω την ιστορία? Ποτέ δεν ένιωθα τάση για τις ανθρωπιστικές επιστήμες, όμως, τους τελευταίους δυο μήνες διάβαζα απνευστί καμιά εικοσαριά ιστορικά βιβλία. Σίγουρα δεν έμειναν και πολλά στο κεφάλι μου, ωστόσο, μια γενική εικόνα δημιουργήθηκε.

    – Φοβάμαι, ότι δυο δεκάδες βιβλία δεν αρκούν…, – με αμφιβολία είπε η Γιόλκα.

    – Όχι,  αυτά δεν είναι μόνα ιστορικά, που διάβασα σε όλη τη ζωή μου,  μαζεμένα θα είναι περίπου διακόσια βιβλία, απλώς τότε ήταν κάπως… χωρίς ενθουσιασμό, ενώ τώρα θέλω ορισμένα να τα μελετάω, να τα συγκρίνω.

    – Ποιο θέμα θα ήθελες να παρουσιάσεις στα παιδιά; – Ρώτησε ο Μένγκες. Η φωνή του αποδείχθηκε απαλή και δυνατή ταυτόχρονα.

    – Θέλω να τους μιλήσω για την ίδρυση του αμερικανικού έθνους, πως εμφανίστηκαν οι πρώτες πόλεις, για το  «Mayflower», για τους  πατεράδες-ιδρυτές του έθνους και τις αρχές τους, για τον Πενν και τον Μπράντφορντ…

    – Και για τους Ινδιάνους; – Εξίσου μαλακά ρώτησε ο Μένγκες, όμως, στην ερώτηση του φάνηκε ήδη κάποια υπόνοια.

    – Για τους Ινδιάνους? – Δεν κατάλαβε ο Αντρέι.

    Η Γιόλκα καθόταν και χαμογελούσε, σαν να περίμενε κάτι διασκεδαστικό.

    – Ναι, για τους Ινδιάνους, θα τους πεις κι γι` αυτό; Πώς ζούσαν προτού έρθουν οι Ευρωπαίοι, και πώς έγινε η ζωή τους μετά και γιατί?

    – Εντάξει… δεν ξέρω, μπορώ να τους το πω και αυτό, μόνο που δεν βλέπω ακόμα, πως μπορεί να τους φανεί ενδιαφέρον,   αλλά – γιατί όχι! Οι ιστορίες για τους Ινδιάνους ίσως να αποδειχθούν συναρπαστικές στα παιδιά.

    – Ίσως, – συμφώνησε ο Μένγκες. – Και οι ιστορίες για την δοξασμένη και δεμένη οικογένεια των σοβιετικών λαών επίσης μπορεί να τους αρέσουν, και για τον Πάβλικ Μορόζοβ [ο ακτιβιστής-πιονέρος, που παρέδωσε τον πατέρα του στις κομμουνιστικές αρχές – παρατήρηση του μεταφραστή], και για την ηρωική μάχη των γενναίων και καλών κομμισάριων με κακούς καπιταλίστες-μπουρζουά – όλα τα αυτά μπορούν να είναι ενδιαφέρον.

    – Γνωρίζεις καλά τους ρωσικούς θρύλους, – γέλασε ο Αντρέι.

    – Ακριβώς, τους  «θρύλους», –  συμφώνησε με κάτι άγνωστο ο Μένγκες, – ενώ εσύ μας έλεγες για την ιστορία, και εγώ θέλω να μάθω, πώς εσύ σκοπεύεις να τη διδάξεις, αν ο ίδιος δεν ξέρεις τίποτα για αυτήν.

    – Με τον ίδιο τρόπο, όπως μιλούσα για την γενετική – άνοιγα ένα βιβλίο  – την  «Γενετική του  XXV αιώνα», για παράδειγμα, τα μαθαίνω ο ίδιος, βρίσκω και κάτι ακόμα στο Ίντερνετ, και…

    – Η γενετική – είναι επιστήμη, – τον διέκοψε ο Μένγκες. – Ενώ η ιστορία?

    – Και η ιστορία… είναι επίσης επιστήμη.

    – Ναι? Και εγώ νομίζω, πως όχι.

    – Περίεργο, και τι είναι τότε??

    – Η πόρνη.

    – Δεν καταλαβαίνω, – κούνησε το κεφάλι του Αντρέι. – Γιατί πόρνη?

    – Επειδή την ιστορία γράφουν αυτοί, που εκτελούν την τάδε η εκείνη πολιτική παραγγελία. Ας πάρουμε, για παράδειγμα, τη Ρωσία σας. Για εκατό χρόνια σας φόρτωναν τα φανταστικά παραμύθια για την επανάσταση και τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Και εκατό χρόνια οι εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι άπλωναν στα αυτιά τους αυτές τις αρλούμπες. Και τι αποδείχθηκε τελικά; Ότι όλα τα αυτά είναι παραμύθια – από την αρχή ως το τέλος. Εμφανίστηκε ο Βίκτωρ Σουβόροβ και τα παραμύθια τελείωσαν, άρχισε το  αναθεωρητικό κίνημα, όσο και να προσπαθούσαν να το καταπιέσουν, οι άνθρωποι είκοσι χρόνια αργότερα έμαθαν, ότι στην σοβιετική ιστορία το ποσοστό της αλήθειας ήταν ακριβώς μηδέν τοις εκατό.

    – Και με αυτό συμφωνώ, εδώ είναι όλα ξεκάθαρα – οι κομουνιστές δημιουργούσαν τους θρύλους, που δικαιολογούσαν τη δικτατορία τους, έγραφαν ξανά την ιστορία, όμως, ο δικός τους χρόνος πέρασε, και εμείς καταφέραμε επιτέλους να δούμε την αλήθεια.

    – Το καταφέρατε, όλη την αλήθεια, όμως; – Με δυσπιστία είπε ο Μένγκες. – Παρόλο που η αναθεώρηση άρχισε, πόσο μακριά έφτασε; Έχεις ακούσει ποτέ, ότι η δίκη της Νυρεμβέργης – είναι μια φάρσα και έγκλημα κατά της ίδιας της ιδέας της δικαιοσύνης?

    – Άκουσα, μα σε γενικές γραμμές, τίποτα συγκεκριμένο…

    – Φυσικά, επειδή το πολιτικό κατεστημένο της Ευρώπης και της Αμερικής μέχρι σήμερα δεν θέλει να παραδεχτεί την αλήθεια.  Διάβασε τα άρθρα… για παράδειγμα, τέτοιων ανθρώπων, όπως ο Μαρκ Βέμπερ, Γιούργκεν Γκραφ, Ρίτσαρντ Χαργουντ, Ντέϊβιντ Διούκ, Ρας Γκρενατα (Russ Granata), Ρόναλντ Λέναρντ, Μάικλ Χάρβεϊ, Ροζέ Γκαρωντύ, και θα καταλάβεις – πόσο πολύ απέχει η αλήθεια από αυτό, που εμείς έχουμε τώρα ως  «αναγνωρισμένη ιστορία».

    – Εντάξει, παραδέχομαι, ότι και τώρα δεν τα ξέρουμε όλα, και για πολλά πράγματα έχουμε διαστρεβλωμένες πληροφορίες, όμως, δεν μιλάω τώρα για τη σύγχρονη ιστορία, αλλά για τα γεγονότα των περασμένων αιώνων, διότι πρόκειται για την ίδρυση του αμερικανικού κράτους, δεν θα μπορούσε να είναι κάτι διαστρεβλωμένο σε αυτό.

    – Γιατί?

    – Τι γιατί?

    – Έτσι, γιατί; – συνέχιζε να επιμένει με τα δικά του ο Μένγκες.

    – Επειδή αυτό έγινε τριακόσια ολόκληρα χρόνια πριν, και στην ουσία δεν υπήρξε τίποτα να κρύψουν και να διαστρεβλώσουν σε αυτό…

    – Τίποτα?

    – Τίποτα .

    – Και που το ξέρεις εσύ?

    – Εντάξει…

    – Το έμαθες με τον ίδιο τρόπο – από τις ίδιες αμερικανικές πηγές, από τα ηρωικά έπη τους, που δοξάζουν το δήθεν δοξασμένο παρελθόν του έθνους.  Πες μου, οι σοβιετικοί άνθρωποι δυσκολεύτηκαν να αποχωριστούν την πίστη τους για τον ιερό απελευθερωτικό πόλεμο? Για το δίκαιο της  «μέγα» επανάστασης? Δυσκολεύτηκαν. Τι λες εσύ – θα είναι δύσκολο για τα τετρακόσια εκατομμύρια των Αμερικανών να  απαρνηθούν το δικό τους επινοημένο, φετιχοποίημενο και εξιδανικευμένο ηρωικό παρελθόν?

    – Επινοημένο? Μα δεν ήταν επινοημένος ο Λίνκολν, ούτε ο   Ουάσινγκτον, ούτε η  «Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας » κι…

    – Όχι, δεν είναι επινοημένοι. – Συμφώνησε ο Μένγκες. – Απλώς παρουσιάζονται με έναν τρόπο, σαν να αιωρούνται σε κενό αέρος, λες και μόνο από αυτά αποτελείτο η ιστορία της Αμερικής, και αυτή δεν φτιάχτηκε από τις διακηρύξεις, αλλά από τις αληθινές πράξεις, και  από μια αληθινή γενοκτονία επίσης.

    – Γενοκτονία? Δεν καταλαβαίνω. Μιλάς για  τους Ινδιάνους.

    – Αυτούς εννοώ. Ξέρεις – πόσοι Ινδιάνοι υπήρξαν στην Αμερική, όταν άρχισε η μαζική αποίκηση της με τους Ευρωπαίους, δηλαδή, προς το τέλος του δέκατου όγδοου αιώνα?

    – Όχι. Περίπου σαράντα-πενήντα εκατομμύρια.

    – Εκατό πενήντα. Και πόσοι έμειναν στο τέλος του εικοστού αιώνα?

    – Δέκα εκατομμύρια?

    – Τετρακόσιες χιλιάδες. Πού πήγαν οι υπόλοιποι, όμως?

    – Μμμμ… δεν ξέρω.

    – Αφού εσύ εξηγούσες κάπως αυτό το γεγονός στον εαυτό σου – θεωρούσες, ότι ήταν πενήντα εκατομμύρια, και διακόσια χρόνια μετά, δηλαδή, αφότου εκείνοι  πλήθαιναν και αυξάνονταν επί διακόσια χρόνια, μετά έμειναν … μόλις δέκα? Πώς το εξηγούσες στον εαυτό σου – πού πήγαν τα σαράντα εκατομμύρια και οι απόγονοί τους, τους οποίους αποκτούσαν επί διακόσια χρόνια?

    – Δεν είχα σκεφτεί για αυτό.

    – Ακριβώς, Αν  πετύχει η πλύση του εγκέφαλου, τότε οι άνθρωποι «δεν σκέφτονται γι` αυτό» καν. Και τώρα πώς μπορείς να εξηγήσεις – πού πήγαν εκατό πενήντα εκατομμύρια Ινδιάνοι? Με τους πιθανούς,  αποκτημένους στα διακόσια χρόνια, απογόνους τους κιόλας?

    – Εσύ θεωρείς, ότι… οι Αμερικανοί απλώς τους… σκότωσαν?

    – Όχι όλους. Κάποιους τους σκότωσαν, και όχι μόνο με τα όπλα, αλλά και χρησιμοποιώντας μεθόδους του βιολογικού πολέμου. Για παράδειγμα, προσφέροντας στους Ινδιάνους κουβέρτες, διαποτισμένες με αυτό, που έμεινε από τους άρρωστους με ευλογιά. Διοργανώνοντας τους μαζικούς «εμβολιασμούς», που δεν ήταν κάτι άλλο από μια μαζική μόλυνση του αίματος. Καταστρέφοντας την τροφική τους βάση, αφού ο πληθυσμός των βισόνων εκείνη την εποχή ήταν περίπου ίδιος – γύρω στα εκατό πενήντα εκατομμύρια. Και ξέρεις, πόσα έμειναν στο τέλος του δέκατου ενάτου αιώνα?

    – Όχι.

    – Τριάντα εννιά.

    – Δηλαδή, σκοτώθηκαν… περίπου τρία τέταρτα! Αυτό, όμως, θα μπορούσε να είναι απλώς η συνέπεια της γρήγορης αύξησης του πληθυσμού, που είχε έλλειψη…

    – Δεν με κατάλαβες. – χαμογέλασε ο Μένγκες. – Δεν είπα  «τριάντα εννιά εκατομμύρια», εγώ είπα – «τριάντα εννιά».

    – Α…!! Απίστευτο…

    – Και δεν τους σκότωναν για τροφή. Για το σκαλπ του Ινδιάνου έδιναν ανταμοιβή, ισότιμη με τις είκοσι χιλιάδες δολάρια για σύγχρονα δεδομένα. Πες μου, που οδήγησε αυτό, αν υπολογίσουμε, ότι από την Ευρώπη στην Αμερική έστελναν τους εγκληματίες πρώτα απ` όλα; Αυτό έφερε την σφαγή, επειδή ήταν ένας γρήγορος τρόπος να πλουτίσουν.

    – Μα και οι Ινδιάνοι έκοβαν τα σκαλπ…

    – Το ξέρεις από τις ταινίες?

    – Σε γενικές γραμμές, ναι…

    – Οι κινηματογραφικές ταινίες – δεν είναι πηγή πληροφοριών, νομίζω, ότι ακόμα και ένα παιδί θα έπρεπε να το καταλαβαίνει αυτό. Για παράδειγμα, υπάρχει ένας πολύ καλός συγγραφέας – ο Robert Merle. Έγραψε μερικά υπέροχα λογοτεχνικά βιβλία, ανάμεσα σε αυτά – « Ο θάνατος είναι το εμπόριο μου» – η δήθεν εξομολόγηση του Ρούντολφ Ες, του επιστάτη στο Άουσβιτς. Το βιβλίο ήταν καλό από όλες τις απόψεις, εκτός από ένα πράγμα – βασίζεται εξ` ολοκλήρου στα λόγια του ίδιου του Ες, τα οποία αποσπάστηκαν από εκείνον με απάνθρωπους βασανισμούς, και αντιτίθενται κατηγορηματικά στην ιστορική αλήθεια, ενώ η φωνή εκείνων των ιστορικών-αναθεωριστών, που φέρνουν στο φως αυτά τα γεγονότα, δεν έφτασε στον Μερλ ποτέ. Έτσι βγήκε καλό το βιβλίο, όμως η ιστορική του αξία είναι μηδενική. Το ίδιο και με τους Ινδιάνους.   Οι  Ευρωπαίοι έπαιρναν τα σκαλπ ήδη από τον δέκατο έκτο αιώνα, οι Σκοτσέζοι ή οι Ιρλανδοί – δεν θυμάμαι τώρα με ακρίβεια. Και όποτε οι Άγγλοι άρχισαν να πληρώνουν τους Ινδιάνους για τα σκαλπ των Ισπανών και Γάλλων, και οι Ισπανοί με τη σειρά τους πλήρωναν για τα σκαλπ των Άγγλων, τότε άρχισε το μακελειό, όμως, θα μπορούσαμε εμείς να κατηγορήσουμε περισσότερα τους Ινδιάνους για αυτό, απ` ότι τους ίδιους  «φορείς του πολιτισμού»?

    Ο Αντρέι, καταπλακωμένος με τις πληροφορίες, δεν απάντησε.

    – Η να πάρουμε την Ημέρα των Ευχαριστιών – παλιά καλή αμερικανική γιορτή, με την οποία συνδέονται τόσες παραδόσεις. Πώς θα αντιληφθούν οι Αμερικανοί την αλήθεια, που λέει, ότι η καλοφτιαγμένη εκδοχή της προέλευσης του είναι κατηγορηματικά αντίθετη με την ιστορική αλήθεια?

    – Διάβασα κάτι για αυτό. Οι πρώτοι άποικοι έφτασαν με το «Μειφλάουερ» και ίδρυσαν την αποικία του Πλίμουθ. Ο πρώτος τους χειμώνας ήταν πάρα πολύ βαρύς, όμως, με τη βοήθεια των ντόπιων Ινδιάνων κατάφεραν να πάρουν τους σπόρους των δημητριακών και μάζεψαν την πρώτη κιόλας χρόνια μια απρόσμενα καλή σοδειά, έτσι, για να τιμήσουν…

    – Αρκετά, – τον διέκοψε ο Μένγκες. – Ακριβώς – «απρόσμενα μεγάλη». Θα σου πω εγώ  – γιατί ήταν  «απρόσμενα μεγάλη» – επειδή δεν βοηθούσαν καμίας φυλής Ινδιάνοι κανέναν. Απλώς οι άποικοι πήγαν και λήστεψαν τις αποθήκες τους, και κατέστρεψαν τους οικισμούς τους, έκλειναν στα αμπάρια τα γυναικόπαιδα και τους έκαιγαν ζωντανούς, και κάθε αγόρι πάνω από δέκα χρόνων έπρεπε να θανατωθεί, και οι επιζώντες πήγαιναν για πώληση, να γίνουν σκλάβοι. Ως εκ τούτου και η  «απρόσμενα μεγάλη σοδειά». Και από τότε αυτή την αρχή της μαζικής, χωρίς ανάλογα στην ιστορία, γενοκτονίας γιορτάζουν οι καλόκαρδοι Αμερικανοί με τις  οικογένειες τους. Σκέψου – πόσο θα αγανακτήσει  ο πληθυσμός της χώρας, σχεδόν μισό δισεκατομμύριο, όταν όλη αυτή η αλήθεια θα αρχίσει να βγαίνει στην επιφάνεια, έτσι κάνουν ο, τι περνάει από το χέρι τους, για να μην διαδοθεί αυτή η γνώση.

    – Δηλαδή, αυτά είναι κάποια μυστικά δεδομένα?

    – Όχι, δεν είναι μυστικά,  οποιοσδήποτε μπορεί να τα βρει, όμως, υπάρχουν σε ένα στενό ιστορικό εργαστήριο, και δεν βγαίνουν παραέξω,  ακόμα και αν κάποιος από τους μεσοαστούς θα τα διαβάσει, απλώς θα παραμερίσει αυτή την γνώση και θα προτιμήσει να τα ξεχάσει. Και κάτι άλλο ακόμα – σίγουρα θα ξέρεις, ότι οι Ινδιάνοι ήταν άγριοι και οπισθοδρομικοί, ενώ οι Ευρωπαίοι – έξυπνοι και προοδευτικοί, έφερναν μαζί τους το φως της δημοκρατίας και προόδου, σωστά?

    – Βασικά… ναι, νομίζω, δεν είναι έτσι?

    – Ίσως και να ήταν έτσι. Αν συγκρίνουμε τα όπλα και διάφορες άλλες τεχνολογίες, τότε οι Ευρωπαίοι ήταν ατέλειωτα πιο μπροστά, όμως, δεν θα βαθμολογούσες τα προσωπικά χαρακτηριστικά του ανθρώπου, βασιζόμενος μόνο και μόνο στην ποιότητα του όπλου του και στο πόσο σύγχρονος είναι ο υπολογιστής του; Το ίδιο και με τους πολιτισμούς – δεν θα μετρήσουμε το μεγαλείο η την αχρηστία τους με εκείνους τους μηχανισμούς, τους οποίους κατάφεραν να δημιουργήσουν. Θέλω να κρίνεις μόνος σου – πόσο πρωτόγονοι ήταν οι Ινδιάνοι.

    Ο Μένγκες άνοιξε το μίνι-σακίδιο του και έβγαλε από αυτό ένα λαπ-τοπ. Έψαξε κάτι σε αυτό και μετά από ένα λεπτό το έδωσε στον Αντρέι.

    – Αυτό είναι το κείμενο της απάντησης του αρχηγού του Σιάτλ, το οποίο εκείνος έστειλε το 1854 στον τότε πρόεδρο της Αμερικής. Διάβασε το.

    Ο Αντρέι πήρε το λαπ-τοπ και διάβασε το εξής:

     

    «Ο Μεγάλος Αρχηγός από την Ουάσινγκτον μας πληροφόρησε, ότι επιθυμεί να αγοράσει τη γη μας. Ο Μεγάλος Αρχηγός επίσης στέλνει σε μας ένα μήνυμα της φιλίας και καλής βούλησης.

    Μεγάλη η καλοσύνη του, διότι γνωρίζουμε, ότι η φίλια μας  παραείναι μικρή πληρωμή για την εύνοια του. Ωστόσο, θα σκεφτούμε την πρόταση Σας, επειδή καταλαβαίνουμε, ότι αν δεν πουλήσουμε τη γη, τα χλωμά πρόσωπα θα έρθουν με τα όπλα και θα την πάρουν με βία.

    Πώς μπορείτε να αγοράσετε τον ουρανό ή τη θέρμη της γης; Η σκέψη αυτή είναι ακατανόητη για μας. Αν εμείς δεν διαχειριζόμαστε την φρεσκάδα του αέρα και  τους κυματισμούς του νερού, πώς μπορείτε εσείς να τα αγοράσετε από εμάς?

    Για το λαό μου η κάθε σπιθαμή αυτής της γης είναι ιερή. Το κάθε γυαλιστερό κουκουνάρι του πεύκου, η κάθε αμμουδιά, κάθε κομματάκι της ομίχλης στο σκοτεινό δάσος, κάθε ξέφωτο και κάθε σκνίπα, που βουίζει – όλα τα αυτά είναι ιερά για τη μνήμη και για τα αισθήματα του λαού μου. Ο χυμός, που κυλάει στους κορμούς των δέντρων, κουβαλάει μέσα του την μνήμη των ερυθρόδερμων.

    Ερχόμενοι από τον δρόμο ανάμεσα στα άστρα, τα κοιμισμένα χλωμά πρόσωπα ξεχνάνε την χώρα της γέννησης τους. Οι δικοί μας δεν ξεχνάνε ποτέ αυτή την υπέροχη γη, διότι αυτή είναι η μητέρα των ερυθρόδερμων. Είμαστε  το κομμάτι αυτής της γης, και αυτή είναι ένα κομμάτι του εαυτού μας. Τα ευωδιαστά λουλούδια – είναι οι αδερφές μας, το άλογο, το ελάφι, ο μεγάλος αετός – είναι τα αδέρφια μας.

    Οι κορυφές των βουνών, τα χλωρά λιβάδια, το ζεστό σώμα του μαστάνγκ και ο άνθρωπος – όλοι τους είναι μια οικογένεια.

    Όταν  ο Μεγάλος Αρχηγός από την Ουάσινγκτον λέει, ότι θέλει να αγοράσει την γη μας, απαιτεί από εμάς υπερβολικά πολλά. Ο Μεγάλος Αρχηγός δηλώνει, ότι θα μας αφήσει ένα μέρος, για να ζήσουμε στην άνεση.

    Αυτός θα γίνει πατέρας μας, και εμείς θα είμαστε τα παιδιά του. Όμως, δεν είναι όλα τόσο απλά, διότι για εμάς αυτή η γη είναι ιερή.

    Αυτό το λαμπερό νερό, που τρέχει στα ρυάκια και στα ποτάμια, – δεν είναι απλώς νερό, αλλά το αίμα των προγονών μας. Αν πουλήσουμε σε σας τη γη μας, πρέπει να θυμάστε, ότι είναι ιερή. Πρέπει να μάθετε στα παιδιά Σας, ότι είναι ιερή, και οποιαδήποτε διάφανη αναλαμπή στα καθαρά νερά των λιμνών μιλάει για τις πράξεις της ζωής και για τη μνήμη του λαού μου. Τα ποτάμια  – είναι τα αδέρφια μας, σβήνουν τη δίψα μας. Τα ποτάμια μεταφέρουν τα κανόε και τρέφουν τα παιδιά μας. Αν πουλήσουμε τη γη μας σε Σας, πρέπει να θυμάστε και να μάθετε τα παιδιά σας, ότι τα ποτάμια – είναι δικά μας και δικά σας αδέρφια; και από τώρα θα πρέπει να τους φέρεστε με την ίδια καλοσύνη, με την οποία φέρεστε στον αδερφό σας.

    Ο ερυθρόδερμος πάντοτε υποχωρούσε μπροστά στο χλωμό πρόσωπο, όπως η ομίχλη στο βουνό υποχωρεί μπροστά στον πρωινό ήλιο. Όμως, η τέφρα των πατεράδων μας είναι ιερή. Οι τάφοι τους – είναι ιεροί τόποι, και έτσι αυτοί οι λόφοι, τα δέντρα και τα κομμάτια της γης έγιναν για εμάς ιερά. Ξέρομε, ότι το χλωμό πρόσωπο δεν δέχεται τις σκέψεις μας. Για αυτόν το ένα κομμάτι της γης δεν διαφέρει σε τίποτε από το άλλο, επειδή είναι – ξένος, που έρχεται τη νύχτα και παίρνει από τη γη ο, τι επιθυμεί. Για εκείνον η γη δεν είναι αδερφός, αλλά εχθρός, και αυτός προχωράει, κατακτώντας τη. Αφήνει τους τάφους των πατεράδων του, αλλά αυτό δεν τον νοιάζει. Κλέβει τη γη από τα παιδιά του, αλλά αυτό δεν τον νοιάζει. Ξεχνάει για τους τάφους των πατεράδων και για τα δικαιώματα των παιδιών του. Φέρεται στην δική του μητέρα-γη και στον αδερφό-ουρανό, λες και είναι πράγματα, τα οποία μπορεί να αγοράσει, να κατακλέψει και να πουλήσει, σαν ένα πρόβατο ή τα πολύχρωμα στολίδια. Η απληστία του καταβροχθίζει τη γη και αφήνει πίσω της ερημιά.

    Δεν καταλαβαίνω… Οι σκέψεις μας διαφέρουν από τις δικές σας. Η όψη των πόλεων σας είναι επώδυνη για έναν ερυθρόδερμο. Ίσως αυτό συμβαίνει, επειδή οι ερυθρόδερμοι είναι άγριοι, και δεν καταλαβαίνουν πολλά.  Στις πόλεις των χλωμών προσώπων δεν υπάρχει η σιωπή. Δεν υπάρχουν μέρη, όπου μπορείς να ακούσεις, πως την άνοιξη ανοίγουν τα φύλλα, πως τρίζουν τα φτερά των εντόμων. Ίσως να είμαι απλώς ένας αγροίκος και δεν καταλαβαίνω πολλά. Νομίζω, ότι η φασαρία προσβάλλει την ακοή. Τι ζωή είναι αυτή, αν ο άνθρωπος δεν μπορεί να ακούσει την μοναχική κραυγή της περιπλανώμενης πυγολαμπίδας ή τη νυχτερινή κουβέντα των βατράχων δίπλα στη λίμνη? Είμαι – ερυθρόδερμος, και δεν καταλαβαίνω πολλά. Οι Ινδιάνοι προτιμούν τον απαλό ήχο του ανέμου πάνω από τα νερά της λίμνης, τη μυρωδιά αυτού του ανέμου, λουσμένου με τη μεσημεριανή βροχή και εμποτισμένου με το άρωμα της ρετσίνας του πεύκου.

    Για τον ερυθρόδερμο ο αέρας – είναι θησαυρός, διότι μόνο με αυτό αναπνέει ο, τι ζωντανό υπάρχει: και το ζώο, και το δέντρο, και ο άνθρωπος, όλα έχουν την ίδια πνοή. Το χλωμό πρόσωπο δεν παρατηρεί τον αέρα, που αναπνέει. Δεν νιώθει τη κακοσμία, σαν άνθρωπος, που πεθαίνει για πολλές μέρες ήδη. Αλλά αν εμείς πουλήσουμε τη γη μας σε σας, πρέπει να θυμάστε, ότι για εμάς ο αέρας  – είναι θησαυρός, και μοιράζεται το πνεύμα του με το καθετί ζωντανό.

    Εκείνος  ο άνεμος, ο οποίος φύσηξε την αναπνοή μέσα στους παππούδες μας, δέχεται την τελευταία τους ανάσα. Και ο ίδιος άνεμος πρόκειται να γεμίσει με το πνεύμα του τις ζωές των παιδιών μας. Αν σας πουλήσουμε τη γη μας, πρέπει να κρατιέστε μακριά από αυτήν και να την αντιμετωπίζετε ως ιερή, σαν ένα μέρος, όπου ακόμα και το χλωμό πρόσωπο μπορεί να έρθει, για να αισθανθεί τη γεύση του ανέμου, γλυκιά από τα λουλούδια των αγρών.

    Θα σκεφτούμε για την πρόταση σας για την πώληση της γης. Αν αποφασίσουμε να τη δεχτούμε, θα βάλω έναν όρο: το χλωμό πρόσωπο πρέπει να φέρεται στα ζώα αυτής της γης, σαν να είναι τα αδέρφια του. Είμαι ένας άγριος, και δεν μπορώ να σκεφτώ αλλιώς. Είδα χιλιάδες νεκρούς βίσονες στις λιβάδια – τους άφησε το χλωμό πρόσωπο, πυροβολώντας από το τρένο, που πέρναγε δίπλα. Είμαι άγριος, και δεν μπορώ να καταλάβω, πώς το καπνισμένο σιδερένιο άλογο μπορεί να είναι πιο σημαντικό από έναν βίσονα, τον οποίο εμείς σκοτώνουμε μόνο, όταν βρισκόμαστε στην χείλος του θανάτου. Τι θα γίνει με τον άνθρωπο, αν τα ζώα θα χαθούν; Αν όλα τα ζώα θα χαθούν, οι άνθρωποι θα πεθάνουν από την απόλυτη μοναξιά του πνεύματος. Ο, τι και να συμβεί στα ζώα, συμβαίνει και στον άνθρωπο. Όλα αλληλοσυνδέονται.

    Πρέπει να μάθετε στα παιδιά σας, ότι η γη κάτω από τα πόδια τους – είναι η στάχτη των προγόνων μας. Τότε θα λατρέψουν αυτή τη γη και θα πουν στα παιδιά τους, ότι μέσα στη γη κρύβονται οι ζωές της φυλής μας. Μάθετε στα παιδιά σας αυτά, που μαθαίνουμε εμείς στα δικά μας, και εμείς τους λέμε, ότι η γη – είναι η μητέρα μας. Ο, τι και να γίνει με τη γη, θα γίνει και με τα παιδιά της. Όταν ο άνθρωπος φτύνει τη γη, φτύνει τον εαυτό του.

    Εμείς ξέρουμε αυτό: δεν ανήκει η γη στον άνθρωπο, αλλά ο άνθρωπος στη γη. Να τι ξέρουμε εμείς: τα πάντα στον κόσμο αλληλοσυνδέονται, σαν το αίμα, που ενώνει ολόκληρο το γένος. Όλα αλληλοσυνδέονται.

    Ο, τι και να συμβεί στην γη, αυτό συμβαίνει και με τα παιδιά τους. Δεν φτιάχνει ο άνθρωπος τον ιστό της ζωής – δεν είναι παρά μια κλωστή σε αυτό. Αν αυτός κάνει κάτι με τον ιστό, το κάνει και στον εαυτό του.

    Και όμως εμείς θα σκεφτούμε την πρόταση σας να φύγουμε   στον οικισμό,  τον οποίο ετοιμάσατε για τον λαό μου. Θα ζήσουμε μακριά από εσάς, θα ζήσουμε ήρεμα. Δεν έχει και τόση σημασία, σε ποιο μέρος θα περάσουμε το υπόλοιπο της ζωής μας. Τα παιδιά μας ήδη είδαν τους πατεράδες τους ταπεινωμένους με την ήττα. Οι πολεμιστές μας ήδη βίωσαν τη ντροπή. Μετά από ήττα η ζωή τους γύρισε σε απραξία, και καταστρέφουν τα κορμιά τους με γλυκές τροφές και δυνατά ποτά. Δεν έχει και τόση σημασία, πού θα περάσουμε τις τελευταίες μας ημέρες. Δεν έμειναν και τόσες πολλές. Μόλις μερικές ώρες, μόλις μερικοί χειμώνες, και δεν θα μείνει ούτε ένας υιός των μεγάλων φυλών, οι οποίες κάποτε αγαπούσαν τόσο πολύ αυτή τη γη και τώρα περιπλανώνται σε μικρές ομάδες μέσα στα δάση. Κανείς δεν θα μπορέσει να θρηνήσει εκείνο το λαό, που κάποτε ήταν εξίσου ισχυρός και γεμάτος ελπίδα, όσο και ο δικός σας. Γιατί να θρηνήσω για τον θάνατο του λαού μου; Η φυλή – δεν είναι παρά οι άνθρωποι της, τίποτε άλλο. Οι άνθρωποι έρχονται και φεύγουν, σαν θαλασσινά κύματα.

    Ακόμα και το χλωμό πρόσωπο, ο Θεός του οποίου περπατάει δίπλα και του μιλάει, σαν φίλος, δεν μπορεί να αποφύγει την κοινή μοίρα. Στο τέλος, ίσως, θα γίνουμε αδέρφια ακόμα – θα δούμε. Όμως, εμείς ξέρουμε κάτι, το οποίο το χλωμό πρόσωπο πρόκειται κάποτε να μάθει: έχουμε τον ίδιο Θεό. Τώρα νομίζετε, ότι κατέχετε τον Θεό σας με τον ίδιο τρόπο, όπως θέλετε να έχετε και την γη μας, όμως, δεν είναι αλήθεια. Αυτός είναι Θεός για όλους τους ανθρώπους και συμπονάει ισόποσα και στους ερυθρόδερμους, και στα χλωμά πρόσωπα. Για Εκείνον τούτη η γη – είναι ένας θησαυρός, και να σηκώσεις το χέρι σου σε αυτή τη γη σημαίνει να σηκώσεις το χέρι στον Δημιουργό της. Και τα χλωμά πρόσωπα θα φύγουν, ίσως και πολύ αργότερα, απ` ότι οι άλλες φυλές. Συνεχίστε να λερώνετε το κρεβάτι σας, και μια μέρα θα πνιγείτε στα ίδια σας τα σκουπίδια. Όμως, μέσα στον θάνατο σας θα φλέγεστε, μέσα στη φωτιά της δύναμης του Θεού, που σας οδήγησε σε αυτά τα εδάφη και για κάποιο ιδιαίτερο λόγο σας χάρισε την κυριαρχία πάνω σε αυτή τη γη και στους ερυθρόδερμους.

    Για εμάς αυτή η μοίρα – είναι ένα μυστήριο, διότι δεν καταλαβαίνουμε, γιατί πρέπει να σκοτώσετε τους βίσονες, γιατί να δαμάσετε τα αγρία άλογα, γιατί να παρενοχλήσετε τις μυστικές σκέψεις του δάσους με βαρύ μυρωδιά του ανθρώπινου όχλου, γιατί να λεκιάζετε τις πλαγιές των λόφων με καλώδια, που μιλάνε.

    Που είναι τα πουρνάρια? Δεν υπάρχουν. Που είναι ο αετός? Δεν υπάρχει. Γιατί πρέπει να αποχαιρετήσουμε το γρήγορο άλογο και το κυνήγι; Αυτό είναι το τέλος της ζωής και η αρχή της επιβίωσης.

    Θα σκεφτούμε για την πρόταση σας να αγοράσετε την δική μας γη. Αν συμφωνήσουμε, θα είμαστε ασφαλής στον οικισμό, που μας υποσχεθήκατε. Έτσι θα μπορέσουμε να ζήσουμε το σύντομο υπόλοιπο των ημερών μας, όπως το θέλουμε. Όταν ο τελευταίος ερυθρόδερμος θα χαθεί από αυτή τη γη, και η μόνη μνήμη γα εκείνον θα είναι μια σκιά από το σύννεφο, που πετάει πάνω από τις πεδιάδες,  σε αυτές τις όχθες και στα δάση ακόμα θα μείνει το πνεύμα του λαού μου, διότι αγαπά τούτη τη γη, όπως το νεογέννητο αγαπά το καρδιοχτύπι της μητέρας του. Αν θα σας πουλήσουμε αυτή τη γη, να την αγαπάτε, όπως την αγαπούσαμε εμείς. Να τη φροντίσετε, όπως την φροντίζαμε εμείς. Να διατηρήσετε στη μνήμη σας την όψη αυτής της γης, πως ήταν, όταν την πήρατε. Και με όλες τις δυνάμεις, με όλες τις σκέψεις, με όλη την καρδιά να την φυλάξετε για τα παιδιά σας – και να την αγαπάτε… όπως αγαπάει όλους μας ο Θεός.

    Ξέρουμε μόνο ένα πράγμα: έχουμε τον ίδιο Θεό. Για Εκείνον αυτή η γη  – είναι θησαυρός. Ακόμα και τα χλωμά πρόσωπα δεν θα αποφύγουν την κοινή μοίρα. Στο τέλους θα μπορέσουμε ακόμα να γίνουμε αδέρφια. Θα δούμε.»

     

    Το κείμενο ήταν γραμμένο από έναν οικείο άνθρωπο, – αυτό όλο και πιο ξεκάθαρα ένιωθε ο Αντρέι, προχωρώντας από μια αράδα στην άλλη. Παρατήρησε, ότι προς το τέλος του κειμένου άρχισε να κρατάει τον υπολογιστή κάπως προσεκτικά και με σεβασμό, σαν να απορρόφησε λιγάκι εκείνο το πνεύμα της ειλικρίνειας και ευλάβειας για τη Ζωή, που ακούστηκε σε αυτά τα λόγια. Και αυτά – είναι τα λόγια ενός άγριου ανθρώπου?? Παρεμπιπτόντως, σκέφτηκε, ότι τα λόγια της  «Διακηρύξεις της ανεξαρτησίας» ήταν πολύ κοντά στο πνεύμα αυτού του κειμένου, έτσι αν θα συνέκρινε τους καλύτερους  αντιπρόσωπους του δυτικού πολιτισμού και του πολιτισμού των Ινδιάνων, ήταν τουλάχιστον ίσοι.

    – Και ποια ιστορία θέλεις να διδάσκεις τώρα? – διέκοψε τους συλλογισμούς του ο Μένγκες. – Θα φορτώνεις στα μυαλά των παιδιών τις προπαγανδιστικές βλακείες?

    – Όχι.

    – Θα λες την αλήθεια?

    – Γιατί όχι?

    – Επειδή έτσι τα σεμινάρια μας θα κλειστούν πάρα πολύ γρήγορα.

    – Ε… και τι να κάνω τότε??

    –  Υπάρχει κάτι να κάνεις.

    Ο Μένγκες σηκώθηκε και περπάτησε στο δωμάτιο, ρίχνοντας μια ματιά στο ρολόι του.

    – Θα κάνεις αυτό, που μπορείς να κάνεις, υπολογίζοντας την πραγματικότητα, που μας περιβάλει, και η πραγματικότητα αυτή είναι τέτοια, ότι συνεχίζουμε να ζούμε ακόμα σε έναν άγριο, ηλίθιο και επιθετικό κόσμο. Δεν μπορούμε να διδάξουμε στα παιδιά την ιστορία, όπως αυτή παρουσιάζεται μπροστά στα μάτια ενός ανεξάρτητου και ειλικρινή ερευνητή. Όμως, μπορούμε να τους μάθουμε να σκέφτονται, να αντιλαμβάνονται, ότι η ιστορία έχει διαστρεβλωθεί και να εξηγούμε  – γιατί και με ποιον τρόπο αυτή διαστρεβλώνεται. Μπορούμε να τους μάθουμε μια τέτοια έννοια, όπως  η  «αξιόπιστη πηγή». Μπορούμε να τους εξηγήσουμε, ότι οι πληροφορία, που ξεκινάει από το «κάποιος είπε»  και  «μου έλεγαν» και  «διάβασα στο Ίντερνετ»  ίσως να μην ισχύει. Μπορούμε να τους μάθουμε – πώς να φανερώνουν την ιστορική αλήθεια, ακόμα και κρυμμένη προσεκτικά, επειδή όσο και να τη κρύβουν, τα λάθη θα εξέχουν από εδώ και εκεί – θυμήσου τον Σουβόροβ, πόσο επιδέξια εκείνος ξεσκέπαζε το ψέμα και πετύχαινε τη σαφήνεια, χωρίς να χρησιμοποιεί κανενός είδους μυστικά αρχεία και τα λοιπά. Μπορούμε να τους μάθουμε να συγκεντρώνουν τις μαρτυρίες και να τις αναλύουν, να συγκρίνουν, να κάνουν υποθέσεις – τι είδους πηγή είναι αυτή, πόσο καλή είναι. Μπορούμε να τους μάθουμε σε πιο απλά αθώα παραδείγματα, για τα οποία δεν ισχύουν οι πολιτικές προσδοκίες, και από εκεί και ύστερα, αν θελήσουν, αυτά θα εφαρμόσουν τις αποκτημένες δεξιότητες οπουδήποτε. Αν, για παράδειγμα, κάποιος, που γνώριζε προσωπικά τον Ναπολέοντα, λέει, ότι ήταν αυτάρεσκος εγωμανής, είναι αυτή η μαρτυρία αδιάσειστη απόδειξη; Όχι. Μπορούμε, όμως, βγάζοντας το συμπέρασμα για την προσωπικότητα του Ναπολέοντα, να αναφερθούμε σε αυτή την μαρτυρία, και ταυτόχρονα να δώσουμε μια περιγραφή της προσωπικότητας αυτού του μάρτυρα. Και δίπλα – τη μαρτυρία ενός άλλου ανθρώπου, με τη δική του περιγραφή, και ούτω καθεξής, σαν αποτέλεσμα ο καθένας μπορεί να κρίνει μόνος του.

    – Και πώς μπορούμε εμείς να χαρακτηρίσουμε εκείνους τους ανθρώπους; – Απόρησε ο Αντρέι.

    – Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, όπως το κάνουμε τώρα. Αν  ο άνθρωπος σου γράψει, ότι του αρέσει να τυλίγεται στη ρόμπα του, να φοράει τις παντόφλες και να κάθεται μπροστά στο τζάκι, θα συμπεράνεις, ότι εκδηλώνει ξεκάθαρα γεροντίστικη συμπεριφορά?

    – Ναι.

    – Ορίστε. Με τον ίδιο τρόπο μπορούμε να βγάζουμε συμπεράσματα και για την προσωπικότητα του ίδιου Ναπολέοντα, και εκείνων, που τον χαρακτηρίζουν  κάπως.  Πρέπει να εξηγήσουμε στα παιδιά, ότι οι διαφορετικοί άνθρωποι ερμηνεύουν την ίδια πράξη διαφορετικά. Αν ο Ναπολέοντας έσπρωξε τον Μυρά στο πλευρό, ο ένας μάρτυρας θα πει, ότι ο Ναπολέων τον χτύπησε, άλλος – ότι τον παρακίνησε, και ο τρίτος – κάτι άλλο ακόμα. Και αυτό δεν σημαίνει, ότι η ιστορική αλήθεια είναι απρόσιτη. Είναι προσιτή, απλώς είναι ένα μεγάλο και σοβαρό έργο. Αναλύοντας τις προσωπικότητες των σχολιαστών αυτού του σπρωξίματος, χωρίς πρόβλημα θα έχουμε την πιο πιθανή εκδοχή – τι στην πραγματικότητα ήταν εκείνη η σπρωξιά. Και αυτή θα είναι η ιστορία.

    – Μα έτσι βγαίνει, ότι ακόμα και το πιο απλό γεγονός θα διαπιστώνεται με πάρα πολύ κόπο και χρόνο!

    – Φυσικά. Αυτό είναι κι το χαρακτηριστικό της επιστήμης. – Ο Μένγκες ήταν απόλυτος. – Τώρα οποιαδήποτε γριά στο παγκάκι ασχολείται με την «ιστορία». Αυτό δεν είναι ιστορία, είναι  λαϊκή τέχνη. Ενώ η πραγματική ιστορία, ιστορία σαν επιστήμη, απαιτεί  σοβαρή προσεκτική μελέτη, και όσο περισσότερα προχωράς σε κάποιον τομέα, τόσο πιο γρήγορα και εύκολα θα φτάνεις στη σαφήνεια και σε άλλα, παράλληλα ζητήματα. Για αυτό…, – ο Μένγκες κοίταξε τον Αντρέι με χαμόγελο, – εσύ δεν μπορείς ακόμα να διδάξεις την ιστορία, εφόσον και ο ίδιος είσαι σε μια αρκετά θλιβερή κατάσταση – το μυαλό σου είναι γεμάτο ως επάνω με  τα σκουπίδια της λαογραφίας, που πουλιέται σαν ιστορία.  Πρώτα πρέπει εσύ ο ίδιος να μάθεις την επιστημονικά-ιστορική προσέγγιση, και μόνο μετά από αυτό…

    – Και οι καταδύσεις, – προσέθεσε η Γιόλκα.

    – Εντάξει, οι καταδύσεις…, – ο Μένγκες κούνησε τα χέρια τους. – Εμείς βρισκόμαστε στην αρχή, και ακόμα δεν μπορούμε να βασιζόμαστε στις καταδύσεις όπως σε μια πηγή της ιστορικής πληροφορίας. Απαιτούνται χρόνια ερευνών, για να λάβουμε αυτή τη μέθοδο ακριβώς σαν μια μέθοδο της ιστορικής επιστήμης.

    – Τι είδους καταδύσεις; – Ρώτησε ο Αντρέι, προαισθανόμενος για κάποιο λόγο, ότι μάλλον δεν θα πάρει απάντηση στην ερώτηση του. Και αυτή τη φορά η προαίσθηση του δεν τον ξεγέλασε.

     

    Η Γιόλκα παρουσιάστηκε στο Κχουμτζούνγκ έναν μήνα αργότερα, μα στον Αντρέι φάνηκε, ότι πέρασε μια εβδομάδα. Τα μαθήματα με τα παιδιά έπαιρναν δυο-τρεις ώρες την ημέρα, και ο υπόλοιπος χρόνος από την αυγή ως τη δύση ήταν αφιερωμένος σε ένα νέο δυνατό πάθος – στην ιστορία. Ταυτόχρονα, έκανε  πολύ καλή πρακτική στα αγγλικά, καθώς τα περισσότερα ενδιαφέροντα βιβλία ήταν διαθέσιμα μόνο σε αυτή τη γλώσσα. Εκτός από το διάβασμα, εκείνος ολοκλήρωσε μια ανεξάρτητη μελέτη, σύμφωνα  με την αρχή, που του υπέδειξε ο Μένγκες, και το αποτέλεσμα ήταν πολύ ενδιαφέρον, έτσι ήθελε να συνεχίσει. Ο Αντρέι έστειλε στην Γιόλκα την αναφορά για την μελέτη, και μερικές μέρες αργότερα πήρε την απάντηση από τον Μένγκες, στην οποία εκείνος του ανέλυσε αρκετά λάθη, ωστόσο, έδωσε υψηλή βαθμολογία στις προσπάθειες του μαζί με κάποιες ουσιαστικές συμβουλές.  Κατόπιν από μια ακόμη εβδομάδα, ο Αντρέι έστειλε στην Γιόλκα και στον Μένγκες το διορθωμένο και συμπληρωμένο έργο του, και παρόλο  που  ο ίδιος καταλάβαινε, ότι αυτό γίνεται πάρα πολύ συναρπαστικό, ωραίο πράγμα, ωστόσο, ξαφνιάστηκε, όταν ο Μένγκες τον πληροφόρησε, ότι η μελέτη του Αντρέι δημοσιοποιήθηκε στο  «Δελτίο των ειδικών ιστορικών», το οποίο διατίθεται στο στενό κύκλο των υπάλληλων του ιδρύματος, οι οποίοι ενδιαφέρονται για την νέα προσέγγιση της ιστορίας. Και ακόμα περισσότερα εξεπλάγην, όταν ανακάλυψε, ακολουθώντας τη συμβουλή του Μένγκες να διαβάσει το δημοσιοποιημένο κείμενο του, ότι σε αυτό είχαν προστεθεί αρκετές διευκρινήσεις και έγιναν κάποιες αλλαγές. Συγκρίνοντας το αρχικό κείμενο με το τελικό, ο Αντρέι άρχισε να αντιλαμβάνεται αρκετά ξεκάθαρα, ότι οι δεξιότητες του στην διάκριση των αντιλήψεων είναι υπερβολικά αδύναμες, και ότι αν θα καταφέρει να μάθει να ξεχωρίζει τις συμπεριφορές των ανθρώπων, όσο και ο Μένγκες, και να αντιθέτει ορισμένες αντιλήψεις με επιχειρήματα, οι έρευνες του θα γίνουν ακόμα πιο συναρπαστικές και αποτελεσματικές.

    Έτσι, όταν η Γιόλκα μπήκε στο δωμάτιο του, η πρώτη ερώτηση του Αντρέι ήταν  «Πώς μπορώ να μάθω να ξεχωρίζω τους ανθρώπους», και δεύτερο – « Ποιος μπορεί να με διδάξει».

    – Υπάρχουν πολλοί, που μπορούν να το κάνουν αυτό, – καθισμένη στην πολυθρόνα, με το βλέμμα της καρφωμένο κάπου στο παράθυρο, απάντησε η Γιόλκα.

    Ο Αντρέι αποφάσισε να μην διακόψει την  παύση, που έμεινε μετά από φράση της, περιμένοντας, ότι η Γιόλκα θα πει κάτι ακόμα – κάτι πιο ουσιαστικό.

    – Πολλοί μπορούν, – επανέλαβε εκείνη, – αν, φυσικά, θα το θελήσουν…

    – Δεν θα ονόμαζα αυτή την δήλωση πολλά υποσχόμενη, – γέλασε ο Αντρέι. – Και ποιος θα θέλει να το κάνει?

    – Μπορώ να ρωτήσω…

    – Ρώτησε.

    – Θα ρωτήσω.

    – Πότε θα γίνει αυτό? Ο χρόνος περνάει!

    – Άρχισες να εκτιμάς τον χρόνο; – Η Γιόλκα τον κοίταξε με ένα πολύ προσεκτικό βλέμμα.

    – Πάρα πολύ. Η έλλειψη του χρόνου είναι καταστροφική. Ακόμα και όταν αρχίζουν τα μαθήματα, δεν έχω πια τόσο δυνατή προσμονή, όπως είχα παλιά, επειδή θέλω όσο πιο γρήγορα μπορώ να γυρίσω στις έρευνες μου.

    – Ίσως τότε έχει νόημα να κάνεις ένα διάλειμμα στην διδασκαλία? – η Γιόλκα συνέχιζε να τον εξετάζει, σαν να τον έβλεπε για πρώτη φορά και ήθελε να φτιάξει την γνώμη της για εκείνον.

    – Διάλειμμα… ίσως, ναι. Δεν θα χαλάσω με αυτόν τον τρόπο τα σχέδια σου, ή τα σχέδια του ιδρύματος;

    – Όχι, θα σου βρούμε αντικαταστάτη…

    – Τότε το θέλω. Μάλλον, το θέλω για τέσσερις εβδομάδες  τουλάχιστον. Γιατί δεν το σκέφτηκα ο ίδιος αυτό? Είναι μια τέλεια ιδέα – να πάρω ένα διάλειμμα, να κάνω διακοπές! Τώρα θα έχω τέσσερις επιπλέον ώρες την ημέρα, αφού δεν θα χρειάζεται πια να ετοιμάζομαι για τα μαθήματα. Πόσα πολλά νέα θα μπορέσω να μάθω σε αυτές τις τέσσερις ώρες, πόσα πολλά να κάνω!

    Η Γιόλκα συνέχισε να τον εξετάζει. Κάποτε σίγουρα θα ερχόταν η έγνοια για την γνώμη της, ενώ τώρα – όχι, τώρα αυτή η έγνοια ήταν εντελώς περιττή εδώ, στον δικό του κόσμο των αναπτυσσομένων ενδιαφερόντων.

    – Και θα μπορέσω να συνεχίσω την μελέτη της γενετικής, τουλάχιστον μισή ώρα την ημέρα, και θα αρχίσω να διαβάζω τον Κεραμ για τους Ινδιάνους πριν  από την εποχή του Κολόμβου, και για τον νεολιθικό πολιτισμό, και ακόμα θα καταφέρω…, – ο Αντρέι μπήκε στις σκέψεις, επιλέγοντας – τι θέλει πιο πολύ από τα άλλα, ποια από τις αναβαλλόμενες επιθυμίες είναι η πιο δυνατή, η πιο ελκυστική.

    – Έλα αύριο στο Ναμτσέ, – αφήνοντας τη θέση της, είπε η Γιόλκα. – Θα σε συναντήσω στις δέκα το πρωί κοντά σε μια τεράστια πέτρα, καλυμμένη με τις θιβετιανές επιγραφές, η οποία βρίσκεται κοντά στην είσοδο του Ναμτσέ – σε εκείνο το μέρος, όπου καταλήγει το μονοπατάκι από το Κχουμτζούνγκ.

    – Ωραία, και  τα μαθήματα?

    – Από αύριο έχεις διακοπές.

     

    Ανακάλυψε, ότι από τις πέντε έως εννιά το πρωί περνάει μια ολόκληρη ημέρα! Φάνηκε, ότι η συνειδητοποίηση του ότι τα μαθήματα ξεκινάνε στις οκτώ, κατά έναν παράξενο τρόπο     αφόπλιζε τον Αντρέι, και αυτός ξύπναγε αργότερα, καμιά φορά στις έξι ή στις εφτά ακόμα, δεν προλάβαινε να κάνει και πολλά πράγματα, παρόλο που κάποτε δεν το θεωρούσε έτσι. Και τώρα,  πεταγμένος από το κρεβάτι στις πέντε, γαντζώθηκε στα βιβλία, και στις εννιά το πρωί τα άφησε με την αίσθηση, πως πέρασε μια  ολόκληρη ημέρα. Παίρνοντας το φτιαγμένο αποβραδίς σακίδιο, εκείνος έτρεξε στο Ναμτσέ, επαναλαμβάνοντας στον δρόμο τις φόρμουλες της ιμιδαζόλης και πυριμιδίνης, και ονομάζοντας νοητικά τα πιο σημαντικά γεγονότα του Πελοποννησιακού πολέμου  και έπειτα τα επιχειρήματα, που είχε βρει υπέρ των υποθέσεων για τον κρυφό αυτισμό του Λυσίππου και προφανή ανικανότητα του Περικλή για την πολιτική ευλυγισία.

    – Πάμε, – του έριξε σύντομα τη λέξη η Γιόλκα, και εκείνοι προχώρησαν μέσω κυκλικού πάνω μονοπατιού κάπου στο αντίθετο κομμάτι του Ναμτσέ. Απομακρύνθηκαν περίπου διακόσια μέτρα από το μοναστήρι, κατέβηκαν στην κωμόπολη, και ένα λεπτό αργότερα ο Αντρέι έμπαινε ήδη σε έναν μικρό, αλλά πολύ άνετο ξενώνα.

    – Αποφάσισες, σε ποιο μέρος θα μείνεις, πού θα πας?

    – Όχι ακόμα. Θέλω να πάω στην Ινδονησία και στις Φιλιππίνες, να τρέξω στα νησιά, να δω καινούρια μέρη, από την άλλη, όμως… δεν ξέρω, πως να το συνδυάσω με την επιθυμία να διαβάσω, να μελετήσω τις επιστήμες.

    – Ναι, δίλημμα, … – με χαμογελώ ανταποκρίθηκε η Γιόλκα. – Ξέρεις, μαζευτήκαμε εδώ… να κουβεντιάσουμε για διάφορα… θέλεις να έρθεις και εσύ?

    – Να κουβεντιάσουμε?

    Στα χείλη της Γιόλκας η φράση αυτή ακούστηκε με παράξενη νωθρότητα και ρουτίνα, έτσι ο Αντρέι αμέσως υποψιάστηκε , πως κάτι δεν πάει καλά, και χάρηκε, ότι έγινε πια αρκετά προσεκτικός και η Γιόλκα δεν κατάφερε να τον κοροϊδέψει έτσι απλά. Έτριψε με την παλάμη την αξύριστη του μούρη. Του άρεσε, όταν το πρόσωπο του γέμιζε με τρίχωμα δυο-τριών εβδομάδων – πολύ κοντό,  για να μην δείχνει απεριποίητο και να μην τσιμπάει, και αρκετά μαλακό και πυκνό, ώστε να ήταν ωραία να το αγγίζει με το χέρι.

    – Εντάξει, ας κουβεντιάσουμε.

    – Θα είμαστε επάνω, εκεί υπάρχει ένα δωμάτιο του διαλογισμού, αυτό έχουμε πιάσει, φάε πρωινό και έλα.

    – Εντάξει…

    «Φάε ένα πρωινό και έλα» από τη Γιόλκα και πάλι ακούστηκε εντελώς αφύσικα, ας μην τι άλλο, δεν θα έπρεπε να περιμένει την φροντίδα της. Άρα, η φράση αυτή σήμαινε «τώρα δεν σε χρειαζόμαστε – έλα αργότερα», μα αυτό θα μπορούσε να το πει και κατευθείαν, δηλαδή, υπάρχει κάποιο άλλο νόημα. Το σκάλισμα του κινήτρου ήταν ενδιαφέρουσα άσκηση – σύμφωνα με τη χρίση των λέξεων να αποκωδικοποιεί, να υπολογίζει την αληθινή σημασία των γεγονότων, και όχι αυτή, η οποία παρουσιάζεται επίτηδες. Αυτό σημαίνει, ότι η Γιόλκα προσπαθεί να τον στείλει στη ροή της καθημερινότητας, του καθησυχασμού, προτού εκείνος πάει να «κουβεντιάσει», για να έρθει εκεί χαλαρωμένος. Γιατί; Ίσως… για να είναι πιο έντονη η αντίθεση με αυτό, που θα πάρει, κάτι σαν το  «σκοτσέζικο ντους». Άρα, εκεί επάνω, τον περιμένει κάτι ασυνήθιστο, που απέχει στο μέγιστο από τη ρουτίνα, δηλαδή, εκεί θα συναντήσει κάτι παρά πολύ συναρπαστικό.

    Ικανοποιημένος με αυτούς τους συλλογισμούς, παρήγγειλε πρωινό και έπεσε με τα μούτρα στο βιβλίο του Ζοζέφ ντε Γομπινό, βγάζοντας από το κεφάλι του όλες τις σκέψεις για την συνάντηση, τονίζοντας μέσα του, ότι η ικανότητα να μην κολλάς στους χαοτικούς συλλογισμούς για τάδε η εκείνο θέμα και να αφήνεσαι εξ ολοκλήρου στην ενδιαφέρον προς το παρόν δραστηριότητα – είναι μια ακόμα αλλαγή, η οποία αναμφισβήτητα συνέβη σε αυτόν από τότε, που άρχισε να βιώνει αυτό το αυξανόμενο και δυνατό ενδιαφέρον για τη ζωή, για τις αντιλήψεις του, για τις επιστήμες, και κατάλαβε, ότι όπως η απροσεξία και αφηρημάδα, έτσι και ανικανότητα της συγκέντρωσης – δεν είναι απλώς τα «άκακα χαρακτηριστικά» της προσωπικότητας του ανθρώπου, αλλά ένα σημάδι των δραστήριων σηπτικών διαδικασιών, που γίνονται στην ψυχή του, απόδειξη της απόλυτης μιζέριας, άρα, και της ανικανότητας, του μίσους για οτιδήποτε ζωντανό υπάρχει.  Καταπληκτικό, πως αλλάζουν οι αντιλήψεις για τον κόσμο, όταν αρχίζεις να παρατηρείς τις αντιλήψεις σου, τις συμπεριφορές των ανθρώπων και να βγάζεις συμπεράσματα!

    Ο Αντρέι θέλησε να ακολουθήσει αυτή τη σκέψη, άφησε στην άκρη το βιβλίο και πρόσεξε, ότι δεν ήρθε η απογοήτευση, επειδή η ανάγνωση ενός τόσο ενδιαφέρον βιβλίου αναβάλλεται. Απλώς η μια χαρούμενη επιθυμία ξεπέρασε την άλλη, και αυτό δεν φέρνει την απογοήτευση! Ο Μποντχ είχε δίκιο και σε αυτό, αν και διαβάζοντας το κεφάλαιο για τις χαρούμενες επιθυμίες, ο Αντρέι πάντα βίωνε τις αμφιβολίες σε αυτό το κομμάτι. Ήταν δύσκολο να φανταστεί, ότι αν η δυνατή χαρούμενη επιθυμία δεν πραγματοποιείται, είναι δυνατόν να μην αισθάνεσαι τα ΑΣ. Απλώς, όταν αναθεωρούσε μια τέτοια κατάσταση, μετά βίας μπορούσε να φανταστεί μια τέτοια πυκνότητα των χαρούμενων επιθυμιών. Και γενικώς του ήταν δύσκολο να φανταστεί ορισμένα την  χαρούμενη επιθυμία αυτός, που πέρασε μια ολόκληρη ζωή μέσα στην δυσωδία της έγνοιας για τη γνώμη των άλλων, στον φόβο της αρνητικής αντιμετώπισης από την πλευρά των άλλων.

    Κάποτε οι αφηρημένοι άνθρωποι έμοιαζαν στον Αντρέι οι πιο άκακοι, καλόκαρδοι, ενώ τώρα αποκαλύπτεται, ότι με τίποτα δεν μπορεί να γίνει αυτό – δεν μπορούν να είναι καλόκαρδοι σε καμία περίπτωση! Άρχισε να θυμάται – ποιοι από τους γνωστούς του θεωρούνταν αφηρημένοι, ανίκανοι να συγκεντρωθούν σε ένα θέμα? Η Νίνα Νοβικοβα – παράξενη κοπέλα με γυαλάκια, η οποία σαν να βρισκόταν συνέχεια κάπου στον κόσμο της. Αυτή ήταν σκέτη πρωταθλήτρια στο να ξεχνάει οτιδήποτε. Αν έχεις κανονίσει κάτι μαζί της, να είσαι σίγουρος – η θα αργήσει δυο ώρες, η θα ξεχάσει, η θα τα μπερδέψει όλα. Όλοι την θεωρούσαν εσωστρεφής, δηλαδή,   είχαν υπόνοια  για κάποια έντονη εσωτερική ζωή, και ο Αντρέι επίσης την αντιμετώπιζε με ιδιαίτερη τρυφερότητα, ανακατεμένη με εκνευρισμό. Από τι συγκεκριμένα αποτελείτο, όμως, εκείνη η  «εσωτερική ζωή»? Ο άνθρωπος, που ενδιαφέρεται για κάτι, έχει συγκεκριμένες εκδηλώσεις, τις οποίες δεν γίνεται να μπερδέψεις με οτιδήποτε άλλο – ενθουσιασμένος άνθρωπος τρέχει συνέχεια με τα ενδιαφέροντα του, συζητάει για αυτά και με αυτούς, που επίσης ενδιαφέρονται για το ίδιο πράγμα, και ακόμα με εκείνους, που μάλλον, δεν θα ενδιαφέρονταν καν! Ο άνθρωπος, που έχει τα ενδιαφέροντα, πάντοτε προσπαθεί να παρασύρει και τους φίλους και τους γνωστούς του με το πάθος του – έτσι η ζωή του θα γίνει πολύ πιο συναρπαστική! Ίσως η Νίνα υπέφερε από αυτισμό? Μα όχι, εκείνη είχε πολλούς φίλες και φίλους… Άρα, δεν είχε καθόλου ενδιαφέροντα, και η φαινομενική της αφηρημάδα ταιριάζει με αυτό το συμπέρασμα!

    Ο Αντρέι βίωσε έναν κυματισμό της έξαρσης. Πράγματι, αρκεί να ξεκινήσεις να αναλύεις ειλικρινά και προσεκτικά τις συμπεριφορές των ανθρώπων, και αυτοί μετατρέπονται σε ανοιχτά βιβλία, σαν να τους παρατηρεί από την τέταρτη διάσταση, ρίχνοντας το βλέμμα του ελεύθερα μέσα στο τρισδιάστατο σώμα. Τότε και  η ιστορία – δεν είναι ανέλπιστα μπερδεμένη, υπάρχει δυνατότητα να την ξεμπλέξουν και να φτάσουν στην σαφήνεια.

    Ο Αντρέι θυμήθηκε, πως κάποτε ξεχάστηκε  στο σπίτι της Νίνας ως αργά, και έμεινε να κοιμηθεί εκεί μαζί με τα άλλα παιδιά. Όταν η Νίνα άλλαζε τα ρούχα της, του ζήτησε να γυρίσει, και σαν απάντηση στην κατάπληκτη του απροθυμία, (και καλά, γιατί να γυρίσει,  ποια είναι η ντροπή στο να δείξει τη γυμνή της πλάτη και τον ποπό) υπέδειξε μια τόσο φανατικά επιθετική συμπεριφορά, την οποία εκείνος αργότερα εκτόπισε απλώς – τόσο πολύ αταίριαστη ήταν με την εικόνα της ντροπαλής τρυφερής κοπέλας. Έτσι υπάρχει η επιθετικότητα, και μάλιστα πάρα πολύ δυνατή! Και πάλι όλα ταιριάζουν.

    Και η γιαγιά του. Εκείνη ήταν επίσης πολύ αφηρημένη, και όταν ο πεντάχρονος τότε Αντρέι ερχόταν σε αυτήν και της έλεγε γρήγορα για κάποιο συναρπαστικό βιβλίο, εκείνη υποκρινόταν, ότι τον ακούει, και δέκα δευτερόλεπτα αργότερα οι σκέψεις τις παρασύρονταν κάπου πολύ μακριά. Για την ακρίβεια – εκείνος συνήθισε να σκέφτεται έτσι  – «παρασέρνονταν στις σκέψεις τις μακριά», και ποιες αφορμές υπάρχουν, για να υποθέσει, ότι όντως είχε κάποιες σκέψεις γενικώς?? Εκείνη ποτέ – ούτε μια φορά στη ζωή της δεν έπαιρνε στα χέρια της κανένα βιβλίο, μιλούσε με τις γειτόνισσες και μπορούσε για ώρες ολόκληρες να συζητάει για τις τιμές του αλατιού και της ζάχαρης… ναι, και ήταν πολύ επιθετική! Συχνά έβγαινε στο μπαλκόνι και ούρλιαζε στα πιτσιρίκια, που έπαιζαν στην αυλή – έτσι απλά, για πλάκα.

    Αυτό είναι ξεκάθαρο. Τα συμπεράσματα για τη σχέση της αφηρημάδας με την απουσία των ενδιαφερόντων, μιζέρια και αυξημένη επιθετικότητα είναι σωστά, και αν σε αυτή την αλυσίδα δεν χωράνε οι επιπλέον παρατηρήσεις, τότε μπορεί να την χρησιμοποιήσει ως αναμφισβήτητα ορθή λογική ακολουθία.

    Τελειώνοντας τα μελάτα αυγά και τοστ με τυρί και ντομάτα μαζί με ένα φλιτζάνι τσάι, ο Αντρέι έκλεισε το ηλεκτρονικό βιβλίο του, χωρίς να διαβάσει ούτε μια νέα αράδα του Γκομπινό, και πήγε επάνω.

     

    Η είσοδος στο δωμάτιο του διαλογισμού ήταν καλυμμένη με μια κουρτίνα, κεντημένη με θιβετιανά βουδιστικά σύμβολα. Παραμερίζοντας τη, ο Αντρέι βρέθηκε σε έναν μικρό χώρο πέντε επί δέκα μέτρα. Δίπλα στους τοίχους, σε διάφορες πολυθρόνες, στρώματα, μαξιλάρια, χαλάκια η και απλώς σε ξύλινο πάτωμα ξάπλωναν αγόρια και κορίτσια περίπου δέκα χρόνων. Με τη πρώτη μάτια, μέτρησε κάπου δεκαπέντε άτομα. Στη γωνία καθόταν η Γιόλκα και συζητούσε χαμηλόφωνα με μια κοπέλα κοντά στα είκοσι πέντε με μικρά γυμνά πέλματα, τα οποία εκείνη κουνούσε στον αέρα, ξαπλωμένη μπρούμυτα. Καμιά φορά η Γιόλκα έπιανε τα πατουσάκια της, τα φίλαγε και τα χάιδευε, και αυτό το αθώο χάδι ανταποκρινόταν με βαθιά παρατεταμένη απόλαυση στο πάνω μέρος του στήθους του.

    – Τα παιδιά θέλουν να σου κάνουν μερικές ερωτήσεις, – είπε η Γιόλκα δυνατά. – Κάθισε όπου θέλεις, η ξάπλωσε, η μείνε έτσι όρθιος.

    Ο Αντρέι αισθάνθηκε άβολα, βρισκόμενος στο κέντρο της προσοχής ολόκληρου κοπαδιού μεγαλομάτικων κουκλιών, και όσο περισσότερο προσπαθούσε να προσποιηθεί την απόλυτη ηρεμία, τόσο λιγότερα κατάφερνε να το κάνει αυτό. Είχε συνηθίσει πια τα νεπαλέζικα παιδιά, όμως, τα περισσότερα από τα πιτσιρίκια στο δωμάτιο ήταν λευκά.

    – Εντάξει, είμαι έτοιμος, – με επιτηδευμένη ενέργεια είπε εκείνος.

    Τα παιδιά συνέχιζαν να τον παρατηρούν, και η φράση έμεινε στον αέρα και χωρίς απάντηση. Η Γιόλκα επίσης διατηρούσε την σιωπή.

    – Έχεις τη σαφήνεια, ότι το μίσος κι οι ΦΑ δεν μπορούν να εκδηλωθούν ταυτόχρονα; – επιτέλους ρώτησε ένα ξανθό κοριτσάκι με τόσο αθώα έκφραση στο πρόσωπο της, λες και μίλαγε για τα κουλουράκια ή για τα αυτοκόλλητα.

    – Φυσικά.

    – Και τι είναι η  «σαφήνεια»?

    – Είναι… μια κατάσταση, η οποία εμφανίζεται…

    – Η σαφήνεια δεν μπορεί να είναι κατάσταση, – τον διέκοψε το κορίτσι, – αυτό είναι οφθαλμοφανές. Η σαφήνεια – είναι μια ξεχωριστή αντίληψη, και η κατάσταση – είναι το σύνολο των αντιλήψεων.

    Ολοκληρώνοντας τη φράση, εκείνη συνέχιζε να τον κοιτάζει με το καθαρό και αθώο βλέμμα της,  πίσω από το οποίο εκείνος δεν πετύχαινε με τίποτα να προσδιορίσει την αντιμετώπιση, που είχε το κοριτσάκι για τον εαυτό του. Ο Αντρέι ένοιωσε ένα τσίμπημα του θυμού, διότι αυτό ήταν πολύ ασυνήθιστο  – αυτόν, τον μεγάλο και έξυπνο άνθρωπο, τον διορθώνει ένα μικρό κορίτσι.

    – Συμφωνώ. Η σαφήνεια είναι όταν…

    – Η σαφήνεια δεν μπορεί να είναι «όταν», η σαφήνεια μπορεί να είναι  «τι».

    Ο Αντρέι δεν περίμενε κάτι τέτοιο. Αντικρίζοντας αυτή την παρέα των μικρών, θέλησε να φερθεί καλοσυνάτα και χαλαρά, και δεν υπολόγιζε να δει μια τέτοια σκληρότητα.

    –  Η σαφήνεια εμφανίζεται…, – άρχισε εκείνος, αλλά αμέσως έκοψε τον εαυτό του, καταλαβαίνοντας, ότι τώρα θα ακούσει και πάλι κάτι σαν  « σε ρώτησα – τι είναι η σαφήνεια, και όχι πότε και πως αυτή εμφανίζεται».

    Το κορίτσι δεν μιλούσε, σαν να καταλάβαινε, ότι και ο ίδιος αντιλήφθηκε το παράλογο της νέας του προσπάθειας να απαντήσει.

    – Το ακυρώνω, – μουρμούρισε ο Αντρέι.

    – Εσύ είπες, ότι για σένα υπάρχει σαφήνεια, την ώρα που δεν μπορείς να ορίσεις τον όρο  «σαφήνεια» έστω και πρόχειρα?

    – Εγώ δεν προσπάθησα να δώσω ορισμούς σε πολλά πράγματα, αλλά αυτό δεν σημαίνει, ότι δεν μπορώ να χρησιμοποιήσω αυτούς τους όρους, διότι το πιο σημαντικό για μένα είναι να καταλάβω τον συνομιλητή μου, και να με καταλάβει εκείνος, και για αυτό είναι αρκετή και μια πρόχειρη κατανόηση.

    – Και από τη αποτελείται η πρόχειρη κατανόηση του όρου «σαφήνεια»? – Δεν τα παρατούσε το κουκλί.

    – Υπάρχει η λογική σαφήνεια, και η ΦΑ-σαφήνεια, – ξεκίνησε ο Αντρέι. Τι είναι η ΦΑ-σαφήνεια εγώ δεν καταλαβαίνω σχεδόν καθόλου. Καμιά φορά γίνεται, ότι κάποια κατάσταση μοιάζει εντελώς ξεκάθαρη, και παρά το γεγονός, ότι εγώ δεν ανέλυσα όλες τις λεπτομέρειες της, μπορώ να απαντήσω γρήγορα σχεδόν σε οποιαδήποτε ερώτηση, σχεδόν στιγμιαία, – σε αυτές τις περιπτώσεις δεν χρειάζομαι τις λογικές ακολουθίες, συλλογισμούς, συμπεράσματα – πρέπει απλώς να καταλάβω το νόημα της ερώτησης, και η απάντηση σχηματίζεται αμέσως, δηλαδή, αντιλαμβάνομαι αμέσως το νόημα της απάντησης μου, και έπειτα μου μένει μόνο να επιλέξω τις λέξεις. Σε κάποιες άλλες περιπτώσεις έχω μόνο τη λογική σαφήνεια, δηλαδή, το αποτέλεσμα των συλλογισμών, η συνέπεια της ακολουθίας της λογικής, η οποία χειρίζεται τα γνωστά σε μένα γεγονότα, παρατηρήσεις και δεδομένα.

    Ο Αντρέι κοίταξε το κορίτσι με αμφιβολία. Του φάνηκε εντελώς αφύσικο να τη φορτώνει με τις φράσεις, τις οποίες δεν θα καταλάβαιναν και οι περισσότεροι ενήλικοι.

    – Για να καταλάβεις, τι είναι η ΦΑ-σαφήνεια, – μετά από παύση είπε εκείνη, – πρέπει πρώτα να καταλάβεις, τι δεν είναι η ΦΑ-σαφήνεια – δηλαδή, οι άλλες ΦΑ και λογική σαφήνεια. Αλλιώς θα βρίσκεσαι στη θέση του γεωλόγου, ο οποίος χωρίς να  κουραστεί στη μελέτη των απλών στοιχείων, στεναχωριέται, επειδή δεν κατανοεί την δομή των περίπλοκων ορυκτών και δεν διαχωρίζει το χώμα από το νερό και τα φυτά. Πάψε να είσαι ηλίθιος, σταμάτα την αίσθηση των ΑΣ, βίωσε την λογική σαφήνεια και τις ΦΑ, και τότε από μόνο του θα διακριθεί αυτό, που δεν ανήκει ούτε στο πρώτο, ούτε στο δεύτερο, και θα μπορέσεις να το μελετήσεις. Το ίδιο ισχύει, για παράδειγμα, για τα ΣΟ – ξεκαθάρισε την ξύπνια κατάσταση, τακτοποίησε τα πράγματα σε αυτή, απομάκρυνε την ηλιθιότητα και τα ΑΣ, και η επίτευξη των ΣΟ δεν θα αποτελεί πια πρόβλημα.

    – Τι γνώμη έχεις για αυτούς, που μισούν την πρακτική της απομάκρυνσης των ΑΣ? – Ρώτησε το αγόρι με κοντά σορτσάκια από την άλλη γωνία του δωματίου.

    – Τους θεωρώ ανέλπιστους. – Γρήγορα ανταποκρίθηκε ο Αντρέι.

    – Δηλαδή, δεν νιώθεις συμπόνια για αυτούς?

    – Συμπόνια – νιώθω, ενώ τη λύπηση όχι. Καταλαβαίνω τη συμπόνια όπως την περιέγραψε ο Μπόντχι – σαν χαρούμενη επιθυμία να αφυπνιστεί σε αυτόν τον άνθρωπο η έλξη προς τις ΦΑ και απόρριψη της ηλιθιότητας και των ΑΣ.

    – Κοίταξε τότε, – το αγόρι ξάπλωσε ανάσκελα και σήκωσε τις πατούσες ψηλά, – φαντάσου έναν άνθρωπο, ο οποίος έχει πέσει ιδιαίτερα χαμηλά, έναν εντελώς ανέλπιστο άνθρωπο. Το να αισθάνεσαι ανοιχτοσύνη και ετοιμότητα να συμπράττεις σε αυτόν τον άνθρωπο, αρκεί να εκδηλώσει την επιθυμία να μην βιώνει ξανά το μίσος – αυτό έχει δυνατό αντίκτυπο με την αφοσίωση. Και κατά τη σκέψη για αυτόν τον άνθρωπο μέσα σου θα εμφανίζεται η αφοσίωση. Και ακριβώς επειδή ο άνθρωπος αυτός έχει πέσει τόσο χαμηλά, εμφανίζεται πολύ δυνατή επιθυμία της αφοσίωσης. Αυτό γίνεται, επειδή για τέτοιους ανθρώπους οι πάντες και τα πάντα αισθάνονται αποξένωση, απέχθεια, κατάκριση, και πάντα θα τον απορρίπτουν και θα τον κακολογούν. Είναι συνηθισμένο να αισθανθείς την  έντονη αρνητική αντιμετώπιση (ΑΑ) για κάποιον, σαν και αυτόν. Κανείς δεν θα αλλάξει την γνώμη για το άτομο του, όλοι τον έχουν ξεγράψει. Και εμφανίζεται η επιθυμία να μην απορρίψεις ακόμα και αυτόν τον άνθρωπο, και να μην αισθάνεσαι την ΑΑ για κανέναν, ακόμα και για τον χειρότερο απ` όλους.  Η σκέψη με αντίκτυπο – «να μην αισθάνομαι την ΑΑ και να μην απορρίπτω ακόμα και τον χειρότερο απ` όλους». Αυτή η αφοσίωση βιώνεται σαν υποκειμενική, δηλαδή, δεν εμφανίζεται μια εικόνα,  η οποία σε προσελκύει η προκαλεί κάποιες επιθυμίες. Σχηματίζεται μόνο η επιθυμία να βιώνεις αυτή την αντίληψη και να την ενισχύεις.  Μπορούμε να περάσουμε μια αναλογία με ζήλια και συμπάθεια, με  την έλξη. Ιδιαίτερα έντονη έλξη, θαυμασμός, τρυφερότητα εμφανίζεται στο κορίτσι όχι όταν εκείνη χαϊδεύεται με ένα συνηθισμένο αγόρι, και εσύ την ίδια στιγμή απομακρύνεις τη ζήλια, αλλά τη στιγμή, όταν αυτή το κάνει με τον πιο όμορφο και τέλειο κούκλο,  τον οποίο μπορεί να ερωτευτεί και να σε ξεχάσει. Δηλαδή, στην κατάσταση, όταν η ζήλια εκδηλώνεται ιδιαίτερα δυνατά. Συμφωνείς?

    Ο Αντρέι στην αρχή μπερδεύτηκε σε αυτά, που έλεγε το πιτσιρίκι, όμως, αρκετά γρήγορα τα ξεμπέρδεψε όλα.

    – Εσύ τα ανακάτεψες όλα μαζί. Η απόρριψη ενός ανθρώπου δεν σημαίνει απέχθεια και αηδία για αυτόν. Τον απορρίπτεις, επειδή δεν σε ενδιαφέρει, επειδή είναι επικίνδυνος, και δυσάρεστος.  Με τον ίδιο τρόπο φτύνεις το πικρό καρύδι – το κατάλαβες, σχημάτισες την γνώμη σου – και το έφτυσες. Ο  άνθρωπος, που νιώθει μίσος, για μένα είναι απαράδεκτος εξ αρχής. Μου λες  – «αν ο άνθρωπος αυτός έχει την επιθυμία να σταματήσει το μίσος»,  μα τι σημαίνει  «αν»? Αν και ο όποτε ο άνθρωπος πραγματικά θέλει να σταματήσει την αίσθηση του μίσους, θα είναι ένα διαφορετικό άτομο, τον οποίο και θα αντιμετωπίσω διαφορετικά… γενικά μιλώντας… ποιες αφορμές υπάρχουν, για να υποθέσουμε, ότι αυτός ο μισάνθρωπος θα θέλει να αλλάξει: Όχι, αυτό μπορεί να φανεί σκληρό, αλλά εγώ δεν πιστεύω σε τέτοιες μαγικές μεταμορφώσεις. Φυσικά, ο καθένας μπορεί κατά καιρούς να εκδηλώνει επιθετικότητα, όμως, και η επιθετικότητα αυτή ποικίλλει. Η επιθετικότητα στην φαινομενική  αδικία – είναι ένα πράγμα, η δίκαια αγανάκτηση, ας πούμε. Η επιθετικότητα σαν επιθυμία να καταστρέφεις κάτι, ώστε και οι άλλοι να ζήσουν εξίσου χάλια, όπως ζεις και εσύ με τα δικά σου ΑΣ – είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Ο πρώτος άνθρωπος σε μένα δεν μοιάζει ανέλπιστος,  ενώ ο δεύτερος – μοιάζει, και όσο και να μιλάγαμε εδώ για το ότι ο κάθε άνθρωπος είναι ένα σύμπαν, και ο καθένας μπορεί να κάνει τα τάδε και εκείνα… έχω μια ορισμένη άποψη – όταν συναντάω έναν τέτοιο επιθετικό άνθρωπο, ο οποίος θεωρεί το μίσος  απόλαυση, και όχι δυστυχία, τότε αυτός για μένα δεν υπάρχει πλέον μέχρι το τέλος της ζωής του, και δεν πιστεύω, ότι τέτοιοι άνθρωποι είναι ικανοί να αλλάξουν, και δεν θέλω να έχω καμία δουλειά μαζί τους, δεν θέλω να παρατηρήσω – αν αυτοί αλλάζουν η όχι – τέλος πάντων, νομίζω, ότι ο καθένας ελκύεται από τα δικά του, και αν κάποιος θέλει να το κάνει – να συναναστρέφεται με τους λάτρεις του μίσους και να περιμένει, πότε αυτοί θα αρχίσουν να αλλάζουν – ας είναι, αλλά εγώ έχω άλλα ενδιαφέρονται, και με τους ανθρώπους τέτοιου είδους δεν θέλω απολύτως τίποτα.

    Ο Αντρέι σταμάτησε και κοίταξε τη Γιόλκα, σαν να περίμενε  βοήθεια από εκείνη, απάντηση στην ερώτηση, την οποία μάλλον δεν θα κατάφερνε να διατυπώσει αυτή τη στιγμή το ίδιο ξεκάθαρα, όπως τώρα, – απρόσμενα για τον εαυτό του και πρώτη φορά στη ζωή του,   είπε τη γνώμη του σχετικά με το θέμα. Έμοιαζε περισσότερα με φάντασμα, με άρωμα της γενικής αβεβαιότητας για την κατάσταση, με την απορία – ποιος τον ακούει, με ποιους μιλάει τώρα? Παιδιά είναι η όχι ακριβώς παιδιά; Η δεν είναι καθόλου παιδιά; Και σε  ποιο βαθμό το ολοφάνερα υπέρ-ανεπτυγμένο από την άποψη της συνηθισμένης συνείδησης επίπεδο της προσωπικής ανάπτυξης τους ξεπέρασε εκείνο το όριο, μετά από το οποίο εμείς δεν διακρίνουμε πια ορισμένη διαφορά ανάμεσα στα παιδιά, στους έφηβους, και στους ενήλικους? Μέχρι ποιο σημείο μπορούμε ειλικρινά και αμείλικτα να απογυμνώνουμε εκείνα τα φαινόμενα του κόσμου των μεγάλων, τον οποίο όλοι μας ενστικτωδώς προσπαθούμε να ωραιοποιήσουμε  η ακόμα και να διαστρεβλώσουμε κάθε φορά, όταν μιλάμε με ένα παιδί, η όταν αισθανόμαστε το παιδί μέσα μας – εκείνο το ανώριμο πλάσμα, που παραείναι ευάλωτο, για να ακούσει την αλήθεια? Ωστόσο, τα παιδιά αυτά σε καμία περίπτωση δεν φαίνονταν ανώριμα.

    Αυτός κοίταξε για άλλη μια φορά στα μάτια των παιδιών, που τον παρατηρούσαν, και ψύχρα πέρασε στη πλάτη του – τόσο εύκολα και ξεκάθαρα φαντάστηκε, ότι αυτά τα παιδιά ποτέ μα ποτέ δεν είχαν  παιδική ηλικία. Αυτά, πιθανόν, από την πρώτη κιόλας στιγμή, όταν απέκτησαν την ικανότητα να καταλαβαίνουν και να αναγνωρίζουν πράγματα, άρχισαν να λαμβάνουν την πληροφορία ακατέργαστη, χωρίς διαστρεβλώσεις, και αυτό του φάνηκε τρομερό, και μετά πέρασε από το μυαλό του, ότι η  «παιδική ηλικία» – δεν είναι το νιανιάδισμα με καθυστερημένα πρόσωπα, δεν είναι η αποχαύνωση των παιδιών με παραμύθια, πίσω από τα οποία στην πραγματικότητα δεν κρύβεται η καλοσύνη, αλλά ο κρετινισμός, η βία και επιθετικότητα. Θυμήθηκε, πως περίπου έναν χρόνο πριν βρήκε τυχαία ένα αρχείο με παραμύθια και άρχισε να τα διαβάζει απουσία καλύτερης ασχολίας. Ήταν μια καταπληκτική αποκάλυψη! Ακόμα και να προσπαθήσεις, δύσκολα επινοείς μια τέτοια πεμπτουσία της επιθετικότητας του δογματισμού και μιζέριας! Ποιες αντιλήψεις μεταλαμβάνουν και καλλιεργούν τα παιδιά υπό επήρεια μιας τέτοιας εξτρεμιστικής λογοτεχνίας! «Και έζησαν αυτοί καλά, πλούσια και ευτυχισμένα».  Γαμώ τη μάνα σας!! «Και έζησαν ευτυχισμένοι και πέθαναν την ίδια μέρα» – και αυτή είναι η περιγραφή μιας ευτυχισμένης ζωής!! Σκατά. Οι ήρωες των παραμυθιών πολεμάνε για κάποια υλικά αγαθά, μια θέλουν να παντρευτούν τη πριγκίπισσα, την άλλη να χάψουν το μισό βασίλειο, και φτάνοντας στην έμμονη ιδέα τους,  λαμβάνουν την απόλυτη ευτυχία, η οποία συνίσταται στην  «καλή ζωή» με την απόκτηση του πλούτου, δηλαδή, των κομοδίνων, σύνθετων και λοιπών. Αναγουλιασμένος από τα ρωσικά παραμυθία, εκείνος ξεφύλλισε τον  «παλιό καλό Χόφμαν», και ανακάλυψε σε αυτόν έναν σιχαμένο, ηλίθιο και επιθετικό κρετίνο. Γεωργιανά παραμυθία, γιαπωνέζικα, γαλλικά… με σπάνιες, απλώς σπανιότατες εξάρσεις –  η αποθέωση του κρετινισμού και κακίας ύψιστης ποιότητας, παρουσιασμένης σαν αρετή. Αυτή είναι η «παιδική ηλικία» δηλαδή? Ποιο είναι εκείνο το πολύτιμο, που στερήθηκαν αυτά τα παιδιά, τα οποία από την πρώτη μέρα της λογικής ζωής τους έπαιρναν την ανάλογη γνώση για τον περιβάλλον κόσμο, που δεν μάθαιναν να «σέβονται τους μεγαλύτερους», αλλά να σκέφτονται με συνέπεια και να ξεχωρίζουν με ειλικρίνεια τις αντιλήψεις; Και αυτή η αθωότητα, η ίδια ανεμελιά, που λάμπει στα μάτια των συνηθισμένων παιδιών, και προέρχεται από την πλήρη άγνοια της πραγματικότητας, από τη ζωή στον φανταστικό κόσμο των καλών νεράιδων, Άι-Βασιλίδων, και καλόκαρδων γιαγιάδων? Φυσικά, όλα αυτά τα φαντάσματα αργά η γρήγορα, συνήθως γρήγορα, δέχονται ένα τρομερά δυνατό χτύπημα, το οποίο σπάει το παιδί, όμως, ίσως αυτό να αξίζει – έστω δυο-τρία χρόνια της καθαρής και αγαθής ζωής? Και αυτά εδώ – δεν έχουν τώρα καθαρή ζωή?

    Η αμηχανία του Αντρέι χάθηκε παντελώς, είχε ξεχάσει ακόμα, ότι απαντάει στην ερώτηση, και ότι προφανώς, κάποιοι περιμένουν την απάντηση του. Κοίταξε πίσω στα μάτια αυτών των παιδιών με ενδιαφέρον, και δεν είδε εκεί αυτό, που φοβόταν να δει – τον κυνισμό και την μιζέρια, αλλά αντίκρισε κάτι απολύτως διαφορετικό – την ζωηράδα, την όρεξη για παιχνίδι, την προσοχή, και εκείνη την ιδιαίτερη ευκινησία των ματιών, την οποία παρατηρούσε στους ηλικιωμένους θιβετιανούς μονάχους, που κατέβαιναν συχνά στα νεπαλέζικα χωριά – την ίδια, που καταλήγει  τόσο εύκολα στην έκφραση της συμπάθειας και του ειλικρινή ενδιαφέροντος, αληθινής χαράς της ζωής, και ένιωθε δέος για αυτήν, μπροστά στη δύναμη της αναζωογόνησης και αυτοαποκάλυψης της. Και αν τα παιδιά αυτά από την αρχή βρήκαν μέσα τους τούτη τη πηγή της αιώνιας φρεσκάδας, αυτό σημαίνει, ότι έχασαν την παιδικότητα τους; Δεν είναι το αντίθετο – την έλαβαν στην αιώνια και απεριόριστη κατοχή τους?

    – Εγώ ήξερα μια τέτοια κοπέλα, που είχε το ίδιο μηχανισμό, τον οποίο περιέγραψε ο Λις, – ξαφνικά είπε το κορίτσι, τα πόδια της οποίας χάιδευε η Γιόλκα.  – Λυπόταν πολύ τους μισάνθρωπους, διάφορους κάφρους, βρικόλακες. Μου έλεγε – πως γίνεται αυτό. Φανταζόταν, ότι συμβαίνει κάτι έκτακτο, και αυτός ο μοχθηρός βρικόλακας αρχίζει να βιώνει τις ΦΑ, μετανοεί και καταλαβαίνει, πόσο υπέροχη είναι η ζωή. Κοιτάζει, δηλαδή, το ηλιοβασίλεμα, και δάκρυα τρέχουν στα μάγουλα του. Την ίδια στιγμή εκείνη φανταζόταν, ότι συμμετέχει άμεσα σε αυτό – η του λέει κάτι, η κάνει, και σαν αποτέλεσμα ο βρικόλακας μεταμορφώνεται. Και το φινάλε είναι – ο βρικόλακας κλαίει από την ευτυχία, και εκείνη στέκεται δίπλα και χαμογελάει με καλοσύνη, χτυπώντας τον στον ώμο. Και ταυτόχρονα εμφανίζεται η αντίληψη, την οποία η ίδια, φυσικά, περιέγραφε με τους πιο υψηλούς όρους, αλλά στην πραγματικότητα  δεν ήταν παρά ο υπέρμετρος  συναισθηματισμός.  Πώς να μην θυμηθούμε τα λόγια του Μπόντχι στο βιβλίο του για το  ότι όσο πιο επιθετικός είναι ο  άνθρωπος, τόσο πιο συναισθηματικός γίνεται?

    – Τι, αν δεν είναι ο συναισθηματισμός, αλλά η αφοσίωση; Πως το ξεχωρίζεις; – Το κορίτσι, που έκανε αυτή την ερώτηση, ήταν από τα λίγα μαυράκια, πιθανόν, Νεπαλέζα.

    – Αυτό είναι πάρα πολύ απλό. Ποιες άλλες αντιλήψεις αντηχούν με την αφοσίωση; Η αποφασιστικότητα. Η έξαρση. Η επιμονή. Το κάλεσμα. Η επιδίωξη. Το μόνο που μένει –  να δεις, τι αισθάνεται ο άνθρωπος, που αποκαλεί τον συναισθηματισμό του αφοσίωση; Υπάρχουν άλλα σημάδια των ΦΑ, ή κάτι διαφορετικό; Λοιπόν, εδώ υπάρχει κάτι διαφορετικό.

    – Τι?

    – Νωθρότητα, τεμπελιά, η ανά πάσα στιγμή έτοιμη να ανάψει δυσαρέσκεια και ο εκνευρισμός, σύγχυση στο κεφάλι, ανικανότητα να διακρίνει άλλες δικές της αντιλήψεις και μόνιμες αναφορές στην   «ανικανότητα» της να καταλάβει – τι αισθάνεται τη δεδομένη στιγμή, μπερδεμένη ομιλία, εκτοπισμός των ολοφάνερων  γεγονότων – ένα σωρό πράγματα. Δεν είμαι ο ειδικός της αφοσίωσης, όμως, ξέρω τι είναι, την έχω βιώσει και έχω δει άλλους ανθρώπους, που την αισθάνονται, και εγώ – πέρα από μια τόσο καθαρά λογική προσέγγιση – ξεχωρίζω εύκολα αυτό, που με κανέναν τρόπο δεν μπορεί να είναι η αφοσίωση. Βέβαια, σε έναν ηλίθιο και σκοτισμένο άνθρωπο δεν θα καταφέρω να αποδείξω  το δίκιο μου, όμως, δεν το χρειάζομαι κιόλας. Και κάτι άλλο – όταν εκτελώ το νοητικό πείραμα – φαντάζομαι, ας πούμε, ότι ο μισάνθρωπος μετάνιωσε, έβαλε μυαλό, και τώρα επιστρέφει στον κόσμο των φωτισμένων ανθρώπων, εμφανίζεται η  συγκίνηση από μια τέτοια ειδυλλιακή εικόνα. Το πιο σημαντικό σε αυτό είναι, ότι εκείνη τη στιγμή ήδη αντιλαμβάνομαι αυτόν τον άνθρωπο με ανύπαρκτο σύνολο των αντιλήψεων – μετανιωμένο, και όχι μοχθηρό, η έστω πάρα πολύ πρόθυμο να μην μισεί, ενώ η θετική αντιμετώπιση έρχεται για τον πραγματικό – γεμάτο με μίσος άτομο! Μπορούμε να αναπλέξουμε διάφορους ρητορισμούς γύρω από την υποθετική ικανότητα του μισάνθρωπου να αλλάξει, όμως, εμένα μου αρέσουν οι απλές και ξεκάθαρες φράσεις, οι ακριβείς λύσεις, έτσι δεν θέλω να ξεμπερδεύω τους  κόμβους των αντιλήψεων, αλλά για μένα παίρνω την ίδια απόφαση, που πήρε και ο Αντρέι – βρίσκομαι στο στρατόπεδο εκείνων των ανθρώπων, για τους οποίους  εμφανίζεται η θετική αντιμετώπιση η λύπηση. Αν το νιώθω για τους ναρκομανείς – τότε είμαι και εγώ ναρκομανής και υποστηρίζω όλους τους ναρκομανείς. Για τους αλκοολικούς – τότε είμαι και η ίδια αλκοολική. Για τους άστεγους, που χέζουν τη ζωή τους, κολλημένοι στην βαρεμάρα και βρωμιά – τότε είμαι ίδια με αυτούς,  καταστροφέας της ζωής μου, εχθρός της δημιουργίας και της τέχνης. Για τους μοχθηρούς αναίσθητους βρικόλακες-δολοφόνους – άρα, είμαι και εγώ ίδια, είμαι και εγώ μαζί τους. Και δεν έχει καμία σημασία, για ποιο λόγο εμφανίζεται αυτή η θετική αντιμετώπιση, – από το φόβο  για τα επιθετικά τέρατα, η από την συμπόνια για αυτά, η από την  επιθυμία να νιώθω τον εαυτό μου σωτήρας   – το αποτέλεσμα είναι πάντοτε ίδιο.

    Η κοπέλα κάθισε, σταυρώνοντας τις πίσω πατούσες, και συνέχισε.

    – Λοιπόν, άλλη μια φορά – για ποιο λόγο οι σκοτισμοί αυτοί είναι για μένα απαράδεκτοι. Πρώτον – η καταπίεση της σαφήνειας. Φαντάζομαι ένα γεγονός, που αντικρούεται με τα δεδομένα που υπάρχουν. Ο άνθρωπος, που μισεί, έγινε τέτοιος ακριβώς επειδή του αρέσει να μισεί. Έκανε την επιλογή του – να είναι μισάνθρωπος. Του αρέσει να είναι έτσι. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να υποθέσουμε, ότι ο άνθρωπος αυτός ξαφνικά θα απαρνηθεί αυτό, που του αρέσει. Χιλιάδες άνθρωποι προσπαθούν να κόψουν το κάπνισμα, και πάρα πολύ λίγοι το καταφέρνουν. Και το μίσος – δεν είναι κάπνισμα, ακόμα και να θελήσεις να σταματήσεις το μίσος είναι πολύ δύσκολο, πόσο μάλλον, όταν όλοι γύρω σου το κάνουν, τι να λέμε πια για την πραγματική λύση του προβλήματος. Επιπλέον, σαν λόγος μπορεί να αντιληφθούν μόνο οι πράξεις για την αναζήτηση των σκοτισμών, για την υπερνίκηση αυτών – και κανείς από τους βρικόλακες, τους οποίους εγώ γνωρίζω, δεν  έκανε τίποτα ποτέ. Δεύτερον –  ο σχηματισμός των λανθασμένων βεβαιοτήτων.  Μέσα στο ίδιο πλαίσιο φαντάζομαι έναν μισάνθρωπο να βιώνει τις ΦΑ! Δεν έχει σημασία, αν τον φαντάζομαι μετανιωμένο η όχι – οι βεβαιότητες δεν είναι ποτέ σχετικές, είναι πάντοτε συγκεκριμένες, η για το ένα, η για άλλο. Ενώ η μορφή  «αν αυτός μετανιώσει, εγώ θα αισθανθώ ανοιχτοσύνη για εκείνον» – είναι η σχηματισμένη ήδη βεβαιότητα, ήδη εκδηλωμένη ανοιχτοσύνη, η λύπηση, ή η  θετική αντιμετώπιση. Έτσι στερεώνεται η συνήθεια να εκτοπίζεις τις εκδηλώσεις των βρικολάκων, να τους φαντάζεσαι ταυτόχρονα και  μοχθηρούς, και ηλίθιους, και ενδιαφερόμενους για τις ΦΑ! Αυτό δεν μπορεί να οδηγήσει σε τίποτε άλλο, εκτός από μια ατελείωτη ηλιθιότητα. Τρίτο – η θετική αντιμετώπιση για τους μισάνθρωπους. Δεν εμφανίζεται απόλυτη απέχθεια για αυτούς, για τις αντιλήψεις τους. Δεν εμφανίζεται η σαφήνεια, ότι καθένας από αυτούς θα χαρεί πολύ να σκοτώσει, να βιάσει, εσένα, ας πούμε, αν θα βρει την ευκαιρία. Και αυτό κιόλας οδηγεί στο ότι δεν εμφανίζεται η   μηδενική ανοχή για την δική σου επιθετικότητα, θυμό, μίσος. Πέρα από αυτό, αντιμετωπίζοντας θετικά τέτοιους ανθρώπους, μοιάζεις όλο και περισσότερα με αυτούς, υιοθετείς τις αντιλήψεις τους.

    – Και τι συνέβη με αυτήν? – απευθύνθηκε ο Αντρέι στην κοπέλα, νιώθοντας εκείνη τη δυσάρεστη κολλώδη δυσκινησία, η οποία τον κυρίευε παλιά, όταν ερωτευόταν κάποια.

    – Με εκείνη τη κοπέλα; Τίποτα το ξεχωριστό. Ζει, όπως και όλοι, παντρεύτηκε, γέννησε, και φυσικά, δεν ενδιαφέρθηκε καθόλου για διάφορες φωτισμένα αντιλήψεις. Δηλαδή, είναι από αυτούς, που θεωρούν, ότι είναι ήδη ένας αρκετά καλός άνθρωπος, τι άλλο να ζητήσει…

    Τα βλέμματα τους συναντήθηκαν, και πάλι η κρίση μιας πυκνής ντροπαλότητας καταπλάκωσε τον Αντρέι, και πάλι χρειάστηκε να τιναχτεί και να διώξει αυτή την παραίσθηση, και τότε έμεινε μόνο η συμπάθεια – καθαρή και χαρούμενη, σαν ένα παιχνιδιάρικο κουτάβι.