Ελληνικα change

Error

×

Κεφάλαιο 16

Main page / Μάγια 3: Σκληρά ποτάμια, μαρμάρινος άνεμος / Κεφάλαιο 16

Περιεχόμενα

    Τη τελευταία φορά, που η Τζέιν είχε οργασμό… δυσκολευόταν να το θυμηθεί – έπρεπε να δει το αρχείο με τις σημειώσεις της. Μάλλον, πέρασαν έξι μήνες από τότε. Παρατήρησε την πρώτη ουσιαστική αλλαγή ήδη μια εβδομάδα αργότερα, όμως, μετά η επίδραση αυτή θόλωσε, και επανήλθε ύστερα από έναν μήνα, έπειτα – πολύ δυνατά – σε τρεις μήνες, ενώ τώρα οι συνέπειες της αποχής από τον οργασμό ήταν εντελώς ξεκάθαρες. Η Φόσσα είπε, ότι από μόνη της η αποχή δεν σημαίνει πολλά, αν ο άνθρωπος δεν ασχολείται με την απομάκρυνση των ΑΣ, δεν δημιουργεί τις ΦΑ, δεν συγκεντρώνει τα αποσπάσματα. Πέρα από αυτό, όσο περισσότερα ΑΣ βιώνει κάποιος, τόσο μεγαλύτερη είναι ανάγκη του για οργασμούς, για να ξεφορτώνει την δηλητηρίαση από τους σκοτισμούς, που μαζεύονται, όμως, αν τελειώνει συχνότερα από μια φορά το μήνα, πάρα πολύ γρήγορα έρχεται η εξάντληση, και ο άνθρωπος πεθαίνει ανάμεσα σε αυτή την Σκύλα και τη Χάρυβδη.

    Τώρα – έχοντας  περάσει περισσότερο από μισό χρόνο χωρίς οργασμό – έξι μήνες ζωής, τόσο γεμάτης, ότι όλη η προηγούμενη ζωή δεν φαινόταν καν ζωή, η Τζέιν ένιωθε υπέροχα. Το σώμα της βρισκόταν μονίμως σε άριστη φόρμα, λες και γυμναζόταν πάρα πολύ καιρό με κάποιον έμπειρο προπονητή για να συμμετάσχει σε έναν δύσκολο διαγωνισμό, κάτι σαν τους Ολυμπιακούς αγώνες, και σήμερα οι αγώνες ξεκινάνε, και αυτή βρίσκεται στο απόγειο της φόρμας της. Ανά πάσα στιγμή μπορεί να σηκωθεί και είτε να τρέξει στο πέρασμα, είτε να παίξει ποδόσφαιρο, είτε να βγει σε τατάμι, και το κορμί της ανατινάζεται με ενέργεια, ευχάριστη και πλήρης. Η κούραση ερχόταν όλο και πιο σπάνια, ακόμα και αυτή διέφερε πάρα πολύ από εκείνη τη νεκρή, κρύα, νωθρή και πεθαμένη κούραση, η οποία υπήρξε κάποτε. Τώρα, αν θα έτρεχε γρήγορα, παίζοντας  ποδόσφαιρο, σε μια η ακόμα σε μισή ώρα δραστήριου παιχνιδιού ίσως θα είχε κουραστεί πολύ – μα θα ήταν ορισμένα η μυϊκή κούραση… δύσκολο ακόμα και να το περιγράψεις – οι μύες κουράστηκαν και ζητάνε ξεκούραση, και ταυτόχρονα η ίδια κατάσταση εκρηκτικής ετοιμότητας μειώνεται ελάχιστα, και η απόλαυση μέσα στο σώμα δεν σταματάει στιγμή, απλώς αλλάζει την ποιότητα της. Και σταμάτησε να αρρωσταίνει εντελώς !

    Πράγματι, ενώ παλιότερα αρρώσταινε συνέχεια, αντιμετώπιζε  κάποια δυσλειτουργίες του ήπατος, και πήγαινε ακόμα στον γιατρό με τα συμπτώματα της χρονιάς κούρασης! Της ήταν δύσκολο τώρα   να το φανταστεί. Δύσκολο να φανταστεί, ότι αυτά κάποτε γίνονταν σε εκείνη. Όχι, δεν ήταν εκείνη, ήταν κάποιος άλλος, νεκρός άνθρωπος. Εχτές, βλέποντας ένα ντοκιμαντέρ για τα ταξίδια, παρατήρησε τα πρόσωπα των ανθρώπων. Η νεκρότητα, η γκρίζα καθημερινότητα τους απλώς σου πεταγόταν στα μάτια. Τα πρόσωπα κάπως ταπεινωμένα, ανατρίχιασε από την απέχθεια ακόμα. Δεν έχουν ενδιαφέροντα, καθόλου. Ίσως στη δουλειά να ασχολούνται με την επιστήμη, ή μεγαλώνουν τα παιδιά τους – δεν έχει σημασία, δεν έχουν ενδιαφέροντα, δεν υπάρχει τίποτα, που να τους συναρπάζει, να προκαλεί την προσμονή τους. Γκρίζα πρόσωπα, κενά, τιποτένια. Γαμώτο, φοβάσαι να τους βλέπεις. Οι βρικόλακες. Ήρεμοι, ευγενικοί, ήσυχοι…  νεκροταφείο. Όχι, βέβαια, αν θα έπρεπε να επιλέξει ανάμεσα σε βρικόλακες, καλύτερα να είναι έτσι – φιλειρηνικοί και ευγενικοί, παρά οι επιθετικοί φανατικοί. Αν  αυτοί θα έκαναν  ένα παιδί, που θα ενδιαφερόταν για την πρακτική του Μπόντχι, οι γονείς δεν θα άρχιζαν να τον καταπιέζουν η να τον καταστρέφουν – θα έλεγαν ευγενικά κάτι, θα το ενέκριναν, ή όχι ακριβώς, ή και καθόλου, και μετά το παιδί θα μπορούσε να συνεχίσει αυτό, που έκανε και πριν.

    Οι ίδιες επιθυμίες έγιναν λίγο διαφορετικές – βιώνονταν κάπως διαφορετικά. Όχι μόνο το φυσικό της σώμα βρισκόταν σε εγρήγορση, έτοιμο να εκραγεί με δραστηριότητα, αλλά και το σώμα των επιθυμιών της προσαρμόστηκε ανάλογα. Οι επιθυμίες έγιναν πανίσχυρες: ακριβώς, αυτή η λέξη ταίριαζε καλύτερα απ` όλα. Η διαδικασία της επιθυμίας, η διαδικασία της πραγματοποίησης αυτής της επιθυμίας – την αισθανόταν πολύ ισχυρά. Παλιότερα ποτέ, μα ποτέ δεν υπήρξε κάτι τέτοιο, ενώ αν έναν χρόνο πριν κάποιος θα τη ρωτούσε, αν έχει τις δυνατές επιθυμίες, θα απαντούσε, ότι «βεβαίως και έχει», ωστόσο, δεν είχε κάτι να το συγκρίνει. Τώρα εκείνη θα έλεγε, ότι παλιότερα δεν είχε καν επιθυμίες. Είναι το ίδιο, σαν να ονομάσεις σωματικά δραστήριο έναν άνθρωπο, που βρίσκεται σε κώμα και καμιά φορά κουνάει τα δάχτυλα των χεριών του. Το κώμα τελείωσε, και της έγινε κατανοητός ο όρος του Μπόντχι «ο κυκεώνας» σχετικά με τις επιθυμίες. Ένιωθε τον εαυτό της  σαν ένα δυνατό φαινόμενο της φύσης,  σαν  ανεμοστρόβιλος, ο οποίος τραβάει μέσα του ο, τι βρίσκεται γύρω. Τώρα, όταν συζητούσαν τα ενδιαφέροντα τους με τα παιδιά από την ομάδα, αυτό έμοιαζε με συνάντηση δυο ανεμοστρόβιλων, οι οποίοι συγκρούονται μεταξύ τους με μια αδιανόητη ισχύ, απορροφούν ο ένας τον άλλον, και μετά χωρίζουν ξανά. Ο κυκεώνας. Και ο κυκεώνας αυτός τρέχει πάνω στο κορμί με ροές της απόλαυσης, και αυτή είναι μια καταπληκτική ανακάλυψη. Ανακάλυψε, ότι η δυνατή χαρούμενη επιθυμία φέρνει την απόλαυση στο κορμί. Και ότι τώρα – στην κατάσταση των πολλαπλών κυκεώνων –  δεν υπήρξε ούτε ένα δευτερόλεπτο στη ζωή της (!!!),  από το οποίο θα έλειπαν οι φωτισμένες αντιλήψεις, που συνόδευαν αυτές τις επιθυμίες – η προσμονή, αίσθηση της ομορφιάς, του ενθουσιασμού, χαρά της ανακάλυψης, συμπάθεια για άλλα πλάσματα με την αναζήτηση, το κάλεσμα, αντίστοιχα, και το δικό της σώμα βίωνε αδιάκοπα την απόλαυση. Και αυτή ήταν μια ξεχωριστή ζωή, το σώμα από  μόνο του έπαιζε με την απόλαυση, το μετέφερε πέρα-δώθε, μια η ροή πήγαινε εδώ, μια εκεί, την άλλη την κατέκλυζε η γενική «πλημμύρα», ενώ καμιά φορά, αν και σπανίως ακόμα, η πλημμύρα γινόταν τόσο γεμάτη και πλήρης, ότι η Τζέιν σταματούσε και πάγωνε, αφηρημένη σε αυτήν εξ ολοκλήρου, και σε σύγκριση με εκείνες τις διαπεραστικές, βαθιές, εκστατικές αισθήσεις της απόλαυσης, που έτρεχαν μέσα στο κορμί της, ο συνηθισμένος οργασμός έμοιαζε με κάτι εντελώς άνοστο, ελεεινό, σαν  μια δισδιάστατη ασπρόμαυρη προβολή, ροκανισμένη κιόλας από όλες τις μεριές, κοντή και απολύτως αδιάφορη. Και σε τέτοιες στιγμές η αποφασιστικότητα γινόταν ιδιαίτερα ακλόνητη – να μην τελειώσει ποτέ ξανά, σε καμία περίπτωση. Καλύτερα να σταματήσει πιο πριν και να στερήσει από τον εαυτό της ένα μικροσκοπικό κομμάτι της απόλαυσης από το σεξ, και  ας βρίσκεται τώρα σε μια τέτοια κατάσταση, όταν πλησιάζει στο όριο του οργασμού υπερβολικά γρήγορα και επικίνδυνα. Τίποτα δεν μπορεί να είναι πιο υπέροχο, από αυτό, που μπορεί να αισθανθεί τώρα, στιγμή προς στιγμή, λεπτό προς λεπτό, ώρα με την ώρα, και μέρα με τη μέρα. Μάλλον… Όχι, σίγουρα, χωρίς καμία αμφιβολία θα θεωρούσε φαντασιόπληκτο κάποιον, που θα της έλεγε, ότι το κάθε λεπτό της ζωής του είναι πλήρες. Για ποια δευτερόλεπτα μιλάμε, όταν ολόκληρες ημέρες, και εβδομάδες, και μήνες περνούσαν χωρίς ίχνη, μέσα στην γκρίζα, νωπή και απελπιστική ανία και καθημερινότητα!

     

    Εφόσον η Τζέιν άρχισε να νομίζει, ότι η ζωή της είναι γεμάτη ως τις άκρες, πάρα πολύ σύντομα αναγκάστηκε να επανεξετάσει τις αντιλήψεις της, διότι η Φλορίντα επιχείρησε μια νέα επίθεση στην ομάδα τους.

    – Και τώρα, – ξεκίνησε εκείνη, καλώντας τους πάντες κοντά στη μεγάλη πισίνα, – ας συζητήσουμε μια τέτοια έννοια, όπως η “επίθεση”. Κάνετε καμιά φορά τις επιθέσεις?

    – Τις έκανα μερικές φορές, σας έλεγα για αυτό. – Η Σερένα πράγματι μερικές φορές τους είχε μιλήσει για το ότι από το πρωί ως το βράδυ με νύχια και με δόντια καρφωνόταν σε διάφορες πρακτικές και κατάφερνε να μαζέψει έως και εβδομήντα αποσπάσματα την ημέρα.

    – Εγώ όχι, – κούνησε το κεφάλι της η Τζέιν. – Μερικές φορές σκόπευα να το κάνω, ξεκινούσα να ασχολούμαι,  όμως, κάθε φορά σταματούσα, δεν υπήρξε αρκετό κίνητρο.

    – Και εγώ όχι, – άνοιξε τα χέρια του ο Μάγκνους. – Μάλλον… ναι, ο λόγος βρίσκεται συγκεκριμένα στο ότι δεν υπάρχει κίνητρο, η ζωή μοιάζει ήδη υπερβολικά γεμάτη, και όταν καταλαβαίνεις, ότι…

    – Μιλάς τώρα για μένα η για τον εαυτό σου; – τον διέκοψε η Φλορίντα.

    Η απαλότητα της φωνής της εδώ και πολύ καιρό σταμάτησε να ξεγελάει τα παιδιά, και ο Μάγκνους, που κάποτε θα μπορούσε εύκολα σε αυτή την κατάσταση να κάνει, μιλώντας συγκρατημένα, όχι και τόσο έξυπνες ερωτήσεις, σταμάτησε και άρχισε να περνάει στη μνήμη του τα λόγια, που μόλις ξεστόμισε.

    – Κατάλαβα:) Όχι, όχι « όταν καταλαβαίνεις», μα όταν εγώ καταλαβαίνω, ότι μπορώ αυτή τη στιγμή να αυξήσω λιγάκι ακόμα τούτη την πληρότητα, δεν εμφανίζεται ο ενθουσιασμός, αφού είναι όλα ήδη γεμάτα, δεν παίρνει άλλο, για ποιο λόγο να αυξήσω και άλλο?

    – Συμφωνώ, – επιβεβαίωσε η Μπέρτα. – Το ίδιο νιώθω και εγώ.

    – Εντάξει, θα σας δώσω εγώ το κίνητρο, – η Φλορίντα τους έριξε ένα βλέμμα. – Οι επιθέσεις είναι απαραίτητες. Χωρίς τις επιθέσεις – δεν υπάρχει τίποτα. Η αιτία αυτού είναι παρά πολύ απλή. Ζώντας μια συνηθισμένη ζωή, την οποία έχετε εσείς τώρα, δεν θα παρατηρήσετε και οι ίδιοι, πως θα αρχίσετε να γλιστράτε στην επάρκεια. Βεβαίως, δεν θα είναι η ίδια επάρκεια, την οποία έχουν οι συνηθισμένοι καλοπερασάκηδες, και όμως, δεν έχετε φύγει και τόσο μακριά από το παρελθόν. Σας επηρεάζει ακόμα σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό, απ` ότι εσείς νομίζετε. Ένα λεπτότατο στρώμα του αρνητικού φόντου με την ανησυχία για το μέλλον, για παράδειγμα, την έχετε όλοι. Παραείναι λεπτό, για να εμποδίζει όλα αυτά, που βιώνετε, και όμως, είναι αρκετά παχύ, για να σας απομακρύνει από τις εκστατικές ΦΑ, για παράδειγμα, και αν σταθεροποιηθείτε σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο ζωής, χωρίς επιθέσεις, τότε αυτό το αδύναμο δηλητήριο διάφορων ανησυχιών θα σας ροκανίζει σιγά-σιγά. Ας πάρουμε την Μπέρτα, – η Φλορίντα την έδειξε με το δάχτυλο, – είναι εντελώς ξεκάθαρο, ότι όσο η ζωή της παραμένει όπως τώρα, καταλαβαίνουμε όλοι, ότι έχει την ΑΑΣ, η οποία εκδηλώνεται ορισμένα στην ντροπαλότητα της στα σεξουαλικά ζητήματα. Έτσι, – η Φλορίντα έκανε μια παύση, – χωρίς επιθέσεις δεν θα έχετε καμία πρόοδο. Είναι σαν να καταρρίπτουμε το αδρανή μέρος του εαυτού μας με τη βοήθεια των επιθέσεων. Λαμβάνουμε μια σύντομη, όμως, έντονη, δυνατή πείρα για το – πως μπορούμε να ζήσουμε, αν και είναι αδύνατον να ζήσεις μονίμως σε κατάσταση επίθεσης… τι? – η Φλορίντα πρόσεξε στα μάτια της Τζέιν την ερώτηση.

    – Γιατί αδύνατον?

    – Εξ ορισμού. Η επίθεση είναι μια τέτοια καταβολή των προσπαθειών, η οποία μοιάζει σχεδόν αδύνατη αυτή τη στιγμή, σχεδόν πέρα από τα όρια του προσιτού. Η επίθεση ονομάζεται έτσι, επειδή εκτελείς τις προσπάθειες πέρα από τα όρια αυτών, που με τη πρώτη ματιά θεωρούνται πιθανά. Αν την ώρα της επίθεσης εσύ δεν βιώνεις την κατάσταση απόλυτης υπέρβασης, αν δεν ιδρώσεις και δεν εξαντληθείς ήδη μετά από μια-δυο πρώτες ώρες δουλειάς, αυτό σημαίνει, ότι η επίθεση σου είναι ανεπαρκής. Αυτή σαν να ανοίγει ένα νέο τούνελ μέσα στον βράχο της αδράνειας, που μας περιβάλλει. Παίρνεις μια νέα αντίληψη για το τι είναι πιθανό, και τι όχι. Για παράδειγμα, σκέψου, ότι κάνεις την ανά δέκα δευτερόλεπτα καταγραφή από τις έξι το πρωί μέχρι τις έξι το βράδυ. Δώδεκα ώρες της ανά δέκα δευτερόλεπτα καταγραφής.

    – Εντάξει…, – είπε μακρόσυρτα η Τζέιν, – νομίζω, ότι θα τα καταφέρω, αν και θα χρειαστεί να ιδρώσω, φυσικά:)

    – Και τώρα φαντάσου, ότι παράλληλα θα μελετάς την γενετική.

    – Νομίζω, ότι τις πρώτες μια-δυο ώρες θα είναι δύσκολο, και μετά θα προσαρμοστώ.

    – Ακόμα θα κάνεις παράλληλα κι άλλα αποσπάσματα, εναλλάξ – της δημιουργίας βεβαιότητας-120, δημιουργίας των ΦΑ, του ελέφαντα και ούτω καθεξής.

    – Αυτό όντως θα είναι πολύ δύσκολο – συμφώνησε η Τζέιν. – Να διαβάζεις και να κάνεις την καταγραφή – το καταλαβαίνω, ενώ να προσθέσω πάνω σε αυτό και άλλα αποσπάσματα… θα είναι πολύ δύσκολο.

    – Υπάρχει και μια άλλη προσέγγιση των επιθέσεων. Μπορείτε να εκτελέσετε μια ή δυο πρακτικές, χωρίς να τις αλλάζετε με άλλες, όπως κάνετε συνήθως, αλλά κατά τη διάρκεια ολόκληρης της ημέρας. Μια τέτοια αυξημένη συγκέντρωση επίσης οδηγεί σε ενδιαφέρον αποτέλεσμα. Για παράδειγμα, είναι ανόητο ακόμα και να προσπαθήσεις να ανακαλύψεις ένα κράμα, αν δημιουργείς ένα ορισμένο ακόρντο επί μισή ώρα ή μια ώρα. Για να βρεις το κράμα – έστω για πρώτη φορά, απαιτείται πολύ μεγαλύτερη διάρκεια της δημιουργίας του ακόρντου, έτσι ώστε οι δυο ΦΑ, από τις οποίες αποτελείται το ακόρντο,  να ενωθούν μεταξύ τους, να απορροφηθούν, μόνο τότε μπορεί να εμφανιστεί το κράμα. Και πάλι μπορούμε να περάσουμε μια αναλογία με χημική αντίδραση – για να αλληλεπιδράσει και  να σχηματίσει ένα κράμα η χημική ένωση, δεν αρκεί απλώς να βάλεις δυο ουσίες μαζί, πρέπει να εξασφαλίσεις την όσο πιο δυνατόν στενότερη επαφή.

    – Ναι, είναι κατανοητή μια τέτοια αναλογία, – έγνεψε η Μπέρτα.

    – Άρτσι, εσύ βρήκες κάποιο κράμα? Αφού ξεκίνησες πολύ πριν από εμάς τα μαθήματα της τρίτης τάξης! – η Σερένα έσπρωξε λιγάκι την Άρτσι στο πλευρό.

    – Ναι, μόνο ένα μέχρι στιγμής.

    – Και εσύ δεν κοιτάς ακόμα στους οδηγούς των κραμάτων?

    – Όχι, η Φλορίντα δεν το προτείνει σε αυτό το στάδιο.

    – Ούτε από περιέργεια? – Και πάλι την έσπρωξε η Σερένα. – Έστω μια μικρούλικη ματιά!

    – Ο πειρασμός είναι μεγάλος, – χαμογέλασε η Άρτσι. – Όμως, εγώ δεν κοιτάζω. Θέλω να ακολουθήσω τις οδηγίες της Φλορίντας. Όταν το κάνω αυτό, η ζωή μου γίνεται πιο ενδιαφέρουσα, έχω ήδη μια τέτοια εμπειρία.

    Ίσως επειδή η Άρτσι σπούδαζε εδώ και μερικούς μήνες με το πρόγραμμα της τρίτης τάξης, ή για κάποιο άλλο λόγο, μα παρόλο που είχε την εμφάνιση της δεκατετράχρονης, έδειχνε πολύ μεγαλύτερη απ` όλους τους άλλους. Σαν να την περιέβαλε μια διάφανη στρώση της σοβαρότητας. Έπαιζε μαζί με τους άλλους και χαχάνιζε σαν άλογο, μπορούσες να παλεύεις και να τρελαίνεσαι μαζί της, κανείς δεν θα μπορούσε να πει, ότι έχει κάποιους περισσότερο συγκρατημένους τρόπους, η ότι επιδεικνύει κάποια υπεροχή, και όμως, οποιοσδήποτε έβλεπε ξεκάθαρα – η Άρτσι μοιάζει να είναι μεγαλύτερη και σοβαρότερη από τους υπόλοιπους.

    Όταν η Τζέιν το ανέφερε αυτό, η Φλορίντα έγνεψε.

    – Έτσι είναι. Είναι σοβαρότερη. Και όχι μόνο αυτό, αλλά η σοβαρότητα της είναι ολοφάνερη. Και ξέρεις γιατί?

    Εκείνη κράτησε μια παύση, μα δεν ακούστηκε καμία υπόθεση.

    – Είναι έτσι, επειδή βρίσκεται στην τρίτη τάξη περισσότερο χρόνο, απ` ότι εσείς, και έχει μεγαλύτερη πείρα στις αντίστοιχες πρακτικές. Και το πιο σημαντικό – έχει πείρα των επιθέσεων, η οποία είναι υποχρεωτική για την τρίτη τάξη. Οι επιθέσεις αλλάζουν τον άνθρωπο, μέσα του ξεκινάει μια διαδικασία, την οποία εμείς ονομάζουμε «κρυσταλλοποίηση». Ουσιαστικά, προτού ξεκινήσει η κρυσταλλοποίηση, εσείς δεν είσαστε άνθρωποι ακόμα, αλλά η πρώτη ύλη, τα ημιτελή προϊόντα. Μπερδεύεστε εύκολα, η ζωή σας εύκολα μπορεί να διαταραχθεί, ακόμα και να καταστραφεί. Είστε αβοήθητοι και εξαρτημένοι. Στην τρίτη τάξη αποκτάτε την πείρα των επιθέσεων, ενώ στην τέταρτη μαθαίνετε περισσότερο γι` αυτό. Το κάθε βήμα της κρυσταλλοποίησης – είναι ένα βήμα στη καινούρια ζωή. Μόνο η κρυσταλλοποίηση δίνει την πρόσβαση στην πρόθεση, και τότε η αποτελεσματικότητα των προσπαθειών σας στην επίτευξη των ΣΟ, για παράδειγμα, δεκαπλασιάζεται. Η ενσωμάτωση των αντιλήψεων από μουσούδες της Γης, η αναζήτηση των κραμάτων… πάρα, πάρα πολλά γίνονται εντελώς διαφορετικά, πολλές νέες δυνατότητες ανοίγονται. Τα κριτήρια,  τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κρυσταλλοποίηση, όλοι οι μηχανισμοί και επιδράσεις, σχετικές με αυτήν –  θα τα μελετήσουμε και θα τα συζητήσουμε αργότερα, αν και όποτε περάσετε στην τέταρτη τάξη, και να προσέξετε ακόμα, ότι στους «κομάντος» επιλέγονται μόνο όσοι έχουν σπουδάσει με επιτυχία στην τέταρτη, έχετε ακούσει για τους «κομάντος»?

    Τα παιδιά έγνεψαν καταφατικά.

    – Φυσικά, είναι αδύνατον να θέλουν όλοι να μπουν στην ομάδα των κομάντος, όμως, αυτή είναι μια από τις πιθανές κατευθύνσεις, μια από τις πιθανές και συναρπαστικές κατευθύνσεις… Ελπίζω, σας έδωσα αρκετά κίνητρα για να πειραματιστείτε με τις επιθέσεις? – Χαμογέλασε η Φλορίντα.

    – Σε ο, τι αφορά εμένα, ναι, – είπε με σιγουριά η Σερένα. – Είναι αλήθεια, ότι ο άνθρωπος, στον οποίο κρυσταλλοποιήθηκε… πως να το πω, στον οποίο ήδη ξεκίνησε η κρυσταλλοποίηση, και έχει αρκετή πείρα, μπορεί με την πρόθεση του να ωθήσει κάποιον άλλο, για παράδειγμα, να τον πάρει μαζί του στο ΣΟ ή στο ταξίδι στα διαφορετικά σύμπαντα?

    – Ναι, είναι πιθανό, – επιβεβαίωσε η Φλορίντα, – ωστόσο, υπό πολλές προϋποθέσεις. Δεν μπορεί να το κάνει ο καθένας, και να πάρει τον καθένα, και όχι σε οποιαδήποτε στιγμή, και όχι σε οποιοδήποτε ΣΟ… υπάρχουν πολλά και διάφορα. Όλα θα έρθουν με τον καιρό, ασχοληθείτε με τις δικές σας δουλειές.

     

    Και υπήρξαν πολλές δουλείες κιόλας, και όχι μόνο στον τομέα της συσσώρευσης των αποσπασμάτων και ταξιδιών στα ΣΟ. Η υποδομή της Βάσης, και όχι μόνο αυτής των Ιμαλαΐων, περνούσε από ορμητικές αλλαγές.

    Πρώτον, αποφάσισαν επιτέλους να καταργήσουν την ηλεκτροδότηση από τις ηλιακές μονάδες. Αποτελούσαν πια έναν ολοφάνερο αναχρονισμό, ο οποίος προσπαθούσε με τις τελευταίες του δυνάμεις να κρατηθεί, χρησιμοποιώντας τις σύγχρονες διάφανες μεμβράνες και δεχόταν εντελώς δικαιολογημένη κριτική λόγω των προβλημάτων, συνδεδεμένων με τη συντήρηση ολόκληρου του εξοπλισμού, που σχετιζόταν με αυτόν. Κατάφεραν να κλείσουν τη συμφωνία με τους Ιάπωνες, που δημιούργησαν και διατηρούσαν τον διαστημικό ηλιακό ενεργειακό σταθμό, αορίστου χρόνου κι με τους εξαιρετικά συμφέρον όρους – πλήρωναν πολύ λίγα για πολύ μεγάλες ποσότητες ενέργειας, υποσχόμενοι ως αντάλλαγμα την εξάπλωση των πληροφοριών για τα προτερήματα αυτού του τύπου της ηλεκτροδότησης.

    Στέλνοντας το 2030 τον πρώτο τους ενεργειακό σταθμό στο διάστημα, οι Ιάπωνες τα πρώτα δέκα χρόνια δούλευαν για την τελειοποίηση της λειτουργίας του, και μόνο το 2040, με τη συμμετοχή των εταιριών NEC, Sharp, Mitsubishi Electric και της Fujitsu η τεχνολογική αλυσίδα λειτούργησε επιτέλους – ο Ήλιος με καταστρεπτική δύναμη φωτίζει τον σταθμό, προσφέροντας ουσιαστικά απεριόριστη ενέργεια; ενώ ο σταθμός με τη βοήθεια των ευλύγιστων και λεπτών ηλιακών επιφανειών, που απλώνονται για εκατοντάδες στρέμματα, απορροφά αυτό το φως και το μετατρέπει σε ενέργεια, η οποία με εστιασμένες ροές του λέιζερ κατεβαίνει στη Γη.

    Στην αρχή η Ιάπωνες τροφοδοτούσαν μόνο τις δικές τους ανάγκες, απελευθερώνοντας τους εαυτό τους από την υδρογονανθρακική εξάρτηση. Ο σταθμός ήταν μικρός, για ένα γιγαβάτ, και με τη βοήθεια των σταδιακών διευρύνσεων και μετατροπών αύξησαν την ισχύ του έως και τέσσερα γιγαβάτ, κάτι, που αντιστοιχούσε στην απόδοση ενός ολόκληρου πυρηνικού σταθμού  παραγωγής ενέργειας.

    Επιτέλους, έχοντας μάθει από τα λάθη τους, το 2070 εκτοξεύθηκαν ταυτόχρονα μερικοί σταθμοί νέας γενιάς με υπολογισμένη απόδοση των είκοσι γιγαβάτ ο καθένας, και έπειτα «κρέμασαν» στην ίδια τροχιά περίπου μισή εκατοντάδα των μεταδοτών, που διαχειρίζονταν την ενέργεια, έτσι πολλά βιομηχανικά κέντρα του πλανήτη απέκτησαν την δυνατότητα  πρόσβασης σε αυτή την πηγή  ενέργειας.

    Και οι δυο αντιδραστήρες μπήκαν σε συντήρηση προσωρινά, αλλά δεν αποσυναρμολογήθηκαν. Για παν ενδεχόμενο. Το διάστημα – είναι περίπλοκο πράγμα, κι δεν θέλησαν να βάλουν όλα τα αυγά στο ίδιο καλάθι. Ωστόσο, η συντήρηση του ηλεκτρολογικού εξοπλισμού στη βάση απλουστεύθηκε πολύ, ενώ οι δυνατότητες αυξήθηκαν.

    Ο Τζέρι, ο Εντ και ο Πολ πίεζαν να ολοκληρωθούν γρηγορότερα τα έργα για την κατασκευή του νέου εργαστηρίου, και οι εργασίες για την ολοκλήρωση της νέας αίθουσας έφταναν στο τέλος τους, όταν σε μια γωνιά σχεδόν έτοιμης αίθουσας ανακαλύφθηκε μια σχεδόν αόρατη ρωγμή. Αντί να βάλει μέσα τσιμέντο, κάποιος έχωσε μέσα το δάχτυλο του, και έπιασε κάτι λείο. Μερικά λεπτά δουλειάς με κομπρεσέρ, και μπόρεσαν να κοιτάξουν μέσα. Και από εκείνη τη στιγμή η ζωή των κατοίκων της Βάσης άλλαξε ριζικά.

     

    Παρόλα τα πράγματα, τα οποία η Τζέιν θα μπορούσε να περιμένει από τον εαυτό της, ειδικά μετά από τη συζήτηση με τη Φλορίντα, αντί της επίθεσης η ίδια βρέθηκε σε μια παράξενη κατάσταση, όταν δεν υπήρξε επιθυμία για οποιαδήποτε έντονη δραστηριότητα ούτε στην πρακτική, ούτε στην μελέτη των επιστημών. Οι επιθυμίες έμειναν, όμως τις βίωνε κάπως χαμηλωμένα, χωρίς να φτάνουν σε εκείνο το βαθμό της εγρήγορσης, που  θα οδηγούσε στο ξεκίνημα της δραστηριότητας. Η πρώτη ενστικτώδης, σπασμωδική απόφαση ήταν να ξεπεράσει άμεσα αυτή την κατάσταση, να συνεχίσει τις εργασίες της, όμως, έπειτα από μια ώρα αυτής της «αναγκαστικής» ζωής η εντατικότητα της επιθυμίας μειώθηκε περισσότερο, και έγινε σαφές, ότι η συνέχιση των προσπαθειών να αναγκάσει τον εαυτό της να ασχοληθεί και άλλο με τις δουλειές την απειλούν με απόλυτη πτώση της εντατικότητας των επιθυμιών, ακόμα και με την εμφάνιση της δηλητηρίασης.

    – Είναι φυσιολογικό, – την καθησύχασε η Φλορίντα. – Το καταπληκτικό δεν είναι, ότι σου συμβαίνει αυτό, αλλά το ότι κάτι τέτοιο δεν έγινε νωρίτερα.

    – Εμφανίζεται μια ανησυχία, ότι θα κολλήσω έτσι σε αυτή την κατάσταση, θα περνάει  μια μέρα μετά την άλλη, τα ενδιαφέροντα θα συνεχίσουν να αποδυναμώνονται, και τελικά θα επιστρέψω σε εκείνη τη νεκρή κατάσταση, από την οποία ξεκίνησα.

    – Δεν θα κολλήσεις, – είπε με σιγουριά η Φλορίντα. – Ο καθένας οπωσδήποτε περνάει από τους περιόδους της πτώσης, είναι αναπόφευκτο, και γενικώς, ακόμα και ωφέλιμο από την άποψη, ότι όταν αυτή η πτώση θα ολοκληρωθεί, θα έχεις τη σαφήνεια, ότι όλες οι πτώσεις έχουν το όριο τους, και κάποτε τελειώνουν. Αυτή είναι απλώς η συνέπεια της αδράνειας. Η ζωή σου διαφέρει τόσο πολύ από την προηγούμενη, ότι η αδράνεια σε τραβάει πίσω. Η κρίση αυτή θα τελειώσει και οι επιθυμίες σου θα επιστρέψουν ξανά στο παλιό επίπεδο της έντασης και διαπεραστικότητας.

    Η Τζέιν την άκουγε, σκεπτόμενη κάτι, αλλά κρίνοντας από το πρόσωπο της, δεν είχε την ίδια βεβαιότητα για το ότι η πτώση αυτή θα τελειώσει οπωσδήποτε.

    – Και πάλι υπάρχει η ανησυχία.

    – Εντάξει, μπορείς να συμβιβαστείς με αυτή, μπορείς να την απομακρύνεις, το ίδιο είναι και αυτό. – Συνέχισε η Φλορίντα. – Όλοι έχουν στο φόντο την έγνοια για το μέλλον. Καλύπτει με λεπτό η παχύ στρώμα τη ζωή του ανθρώπου συνέχεια, χωρίς να σταματήσει ούτε για ένα λεπτό. Αν αυτή τη στιγμή δεν θα είχες κανένα αρνητικό φόντο (ΑΦ), τότε θα βίωνες τις δυνατές ΦΑ, μονίμως, κάθε λεπτό. Κατά κανόνα, το ΑΦ στους ανθρώπους δυναμώνει μέχρι το απόλυτο αναπάντεχο, και τότε αρχίζουν να το ρίχνουν, για παράδειγμα, με ναρκωτικά  ή με δυνατές εντυπώσεις, οι οποίες αλλάζουν απότομα την συναισθηματική κατάσταση. Οι ναρκομανείς – είναι άνθρωποι, που έχουν οδηγήσει τη ζωή τους σε μια ανέλπιστη αδιέξοδο.

    – Όμως, ο καθένας μπορεί να δοκιμάσει τα ναρκωτικά – από βαρεμάρα ή περιέργεια, ή ακόμα από απλή βλακεία, παρέα με τους φίλους του, – διαφώνησε η Τζέιν.

    – Βεβαίως, ο καθένας μπορεί να δοκιμάσει, ωστόσο, δεν θα γίνει ο καθένας εξαρτημένος. Εσύ, προφανώς, είσαι το συνηθισμένο θύμα της κοινωνικής προπαγάνδας, η οποία για χάρη της πολιτικής ορθότητας παραβλέπει τα οφθαλμοφανή πράγματα και δηλώνει, ότι οι ναρκομανείς – είναι οι συνηθισμένοι άνθρωποι, απλώς «άρρωστοι». Δεν είναι καθόλου άρρωστοι. Δηλαδή, σίγουρα, είναι άρρωστοι, όχι όμως με την έννοια, με την οποία άρρωστος είναι ο άνθρωπος, που κόλλησε τη γρίπη. Ο ναρκομανής – είναι άνθρωπος με κατεστραμμένη προσωπικότητα, που σκότωσε ο ίδιος τον εαυτό του με την δουλοπρέπεια του, με την ανησυχία για τη ξένη γνώμη, με τις θρησκευτικές του θεωρίες ή με την τάση του να μισεί τους άλλους και να λυπάται τον εαυτό του. Και η ναρκομανία – είναι απλώς η ολοκλήρωση του δικού του  δρόμου.

    Η Τζέιν χώνευε αυτά, που άκουσε, και το κατάφερνε με δυσκολία, τόσο απότομη ήταν η αντίθεση ανάμεσα στα λόγια της Φλορίντας και στις δικές της, σταθερές απόψεις περί αυτού του θέματος.

    – Ξέρεις, ότι οι ναρκομανείς θεωρούνται πιθανόν επικίνδυνοι λόγω της πιθανής αδικαιολόγητης επιθετικότητας, – συνέχισε η Φλορίντα.

    – Ναι, αφού όταν τους πιάνει το σύνδρομο στέρησης…

    – Το πρόβλημα δεν είναι μόνο στο σύνδρομο. Αυτό, φυσικά, επιδεινώνει τις διαδικασίες, όμως, η ερώτηση είναι – ποιες συγκεκριμένα? Αυτές είναι οι διαδικασίες του μίσους, που μεγαλώνει. Η ναρκωτική εξάρτηση, ας είναι η εξάρτηση από την κάνναβη, ή από το καπνό, ή από το αλκοόλ – είναι γενικώς ένα από τα χαρακτηριστικά του ανθρώπου, που μισεί, δηλαδή, ενός τέτοιου, που όχι απλώς βιώνει κατά καιρούς το μίσος, την μνησικακία και επιθυμία να βλάψει, αλλά που θέλει να το βιώνει, θεωρεί αυτό το μίσος δίκαιο και ευχάριστο για τον εαυτό του, που αναζητάει την κάθε αφορμή, για να αισθανθεί το μίσος ξανά και ξανά.

    – Ένα από τα χαρακτηριστικά? Και τα άλλα ποια είναι?

    – Λύπηση για τον εαυτό τους. Τα άτομα με την ΑΑΧ πάρα πολύ συχνά αποδεικνύονται μισάνθρωποι.  Υπάρχει μια αρκετά απλή σύνδεση: αν νιώθεις λύπηση για τον εαυτό σου, τότε φοβάσαι τον κόσμο, που σε περιβάλλει, και που μπορεί να σε βλάψει, να σε θίξει, να σε προσβάλει, να σε μειώσει, και ο φόβος αυτός δημιουργεί το μίσος. Πολύ συχνά συμβαίνει και αυτό: ένας άνθρωπος άτολμος και με ΑΑΧ, όταν βρίσκεται υπό συνθήκες, στις οποίες κάποιος άλλος εκδηλώνει ακόμα εντονότερα την ΑΑΧ του, απ` ότι ο ίδιος, αποκτά μια ξαφνική και καθολική εξουσία πάνω σε κάποιον άλλο, τότε  σαν να πετάει το δέρμα του πρόβατου από πάνω του και μετατρέπεται σε μοχθηρό σαδιστή.

    – Και η ευγένεια, – θυμήθηκε η Τζέιν.

    – Ναι. Αν κάποιος είναι γλυκανάλατα ευγενικός, αυτό μπορεί να προέρχεται και από τον φόβο της επιθετικότητας, και απλώς με συνήθειες, με ανατροφή, όμως, αν ως απάντηση στην πρόταση σου να σταματήσετε αυτή την ευγένεια και να περάσετε σε απλή φιλική γλώσσα, ως ανταπόκριση στο απλό στιλ της ομιλίας σου βρίσκεται ένα σωρό των λόγων, για να το αποφύγει, τότε ο άνθρωπος αυτός είναι πιθανόν επικινδύνως – πιστεύει φανατικά, ότι η ευγένεια  είναι άκρως απαραίτητη, κάτι σαν τη προσευχή πριν από το φαγητό, και πώς μπορεί να αντιδράσει τέτοιο άτομο, σαν και αυτό, στην δική σου περιφρόνηση για την ευγένεια?

    – Με μίσος…

    – Τα άλλα σημάδια της επιθετικότητας – η διατήρηση των φιλικών σχέσεων με ανθρώπους, που μισούν, όσο καλή δικαιολογία και να έχει αυτό. Ακόμα – η παρανοϊκή καχυποψία για τις μουσούδες, τον Μποντχ μετά από την ανάγνωση των βιβλίων τους, και καλά «μήπως τα έγραψε όλα αυτά, για να προσελκύει τις κοπέλες και να τις πηδάει»? Αντίδραση του παραπόνου και της επινόησης στον Μποντχ και μουσούδες της περιφρόνησης, όταν δεν απαντάνε στα γράμματα , που τους έστειλε κάποιος… αυτά, και μερικά άλλα ακόμα – είναι τα πιο προφανή σημάδια ενός ανθρώπου, που μισεί.

    – Και η ανειλικρίνεια. – Υπενθύμισε η Τζέιν.

    – Ναι, και ο κραυγαλέος βαθμός της ανειλικρίνειας. Για παράδειγμα, – η Φόσσα σκέφτηκε λίγο, – όταν κοίταζα την παλιά αλληλογραφία του Μποντχ με αυτούς, που έστειλαν γράμματα στο ταχυδρομείο του, πρόσεξα – πόσο γρήγορα και πόσο αλάνθαστα  εκείνος αποκαλύπτει τους απαράδεκτα επιθετικούς και ανειλικρινείς ανθρώπους. Καμιά φορά οι αντιδράσεις του μου φαίνονταν ανεπαρκώς δικαιολογημένες, όμως, πάντοτε διαπίστωνα το λάθος μου και το δικό του δίκιο. Για παράδειγμα, μια τέτοια ιστορία – μια κοπέλα γράφει, ότι ενδιαφέρθηκε για την πρακτική, και ασχολείται εδώ και πολύ καιρό, έχει φτάσει στα σημαντικά αποτελέσματα ήδη και σχεδόν δεν βιώνει ΑΣ. Και τώρα θέλησε επιτέλους να γράψει στον Μποντχ. Το γράμμα από μόνο του ήταν αρκετά παράξενο. Αν ο άνθρωπος βρήκε το βιβλίο του Μποντχ και βρήκε κάτι, που του φάνηκε οικείο, δεν θα ήθελε να γράψει αμέσως στον ίδιο, να γράψουν στις μουσούδες – αφού του φάνηκαν τόσο κοντινοί άνθρωποι? Για ποιο λόγο ένα, ή δυο ολόκληρα χρόνια ο άνθρωπος αυτός προτίμησε να συναναστρέφεται με τους βλάκες και ηλίθιους, που τον περιβάλλουν, αντί να κάνει τα πάντα, ώστε να επικοινωνήσει με αυτούς, που ενδιαφέρονται και ασχολείται με τη πρακτική της απομάκρυνσης των αρνητικών συναισθημάτων και της ηλιθιότητας, της καλλιέργειας των ΦΑ και χαρούμενων επιθυμιών; αυτό από μόνο του ήδη προκαλεί αμφιβολίες. Και το γράμμα ήταν γραμμένο, θα έλεγα, με πολύ σωστό και ευγενικό τρόπο. Και αυτό επίσης είναι περίεργο. Ο Μποντχ έγραψε, ότι παραξενεύτηκε με το ότι εκείνη δεν θέλησε να μιλήσει μαζί του και με τις μουσούδες νωρίτερα, να μοιραστεί τις ανακαλύψεις της ή έστω να εκδηλώσει την κουταβίσια χαρά της, επειδή βρήκε επιτέλους, έναν οικείο άνθρωπο, να γράψει κάτι σαν «Μποντχ, πόσο τέλειο είναι, ότι υπάρχεις εσύ και οι μουσούδες, ότι έγραψες ένα τέτοιο βιβλίο, είναι λες και την έγραψα εγώ η ίδια. Δεν ξέρω, τι άλλο να γράψω, απλώς θέλω να γράψω έστω κάτι». Ένα τέτοιο γράμμα δεν θα είχε βέβαια, μεγάλη ουσία, όμως, θα εκδήλωνε τουλάχιστον την ειλικρινή χαρά, την έξαρση, ενώ το επίπεδο της σχέσης τους θα μπορούσε να αυξηθεί μέσω κάποιας κοινής δραστηριότητας, ή με τις ερωτήσεις του Μπόντχι, ή από τις συμβουλές του και τα λοιπά. Αυτή απάντησε, ότι μπορεί, βέβαια, εύκολα να περάσει σε αυτό το στιλ της επικοινωνίας, απλώς αυτό δεν είναι στον χαρακτήρα της.

    – Δηλαδή, αρνήθηκε απλώς να μιλάει με πιο απλό στιλ, – συμπέρανε η Τζέιν.

    – Ναι. Έπειτα έγραψε, ότι ασχολείται με πρακτική μαζί με τον δωδεκάχρονο γιο της, επειδή τον ρωτάει το πρωί – αν θέλει τσάι ή καφέ. Ο Μποντχ ρώτησε, έκπληκτος, – γιατί να βασανίζει έτσι δωδεκάχρονο αγόρι?? Για ποιο λόγο να εκδηλώνει μια τόσο επιθετική φροντίδα, αφού ακόμα και στα πέντε του ο άνθρωπος μπορεί πάρα πολύ εύκολα να φτιάξει μόνος του το πρωινό του. Σαν ανταπόκριση, η γυναίκα εκείνη δήλωσε, ότι ξέρει και μόνη της πάρα πολύ καλά να ξεχωρίζει τις αντιλήψεις της, και ότι δεν υπάρχει καμία φροντίδα σε αυτό, και δε καταλαβαίνει – γιατί να μην μοιραστεί τη τροφή της με ένα κοντινό της, για τον οποίο η ίδια είναι ο οδηγός σε αυτόν τον κόσμο?

    Η Τζέιν γέλασε.

    – Κατάλαβα.

    – Έτσι κι ο Μποντχ τα κατάλαβε όλα και της έγραψε, ότι η συζήτηση τους έληξε λόγο απαράδεκτης ανειλικρίνειας. Και εγώ δεν είχα καταλάβει ακριβώς – αν έχει νόημα έτσι απλά – βασιζόμενος σε αυτή την ανειλικρίνεια, ολοκληρωτικά και για πάντα να απορρίπτεις την επαφή με τον άνθρωπο; Και αν εκείνη δεν κατάλαβε κάτι καλά, και αν το ένα, αν το άλλο…

    – Και;

    – Και όλες μου οι αμφιβολίες εξατμίστηκαν, όταν είδα την απάντηση της, που περιείχε τις παραινετικές προτάσεις για το ότι ο Μποντχ απλούστατα δεν έχει κάτι άλλο να τη διδάξει, επειδή αυτή ήδη τα ξέρει όλα και όλα τα μπορεί. αυτός είχε δίκιο – η γυναίκα αποδείχθηκε όχι απλώς «αθώα-ανειλικρινής», αλλά αυτοερωτευμένη εσωτερική, και τώρα την είδα επιθετικά-ηλίθια και παραδέχτηκα, ότι όντως η επικοινωνία με τέτοιο άτομο δεν έχει κανένα ενδιαφέρον απολύτως. Υπήρξαν πολλές τέτοιες περιπτώσεις, και διαβάζοντας τα γράμματα του, είδα – πως με απλές ερωτήσεις εκείνος βγάζει την αλήθεια από τον άνθρωπο, γυμνώνοντας τις αντιλήψεις του τόσο ξεκάθαρα, σαν να βρίσκονται στην παλάμη του.

    Η Φλορίντα σηκώθηκε και τίναξε από τα γόνατα της τα χορταράκια, που κόλλησαν.

    – Σε ο, τι αφορά την ανησυχία στο φόντο, χρειάζεται δουλειά – από μόνη της δεν θα χαθεί πουθενά. Κάνε μια προσεκτική ανάλυση της ανησυχίας σου, δηλαδή να θέσεις στον εαυτό σου τις ερωτήσεις – τι ορισμένα σε ανησυχεί στο μέλλον μου? Ποιες συγκεκριμένα εικόνες θεωρώ πιθανόν επικίνδυνες και ανησυχητικές; Μετά ανέλυσε – αν οι φόβοι αυτοί είναι όντως δικαιολογημένοι, να το δεις με λεπτομέρειες και επιχειρήματα, και αν δεν είναι αρκετά, κάνε τα απαραίτητα πειράματα. Για παράδειγμα, αν φοβάσαι, ότι θα ξυπνήσεις ένα πρωί και δεν θα θέλεις τίποτα εντελώς, ξύπνα τότε και μην κάνεις τίποτα. Μείνε ξαπλωμένη και μην κάνεις τίποτα για δεκαπέντε λεπτά, μισή ώρα – αν θα μπορέσεις να το αντέξεις:) Και όταν θα δεις – τι γίνεται, τότε θα έχεις τις αφορμές για κάποιες δικαιολογημένες διατυπώσεις.

    – Και αν θα θέλω να ξαπλώνω έτσι και να μην κάνω τίποτα?…

    – Τότε μείνε και μην κάνεις, αν όντως δεν θέλεις τίποτα, όμως, νομίζω, ότι θα είναι απίθανο να μην θελήσεις τίποτα. Αφού θέλεις έστω κάτι? Αν ο άνθρωπος ζει μια εντελώς σκοτωμένη ζωή, αν σέρνει πάνω του εκατοντάδες καθήκοντα, οικογενειακά, θρησκευτικά, εργασιακά, αν είναι δεμένος χειροπόδαρα με φόβους και υποχρεώσεις, αν είναι ηλίθιος και βιώνει τα ΑΣ, τότε, βέβαια, ίσως και να θελήσει ορισμένα να μην κάνει τίποτα – είναι μιας μορφής επιθυμία να πεθάνει, όμως, η δική σου ζωή είναι διαφορετική, και για αυτό η απραξία σου δεν θα περνάει με τον ίδιο τρόπο, όπως σε αυτούς. Εσύ δεν θέλεις τίποτα συγκεκριμένα? Η θέλεις κάτι τελικά, όταν νομίζεις, ότι «δεν θέλεις τίποτα»?

    Η ερώτηση έβαλε την Τζέιν σε βαθιές σκέψεις.

    – Μάλλον, ναι… θέλω να φάω κάτι νόστιμο, δηλαδή, επιθυμία των γευστικών εντυπώσεων… ακόμα θέλω να διαβάσω κάποιο βιβλίο, όμως, πάρα-πάρα πολύ «ελαφρύ», για παράδειγμα, τον Σέρλοκ Χολμς η Αγκάθα Κρίστι, η απλώς κάποιο λογοτεχνικό βιβλίο με πιο απλές περιπέτειες, κάτι σαν του Ιουλίου Βερν η Εμαρ, η του Μάιν Ριντ.

    – Δηλαδή, το πρόβλημα δεν είναι, ότι δεν υπάρχουν οι επιθυμίες, αλλά το ότι οι επιθυμίες, που έρχονται την ώρα της πτώσης, σου φαίνονται απαράδεκτες, ντροπιαστικές? – Συνόψισε η Φλορίντα.

    – Έτσι βγαίνει…

    – Τότε κάνε μια απλή προσπάθεια – σταμάτα να υποστηρίζεις αυτή την κυριγματική μαλακία και κάνε αυτό, που θέλεις. Δηλαδή, πραγματικά δεν χρειάζεται καν να αλλάξεις κάτι στην στρατηγική σου – θα συνεχίσεις, όπως και πριν, να κάνεις αυτό, που θέλεις.

    – Δύσκολα φαντάζομαι τον εαυτό μου, που περιφέρεται στο πάρκο, ξαπλώνει στο γρασίδι και διαβάζει Εμαρ, καταβροχθίζει τις τούρτες με τσάι και δεν κάνει τίποτε άλλο. Α, θέλω ακόμα να δω ταινίες, επιστημονικής φαντασίας, ας πούμε, ή δράσης!

    Η Τζέιν χαμογέλασε, φαντάζονταν αυτή την εικόνα απ` έξω.

    – Δες τις ταινίες σου. Τρώγε τις τούρτες. Επιλέγοντας τα βιβλία, μπορείς, ωστόσο, να πάρεις κάποια, που να μην είναι τόσο απλά, δηλαδή, ανάμεσα στον Ιούλιο Βερν και τον Εμαρ διάλεξε τον πρώτο, διότι στα βιβλία του υπάρχουν οι περιγραφές των ζωντανών μουσούδων, υπάρχουν κάποιες σκέψεις – αυτό ονομάζεται «μαλακό ρίξιμο» – όταν δεν ρίχνεσαι απλώς με φορά μέσα στο βάλτο και ξαπλώνεις εκεί, μέχρι να αναγουλιάσεις, αλλά μειώνεις σταδιακά το επίπεδο της διασκέδασης – από το σοβαρό βιβλίο της ιολογίας κατεβαίνεις στην «Γενετική του XXV αιώνα», η οποία παρόλο που έχει ενδιαφέρουσες πληροφορίες, είναι γραμμένη με άκρως απλή και προσιτή γλώσσα. Αν και αυτό δεν πιάνει, κατέβα ακόμα ένα επίπεδο – πάρε απλώς κάποιο δημοφιλές επιστημονικό βιβλίο, γραμμένο με ποιο απλά λόγια, και στην περίπτωση, αν και αυτό δεν θα σου ταιριάξει, – εντάξει, πάρε τον Ιούλιο Βερν ή τον Μάιν Ριντ, και αν ξανά θελήσεις κάτι πιο απλό, τότε διάβασε τον Εμαρ ή τον Ζακ. Έτσι και στα υπόλοιπα – αν δεν θέλεις να παίξεις τένις, παίξε μπάντμιντον, και αν «όχι», παίξε ρακέτες, αν και αυτό σου φαίνεται υπερβολικά δραστήριο, τότε πήγαινε να ρίξεις τα βελάκια στον στόχο. Να γλιστράς από ένα επίπεδο στο άλλο, και όταν σταθεροποιηθείς αρκετά ψηλά, η πτώση σου θα είναι ελάχιστη και θα επιστρέψεις γρήγορα στην κανονική για σένα κατάσταση της δραστηριότητας, της προσμονής. Μπορείς να ταξιδέψεις – θα λάβεις εντυπώσεις από την αλλαγή του τόπου. Κατά καιρούς να εκτελείς την «απραξία», πρόσεξε, όμως, να είναι ακριβώς «καμία πράξη»! Μπορείς να ξαπλώσεις η να καθίσεις.

    – Αυτό δεν θα είναι το «σκληρό ρίξιμο», όταν θα βουτήξω κατευθείαν στον απόλυτο βούρκο?

    – Όχι. Το χαμηλότερο επίπεδο της πτώσης – δεν είναι η απουσία της δραστηριότητας, – εξήγησε η Φλορίντα. – Είναι ακριβώς η πυκνή, απορροφητική δραστηριότητα, με την οποία ο άνθρωπος προσπαθεί να βουλώσει την μιζέρια, η οποία τον χαζεύει κι τον δηλητηριάζει, γίνεται επιμονή. Η απραξία σε επαναφέρει, αφυπνίζει τα ενδιαφέροντα στην κατάσταση, όταν υπάρχει μια τέτοια πτώση, όπως η δική σου, η όταν ο άνθρωπος έχει τρελαθεί από την κυριαρχία στη ζωή του της μηχανικής δραστηριότητας, καθορισμένης με ντροπή, με φόβο, με καθήκον, με θρησκευτικά η οικογενειακά δόγματα και άλλες μολύνσεις.

    – Να ταξιδέψεις…, – μουρμούρισε η Τζέιν. -Ναι, αυτό έχει ενδιαφέρον!

    – Τότε ακολούθησε τους σπηλαιολόγους μας, και εμπρός, δηλαδή – κάτω!:)

    – Ναι… το θέλω, σίγουρα το θέλω! Θα συρθώ κάτω!

     

    Γύρω στα δέκα άτομα ασχολήθηκαν με την έρευνα της σπηλιάς, που βρέθηκε. Εννοείται, ότι ο καθένας πρόλαβε μερικές φορές να ερευνήσει τα κοντινά περάσματα και ανοίγματα, ωστόσο, σοβαρά με την πρωτοπορία ασχολούνταν πολύ λίγοι – επί το πλείστον αυτοί, στα ενδιαφέροντα των οποίων συγκαταλεγόταν η γεωλογία και αναρρίχηση, έτσι και η Αϊρίν, και ο Σουτζάν, και ο Λομψάνγκ ήταν ήδη εδώ. Εκτός από αυτούς, ένα ολόκληρο κοπάδι των σκαντζόχοιρων έτρεχε συνέχεια πέρα-δώθε, τρελαμένο από την πληθώρα των εντυπώσεων. Ο Εντ, ωστόσο, μείωσε κάπως τον ενθουσιασμό τους,  τους μάζεψε όλους στη μεγάλη αίθουσα και τους έδειξε ένα ντοκιμαντέρ, οπού περιγράφονταν με κάθε λεπτομέρεια οι κίνδυνοι της σπηλαιολογίας. Υπενθυμίζοντας στους σκαντζόχοιρους, ότι είναι ήδη αρκετά μεγάλοι, για να καταλαβαίνουν μόνοι τους – σε ποιο βαθμό πρέπει να ρισκάρουν τη ζωή τους, και έχοντας διαπιστώσει, ότι η ταινία, που προβλήθηκε, και τα λόγια του είχαν τη σωστή επίδραση, εκείνος θεώρησε το καθήκον του ολοκληρωμένο και έδωσε στους σκαντζόχοιρους την πλήρη ελευθερία των κινήσεων.

    Η Φόσσα και ο Τόμας επίσης περνούσαν πολλή ώρα στη σπηλιά, ενώ η Φλορίντα μπήκε μέσα καμιά-δύο φορές, και σε αυτό το ενδιαφέρον της για τη σπηλιά είτε εξαντλήθηκε, είτε αναβλήθηκε.

    Την πρώτη ξενάγηση για την Τζέιν ανέλαβε ο Λομψάνγκ, ταυτόχρονα γεμίζοντας τη με τις πληροφορίες για τις σπηλιές, για την οποία εκείνη ενδιαφέρθηκε άθελα της, ακόμα και στο φόντο της περίεργης άπραγης κατάστασης της. Ωστόσο, και αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί «μαλακό ρίξιμο», διότι το να ακούει την διήγηση του Λομψάνγκ ήταν εντελώς εύκολος και απλός τρόπος να λαμβάνει τις γνώσεις.

    – Αυτή είναι καρστική σπηλιά, – άρχισε εκείνος, όσο προχωρούσαν μαζί σε ένα στενόμακρο – γύρω στα σαράντα μέτρα – διάδρομο, που διαπλάτυνε προς τους βασικούς χώρους της σπηλιάς. – Είναι τέτοιες σπηλιές, οι οποίες δημιουργούνται σαν αποτέλεσμα της διάβρωσης με νερό διάφορων πετρωμάτων, έτσι, εννοείται, εμφανίζονται μόνο στα μέρη, στα οποία υπάρχουν αυτά τα υδατοδιαλυτά  πετρώματα.

    – Ασβεστίτης? Μα εδώ έχουμε έναν συμπαγή βράχο, από που βρέθηκε ο ασβεστίτης?

    – Όχι μόνο, – διαφώνησε ο Λομψάνγκ, – Ο δολομίτης, η κιμωλία, ο γύψος, το αλάτι, – όλα τα αυτά είναι επίσης  εύκολα διαλυτά πετρώματα.

    – Μα είναι επίσης αδύνατον να υπάρξουν εδώ – στο εσωτερικό του βράχου!

    – Δεν υπάρχουν, αλλά υπάρχει το μάρμαρο.

    – Μάρμαρο? – Ξαφνιάστηκε η Τζέιν.

    – Τι σε εκπλήσσει; Εδώ – στα βουνά του Νεπάλ, υπάρχει τεράστια ποσότητα μαρμάρου.

    – Όχι, αυτό το ξέρω, όμως, μπορεί το μάρμαρο να διαλυθεί; Αφού αυτό είναι τόσο ανθεκτικό!

    – Είναι ανθεκτικό, αλλά γίνεται να διαλυθεί, αυτό είναι ζήτημα χρόνου, εφόσον το μάρμαρο – δεν είναι κάτι άλλο από τον ασβεστίτη, CaCO3. Δημιουργείται από τους δολομίτες, και…

    – Αδύνατον! – Η Τζέιν πάγωσε και βούλωσε με τον ποπό της το πέρασμα, έτσι ο Λομψάνγκ προσέκρουσε σε αυτό με το κεφάλι του. – Ένας μεγάλος κρύσταλλος του δολομίτη στέκεται στο ξέφωτο μπροστά από τις καλύβες μας, αυτές, στο άλσος του μπαμπού, είναι έτσι μεγάλοι διάφανοι κρύσταλλοι, σαν τον χαλαζία, και από αυτά γίνεται να σχηματιστεί το μάρμαρο??

    – Γίνεται, γίνεται, – ο Λομψάνγκ την έσπρωξε με το κεφάλι στον ποπό, και η κίνηση τους συνεχίστηκε. – Η διαδικασία αυτή ονομάζεται «υπέρ-κρυσταλλοποίηση».

    – Και γιατί δεν ανοίγετε το πέρασμα? – Ρώτησε η Τζέιν, λυγίζοντας το σώμα της, για να χωρέσει σε μια στενή αψίδα.

    – Δεν ξέρω, δεν φτάσαμε ακόμα σε αυτό, θέλουμε όσο πιο γρήγορα μπορούμε να μελετήσουμε τη σπηλιά παραπέρα. Προς το παρόν τοποθετούμε τον αεραγωγό, – ο Λομψάνγκ κλώτσησε τον χοντρό σωλήνα, απλωμένο στο πάτωμα, – το αερίζουμε, αλλιώς δεν μπορείς να ανασάνεις εκεί… Λοιπόν, στον κόσμο οι περισσότερες σπηλιές είναι καρστικές, υπάρχουν ακόμα οι μαγματικές – γίνονται, όταν η εξωτερική επιφάνεια της λάβας έχει κρυώσει πια, ενώ εσωτερικά συνεχίζει – σαν μέσω ενός σωλήνα – να κυλάει το μάγμα, και όταν αυτό βγαίνει έξω, σχηματίζεται η σπηλιά. Ακόμα, υπάρχουν οι τεκτονικές σπηλιές…

    – Δηλαδή, το γύψο είναι επίσης ένα ορυκτό? – τον διέκοψε η Τζέιν. – Δεν είχα σκεφτεί για αυτό, νόμιζα, ότι το γύψο – είναι κάτι, που φτιάχνεται βιομηχανικά για την ιατρική χρίση.

    – Ο γύψος – είναι και αυτό ασβέστιο, μόνο με τη μορφή του θειικού άλατος,  δηλαδή, του CaSO4,  επίσης στη δομή του γύψου υπάρχει νερό, κι αν το ζεστάνουμε μέχρι πενήντα βαθμούς, το νερό αυτό αρχίζει να εξατμίζεται, και το γύψο μετατρέπεται σε σκόνη. Παρεμπιπτόντως, ο γύψος επίσης μπορεί να υπάρχει με την κρυσταλλική μορφή.

    – Οι κρύσταλλοι του γύψου! – Γέλασε η Τζέιν, και τότε οι το σύρσιμο της ολοκληρώθηκε – το τούνελ έβγαινε στη μεγάλη αίθουσα, και το γέλιο πάγωσε πάνω στα χείλη της.

    – Ουάου…, – το μόνο, που κατάφερε να ξεστομίσει εκείνη, και ο Λομψάνγκ αναγκάστηκε να τη σπρώξει ξανά με το κεφάλι στον ποπό, για να βγουν και οι δυο έξω από το τούνελ.

    Όντως, δεν θα μπορούσε να πει και κάτι περισσότερο – έμεινε μόνο να κοιτάζει, με το κεφάλι της ψηλά. Η αίθουσα είχε ύψος γύρω στα δέκα μέτρα και διάμετρο κοντά στα τριάντα. Στο κέντρο του υπήρξαν σωροί από τεράστιες πέτρες. Ολόκληρος ο χώρος ήταν φωτισμένος – όχι πολύ έντονα, όμως, αρκετά, ώστε όλη η επιφάνεια του  να λάμπει, σαν μια γαλάζια φλόγα.

    – Ακουαμαρίνες, – εξήγησε ο Λομψάνγκ. – Πάρα πολύ καθαρής ποιότητας.

    Πλησιάζοντας τον κοντινότερο τοίχο, η Τζέιν ακούμπησε έναν τεράστιο κρύσταλλο, με διάμετρο περίπου πέντε εκατοστά και μήκος περίπου είκοσι. Παντού γύρω του έλαμπαν οι μικρότερες ακουαμαρίνες, και λίγο πιο πέρα – άλλος ένας εξίσου μεγάλος, και όλα – με διάφορες αποχρώσεις του τρυφερά-γαλάζιου χρώματος, και σχεδόν άσπρα, και σκούρο-γαλανά.

    – Τέλειοι σταλακτίτες…, – μουρμούρισε η Τζέιν, γέρνοντας το κεφάλι της πίσω.

    Κάποιοι σταλακτίτες έφταναν στο πάτωμα της σπηλιάς, ενωμένη με τους σταλαγμίτες, που υψώνονταν, για να τους συναντήσει.

    – Σταλαγνάτες, – έδειξε με το κεφάλι προς την κατεύθυνση τους ο Λομψάνγκ,

    – Σταλαγνάτες?

    Η Τζέιν ποτέ πριν δεν είχε ακούσει μια τέτοια λέξη.

    – Έτσι ονομάζονται οι σταλακτίτες, ενωμένοι με τους σταλαγμίτες.

    – Και… πώς μπορούσε να σχηματιστεί αυτό? Πού οδηγεί αυτή η σπηλιά; Ζει εδώ κάποια νυχτερίδα? – η Τζέιν δεν ήξερε, ποια ερώτηση την ενδιαφέρει περισσότερο, και γέμιζε τον Λομψάνγκ με όλες ταυτόχρονα.

    – Σταθήκαμε τυχεροί, ότι συναντήσαμε αυτή τη ρωγμή, – της έλεγε ο Λομψάνγκ, περνώντας μέσα από την κεντρική ομάδα των μονόλιθων. Την καλύτερη πορεία έδειχναν τα φωτοαντανακλαστικά σποτάκια. – Εδώ καμιά φορά συμβαίνουν οι σεισμοί, τις περισσότερες φορές μικροί, όμως, μερικές χιλιάδες χρόνια πριν, μάλλον, το βουνό κουνήθηκε για τα καλά, έτσι και δημιουργήθηκε αυτή η ρωγμή, την οποία εμείς παρατηρήσαμε και μας έφερε εδώ. Μάλλον, με τον ίδιο σεισμό αποκλειστικέ το νερό, και έφυγε από αυτό το μέρος. εκεί, – χαμηλότερα και πιο μακριά, το νερό εμφανίζεται ξανά, όμως τώρα αυτή η σπηλιά είναι στέγνη. Η ρωγμή αυτή προχωράει οριζόντια επί σαράντα μέτρα, και εμείς δεν σκοπεύαμε να προχωρήσουμε τόσο πολύ κατά πλάτος. Βέβαια, σε μερικούς αιώνες όπως και να έχει θα την είχαμε συναντήσει, ίσως και όχι…

    Ξεπερνώντας το εμπόδιο, ο Λομψάνγκ έδειξε σχεδόν αόρατο σκούρο στίγμα στον μακρινό τοίχο.

    – Εκεί συνεχίζεται.

    Φτάνοντας σε αυτό το σημείο, η Τζέιν είδε, ότι κάτω με κλήση σαράντα πέντε μοιρών φεύγει μια επίπεδη ρωγμή με ύψος περίπου ένα μέτρο. Δεν ήταν δύσκολο να κατεβούν.

    – Υπέροχο, ότι δεν φωτίσατε πολύ τη σπηλιά! Έτσι είναι πολύ ωραία – λάμπουν μόνο τα σποτάκια και πολύ ελαφρύς φωτισμός, έτσι δεν χρειάζεται να ανησυχείς, ότι θα χαλάσει ο φακός σου.

    – Ναι, δεν θέλαμε να τη μετατρέψουμε σε κάποιο «τουριστικό αξιοθέατο» – θέλουμε να κρατήσουμε την δυνατότητα να την απολαμβάνουμε με την αρχική της μορφή.

    Δέκα λεπτά αργότερα μετά από μια μακρύ κάθοδο εκείνοι και πάλι βρήκαν ανοιχτό χώρο – αυτή τη φορά ήταν ένα τούνελ με ύψος τρία-τέσσερα μέτρα, το οποίο έφευγε οριζόντια κάπου μπροστά.

    – Εδώ κάποτε υπήρξε η κοίτη ενός υπόγειου ποταμού, – είπε ο Λομψάνγκ, κλοτσώντας με το πόδι την άμμο. – Τώρα ο ποταμός είχε χαθεί προ πολλού, όμως, αυτή την γαλαρία εμείς την ονομάσαμε ο Νείλος ».

    Αυτό το μέρος ήταν πολύ ασυνήθιστο. Λυγίζοντας απαλά, το τούνελ έφευγε δεξιά. Το πάτωμα του ήταν γεμάτο με λεπτή άμμο, ενώ οι τοίχοι και η οροφή είχαν παράξενες περισκληρύνσεις, που θύμιζαν κάπως τον εγκέφαλο.

    – Θα περπατήσουμε μπροστά για περίπου ένα χιλιόμετρο, πάμε.

    – Χιλιόμετρο!…, – Η Τζέιν έμεινε άφωνη. – Δεν φανταζόμουν, ότι η σπηλιά είναι τόσο μεγάλη!

    – Μεγάλη? – Γέλασε ο Λομψάνγκ. – Πρώτον, δεν ξέρουμε ακόμα, πως είναι, διότι μόλις αρχίσαμε να τη μελετάμε, όσο για το μάκρος… για παράδειγμα, το συνολικό μάκρος όλων των γνωστών γαλαριών της σπηλιάς  Μαμούθ στις ΗΠΑ φτάνει τα εξακόσια χιλιόμετρα. Εξακόσια, μπορείς να το φανταστείς αυτό ?! Και πόσο ανεπτυγμένη και μακριά θα είναι αυτή η σπηλιά, δεν το γνωρίζουμε. Για παράδειγμα, εδώ δεν είχαμε καν χωθεί καλά-καλά ακόμα. – ο Λομψάνγκ έδειξε ένα χάσμα κοντά στον τοίχο. – Καρστικό πηγάδι.

    Εκείνοι πλησίασαν το χάσμα, και ο Λομψάνγκ φώτισε το εσωτερικό με το φακό του

    – Βάθος κοντά στα πενήντα μέτρα.

    – Θα κατεβούμε?! – Πρότεινε η Τζέιν.

    – Δεν έχει νόημα. Κάτω υπάρχει ένας μικρός οριζόντιος λάκκος, και μετά από αυτό – νερό, πιθανόν, είσοδος σε μια υπόγεια λίμνη. Δεν αρχίσαμε ακόμα να το ελέγχουμε, διότι πρέπει πρώτα να φέρουμε εδώ τον εξοπλισμό, για να κάνουμε τις έρευνες με στολή κατάδυσης. Ήδη ξεκινήσαμε να στήνουμε κάτω ένα μέρος για την είσοδο στο νερό, όμως, όλα τα αυτά θα γίνουν αργότερα, τώρα μας ενδιαφέρει περισσότερο να εξοικειωθούμε με αυτά, στα οποία έχουμε εύκολη πρόσβαση.

    – Εγώ θα ήθελα πάρα πολύ να βουτήξω εκεί με στολή! Πότε θα αρχίσουν οι καταδύσεις?

    – Σε δυο εβδομάδες, ίσως, Όχι νωρίτερα. Πρέπει ακόμα να φτιάξουμε τις συνθήκες, για να μην μολύνουμε τυχαία το νερό, έτσι δεν χρειάζεται καθόλου η βιασύνη.

    Το χιλιόμετρο αποδείχθηκε πολύ μακρύ. Στην επιφάνεια η απόσταση κρύβεται λόγο του τοπίου, που αλλάζει συνέχεια, ενώ εδώ τα πάντα ήταν ίδια, ομοιόμορφα, τα πόδια βυθίζονταν λίγο στην άμμο, και είχες μια καταπληκτική αίσθηση της απόλυτης απόσπασης από τον έξω κόσμο, και κατά καιρούς σε γέμιζε σαν θολή πλημμύρα ο ομιχλώδης φόβος, αν και δεν υπήρξε κάτι να τρομάξεις, μα οι φόβοι εμφανίζονταν πέρα από τις λογικές σκέψεις, και η Τζέιν ανακάλυψε με έκπληξη, ότι απαιτούνται σημαντικές προσπάθειες, για να τους απομακρύνει.

    Το τούνελ ολοκληρώθηκε με άλλη μια αίθουσα – μικρότερη, απ` ότι η πρώτη, αλλά όχι λιγότερα όμορφη – ο θόλος και οι τοίχοι του έλαμπαν πια με την κόκκινη φλόγα.

    – Και αυτά τι είναι?

    – Οι τουρμαλίνες. Ροζ τουρμαλίνες – σπάνιες και πάρα πολύ μεγάλες, δεν είχα δει ποτέ πριν τόσο μεγάλες, ακόμα και στα μουσεία – εξήγησε ο Λομψάνγκ.

    Οι τουρμαλίνες σκορπίστηκαν στην επιφάνεια της αίθουσας εξίσου γενναιόδωρα, όσο και οι ακουαμαρίνες. Ένα τεράστιο σύγκριμα των ροζ τουρμαλινών στεκόταν κοντά στην είσοδο της αίθουσας. Οι κρύσταλλοι του έφταναν σε πλάτος στα είκοσι εκατοστά, διασταυρωμένοι με διάφορες γωνίες, και κάτω από το φως του φακού αυτό έδειχνε τόσο φανταστικό, ότι τους έμεινε μόνο να κοιτάζουν με το στόμα ανοιχτό, και να αισθάνονται, πως μέσα τους επίσης άρχισαν να τρέχει κάτι σαν τον απόηχο αυτής της φλόγας.

    – Ξεκινώντας από αυτό το σημείο τα πάντα δεν είναι και τόσο απλά πια, – ο Λομψάνγκ φώτισε γύρω του και η Τζέιν είδε, ότι σε αυτόν τον χώρο σε διάφορα επίπεδα φαίνονται μαύρες τρύπες.

    – Από αυτόν τον χώρο αρχίζουν ούτε λίγο ούτε πολύ οκτώ διάδρομοι. Κάποιοι περνάνε οριζόντια, κάποιοι – απότομα κάτω, και ένας – προς τα πάνω. Έπειτα η διακλάδωση συνεχίζεται, έτσι εδώ είναι το τελευταίο ασφαλές μέρος της σπηλιάς. Έχουμε ερευνήσει κάπως μερικές διαδρομές, τις σημαδέψαμε και τις προσθέσαμε στον χάρτη. Ο χάρτης βρίσκεται εδώ.

    Ο Λομψάνγκ την πήγε μπροστά σε μια μεγάλη πέτρα, όπου σε ένα βαθούλωμα υπήρξε ένα λαπ-τοπ, και δίπλα του μερικά χάρτινα αντίγραφα του χάρτη, επιπλέον φακοί, και ένα φαρμακείο.

    – Όσο προσθέτουμε τα νέα τμήματα στο σχήμα, ανταλλάζουμε τους παλιούς χάρτινες χάρτες με καινούριους.

    – Μπορεί κανείς να χαθεί εκεί?

    – Με καταπληκτική ευκολία. Για παράδειγμα, αυτό εδώ το τούνελ, – ο Λομψάνγκ έδειξε ένα σκοτεινό χάσμα, σημειωμένο με τον αριθμό «3», – ξεγέλασε εμένα τον ίδιο. Θα πάμε εκεί, όμως, για αρχή ας σβήσουμε τους δείκτες.

    Ο Λομψάνγκ πλησίασε το λαπ-τοπ, ακούμπησε τα κουμπιά του, και ο φωτισμένος διάδρομος, που έφευγε στο βάθος του τούνελ, έσβησε.

    – Και αν κάποιος είναι εκεί μέσα?

    – Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει κανένας. Αν κάποιος ακολουθεί μια ορισμένη πορεία, αφήνει ένα μήνυμα στον υπολογιστή για αυτό, και το μήνυμα αποστέλλεται στην βασική κονσόλα έξω.

    – Και εσύ τώρα αφίσες ένα τέτοιο μήνυμα?

    – Φυσικά.

    Το πέρασμα ήταν πολύ πιο δύσκολο, απ` ότι πριν. Αναγκάστηκαν πρώτα να σκαρφαλώνουν πάνω, στριμωγμένοι ανάμεσα στις πέτρες, μετά να κάνουν κύκλο γύρω από ένα τρίμετρο χάσμα, μετά να συρθούν ανάμεσα στους δυο τρίμετρους ογκόλιθους, και έπειτα να κατεβαίνουν πάνω σε μια τραχιά επιφάνεια κάτω για περίπου πέντε μέτρα, κατόπιν και πάλι να προσπερνάνε ένα σωρό από πέτρες και να σέρνονται πάνω στη ράχη του βράχου, και μετά οι τοίχοι γύρω τους σαν να άνοιξαν, και η Τζέιν βρήκε τον εαυτό της στην κορυφή ενός μικρού λόφου, από το οποίο ο δρόμος χανόταν στο σκοτάδι κάτω από τις συσσωρευμένες πέτρες. Χρειάστηκαν πέντε λεπτά ακόμα, για να αποφύγουν όλα τα εμπόδια, και στριμωγμένοι στις στενές ρωγμές, να περάσουν αυτή την δύσκολη ζώνη και να βγουν σε ένα ίσιο μέρος.

    Όταν η αναπνοή της Τζέιν ηρέμησε επιτέλους, ο Λομψάνγκ της πρότεινε να γυρίσουν πίσω.

    – Κιόλας, γιατί?? Ας προχωρήσουμε και άλλο!

    – Εντάξει, θα πάμε, – επέμενε εκείνος, – αλλά πρώτα θα γυρίσουμε, κάτι ξέχασα εκεί.

    – Εντάξει, αφού πρέπει να πάμε, ας πάμε!

    Η Τζέιν γύρισε και σύρθηκε κάτω. Αναγκάστηκε και πάλι να γλιστρήσει στο στενό πέρασμα ανάμεσα στους μονόλιθους, και πάλι να στριμώχνεται στις χαραμάδες… ένα λεπτό αργότερα η Τζέιν κατάλαβε ξαφνικά, ότι δεν είχανε ξανά περάσει από εδώ. Ήταν πολύ απρόσμενο και τρομακτικό. Η παρουσία του Λομψάνγκ την καθησύχαζε, και όμως ένιωθε απολύτως ξεκάθαρα τις κρίσεις πανικού. Στεκόταν εκεί, φώτιζε με τον φακό τον δρόμο μπροστά της και με τίποτα δεν μπορούσε να καταλάβει – τι συνέβη τελικά.

    – Έρχεται ο πανικός? – Ενδιαφέρθηκε ο Λομψάνγκ.

    – Ναι, – παραδέχτηκε εκείνη. – Διαβολικά δυσάρεστη αίσθηση, όμως, δεν μπορώ να κάνω τίποτα – προσπαθώ να τον απομακρύνω, αλλά σαν αποτέλεσμα το καταπιέζω μόνο, και αυτός ο φόβος κρέμεται πάνω μου, σαν κορυφή ενός τεράστιου κύματος – λίγο να το αφήσεις, και θα πέσει πάνω σου και θα σε καταπλακώσει.

    – Ο πανικός είναι το πιο επικίνδυνο πράγμα, – επιβεβαίωσε ο Λομψάνγκ. – Αντί να κάνει ήρεμα αυτό, που μπορεί ακόμα να κάνει, ο άνθρωπος αρχίζει να τρέχει στη σπηλιά και μπερδεύεται τελείως. Τα πάντα είναι πάρα πολύ απλά. Νομίζεις, ότι πάμε πίσω, ενώ στην πραγματικότητα προχωράμε μπροστά.

    – Μπροστά??? Αδύνατον, αφού είχα στρίψει πίσω!

    – Βεβαίως και έστριψες, Όχι πίσω, αλλά εμπρός. Όταν σερνόμασταν σε αυτή τη λαβύρινθο, αυτή μας πήγαινε λιγάκι δεξιά συνέχεια, και είναι πολύ δύσκολο να το προσέξεις – εδώ γενικώς δύσκολα προσανατολίζεσαι, διότι δεν υπάρχει ούτε ορίζοντας, ούτε η κατεύθυνση του ηλιακού φωτός – τίποτα. Μόνο ομοιόμορφες πέτρες, τοίχοι, χάσματα και διάδρομοι.

    – Άρα, χρειαζόμαστε πυξίδα.

    – Ναι, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την πυξίδα, ωστόσο, δεν μπορούμε να την εμπιστευτούμε και αυτήν στα τυφλά – κάποια πετρώματα την μπερδεύουν εντελώς, και το αποτέλεσμα θα είναι επίσης θλιβερό.

    – Και τι να κάνουμε?

    – Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί. Τις πρώτες πορείες να κάνουμε με σκηνή και πυξίδα, ακόμα καλύτερα – με θεοδόλιχο και γυροσκόπιο, για να μετρήσουμε οι ίδιοι τις μοίρες των στροφών και των γωνιών. Να αφήνουμε σημάδια. Εγώ, όπως και εσύ, πιάστηκα σε αυτή την παγίδα. Όλοι πιάνονται. Για αυτό χρησιμοποιούμε αυτό το μέρος, για να ηρεμούν τα πνεύματα των πιο ασυγκράτητων ενθουσιαστών:), – γέλασε ο Λομψάνγκ. – Εγώ ήρθα εδώ πρώτος, και με προσμονή πήγαινα όλο και πιο μακριά, ωσότου δεν ανακάλυψα, ότι επέστρεψα στην ίδια έξοδο της αίθουσας με τις τουρμαλίνες. Στάθηκα τυχερός, επειδή αν θα φερόμουν πιο προσεκτικά και θα αποφάσιζα να «επιστρέψω», όπως και εσύ τώρα, θα έφευγα ακόμα πιο μπροστά. Σε αυτό το μέρος η δική μας «ρομαντική περίοδος» της εξερεύνησης της σπηλιάς τελείωσε, και καταλάβαμε, ότι κινδυνεύουμε να χάσουμε ακόμα και τη ζωή μας, έτσι παύσαμε την έρευνα και επινοήσαμε ένα σύστημα ασφάλειας, που συμπεριλάμβανε επίσης την έκτακτη έναρξη του συστήματος πλοήγησης, αν κάποιος κατά λάθος την απενεργοποιήσει σε αυτόν τον διάδρομο, στον οποίο εσύ περπατάς τώρα.

    Ο Λομψάνγκ προχώρησε ακόμα μερικά μέτρα μπροστά και φώτισε με φακό τον τοίχο – εκεί, αντανακλώντας δυνατά το φως του, έλαμπε το σημαδάκι του υπολογιστή. Ανάβοντας τους δείκτες της πλοήγησης, εκείνος της κούνησε το χέρι.

    – Πάμε πιο πέρα, εκεί μπροστά – η αίθουσα του οργάνου!

    Η αίθουσα του οργάνου ήταν μια μικρή αίθουσα με ψηλό, κοντά στα δεκαπέντε μέτρα, θόλο, από το οποίο προς όλες τις κατευθύνσεις απλώνονταν πολύ ασυνήθιστοι σχηματισμοί – σαν επίπεδες, λυγιστές, κάθετες ρωγμές.

    – Πολλές από αυτές τις ρωγμές τελειώνουν με αδιέξοδο, όμως, οι δώδεκα δίνουν αρχή στις νέες γαλαρίες. Κάποιες από αυτές τις μελετήσαμε έως το βάθος μερικών χιλιόμετρων, και παντού – νέες διακλαδώσεις, νέες γαλαρίες, νέα επίπεδα και ήμι-επίπεδα. Υπάρχουν μερικά πηγάδια, στα οποία καταλήγουν ρυάκια, και πάρα πολύ στενά περάσματα, όπου δεν προσπαθήσαμε ακόμα να χωθούμε, υπάρχουν και μεγάλα τούνελ και νέες αίθουσες.

    – ¨Έχει και άλλες αίθουσες, στολισμένες επίσης με πετράδια?

    – Ναι, πολλές. Αυτή η σπηλιά είναι μοναδική, δεν είχα διαβάσει ποτέ για κάτι τέτοιο. Ίσως, αυτό εξηγείται με το ότι λόγο σεισμικής δραστηριότητας αυτή σφραγίστηκε δεκάδες χιλιάδες χρόνια πριν, έτσι εδώ ποτέ δεν είχαν μπει άνθρωποι και δεν πρόλαβαν να την καταστρέψουν και να την βεβηλώσουν, και άλλη μια πιθανή αιτία βρίσκεται στην μοναδική ορυκτολογική σύσταση των γύρω βουνών, αφού τα Ιμαλάια είναι πλούσια σε διάφορα ορυκτά. Εδώ υπάρχει ακόμα και μαλαχήτο-αζουρίτικο  σπηλαίο, όπου και τα δυο ορυκτά εναλλάσσονται μεταξύ τους σε πιο απίστευτες μορφές και συνδυασμούς. Υπάρχει ένα τούνελ, στο οποίο εμείς ανακαλύψαμε γιγαντιαίους μονόλιθους-ρουμπίνια με διάμετρο ένα μέτρο.

    – Ρουμπίνι με ένα μέτρο διάμετρο!! Δηλαδή, είναι ένα γιγαντιαίο κρύσταλλο!

    – Όχι, – χαμογέλασε ο Λομψάνγκ. – Το ακατέργαστο, άγριο ρουμπινή δείχνει απλώς σαν μια σκούρα-μπορντό πέτρα, αρκετά άχαρη με την πρώτη ματιά, δεν μπορείς έτσι αμέσως να καταλάβεις, ότι είναι ένα ρουμπίνι. Στο δυτικό κομμάτι της σπηλιάς βρήκαμε ακόμα μια μακριά επίπεδη ρωγμή, τα τοιχώματα της οποίας στολίζουν οι  γιγαντιαίοι κρύσταλλοι των Νεπαλέζικων ζαφειριών – των κυανίτων. Είναι πολύ εύθραυστοι, έτσι περνάμε σε αυτή τη ρωγμή ένα ειδικό μονοπάτι, για να μην καταστρέψουμε τους κρυστάλλους. έχει τόσα πολλά…

    – Δηλαδή, όπως και με τις επιστήμες, μπορείς να μελετάς ολόκληρη τη ζωή σου, και ποτέ δεν θα φτάσεις στο τέλος.

    – Νομίζω, ότι δεν αποκλείεται αυτό, – συμφώνησε ο Λομψάνγκ. – Δεν αποκλείεται, ότι δεν θα ολοκληρώσουμε τον χάρτη αυτής της σπηλιάς ούτε  σε εκατό χρόνια από τώρα. Πρώτον, η σπηλιά είναι τεράστια και ασυνήθιστη, και δεύτερον, τα ενδιαφέροντα μας δεν περιορίζονται σε αυτήν… είναι τέλεια, φυσικά – να αφιερώσεις μια-δυο μέρες για να περάσεις άλλο ένα μονοπάτι, να χαρτογραφήσεις άλλο ένα κομμάτι του δρόμου, να πάρεις μερικά δείγματα ακόμα για το εργαστήριο, όμως, θέλουμε να κάνουμε και κάτι άλλο, Όχι μόνο αυτό.

    – Ναι, θέλουμε, – επιβεβαίωσε η Τζέιν, και ένοιωσε, ότι το δικό της «σώμα των επιθυμιών» κουνήθηκε και τεντώθηκε με όλες τις πατούσες του, και εμφανίστηκε μια ήρεμη και ευχάριστη σιγουριά, ότι τα πάντα είναι εντάξει , ότι δεν συνέβη τίποτα το καταστροφικό, και ότι αυτή η πτώση των επιθυμιών – είναι προσωρινή, δεν είναι παρά ένα επεισόδιο στη ζωή της.

    Αγγίζοντας τις λείες περισκληρύνσεις, από τις οποίες σχηματίζονταν οι άκρες των κάθετων ρωγμών, η Τζέιν είπε εν συντομία στον Λομψάνγκ την ιστορία της για τη ξαφνική εξαφάνιση των έντονων επιθυμιών.

    – Εγώ γενικώς δεν εξετάζω τέτοιες καταστάσεις, σαν πτώση η υποχώρηση, – σχολίασε εκείνος. – Η πτώση και υποχώρηση – είναι όποτε αρχίζουν κρίσεις εκνευρισμού και ανίας, και εσύ, αν κρίνω καλά από τα λεγόμενα σου, δεν αισθάνεσαι τίποτα παρόμοιο. Απλώς οι επιθυμίες σου σταμάτησαν, και έμεινες σε μια ιδιόμορφη σιωπή, αν δεν ερχόταν ο φόβος να κολλήσεις σε αυτό, ίσως θα είχες απολαύσει κιόλας μια τέτοια κατάσταση.

    – Ναι, δεν έχω κρίσεις επιθετικότητας η ανίας, – συμφώνησε η Τζέιν. – Μα η απόλαυση… δύσκολο να πω, ίσως όντως θα μπορούσα να απολαύσω αυτή την κατάσταση, δυσκολεύομαι να κρίνω τώρα.

    – Ο Μπόντχι μου είπε κάποτε την ιστορία για το πως ο Ράδερφορντ – ο μέγα φυσικός, ρωτούσε τον βοηθό του. «Τι κάνετε το πρωί?» «Δουλεύω.» «Και τι κάνετε το βράδυ?» «Δουλεύω». «Μάλιστα… και την ημέρα?» «Δουλεύω». Προφανώς, ο βοηθός περίμενε να λάβει έπαινο για την εργατικότητα του, όμως ο Ράδερφορντ εξεπλάγη: «Αν δουλεύεις όλη την ώρα, πότε σκέφτεσαι τότε??»

    Η Τζέιν γέλασε.

    – Θέλεις να πεις, ότι τέτοιοι περίοδοι της ηρεμίας των επιθυμιών συγγενεύουν με την αφηρημάδα, όταν ο άνθρωπος σταματάει και αναβαθμίζει, επανεξετάζει, η απλώς παρατηρεί, περιμένοντας την έναρξη μιας φρέσκιας άποψης, νέας ιδέας?

    – Ναι.

    – Περνάς καλά με τον Μποντχ?

    Ο Λομψάνγκ την κοίταξε και γέλασε δυνατά.

    – Ύπουλη ερώτηση, η οποία βασίζεται στην ικανοποίηση της περιέργειας?

    – Ε, ναι, – χαμογέλασε η Τζέιν. – Όμως, μια τέτοια περιέργεια είναι ανεπιθύμητη με κάποιον τρόπο?

    – Όχι, δεν είναι. Ναι, η παρέα του έχει πάρα πολύ ενδιαφέρον. Πολύ. Ποτέ δεν ξέρεις, τι θα συμβεί την επόμενη στιγμή. Μπορεί να σου ρίξει μια ενδιαφέρουσα ιδέα – όπως στην επιστήμη, έτσι και στην πρακτική, μπορεί ξαφνικά να σου δώσει μια συμβουλή για το θέμα, που εσύ εξετάζεις νοητικά, και όμως, δεν έχεις ξεστομίσει ποτέ. Μπορεί σε πιο αθώα, φαινομενικά, εκδήλωση σου να βρει ανειλικρίνεια, η ηλιθιότητα, και όχι απλώς να τη βρει, αλλά να αποδείξει αδιάσειστα, ότι αυτή η ανειλικρίνεια και ηλιθιότητα υπάρχει. Η ικανότητα του να σκέφτεται λογικά μαζί με την ειλικρίνεια και οξυδέρκεια και τεράστια πείρα στην μελέτη των αντιλήψεων – όλα μαζί δίνουν απολύτως καταπληκτική επίδραση, όταν νομίζεις, ότι απλούστατα βλέπει τα πάντα μέσα σου.

    – Και πόσο συχνά εκείνος έρχεται στη Βάση; Γιατί εγώ δεν μπορώ να μιλήσω μαζί του; Παραμένει για μένα κάποιος από τους μύθους και τα παραμυθία. Πιστεύω, φυσικά, ότι τον συναντάς και συναναστρέφεσαι μαζί του, και πιστεύω, ότι η Φόσσα, η Φλορίντα και άλλα θηρία επικοινωνούν με αυτόν, και μαθαίνουν από εκείνον, και όμως, αυτή η εξ αρχής μεταβλητότητα του προκαλεί παράξενη αίσθηση της απουσίας του…

    – Δεν ξέρω, – σήκωσε τους ώμους του ο Λομψάνγκ. – Ο ίδιος αποφασίζει, με ποιον και πόσο συχνά θα συναντιέται, και εγώ δεν γνωρίζω τίποτα για τα κίνητρα του. Όμως, εσύ πηγαίνεις στην τρίτη τάξη τώρα?

    – Ναι.

    – Και γιατί ανησυχείς τότε; Αυτό σημαίνει, ότι θα τον δεις σχεδόν σίγουρα. Καταλαβαίνεις, ότι δεν υπάρχουν και πολλοί άνθρωποι, ικανοί να σπουδάσουν στο πλευρό της Φλορίντας, του Τόμας και της Φόσσας, άρα, ο Μποντχ σίγουρα το επιβλέπει, δηλαδή, ρωτάει για την πρόοδο σας, διαβάζει οπωσδήποτε τις αναφορές σας κατά καιρούς.

    – Διάολε, δεν έχω σκεφτεί για αυτό, ότι όντως είμαστε τόσο λίγοι – αυτοί, που σπουδάζουν στην τρίτη τάξη, ότι αδύνατον να μην προκαλέσουμε το ενδιαφέρον του έστω κατά καιρούς… αν και, από την άλλη, δεν ξέρω επίσης, πόσοι τέτοιοι «δόκιμοι» υπάρχουν στις άλλες βάσεις… Εντάξει, αυτές είναι άκαρπες σκέψεις όλες, όμως, καμιά φορά ζηλεύω τους σκαντζόχοιρους, οι οποίοι, απ` ότι ξέρω, μπορούν να κάνουν παρέα μαζί του, όποτε και όσο θελήσουν.

    – Ζηλεύεις? – Επανέλαβε ο Λομψάνγκ.

    – Ναι, αν και μάλλον αυτή η σκέψη δεν ταιριάζει, διότι δεν ζηλεύω, σκεπτόμενη και καλά, ότι γαμώτο, κάνει παρέα με αυτούς, ενώ με μένα όχι, αυτό δεν είναι έτσι… είναι άλλου είδους ζήλια.

    – Δεν υπάρχει άλλη ζήλια. – Είπε σκληρά ο Λομψάνγκ. – Η ζήλια – είναι ένας συγκεκριμένως όρος, που καθορίζει ένα συγκεκριμένο σύνολο των αρνητικών συναισθημάτων, και επιθετικής μορφής κιόλας, και αν η ζήλια σου είναι «άλλου είδους», τότε να την ονομάσεις κάπως διαφορετικά, επειδή αν συνεχίσεις έτσι, σε λίγο θα λες, ότι μισείς, αλλά το μίσος σου είναι «άλλο»… Βρες έναν κατάλληλο ορισμό για τις αντιλήψεις σου, ή να τις απαριθμήσεις απλά, αν δεν έχεις έναν ταιριαστό όρο. Ο Μπόντχι δεν επιτρέπει σε καμία περίπτωση την σύγχυση των όρων, και μου αρέσει αυτό, προσπαθώ να κάνω και εγώ το ίδιο.

    – Συμφωνώ. Δεν είναι ζήλια. Τώρα δεν θέλω να διαχωρίσω – τι αισθάνομαι συγκεκριμένα, όταν σκέφτομαι, ότι ο Μποντχ είναι προσιτός για τους σκαντζόχοιρους. Όμως, δεν θα ξεχάσω αυτή την ερώτηση. Μετά, όταν οι επιθυμίες θα γίνουν πιο δραστήριες, θα επιστρέψω σε αυτήν.

     

    Την επόμενη η Τζέιν, ξυπνώντας στις πέντε, πρώτα απ` όλα έτρεξε κάτω, στη σπηλιά. Δύσκολο να πούμε, αν ήλπιζε να είναι η πρώτη, όμως, ούτως η αλλιώς, δεν ξαφνιάστηκε και πολύ, όταν είδε, ότι δίπλα στην είσοδο της σπηλιάς ήδη γίνεται κάποια δραστηριότητα – μερικοί σκαντζόχοιροι έτρεχαν πέρα-δώθε, κουβαλώντας, όπως φαινόταν, κάποια κομμάτια του εξοπλισμού για τις καταδύσεις. Ο Λομψάνγκ διεύθυνε την διαπλάτυνση του περάσματος, εξετάζοντας προσεκτικά ταυτόχρονα μερικές πέτρες, τις οποίες του έδινε η Αϊρίν. Ο Σουτζάν συζητούσε κάτι με την Μπέρτα, και εννοείται, ότι ήταν παρόν και ο Άντι, ο οποίος είχε την γενική ευθύνη για την ανάπτυξη ολόκληρου του οικισμού.

    Ανάμεσα στους ανθρώπους, τους οποίους εκείνη βρήκε εδώ, υπήρχαν και δυο νέα άτομα – ένα αρκετά ψηλό παλικάρι και κοπέλα, τα μάτια της οποίας σε μαγνήτιζαν άθελά σου. Αυτοί στέκονταν δίπλα και παρατηρούσαν αυτά, που συνέβαιναν, δεν επέβαιναν καθόλου και δεν συμμετείχαν σε τίποτα.

    – Ποια είναι αυτά τα παιδιά, – έγνεψε προς τη μεριά τους η Τζέιν, πιάνοντας από το χέρι τον Μάγκνους, ο οποίος κουβαλούσε ένα ζεύγος από φιάλες του οξυγόνου.

    – Ο Τάι με τη Μάγια, παράτα με, μην σου ακουμπήσω στο πόδι αυτά!

    Βαριανασαίνοντας, εκείνος έσυρε τη λεία του μέσα στη σπηλιά.

    Η Τζέιν απέφυγε να τους πλησιάσει, αποφασίζοντας, ότι θα προλάβει να τους γνωρίσει αργότερα, ενώ τώρα ήθελε να μάθει – τι προκάλεσε μια τέτοια ταραχή.

    – Ποια ταραχή? – απόρησε η Κούνγκα, η οποία ήταν το επόμενο θύμα της Τζέιν. – Εδώ είναι έτσι κάθε πρωί. Και τώρα εμείς θα πάμε στο πηγάδι!

    – Σε ποιο, αυτό, που είναι…

    – Που είναι στην αρχή του Νείλου.

    – Α, δηλαδή, και τις στολές εκεί κουβαλάνε?

    – Ναι, θα πας?

    – Σίγουρα θα πάω! Και ποιος θα καταδυθεί?

    – Πρώτοι θα πάνε ο Σέντρικ με τη Γιόλκα, ακόμα ήρθαν ο Τσοκ με τον Τζέφρι από τον οικισμό της Μαλαισίας, και αυτοί θα πάνε με την πρώτη ομάδα.

    Η Τζέιν είχε δει τη Γιόλκα καμιά-δυο φορές – εκείνη ερχόταν στη Βάση, όμως, δεν έμεινε για πολύ, έτσι, ουσιαστικά, δεν κατάφεραν ποτέ να μιλήσουν, αν και εμφανισιακά η Γιόλκα φάνηκε πολύ ελκυστική στην Τζέιν –  είχε μια χαρακτηριστική ενέργεια, η οποία σαν να εξείχε από όλους τους πόρους της. Το βλέμμα της Γιόλκας φαινόταν ταυτόχρονα σοβαρό και ειρωνικό, κι νόμιζες πάντα, ότι είναι τρομερά ενθουσιασμένη με κάτι – αυτό ήταν πολύ ευδιάκριτο στο φόντο των άλλων κατοίκων της Βάσης, οι οποίοι επίσης δεν είχαν καμία έλλειψη στα ενδιαφέροντα.

    Δεν γνώριζε ακόμα τους άλλους, όμως, έχει ακούσει για τον Σέντρικ, ότι είναι εξαιρετικά έμπειρος δύτης σε μεγάλα βάθη, ο οποίος δήθεν μαζί με τον Μποντχ και Τσοκ έσπαγε ρεκόρ στις κατάδυσης και με trimix, και με τον αέρα.

    – Και μετά?

    – Και μετά… εξαρτάται από το τι θα βρουν.

    Η Κούνγκα έτρεξε με πηδηματάκια, σαν ένα ποντίκι στα ψηλά χόρτα – αναπηδώντας ψηλά στα ποδαράκια της και τεντώνοντας την ουρίτσα και τη μουσούδα της.

    Μόνο τότε η Τζέιν θυμήθηκε, ότι σκόπευε να κάνει το πείραμα της απραξίας! Ένιωθε αστεία. Για δες εδώ – πείραμα. Αυτή δεν το είχε θυμηθεί καν, τόσο πολύ ήθελε να τρέξει στη σπηλιά και να την εξερευνήσει.

    – Κάτι ενδιαφέρον? – Ρώτησε εκείνη τον Λομψάνγκ, που συνέχιζε να εξετάζει τα δείγματα των πετρωμάτων, τα οποία με τη πρώτη μάτια έδειχναν εντελώς συνηθισμένα.

    – Ναι! – δεν χρειαζόταν να ρωτήσεις τον Λομψάνγκ δυο φορές, αν ο λόγος αφορούσε στην γεωλογία. Αν ήσουν έτοιμος να ακούσεις και να καταλάβεις, εκείνος θα μπορούσε να μιλάει για ώρες ολόκληρες. – Ο γρανίτης!

    – Γρανίτης?:) – Γέλασε η Τζέιν. – Αν θα ήταν κάποιες όμορφες μουσούδες σαν το σιδηροπυρίτη η μαλαχίτη η…

    – Όμορφες…, – ρουθούνισε ο Λομψάνγκ. – Από την άποψη του γεωλόγου ο, τι πιο όμορφο – είναι τα τεράστια βράχια από τον γνεύσιο.

    – Ναι, ξέρω, ριγωτά.

    – Όντως, είναι ριγωτά. Αυτά είναι τα πιο πρώτα δημιουργήματα της Γης, από τα πιο συνηθισμένα ορυκτά – εδώ στα Ιμαλάια γενικώς βρίσκονται παντού.

    – Όταν περνάς από το Τζομσόμ στο Μουκτινάτχ, στις πλαγιές της κοιλάδας όλα είναι φτιαγμένα από αυτές, πολύ όμορφες, ισχυρές μουσούδες.

    – Από αυτές αποτελούνται τα αρχαία θεμέλια των γεωλογικών πλατφορμών, – συνέχιζε ο Λομψάνγκ. – Είναι τριών δισεκατομμυρίων χρόνων και παραπάνω!! Φαντάσου – μπορείς με τα χέρια σου να πιάνεις τις πέτρες, που υπάρχουν τρεισήμισι δισεκατομμύρια χρόνια!

    – Και ο γρανίτης, γιατί σε ενδιαφέρει ο γρανίτης, αφού και αυτό είναι ένα αρκετά συνηθισμένο, κοινό πέτρωμα.

    – Ναι, όμως, το ερώτημα εδώ είναι καθαρά γεωλογικό. Η Αϊρίν βρήκε μια ολόκληρη γαλαρία…

    – Στο τμήμα М8, – διευκρίνισε η Αϊρίν. – Δίπλα στο «κοιμισμένο δρακάκι».

    – Αυτό δεν μου λέει τίποτα ακόμα, – ανέβασε τους ώμους η Τζέιν, – γενικώς δεν γνωρίζω καθόλου αυτή τη σπηλιά…

    – Το ενδιαφέρον είναι, ότι μιλώντας γενικά, δεν θα έπρεπε να υπάρχει εδώ ο γρανίτης, – αφηρημένα συνέχιζε ο Λομψάνγκ, σαν να προσπαθούσε ταυτόχρονα να βρει μια εξήγηση για το πως βρέθηκαν εδώ οι γρανίτες, οι οποίες κανονικά δεν έπρεπε να βρεθούν. – Δεν θα σε σκοτώνω με τις φόρμουλες, – ο Λομψάνγκ χαμογέλασε και έριξε την πέτρα στην παλάμη του, – αλλά με λίγα λόγια, οι γρανίτες κατά 60% αποτελούνται από τον άστριο, το 30% – από χαλαζία, και τα υπόλοιπα είναι μαγνησιοκεροστίλβα πυριτικά άλατα σιδήρου-μαγνησίου, για παράδειγμα, μπορεί να είναι ο βιοτίτης. Αν θα μιλήσουμε καθαρά για τις χημικές πλευρές των πετρωμάτων, που συνθέτουν τον γρανίτη, τότε κατά τοις 70-80% αυτός αποτελείται από διοξείδιο του πυριτίου, SiO2, κατά το 15% από το Al2O3 και περίπου κατά το 5% από CaO + Na2O + K2O. Φυσικά, τα ποσοστά αυτά είναι πρόχειρα. Λοιπόν, και υπάρχει ακόμα μια μικρή ποσότητα του Fe2O3 + FeO + MgO συνολικά.

    – Και εσύ δεν σκόπευες να με γεμίζεις με τις φόρμουλες?? – Γέλασε η Τζέιν.

    – Εντάξει, – άνοιξε τα χέρια του ο Λομψάνγκ, – τι να κάνουμε, δεν γίνεται αλλιώς…

    – Εντάξει, Fe2O3 συν FeO συν… τι άλλο ήταν εκεί – θα το θυμηθώ. Και τι ?

    – Παράξενο, για ποιο λόγο οι γρανίτες βρέθηκαν εδώ, αφού αυτοί εμφανίζονται σαν αποτέλεσμα την ψύξης και σκλήρυνσης των λυόμενων πετρωμάτων, δηλαδή, του μάγματος, που ανέβηκε από μεγάλα βάθη της Γης.

    – Για δες, δηλαδή, εδώ, από κάτω μας, – είναι ένα κοιμισμένο ηφαίστειο!! – Η Ροσομάχα, που εμφανίστηκε ξαφνικά, λες και πετάχτηκε από την Γη, τράβηξε το δάχτυλο της Τζέιν και έτρεξε πίσω στη σπηλιά, φωνάζοντας δυνατά: «Ηφαίστεια, από κάτω μας είναι τα ηφαίστεια! Τρέξετε να σωθείτε!!»

    – Είναι όντως, ένα ηφαίστειο? – Εξεπλάγη η Τζέιν.

    – Όχι, δεν μπορούν να υπάρχουν εδώ ηφαίστεια, – κούνησε το χέρι της η Αϊρίν.

    – Όχι, όχι, – Συμφώνησε μαζί της ο Λομψάνγκ. – Δεν υπάρχει ηφαίστειο από κάτω μας, αλλά αυτό δεν σημαίνει, ότι δεν υπήρξε εδώ ποτέ. Ίσως, εκατό χιλιάδες χρόνια πριν, η μισό εκατομμύριο χρόνια πριν … και αν υπήρξε κάποτε ηφαίστειο…

    – Τότε θα βρούμε την μαγματική σπηλιά και θα χωθούμε κατευθείαν στην κοιλιά του! – Και η Τζέιν ένιωθε την επιθυμία να χοροπηδήσει από τα θετικά συναισθήματα.

    – Εμ, … είναι δύσκολο να μαντέψεις, τι θα μπορέσουμε να βρούμε, και τι όχι. Όμως, αυτό εδώ το άσχημο πετραδάκι θα μας δώσει, εν πάση περιπτώσει, την ελπίδα, ότι έχουμε μπροστά μας κάτι πολύ συναρπαστικό, αν και σβησμένο και κοιμισμένο πολύ καιρό πριν και για πάντα. Θα μάθουμε πολύ περισσότερα, αν θα καταφέρουμε με κάποιο τρόπο και με τη βοήθεια της ραδιοανθρακικής μεθόδου να βρούμε την ηλικία αυτών των γρανιτών…

    – Θα πάω τώρα να πολιορκήσω τον Εντ! – Αναπήδηξε στη θέση της η Αϊρίν. – Θα μάθω κιόλας να χρησιμοποιώ το μηχάνημα. – Το βασικό είναι να μην τον αφήσω να ξεφύγει λόγω φόρτου εργασίας και άλλων τέτοιων βλακειών.

    Ο Λομψάνγκ προσπαθούσε να πει κάτι δίπλα στην ζωηρή Αϊρίν, όμως, η Τζέιν τον φρέναρε.

    – Εντάξει, μπορούμε και μόνοι μας να τα κάνουμε όλα αυτά, – του είπε, – δεν είναι καθόλου δύσκολο, εσύ γενικώς καταλαβαίνεις την αρχή του προσδιορισμού της ηλικίας του πετρώματος?

    – Ακριβώς, αφού είσαι μια φυσικός! Καταλαβαίνω την αρχή, την διάβασα στην «Πυρηνική φυσική του XXV αιώνα», εύκολο είναι – υπάρχει ο συνηθισμένος άνθρακας με έξι πρωτόνια και έξι νετρόνια στον πυρήνα, ο λεγόμενος άνθρακας-12, και υπάρχει ισότοπο, στο οποίο δεν βρίσκονται 6, άλλα οκτώ νετρόνια, και αυτό το ισότοπο-14 είναι ραδιενεργό, δηλαδή, απλούστατα, διασπάται με την πάροδο του χρόνου, δηλαδή, σε κάμποσες χιλιάδες χρόνια…

    – … πέντε χιλιάδες επτακόσια, – προσέθεσε η Τζέιν.

    – … ναι, σε πέντε χιλιάδες επτακόσια χρόνια διασπάται ακριβώς το μισό, απ` ο, τι υπήρξε. Και ακόμα σε πέντε χιλιάδες επτακόσια χρόνια θα διασπαστεί ακόμα το μισό από το μισό, που έμεινε, έτσι απλώς θα δούμε – σε αυτό το πέτρωμα – τη ποσότητα του άνθρακα-14 έμεινε, σε σύγκριση με το … εεε…

    – Ναι, εδώ τα μούσκεψες:) – γέλασε η Τζέιν. – Δεν μπορούμε να πάρουμε τον ίδιο γρανίτη. Πρέπει να βρούμε κάποιο οργανικό υπόλειμμα δίπλα του. Αν θα πάρουμε κάποιο ορισμένο μέρος της Γης, οι οργανισμοί, που ζουν σε αυτό το μέρος, συμμετάσχουν στην γενική κυκλοφορία των ουσιών, και στη λεγόμενη ανθρακική ανταλλαγή. Τα φυτά απορροφάνε τον άνθρακα από το περιβάλλον, και έπειτα αυτό καταλήγει στον οργανισμό των φυτοφάγων ζωών, δηλαδή, τελικά λαμβάνει μέρος στη δημιουργία όλων των ζωντανών οργανισμών.

    – Ναι, ναι , το θυμάμαι…, – μουρμούρισε η Αϊρίν.

    – Και στο ίδιο μέρος στην ίδια ιστορική περίοδο η αναλογία των ισοτόπων στην ατμόσφαιρα και στην βιόσφαιρα είναι περίπου ίδια, διότι οι ισοτόποι έχουν σχεδόν ίδια χημικά χαρακτηριστικά, έτσι, όποια αναλογία των ισοτόπων υπάρχει στην ατμόσφαιρα, η ίδια θα υπάρχει και στους ζωντανούς οργανισμούς. Και όταν ο οργανισμός αυτός πεθαίνει, ας είναι δέντρο ή κάποιο ζώο, όλες οι διαδικασίες του μεταβολισμού σε αυτό σταματάνε, και από εκείνη τη στιγμή τα ραδιενεργά ισότοπα μένουν στις θέσεις τους και αρχίζει η διάσπαση τους σε αυτό το συγκεκριμένο μέρος. Έτσι πρέπει να βρούμε κάποιο κόκαλο, Αϊρίν, – με γέλια συνόψισε η Τζέιν. – Μήπως έχεις βρει εκεί τίποτα κοκάλα?

    – Κοκάλα – όχι…

    – Μας κάνει και άνθρακας σε μορφή κάρβουνου.

    – Ούτε και το κάρβουνο είδα…

    – Αυτό δεν σημαίνει, ότι δεν υπάρχει πουθενά εκεί, αφού δεν το αναζήτησες επίτηδες. Και εμάς μας κάνει ακόμα και ένας μικροσκοπικός κόκκος.

    – Και τι ηλικία μπορεί να έχει ο γρανίτης?

    – Διαφέρει πολύ, – κούνησε το κεφάλι του ο Λομψάνγκ. – Από τρεισήμισι δισεκατομμύρια μέχρι μόλις μερικά εκατομμύρια χρόνια. Τα Ιμαλάια είναι νέα βουνά, και συνεχίζουν να μεγαλώνουν. Οι γρανίτες μπορούν να σχηματιστούν στα βάθη τάξεως δέκα-δεκαπέντε χιλιόμετρων, και μετά παρασέρνονται προς τα πάνω, ταυτόχρονα συμβαίνει και η διάβρωση των πετρωμάτων, που τους καλύπτουν. Είναι οι λεγόμενοι «μετακινούμενοι γρανίτες», οι όγκοι των οποίων μπορούν να φτάνουν σε γιγαντιαία μεγέθη. Για παράδειγμα, στην Cordillera de la Costa του Περού οι γρανίτες φαίνονται στα ύψη κοντά στα τέσσερα χιλιόμετρα,, και φεύγουν προς τα κάτω μέχρι άγνωστο βάθος. Μεγάλοι όγκοι των γρανιτών μπορούν να καλύπτουν επιφάνεια μερικών εκατοντάδων τετραγωνικών χιλιόμετρων. Ακόμα, θα ερευνήσουμε τη χημική σύσταση του νερού, που κυλάει εκεί κάτω, στο πηγάδι. Ήδη έχουμε συλλέξει τα δείγματα.

    – Αυτό μπορεί να μας δώσει κάτι?

    – Πολλά. – ο Λομψάνγκ έβαλε το κομμάτι του πετρώματος μέσα στην τσέπη του. – Θέλω ακόμα να ψάξω εκεί, στις σπηλιές από γρανίτη, περίδοτο και ολιβίνη, και τότε πάλι θα έχουμε κάποια βεβαιότητα… αφού η πρώτη ύλη, από την οποία αποτελείτο η καινούρια Γη ήταν παρόμοια σε σύνθεση με πρωτόγονους πετρώδεις μετεωρίτες – χονδρίτες, και η διαφοροποίηση της οδήγησε στο σχηματισμό του περιδοτικού ανώτερου μανδύα, φτιαγμένου κυρίως από μαγνησιούχα ολιβίνη και πυρόξενο…

    Τα επόμενα δυο λεπτά ο Λομψάνγκ συνέχιζε να εκσφενδονίζει κάτι, το οποίο σταμάτησε να χωράει στο κεφάλι της Τζέιν εντελώς, και αν έκρινε από την όψη της Αϊρίν, και εκείνη δεν καταλάβαινε πολλά. Αφού η ακοή τους ευχαριστήθηκε με τέτοιους συνδυασμούς των λέξεων, όπως «τα πετρώματα, που περιέχουν αμφίβολα», «μεταμορφωμένα πετρώματα χαλαζία-αστριού» η «καμπύλη της αφυδάτωσης των ορυκτών υδροξυλίου», η Τζέιν τράβηξε την μπλούζα του Λομψάνγκ, και εκείνος σώπασε.

    – Πάμε καλύτερα να δούμε – τι θα ψαρέψουν οι δύτες μας – πρότεινε αυτή.

    Μέχρι εκείνη τη στιγμή η φασαρία κοντά στην είσοδο της σπηλιάς ηρέμησε, και αυτοί χώθηκαν μέσα, για να προλάβουν τους εξερευνητές των υποβρύχιων βαθών της σπηλιάς.

     

    Αποκαλύφθηκε, ότι στο πηγάδι ήδη είχαν κρεμάσει μια πολύ βολική σκάλα από σκοινί, και είχε πολύ πλάκα να κατεβαίνουν με αυτήν. Κάτω – κάπου πολύ βαθιά – ακούγονταν οι ομιλίες, φαινόταν φως, λεπτοί ήχοι από κάτι μεταλλικό, ενώ όσο προχωρούσες, έβλεπες  μπροστά στη μύτη σου έναν υγρό, άγριο τοίχο, ο οποίος ήταν εδώ με την αρχική του μορφή είτε ένα εκατομμύριο, είτε ένα δισεκατομμύρια χρόνια, ποιος το ξέρει, και το φως του φακού, που κρατάς διασπάται, πιτσιλάει με σπίθες πάνω στις νωπές πέτρες, και παντού υπάρχουν κοιτάσματα από κάτι χρυσαφί και ασημένιο.

    Στον πυθμένα του πηγαδιού βρέθηκε ένα στενό πεδίο, μικρό και με ελαφριά κλήση, έτσι η Τζέιν γλίστρησε με τον ποπό της, και πέρασε δυο μέτρα χαμηλότερα, όπου άρχιζε ένας οριζόντιος διάδρομος, ο οποίος φάρδυνε σταδιακά, και στο τέλος αυτού έβραζε η δουλειά. Φτάνοντας πιο κοντά, η Τζέιν πάγωσε από θαυμασμό – ήταν απολύτως καταπληκτικό – μπροστά της άπλωνε μαύρο, σαν κατράμι, και εντελώς ακίνητο νερό. Περίπου δέκα μέτρα μπροστά η σπηλιά τελείωνε, έτσι η λιμνούλα φαινόταν σαν ένας μικρός ρηχός λάκκος, και όταν η Τζέιν φανταζόταν, τι βρίσκεται εκεί, στο βάθος, ίσως να υπάρχει ένας ολόκληρος υποβρύχιος κόσμος, η αναπνοή της πιανόταν στην κυριολεξία.

    Τώρα εδώ ήταν λιγάκι στριμωγμένα, και κοιτάζοντας γύρω, εκείνη παρατήρησε, ότι κανείς από τους δύτες δεν είναι εδώ πια.

    – Ήδη έφυγαν??

    – Ναι, – έγνεψε η Ροσομάχα. – Εδώ και πέντε λεπτά.

    – Και πόση ώρα θα είναι… εκεί?

    – Ποιος το ξέρει, – σήκωσε τους ώμους η Ροσομάχα. – Ο αέρας σε δυο φιάλες φτάνει με συγκρατημένη χρήση για δυο-δυόμισι ώρες, έτσι… εξαρτάται από το τι είναι εκεί…

    Το μοναδικό συνθετικό σκοινί, δεμένο πάνω στον σταλακτίτη,  πήγαινε κατευθείαν στο νερό, και αυτό ήταν όλο, που μπορούσαν να δουν μέσα σε αυτό.

    – Πόσο μαύρο είναι…, – μουρμούρισε η Αϊρίν.

    – Άραγε, τι θα βρούμε εκεί – στο ίδιο το νερό, η γενικώς,  σε αυτόν τον πηλό, ας πούμε, – ο Λομψάνγκ έσκυψε και έπιασε ένα μεγάλο κομμάτι πηλού κατευθείαν  από την όχθη της λιμνούλας.

    – Και τι θα μπορούσαμε να βρούμε?

    – Μικροστοιχεία. Λίθιο, βηρύλλιο, φθόριο, τιτάνιο, χρώμιο, κοβάλτιο, ψευδάργυρος, το κάδμιο, βολφράμιο, υδράργυρο, μόλυβδο … οτιδήποτε ,πραγματικά.

    – Υδράργυρο και μόλυβδο? Δηλαδή, ο πηλός αυτός ίσως να είναι τοξικός? – απόρησε  η Κούνγκα.

    – Όχι. Ουσιαστικά, δεν υπάρχουν τοξικά στοιχεία, υπάρχουν τα τοξικά ποσοστά της συγκέντρωσης αυτών, και δεν νομίζω η συγκέντρωση εδώ να ξεπερνάει τις πιο ασήμαντες ποσότητες, ωστόσο, για έναν γεωλόγο εδώ μπορούν να αποκαλυφθούν και να ξεκαθαρίσουν πολλά. Αν, για παράδειγμα, θα βρούμε εδώ το θείο, φωσφόρο και μαγνήσιο, σε ποια σκέψη θα μας οδηγήσει αυτό?

    – Στα φυτά, – ακούστηκε μια φωνή από κάπου αριστερά.

    Η Τζέιν γύρισε να κοιτάξει. Έχει δει αυτό το παλικάρι, είτε στους φυσικούς, είτε κάπου αλλού.

    – Σωστά, – επιβεβαίωσε ο Λομψάνγκ. – Ακριβώς αυτά τα τρία στοιχεία κυριαρχούν στη στάχτη των φυτών. Και αν, ας πούμε, θα είναι φθόριο και το τιτάνιο ?

    Η σιωπή ήταν η απάντηση.

    – Το φθόριο και τιτάνιο βρίσκονται στην λιθόσφαιρα – μουρμούρισε ο Λομψάνγκ και βυθίστηκε σε σκέψεις. – Υπάρχει ένας τέτοιος όρος – “τα βιόφιλα στοιχεία”. Αυτά είναι τα χημικά στοιχεία, η περιεκτικότητα των οποίων στη στάχτη των φυτών είναι πολλές φορές υψηλότερη από ό, τι στο έδαφος και στη λιθόσφαιρα – περιλαμβάνουν ιώδιο, μολυβδαίνιο, ψευδάργυρο, χαλκό, το βόριο. Έτσι, αν στα ανώτερα στρώματα του εδάφους η συγκέντρωση των βιόφιλων στοιχείων είναι αυξημένη σε σχέση με τα βαθύτερα στρώματα, αυτό σημαίνει, ότι εδώ με μεγάλη πιθανότητα υπήρξε ζωή. Η ίδια αρχή χρησιμοποιείται για την αναζήτηση της προηγούμενης ζωής σε άλλους πλανήτες

    – Και για εμάς τα μικροστοιχεία – είναι πάρα πολύ σημαντικό συστατικό κομμάτι, – είπε κάποια πάρα πολύ γνωστή φωνή.

    – Μάρθα, και εσύ εδώ!:)

    – Εδώ, εδώ είμαι, – ακουστικέ από κάπου κοντά από την οροφή της σπηλιάς, – νομίζεις, ότι είσαι η μόνη περίεργη:) – Τα μικροστοιχεία συμπεριλαμβάνονται στη σύσταση των ένζυμων, των ορμονών, βιταμινών, και χωρίς αυτά η ζωή θα ήταν αδύνατη. Για παράδειγμα, η καρβοξυλάση – θυμάσαι τέτοια?

    – Όχι…

    – Εντάξει, δεν έχει σημασία. Στη σύσταση αυτού του ενζύμου περιλαμβάνονται όχι ένα η δυο, αλλά έξι μικροστοιχεία: μαγνήσιο,  κοβάλτιο, χαλκό, σίδηρο, ασβέστιο, ψευδάργυρο.

    – Ξέρω, όμως, ότι το σωματίδιο του σιδήρου βρίσκεται στη σύσταση του μορίου της αιμογλομπίνης, και ουσιαστικά συγκεκριμένα αυτό συνδέεται με το οξυγόνο, έτσι τα ερυθρά είναι ασφυκτικά γεμάτα με τους σάιμποργκ – ενωμένες σε μια ολοκληρωμένη αλυσίδα οργανικές ουσίες και σίδηρο!

    – Στην δημιουργία του εδάφους ο ρόλος των ιχνοστοιχείων είναι τεράστιος – συνέχισε ο Λομψάνγκ – έτσι, γνωρίζοντας την ακριβή σύνθεση των ιχνοστοιχείων που περιλαμβάνονται εδώ – αυτός έτριψε τα χέρια του ένα κομματάκι – θα μάθουμε, τι συνέβαινε στην αρχαιότητα – αν εδώ σχηματίστηκε το γκλέι έδαφος, ή έγινε εισχώρηση του υλικού, ή η σύνθεση των κολλοειδών, η ίσως υπήρχε το χούμους … θα διαβάσουμε την ιστορία αυτών των βράχων σαν ένα ανοιχτό βιβλίο … Θα ήταν ωραίο να βρουν εκεί το ιώδιο, – μουρμούρισε εκείνος. – Αυτό θα εξηγούσε πολλά…

    – Γιατί?

    – Το έδαφος με τύρφη, όπως και των λιβαδιών, βάλτων και παραποτάμων έχει την υψηλότερη περιεκτικότητα του ιωδίου, επειδή η συγκέντρωση του ιωδίου στο χώμα είναι ευθέως ανάλογη με την περιεκτικότητα της οργανικής ύλης, και στα βουνά το ιώδιο είναι πάρα πολύ λίγο.

    – Δηλαδή, υποθέτεις, ότι παλιά τα πετρώματα αυτά βρίσκονταν στη βάση των λιβαδιών και ποταμών?

    – Είναι πολύ πιθανό.

    – Και πάνω σε αυτά έτρεχαν οι δεινόσαυροι?

    – Δεν αποκλείεται.

    Η Τζέιν κοίταξε στο μαύρο νερό με αμφιβολία.

    – Και εκεί… σίγουρα δεν κολυμπούν τώρα κάποιοι δεινόσαυροι?

    Προς μεγάλη της φρίκη, ο Λομψάνγκ  κούνησε μόνο τους ώμους του.