Ελληνικα change

Error

×

Κεφάλαιο 13

Main page / Μάγια 3: Σκληρά ποτάμια, μαρμάρινος άνεμος / Κεφάλαιο 13

Περιεχόμενα

    Το αεροπλάνο βούιζε μονότονα, και ο Αντρέι συνειδητοποίησε ξαφνικά, ότι έχει περάσει ήδη μια ώρα από τότε, που τους έφεραν το γεύμα, και αυτός δεν βαρέθηκε καθόλου ακόμα! Και δεν ήταν η μοναδική αιτία, ότι η Γιόλκα καθόταν δίπλα του – απλώς για πρώτη φορά στη ζωή του, η ίδια ζωή, που κυλάει μέσα του, έγινε τόσο γεμάτη, ότι μπορούσε να μην κάνει απολύτως τίποτα, και όμως  – να ζει με ενδιαφέρον! Αυτό ήταν καταπληκτικό. Ήταν μια παράξενη ελευθερία, με μια ξεχωριστή γοητεία – η γεύση της δεν είχε καμία σχέση με αυτή, που δίνει η ελευθερία, στην οποία φτάνεις, αποκτώντας κάτι – την γνώση, η τα χρήματα, η τις γνωριμίες και ο, τι άλλο. Ο Αντρέι προσπάθησε να κάνει «απογραφή» αυτού, που κάνει τη ζωή του τόσο ενδιαφέρουσα αυτή τη συγκεκριμένη στιγμή. Το πρώτο κιόλας  – η παρατήρηση της Γιόλκας. Αυτή είναι μια ορισμένη δραστηριότητα, ωστόσο, η οποία εξαρτάται από την παρουσία της Γιόλκας δίπλα. Προσμονή για το ταξίδι στα Ιμαλάια – αυτό εξαρτάται από την ύπαρξη των Ιμαλαΐων  και από το αν εκείνος πάει προς τα εκεί η όχι, και όμως η ελευθερία αυτή είχε ήδη σε κάποιον βαθμό εκείνη την αναπόσπαστη διάφανη ποιότητα, η οποία δεν εξαρτάται από το τίποτα, διότι εκείνος μπορούσε να περιμένει το ταξίδι στα Ιμαλάια με ευχαρίστηση, ακόμα και γνωρίζοντας, ότι αυτό θα αργήσει να γίνει. Ο Αντρέι φαντάστηκε, ότι πετάει στη Μόσχα τώρα, και το ταξίδι στα Ιμαλάια αν και θα γίνει, όμως, σε αρκετό καιρό από τώρα – μετά από πέντε χρόνια, ας πούμε. Δεν ήρθε καμία απογοήτευση, η ένταση της προσμονής μειώθηκε, αλλά πάρα πολύ ελάχιστα. Προφανώς, σε αυτό βρισκόταν ο λόγος εκείνης της διαφάνειας και της αντοχής της προσμονής.

    Και ύστερα η προσμονή των μελλοντικών μαθημάτων με τα παιδιά, τα οποία εδώ και πολύ καιρό μετατράπηκαν στα μαθήματα και για τον εαυτό του – εμφανίστηκαν πολλά νέα ενδιαφέροντα, και ο Αντρέι περνούσε καμιά φορά ώρες ολόκληρες, μελετώντας των χάρτη των θαλασσινών ρευμάτων η τις ιδιότητες του κύκλου της γλυκόζης-αλανίνης, η την κατασκευή του συγχροφασοτρονίου η, τις τεχνολογικές λεπτομέρειες της λειτουργίας του διαστημικού ανελκυστήρα με βάση τις νάνο-σωλήνες, η τις προοπτικές του κτισίματος των πόλεων στη Σελήνη.  Μαθαίνοντας στα παιδιά όλα αυτά τα πράγματα, και ο ίδιος άρχισε  να συναρπάζεται με οτιδήποτε  – τα ενδιαφέροντα του απλώθηκαν εξαιρετικά, και αυτή τη στιγμή διχαζόταν ανάμεσα στην επιθυμία  να συνεχίζει να διαβάζει την «Ιστορία της ρωσικής επανάστασης» του Δενίκιν, και να δει για δεύτερη φορά το «22 Ιουνίου» του Σολόνιν; Η να ανοίξει τον Λαβις και Ραμπο;  Η να μάθει  – πως ακριβώς σχηματίζεται η βήτα-αλανίνη, διότι ακόμα του ήταν άγνωστο – πως από το σωματίδιο του υδρογόνου από την υδρογονανθρακικη ομάδα μετακομίζει στον κεντρικό άνθρακα, μιας και ο άνθρακας έχει μόλις τέσσερις валентности… ίσως, η αμινο-ομάδα με τη σειρά της μεταφέρεται στη θέση του υδρογόνου, που έφυγε από το υδρογονανθρακικο; Τότε τα πάντα μπαίνουν στη θέση τους … θέλησε αμέσως να μπει στο διαδίκτυο και να ελέγξει την υπόθεση του.

    Ο ανταγωνισμός των επιθυμιών,  ενάντια στις συνήθειες και στους παλιούς στερεωμένους φόβους, δεν τον έκανε να αισθανθεί άβολα, δεν τον εκνεύριζε και δεν τον κούραζε, όπως κούρασε κάποιους ηλίθιους πριν, αντιθέτως, – με κάποιο περίεργο τρόπο τον διέγειρε,  εμφανιζόταν ακόμα μια απόλαυση… ακριβώς, υπήρξε απόλαυση στο κορμί του, κάπου στο λαιμό… όχι… ναι, στο λαιμό, και ακόμα στο πάνω μέρος του σώματος του κάτι κυλούσε ευχάριστα, τον γαργαλούσε, παιχνιδιάρικα και τρυφερά. Από την απόλαυση αυτή καμιά φορά ερχόταν απόηχος κάτω, και τότε το πέος του φούσκωνε ξαφνικά, ευχάριστα, όχι όπως όταν όλη η ένταση συγκεντρώνεται ακριβώς σε αυτό, αλλά κάπως διαφορετικά, ομοιόμορφα από μέσα προς τα έξω. Σε μια τέτοια κατάσταση, μάλλον, θα μπορούσε να πηδιέται για πολλή ώρα, χωρίς να φοβάται να τελειώσει γρήγορα.

    Το βλέμμα του Αντρέι έπεσε στα γόνατα της Γιόλκας, και το πέος του σκλήρυνε και άλλο, όταν θυμήθηκε, πόσο ωραία ήταν, όταν εκείνη, καθισμένη πάνω του, τον πήδηξε στην ακτή του ωκεανού.

    Αυτά, και τι άλλο? Υπάρχει και κάτι άλλο. Ναι, παρεμπιπτόντως – η ίδια αυτή απόλαυση – είναι επίσης ένα μέρος από την πληρότητα της ζωής του. Από μόνη της η συναίσθηση της απόλαυσης – είναι ενδιαφέρουσα, και όχι μόνο με την έννοια, ότι υπάρχει καθαρά ερευνητικό ενδιαφέρον για το πώς αυτή εμφανίζεται και αναπτύσσεται. Άλλο ήταν το καταπληκτικό – το ίδιο γεγονός της αίσθησης αυτής της απόλαυσης οδηγούσε στην κατάσταση, όταν η πληρότητα ζωής κυλούσε μέσα του  ιδιαίτερα δυνατά, σαν ένα ελαφρύ, κολλώδες, ανοιχτόχρωμο υγρό.

    Ακόμα – πέρα από τις υπάρχουσες επιθυμίες, υπήρξε και κάτι άλλο – κάποια επιπλέον «θέλω», μα ποια συγκεκριμένα – άγνωστο. Παράξενο… Όταν θέλεις – θέλεις κάτι ορισμένο, έτσι ήταν πάντα, ενώ τώρα… ο Αντρέι πάγωσε και άρχισε να αφουγκράζεται αυτό, που αισθανόταν, και αυτό από μόνο του ήταν ενδιαφέρον – ορίστε! Το κάτι άλλο, που γέμιζε τη ζωή του – ήταν η  ίδια παρατήρηση. Σαν να κάθεσαι μέσα στα πυκνά πουρνάρια μέσα στο δάσος, και παρατηρείς – πώς περιφέρονται τα ζώα, πώς αυτά εμφανίζονται και εξαφανίζονται, χωρίς να γνωρίζουν καν για την ύπαρξη του – η ίδια παρατήρηση των αντιλήψεων, των συναισθημάτων είναι και αυτό, που κάνει τη ζωή πάρα πολύ γεμάτη και ενδιαφέρουσα. Και πριν?  Τι γινόταν πριν, δεν υπάρξει κάτι τέτοιο; Υπήρξαν πριν όλα αυτά τα ζώα, τα οποία  μπορεί να παρατηρήσει τώρα; Όχι, το δάσος του ήταν άδειο. Θυμόταν με βεβαιότητα, ότι πριν δεν ειχε τίποτα τέτοιο, μα τι υπήρξε τότε; Παράξενο να φανταστεί  αυτή τη στιγμή, ότι είναι δυνατόν να υπάρξει η ανία – ανάμεσα σε ένα ολόκληρο σύγκριμα των αντιλήψεων, που βράζουν! Δεν υπάρχει τίποτε το ίδιο παράλογο και νεκρωτικό, όσο η ανία. Η ανία – είναι θάνατος. Αυτή είναι και το κριτήριο του θανάτου – ένα κριτήριο για το ότι η ζωή σου έσπασε καταστροφικά, εκτροχιάστηκε, και το ίδιο βίωμα της από μόνο του είναι θάνατος. Ο Αντρέι με τρόμο  θυμήθηκε, πως κάποτε υπέφερε από την ανία, για παράδειγμα, καθισμένος στο  λεωφορείο ή όταν έπαιρνε στο τρένο του ηλεκτρικού. Πως «σκότωνε την ώρα», αγοράζοντας για αυτόν τον σκοπό τα φθηνά βιβλία, σταυρόλεξα. Απίστευτη μαλακία!! Ενώ οι άνθρωποι έτσι ζουν, και αν δεν υπήρξε εκείνη η σύμπτωση των συνθηκών…  η ψύχρα του τρόμου πέρασε στην ράχη του. Αν δεν συνέβαινε εκείνη η τυχερή συνάντηση, και αυτός θα ήταν τώρα ένα τέτοιο πτώμα.

    Όμως, δεν ήθελε να αποσπά την προσοχή του με  τέτοιες σκέψεις για πολύ καιρό– είχε και κάτι πιο συναρπαστικό να κάνει. Πώς γίνεται τελικά το ότι θέλει κάτι, αλλά δεν ξέρει – τι? Αυτή η ερώτηση τον απασχολούσε περισσότερα απ` όλα, ακόμα και η επιθυμία να χαζεύει τα γόνατα δεν ήταν τόσο ισχυρή. Επιθυμία -σε-εξέλιξη; Ετοιμότητα να νιώσει την επιθυμία? Επιθυμία να θελήσει κάτι; Σαν να έκανε κύκλους γύρω-γύρω, ψηλαφίζοντας για αντίκτυπο. Οι συνδυασμοί αυτών των λέξεων έπεφταν κοντά. Μάλλον, το τελευταίο – η επιθυμία να αισθάνεται επιθυμία. Και επίσης ετοιμότητα να την αισθάνεται. Καταπληκτική, αναζωογονητική κατάσταση. Έχανε την ηρεμία του κυριολεκτικά, ήθελε να σηκωθεί και να τρέξει, να πηδάει, να διαβάζει, να γράφει – λες και όλες οι πιθανές, όλες γνωστές σε εκείνον κατευθύνσεις, στις οποίες ανέκαθεν είχαν εκδηλωθεί οι επιθυμίες του, τώρα τροφοδοτήθηκαν λιγάκι, πόλη λίγο – όχι  τόσο, ώστε να αρχίσει να τις πραγματοποιεί, μα να γίνουν απλώς αντιληπτές. Ήταν σαν να… νιώθει το κορμί του! Αυτή τη στιγμή επίσης νιώθω και τα πόδια, και δάχτυλα, και το πέος μου, αλλά δεν θέλω να αρχίσω να τα κουνάω  – είναι ευχάριστο να νιώθω και να θέλω να κινηθώ, και αισθάνομαι το σώμα μου, χάρη στις μικρές κινήσεις. Το σώμα των επιθυμιών! Αυτή η σκέψη εμφανίστηκε από μόνη της, σαν μια φυσική σύνοψη. Έχω ένα σώμα των επιθυμιών! Το νιώθω ολόκληρο, όπως αισθάνομαι το κάθε μέρος του κορμιού μου, και επίσης χάρη στις «μικροκινήσεις». Τρελό!

    Ο Αντρέι δεν μπορούσε να καθίσει ήρεμα άλλο, έπιασε την Γιόλκα από το χέρι και άρχισε, διακόπτοντας τον ίδιο εαυτό του, να της λέει για ο, τι του έγινε σαφές μόλις τώρα. Ήταν τόσο καταπληκτικό, ότι δίπλα του υπάρχει ένας άνθρωπος, ικανός να τον καταλάβει, ο οποίος τα ξέρει όλα αυτά, – για κάποιο λόγο ο Αντρέι δεν αμφέβαλε για αυτό, και για μια στιγμή, η καχύποπτη σκέψη πέρασε μέσα από το μυαλό του – εκείνη τον καταλαβαίνει όντως, η απλώς τον ακούει από ευγένεια? Η σκέψη αυτή δεν ήταν ανησυχητική ή επώδυνη – ήταν απλώς μια στη σειρά των άλλων – μια ψύχραιμη σκέψη ανάμεσα στις άλλες, σοβαρές και ξεκάθαρες αντιλήψεις, και αν – το φαντάστηκε  – θα ανακάλυπτε, ότι τον ακούει παθητικά, μη έχοντας την δυνατότητα να τα συγκρίνει με τη δική της εμπειρία… όχι, δεν έρχεται απογοήτευση! Εμφανίζεται μια νέα επιθυμία  – να το εξηγήσει, να το πει με λεπτομέρειες, να βοηθήσει να το αισθανθεί και αυτή, να μοιραστεί, να μάθει. Η επιθυμία να διδάξει, να δώσει – ήταν καταπληκτικό, προκαλούσε νέες δύνες των επιθυμιών, αναλαμπές της συμπάθειας, της αυταπάρνησης, χωρίς επώδυνες προσδοκίες και ελπίδες, βασισμένες στην ματαιοδοξία. Η αναπνοή του Αντρέι κόπηκε, παραλίγο να πνιγεί, όταν συνειδητοποίησε, πως υποθέτοντας, ότι η Γιόλκα ίσως και να μην έχει παρόμοια εμπειρία, εκείνος ούτε για ένα δευτερόλεπτο, ακριβώς, γαμώτο, ούτε για μια στιγμή δεν βίωσε την αίσθηση της αυτοσπουδαιότητας, της υπερηφάνειας ή της υπεροψίας — ήταν απίστευτα καταπληκτικό, και αυτό το βάρος της σημαντικότητας και της υπερηφάνειας αντιλαμβανόταν σαν κάτι κρύο-γλοιώδες, σιχαμερό, δηλητηριώδες για εκείνον, για τα πράγματα, που ένιωθε αυτή τη στιγμή. Πώς να το ονομάσει, όμως, αυτό το πράγμα — δυνατή συμπάθεια, αυταπάρνηση, θέληση να μεταδώσει, να εξηγήσει, να  διηγηθεί, να αφιερώσει σε αυτό μια ή δυο ώρες — τι σημασία έχει, αν θα είναι κάτι ενδιαφέρον για αυτήν, διότι θα της λέει κάτι, που ζει, που τον συναρπάζει τόσο… Είναι η αφοσίωση! Σίγουρα, γαμώτο, είναι η αφοσίωση. Αφοσίωση. Τέλεια. Να, τι κάνει τη ζωή όχι απλώς γεμάτη, αλλά υπερπλήρης μέχρι πνιγμού, μέχρι τριξίματος, μέχρι επιθυμίας να αναποδογυρίσει όλον τον κόσμο, κάτι, που ταιριάζει πάρα πολύ καλά με την πλήρη ακινησία του σώματος, των σκέψεων και των αισθήσεων. Αξίζει να ζήσεις για την αφοσίωση. Αυτά είναι κλισέ. Ας πάει να γαμηθεί, δεν έχει σημασία. Αξίζει να ζήσεις για αυτό. Δεν είναι καν στόχος, είναι η ίδια η ζωή, είναι η ίδια κοίτη, στην οποία κυλάει η ζωή. Και αυτό είναι κλισέ. Ας πάει στο διάολο και τούτο, από τη στιγμή, που είναι τόσο ωραίο.

     

    – Θέλεις να διασκεδάσεις; – η Γιόλκα τον σκούντηξε στο πλευρό.

    – Δηλαδή?

    – Κοίταξε το πρόσωπο του γείτονα μου.

    Δεξιά από τη Γιόλκα σε μια κατάσταση ανάμεσα στον ύπνο και το ξύπνιο καθόταν ένας άντρας περίπου τριάντα χρόνων, είτε Μαλαισιανος, είτε Κινέζος — δεν θα μπορούσες να καταλάβεις. Εκείνη  έγειρε σε αυτόν και ψιθύρισε κάτι στο αφτί του. Η νύστα αμέσως εξατμίστηκε από το πρόσωπο του άντρα,  ξύλιασε ολόκληρος.  Η Γιόλκα είπε και κάτι ακόμα, αυτός απάντησε. Μισό λεπτό αργότερα εκείνη γύρισε στον Αντρέι.

    – Του πρότεινα μια πίπα. Κατευθείαν εδώ. Είναι από την Σιγκαπούρη, και λέει, ότι ντρέπεται πολύ και φοβάται. Εγώ του λέω, ότι δεν υπάρχει λόγος να φοβηθεί — τα φώτα έχουν σβήσει, θα ρίξουμε μια κουβέρτα πάνω στα πόδια του και θα είναι σαν να ξαπλώνω απλώς πάνω στα γόνατα του. Αυτός επαναλαμβάνει, ότι ντρέπεται και φοβάται, αλλά αυτό είναι αναμενόμενο — θα ήταν δύσκολο να δω μια άλλη, πιο θετική αντίδραση, και έτσι θα αναλάβω δράση.

    Η Γιόλκα πήρε την κουβέρτα της, και ξάπλωσε, απλώνοντας τα πόδια της πάνω στον Αντρέι, και το κεφάλι στα γόνατα του παλικαριού από τη Σιγκαπούρη.

    – Ναι, ξέχασα να σου πω — είπε εκείνη, βγάζοντας το κεφάλι έξω από την κουβέρτα, – του είπα, ότι είσαι το αγόρι μου, και ξέρεις, ότι μου αρέσει να ρουφάω τα πέη, ότι τώρα θα τον γλείψω, και εσύ θα χαϊδεύεις τα ποδαράκια μου, για αισθανθώ ακόμα πιο όμορφα.

    Τώρα ήρθε η σειρά του Αντρέι να παγώσει λιγάκι. Και οι δυο — αυτός, και ο επιβάτης, δεν ήξεραν, που να κοιτάξουν, έτσι κοίταζαν αποχαυνωμένοι την κουβέρτα, που κουνιόταν ελαφρά από τις κινήσεις του κεφαλιού της κοπέλας. Πέντε λεπτά αργότερα η Γιόλκα σύρθηκε έξω και κάθισε.

    – Τελείωσε, – είπε εκείνη, γλείφοντας τα χείλη της. – Μάλλον, πρώτη φορά κάποιος του έκανε πίπα, έτσι κρατήθηκε πολύ, μπράβο του. Και τώρα — το αντίστροφο.

    Εκείνη έβαλε τα πόδια της πάνω στον γείτονα, και αυτός τα πήρε υπάκουα. Μιας και ο Αντρέι καθόταν δίπλα στο παράθυρο, η Γιόλκα δεν σκεπάστηκε με την κουβέρτα. Με την άκρη του ματιού του ο Αντρέι είδε, ότι ο άλλος με ευγένεια αποφεύγει να κοιτάξει στη δική τους μεριά. Έτσι ένιωθε καλύτερα.

     

    Το Κατμαντού ήταν τελικά μια παραδοσιακή κωμόπολη με χαμηλά σπιτάκια. Το Ταμελ — η περιοχή, όπου σύχναζαν οι τουρίστες, ήταν αρκετά άνετη, αλλά αυτοί εγκαταστάθηκαν σε κάποια απόσταση — σε ένα πολυτελές και πάρα πολύ ακριβό ξενοδοχείο.

    – Δεν θα πληρώσουμε καθόλου  – ησύχασε τον Αντρει η Γιόλκα. – Είναι ξενοδοχείο του ιδρύματος, και υπάρχουν ελεύθερα δωμάτια.  Δεκέμβρης — δεν είναι η τουριστική σεζόν, και το ξενοδοχείο δεν γεμίζει εκατό τοις εκατό.

    Ο Δεκέμβρης στο Κατμαντού δεν έμοιαζε σε τίποτα με τον Δεκέμβρη  στη Ρωσία. Αντί άχαρης πολύμηνης μιζέριας, διαπεραστικών ανεμών και κρύου, που σου τρυπάει τα κοκάλα, την ημέρα εδώ έλαμπε απαλός και ζεστός ήλιος, έτσι το καλύτερα απ` όλα ήταν να κυκλοφορούν, φορώντας σανδάλια, σορτς και μπλουζάκι. Μετά από το ηλιοβασίλεμα  έπιανε αρκετή ψύχρα,  μα μόλις έβαζαν ένα μπουφάν από πολαρτεκ, μακρύ παντελόνι και  αθλητικά παπούτσια, αμέσως ένιωθαν ζεστά και πάρα πολύ ωραία.

    – Δεκέμβρης και Γενάρης — είναι οι πιο κρύοι μήνες εδώ, στο Νεπάλ. – Σχολίασε η Γιόλκα. – Μετά έρχεται η άνοιξη, το καλοκαίρι βρέχει επί τρεις μήνες, συνήθως τις νύχτες, και ταυτόχρονα κάνει ζέστη. Το φθινόπωρο και πάλι είναι ζεστό και ηλιόλουστο.

    – Μα και τώρα έχει ήλιο!

    – Ναι, είναι καλό το κλήμα εδώ, έτσι συχνά κάνουμε παρέα σε αυτά τα μέρη.

    – Εδώ θα διδάσκουμε, στο Κατμαντού?

    – Όχι. Και στο Κατμαντού  υπάρχουν οι σχολές μας, αλλά εσύ θα δουλέψεις στο Τενγκμποτσε. Ωστόσο, μιας και είσαι εδώ… θέλεις να δεις τα παιδιά, που «έριξαν»; – η Γιόλκα του έριξε ένα εξεταστικό βλέμμα.

    – Έριξαν σε ποιον??

    – Όχι σε ποιον, απλώς που «έριξαν :) Είναι τα παιδιά, που στην διαδικασία της μάθησης στα σεμινάρια μας αποδείχτηκαν πάρα πολύ ενθουσιασμένα,  σε τέτοιο βαθμό, ότι τους συγκεντρώνουμε όλα μαζί σε ένα σχολείο και τους δίνουμε επιπλέον εκπαίδευση.  Αργότερα  θα λάβουν το πιστοποιητικό μας, το οποίο εδώ, στο Νεπάλ, μα και όχι μόνο, βαθμολογείται πάρα πολύ υψηλά, έτσι κάποια από αυτά τα παιδιά  μελλοντικά θα προχωρήσουν στην επιστήμη ή στις επιχειρήσεις, ή στην εξουσία, ενώ κάποια άλλα θα εργάζονται για εμάς.

    Το σχόλιο λειτουργούσε πέρα από την κοιλάδα του Κατμαντού, τρεις ώρες δρόμο με αυτοκίνητο, μέσα σε ένα μεγάλο θιβετιανό μοναστήρι.

    – Έχουμε συμβίωση μαζί τους, – εξήγησε η Γιόλκα. – Εμείς τους πληρώνουμε για τον χώρο, διαμονή και τροφή, και αυτοί έχουν ανάγκη  ακόμα και μικρά ποσά, εκτός από αυτό, οι στρουθοκάμηλοι μας τα βρίσκουν πάρα πολύ ωραία με τους μονάχους.

    – Οι στρουθοκάμηλοι?

    – Έτσι ονομάζουμε τα παιδιά, που ήρθαν σε μας πάρα πολύ μικρά, «έριξαν» και παρέμειναν εσωτερικά στα σχολεία μας, έτσι μεγαλώνουν εδώ. Υπάρχουν ακόμα οι σκαντζόχοιροι, αλλά αυτό είναι εντελώς διαφορετικό…

    Η Γιόλκα δεν είπε τίποτα άλλο για τους σκαντζόχοιρους.

    Το μοναστήρι, συστεγασμένο με το σχολείο, πράγματι έκανε ευχάριστη, καθησυχαστική και ταυτόχρονα αναζωογονητική εντύπωση.  Η όψη των χαμογελαστών μοναχών με κίτρινα-μπορντό ράσα ταίριαζε πάρα πολύ αρμονικά με την χαοτική κίνηση των αγοριών και κοριτσιών, ανάμεσα στους οποίους ο Αντρέι με έκπληξη παρατήρησε και ευρωπαϊκά παιδιά.

    – Ναι, φέρνουμε εδώ για εκπαίδευση και τα παιδιά από άλλες χώρες, γιατί όχι — είναι τόσο ωραία εδώ…, – εξήγησε η Γιόλκα.

    Όντως, αυτό το μέρος ήταν πάρα πολύ ωραίο — και στην αυλή, και γύρω από το μοναστήρι, και μέσα στα δροσερά και ηλιόλουστα δωμάτια-τάξεις, όπου, σε αντίθεση με αυτό, που είχε συνηθίσει ο Αντρέι, βασίλευαν επί το πλείστον η ησυχία και ο ήχος των σελίδων από τα τετράδια.

    – Ασυνήθιστο. Στα μαθήματα μου γίνεται τόση βαβούρα! Και εδώ — η πειθαρχία…

    – Δεν είναι πειθαρχία — τον διόρθωσε η Γιόλκα, βγαίνοντας μαζί του από τη τάξη. – Δεν έχουμε πειθαρχία. Αυτή απαιτείται για την καταπίεση, και εδώ δεν υπάρχει κανείς για καταπίεση, και δεν χρειάζεται — τα παιδιά βρίσκονται εδώ όχι επειδή στάλθηκαν με το ζόρι, αλλά επειδή η ζωή τους έχει τρομερό ενδιαφέρον σε αυτό το μέρος, και στην αρχή περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στον κόσμο ήθελαν να φτάσουν εδώ, και μετά το μεγαλύτερο τους Όνειρο ήταν να μείνουν. Έχουν αρκετό καιρό για να τρέξουν και να διασκεδάσουν, τα μαθήματα εδώ δεν προχωράνε τόσο πυκνά, όπως στο συνηθισμένο σχολείο, έτσι μπορούν να συγκεντρωθούν εξ ολόκληρου στα ενδιαφέροντα τους.

    Εκείνοι μπήκαν και πάλι στην τάξη, και ο Αντρέι νοητικά συμφώνησε με αυτά, που άκουσε — οι στρουθοκάμηλοι όντως έδειχναν πάρα πολύ ενδιαφερόμενοι για το θέμα του μαθήματος,  και έπιαναν στον αέρα την διδακτική ύλη. Οι ελεύθερες συζητήσεις άναβαν ακούσια και έσβηναν με τον ίδιο παρορμητικό τρόπο, όταν τα πάντα ξεκαθάριζαν και το θέμα προχωρούσε παραπέρα. Ναι, η διαφορά ήταν τεράστια. Στην αρχή ο Αντρέι θέλησε να διδάξει σε αυτό το μέρος συγκεκριμένα – σε τούτη την ατμόσφαιρα του ζωντανού ενδιαφέροντος, μα μετά σκέφτηκε, ότι μάλλον, δεν είναι ακόμα αρκετά προετοιμασμένος για αυτόν τον ρόλο, μιας και οι ερωτήσεις των παιδιών ήταν πάρα πολύ σοβαρές και απαιτούσαν από τον δάσκαλο  να έχει καλές γνώσεις όχι μόνο στο δικό του αντικείμενου.

    – Δεν θα τα κατάφερνες έτσι, – σαν να άκουσε τις σκέψεις του, ψιθύρισε η Γιόλκα, γνέφοντας προς τον δάσκαλο, ο οποίος την ίδια στιγμή απαντούσε σε μια αρκετά απρόσμενη ερώτηση, την οποία έκανε ένα κουκλί.

    – Ναι, το θέλω, όμως!

    – Αν το θέλεις  – μάθε.

    –  Μαθαίνω!

    – Ε, να μαθαίνεις…

    Και τότε ο Αντρέι παρατήρησε κάτι, που στην αρχή δεν τράβηξε την προσοχή του, και φάνηκε εντελώς φυσικό — μερικά παιδιά κάθονταν εντελώς γυμνά!

    – Εδώ συνηθίζεται να κυκλοφορούν γυμνά τα παιδιά? – ψιθύρισε αυτός, δείχνοντας ένα γυμνό πιτσιρικά περίπου οκτώ χρόνων, δίπλα στον οποίο, ακουμπώντας τον με τα μπουτάκια, καθόταν άλλο, επίσης απολύτως γυμνό κορίτσι.

    – Εδώ συνηθίζεται να κυκλοφοράνε, όπως θέλει και όπως βολεύεται ο καθένας. Οι δάσκαλοι, ωστόσο, είναι ντυμένοι πάντα, για να μην προκαλούν τους μοναχούς, ενώ τα παιδιά — όπως θέλουν.

    – Μούρλια…, – το μόνο που βρήκε να απαντήσει ο Αντρέι. – Μακάρι να πήγαινα μικρός σε ένα τέτοιο σχολείο!

    – Ναι, σίγουρα το μόνο που θα έκανες, θα ήταν να χαζεύεις τα κορίτσια…

    – Όχι μόνο. Εννοώ — όχι μόνο τα κορίτσια, – χαμογέλασε ο Αντρέι.

    Στον διάδρομο υπήρξαν σειρές από ράφια με βιβλία, ανάμεσα στα οποία ξεχώριζαν εξωτερικά ίδια «Βιβλία του  XXV αιώνα», που ξεχώριζαν μόνο με την γραφή στους τίτλους τους  – ο Αντρέι είχε ξαναδεί αυτή την έκδοση. Παίρνοντας στα χέρια του τον πρώτο τυχαίο τόμο, εκείνος ανακάλυψε, ότι είναι γεμάτος με σημειώσεις και σχόλια – διάφορων χρωμάτων και με διαφορετικό γραφικό χαρακτήρα. Λες και επίτηδες για αυτόν τον λόγο το κείμενο του βιβλίου ήταν περικυκλωμένο με ελεύθερα πεδία από όλες τις πλευρές, έτσι δεν έπιανε, μάλλον, περισσότερο χώρο από το μισό  της σελίδας. Οι σημειώσεις, όπως έκρινε από μια γρήγορα παρατήρηση, ήταν απολύτως εποικοδομητικές — αναφορές για κάποιες πηγές στο Ίντερνετ, διορθώσεις, προσθήκες, παραδείγματα, εξηγήσεις.

    – Η χάρτινη έκδοση των «Βιβλίων» είναι περιορισμένη, για εσωτερική χρήση, διότι αυτό είναι βολικό – να πάρεις ένα βιβλίο, να το ξεφυλλίσεις, να δεις  – ποια σχόλια έγιναν. Ο καθένας, που βάζει ένα σημείωμα εδώ, το στέλνει επίσης με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο στην συντακτική ομάδα, και κατά κανόνα, αυτό συγκαταλέγεται στην ηλεκτρονική εκδοχή του κειμένου, έτσι στην επόμενη εκτύπωση βρίσκεται πλέον στο βασικό κείμενο. Καμιά φορά, όμως, έχει περισσότερο ενδιαφέρον να διαβάσεις τέτοια βιβλία, παρά την ηλεκτρονική εκδοχή στην ιστοσελίδα, – εξήγησε η Γιόλκα.  – Αυτός, που διαβάζει το βιβλίο και κάνει σημειώσεις σε αυτό, συνήθως αφήνει σε μια ειδική σελίδα στο τέλος ένα μήνυμα για τον εαυτό του. Για παράδειγμα, – η Γιόλκα έδειξε τις αράδες, γραμμένες με έναν στενό γραφικό χαρακτήρα και με κόκκινο στυλό, – ας δούμε, ποιος ήταν αυτός …

    Ανοίγοντας το βιβλίο στο τέλος, εκείνη βρήκε το δείγμα συγκεκριμένου γραφικού χαρακτήρα και την υπογραφή.

    – Λοιπόν… είναι η Μισέλ Φορ, και διάβασε αυτό το βιβλίο… είκοσι δυο χρόνια πριν! Ανθεκτικό πράγμα, – η Γιόλκα με σεβασμό κούνησε το βιβλίο στο χέρι της.

    Ήταν όντως φτιαγμένο πάρα πολύ καλά.

    – Θα μας υπηρετήσει για διακόσια χρόνια τουλάχιστον. Και εγώ την ξέρω, είναι μαθήτρια του Ταρδέν και τώρα δουλεύει για εμάς στη Χηλή.

    – «Για εμάς» – εννοείς, ότι επίσης διδάσκει στα σεμινάρια?

    – Όχι, «για μας», σημαίνει… κάτι άλλο, δηλαδή.

    – Και τώρα γράφονται τα βιβλία?

    – Φυσικά! Η επιστήμη αναπτύσσεται, και εμείς καταβάλλουμε πολλές προσπάθειες σε αυτήν την κατεύθυνση. Γράφονται, πως να μην γράφονται…

    – Διάβασα  μερικά από την ιστοσελίδα, – προσέθεσε ευχαριστημένα ο Αντρέι. – Μου αρέσει πάρα πολύ, ότι εκεί τα πάντα εισάγονται σταδιακά, χωρίς βιασύνη, με λεπτομερή εξήγηση — αν και όχι πάρα πολύ γρήγορα, όμως, έτσι μαθαίνεις τα πάντα και θέλεις να μάθεις και περισσότερα.

    – Μα εμείς δεν θέλουμε το γρήγορο, –  είπε η Γιόλκα σαν μεταξύ άλλων και με κάποια υπόνοια, την οποία ο Αντρέι δεν έπιασε, αλλά δεν θέλησε να ρωτήσει άλλο, μιας και ο ίδιος δεν χρειαζόταν το γρήγορο — όντως, είναι πολύ πιο ωραίο να προχωράς αργά σε αυτά τα βιβλία, κατανοώντας τα γραμμένα — ταυτόχρονα σε έκαναν να  αισθάνεσαι σαν κάποιος αριστοκράτης του δέκατου όγδοου αιώνα, που κάθεται δίπλα στο τζάκι μέσα στο κάστρο του, και ροκανίζει αβίαστα… τι ροκάνιζαν εκεί…[ο συγγραφέας αναφέρεται στην έκφραση «Να ροκανίσεις τον γρανίτη των επιστήμων», συνηθισμένη για τον ορισμό των επίμονων σπουδών στη Ρωσία – παρατήρηση του μεταφραστή] δηλαδή, κάνει τις έρευνες του και δεν βιάζεται πουθενά, μια βρίσκει τον ηλεκτρισμό, την άλλη μαθαίνει για το λέιζερ… αν και το λέιζερ, μάλλον, ανακαλύφθηκε πολύ αργότερα, και σίγουρα όχι στην ατμόσφαιρα του οικογενειακού κάστρου.

    Ο Αντρέι κράτησε για λίγο ακόμα το βιβλίο στα χέρια του, και μετά το έβαλε στη θέση του, νιώθοντας έντονο κυματισμό της επιθυμίας να καθίσει τώρα κατευθείαν και να διαβάσει τη μια παράγραφο μετά την άλλη. «Το δικό μου σώμα των επιθυμιών» – έλαμψε η χαρούμενη σκέψη. Πράγματι, η αναλογία φάνηκε πολύ οικεία και ζωντανή – η κάθε εισβολή της οποιασδήποτε επιθυμίας του σώματος βιωνόταν, σαν κίνηση σε κάποιο από τα μέλη ενός φανταστικού «σώματος».

     

    Είχε πολλές ερωτήσεις – για το μέρος της μελλοντικής του εργασίας, ποιοι κανόνες ισχύουν εκεί, πως γενικώς είναι η ζωή στο Νεπάλ και τα λοιπά και τα λοιπά, έτσι, όταν εκείνοι έφτασαν στο Ταμελ και πήγαν να δειπνήσουν στο «Μανταπ», οι ερωτήσεις δεν είχαν εξαντληθεί ακόμα.

    Η Γιόλκα τον πήγε κοντά στο τραπέζι, στο οποίο κάθονταν δυο άντρες. Από το γεγονός, ότι η Γιόλκα κάθισε, χωρίς να ρωτήσει τίποτα, και από  την ίδια  έκφραση στα μάτια τους, η οποία διέφερε τόσο πολύ από την κοσμική ηλιθιότητα και μιζέρια,  που τους περιέβαλε, ο Αντρέι κατάλαβε, ότι αυτοί – είναι «δικοί τους» άνθρωποι.

    – Ο Τόμας, – δείχνοντας τον έναν από αυτούς, είπε η Γιόλκα. – Απέφυγε να συστήσει τον δεύτερο,  και ο ίδιος δεν είπε τίποτα. – Ο Αντρέι θα αναλάβει τα σεμινάρια μας στο Τενγκμποτσε, – εξήγησε η Γιόλκα.

    Οι άντρες δεν είπαν ούτε μια λέξη και τον παρατηρούσαν ήρεμα. Όντας αντικείμενο της έντονης προσοχής, ο Αντρέι, και πάλι κόντρα στις αναμενόμενες αντιδράσεις του, δεν άρχισε να αγγίζει σπασμωδικά τα πιρούνια και ο, τι τύχει στα χέρια του, να κρύβει τα μάτια του ή, αντιθέτως – να τους κοιτάζει πίσω με πρόκληση. Ήταν ευχάριστη η αίσθηση της ήρεμης εμπιστοσύνης,  και τους άρεσε να τον παρατηρούν. Ναι, ο δικός του «δρυμός των αντιλήψεων» σίγουρα γέμιζε με «θηρία»!

    Ξαφνικά στο διπλανό τραπέζι ακούστηκε δυνατά  η ρωσική ομιλία – περίπου εφτά ή οκτώ άτομα, άντρες και γυναίκες από τριάντα έως πενήντα χρόνων συζητούσαν κάτι έντονα, και άθελά του ο Αντρέι άρχισε να ακούει.

    – Τη πρώτη νύχτα γάμου ο άντρας λέει στη γυναίκα – άντε να με βοηθήσεις λιγάκι, ξέρεις, με τα χέρια…, και εκείνη απαντάει  – δεν μπορώ, κουράστηκαν τα χέρια μου, έπλενα τα πιάτα!

    Δυνατό χαχανητό τράνταξε το τραπεζάκι τους.

    – Μαμά, έλα τώρα …, – με ψεύτικη κατάκριση αναστέναξε μια εύσωμη κοπέλα κοντά στα είκοσι πέντε, προσποιούμενη, ότι έχει σοκαριστεί με τέτοιο ανέκδοτο.

    – Να σας πω… –  με ξεχαρβαλωμένο σαγόνι επενέβη ένας άλλος, – ξέρετε, γιατί ο Βασκα δεν ήρθε στο βραδινό, μάλλον, να`ουμε, ζήτησε από την Ναταλία να το κάνουν, και εκείνη δεν του κάθισε!

    – Και εσύ πώς το ξέρεις?

    –  Είσαι σίγουρος? Όχι βρε, αφού παντρεύτηκαν, πρέπει να του κάθεται, δεν γίνεται …

    Ο Αντρέι αισθανόταν, σαν να τον περιέλουσαν με σκουπίδια. Τα πρόσωπα τους ήταν επιθετικά, ηλίθια, και διέφεραν πολύ από τα πρόσωπα των άλλων τουριστών, παρόλο που και αυτοί δεν εντυπωσίαζαν καθόλου με το λαμπρό μυαλό τους …

    – Ρώσοι, – είτε ρώτησε, είτε απλώς είπε ο Τόμας.

    – Ναι, – έγνεψε ο Αντρέι. – Έχω ξεσυνηθίσει ήδη …

    Εκείνη τη στιγμή οι τύποι στο διπλανό τραπεζάκι ηρέμησαν και άρχισαν να τρώνε.

    – Κλείσαμε αυτόν τον μήνα δυο παιδεραστές, – μασώντας το μπιφτέκι, είπε ένας γκριζομάλλης. – Μα δεν έχει νόημα να τους βάζουμε στη φυλακή και να τους στειρώνουμε, πρέπει να τους ακρωτηριάζουν. Ναι, αυτό λέω, και τέλος! – εκείνος κάρφωσε το μπιφτέκι με το πιρούνι, και αυτό έτριξε λυπητερά, γρατσουνίζοντας το πιάτο.

    -Θεέ μου συγχώρα με, μα πώς να ακρωτηριάσουν? – Δεν κατάλαβε μια γυναίκα, που είχε τέτοιο πρόσωπο, σαν να το χρησιμοποιούσαν μια ζωή σε κάποια μη εργονομική τεχνολογική διαδικασία. – Να τους στειρώνουν τέσσερις φορές, δεν το κατάλαβα, Πιοτρ Λεξειτς.

    Οι άντρες χαχάνισαν δυνατά.

    – Εσύ, Βερούνια, δεν ξέρεις καν τα βασικά,  – με διδακτικό ύφος συνέχισε εκείνος. – Να ακρωτηριάσουν, δηλαδή, να τους κόψουν τα χέρια, τα πόδια, το επίμαχο σημείο, τα αυτιά, και μύτη ακόμα, όπως κάποτε έκαναν στους κατάδικους στα κάτεργα, και μετά μπορούν να κόψουν και το κεφάλι.

    – Το κεφάλι μπορούν να το αφήσουν, ας κάνει έτσι, χωρίς τα πάντα  τα σιχαμερά του!

    Και πάλι το χαχανητό πέρασε, σαν κύμα στο τραπέζι.

    – Εξαγριωμένη νοητική φτώχεια, – έριξε σύντομα ο Τόμας.

    Ο Αντρέι καθόταν, σαν παράλυτος. Το φάντασμα της αγαπημένης πατρίδας εμφανίστηκε μπροστά του με όλο το συγκλονιστικό μεγαλείο του.

    – Δεν θα επιστρέψω εκεί, – ψέλλισε εκείνος.

    – Γιατί όχι, – ήρεμα ανταποκρίθηκε η Γιόλκα. – Εμείς δίνουμε σεμινάρια και στη Ρωσία, και στην Γαλλία, γιατί όχι; Απλώς πρέπει να προσέχεις πιο πολύ, αυτό ήταν. Ενώ εσύ, προφανώς, ταυτίζεις τον εαυτό σου με εκείνους, έτσι και αντιδράς με μια τέτοια φρίκη. Δεν είναι παρά σκουπίδια, όντως υπάρχουν πολλοί, όπου και να πας,  και τυχαίνει να συναντάμε παιδιά, σαν και αυτούς, διάφορα.

    – Έχεις καταλάβει τουλάχιστον  – για ποιο πράγμα μιλούσαν?! Αφού είναι η απόλυτη μαλακία! Είναι στην ουσία όλοι τους δολοφόνοι, άντρες και γυναίκες, όλοι! – ο Αντρέι άρχισε να μεταφράζει τη συζήτηση των γειτόνων, αλλά ο Τόμας τον σταμάτησε.

    – Καταλαβαίνουμε ρώσικα.

    – Το κύμα της παράνοιας θα έρθει και θα φύγει, αυτό γινόταν και πριν, πόσες φορές…, – συμφώνησε με τη Γιόλκα ο γείτονας του Τόμας. – Και η Ρωσία το έχει περάσει αυτό στον εικοστό αιώνα, εβδομήντα ολόκληρα χρόνια αιματηρής σφαγής, καθολικής τρέλας. Και μετά το κύμα έφυγε, αν και όχι για πολύ, έφτασε το επόμενο, αλλά δεν πειράζει, θα περάσει και αυτό.

    – Δύσκολο να το φανταστώ, – ανάμεσα στα δόντια του είπε ο Αντρέι.

    – Φυσικά, σου είναι δύσκολο να το φανταστείς, αφού για σένα στα είκοσι χρόνια χωράει μια  ολόκληρη η ζωή και φαίνεται, πως ο, τι υπάρχει τώρα – θα είναι για πάντα. Όμως, δεν θα είναι για πάντα, θα περάσει. Και αυτό, που θα μείνει – εξαρτάται  και από εμάς, παρεμπιπτόντως. Εσύ, για παράδειγμα, θα μείνεις, απ` ότι βλέπω, έτσι δεν είναι?

    – Με ποια έννοια? – δεν κατάλαβε ο Αντρέι.

    – Εννοώ, ότι και εσύ – είσαι ένας Ρώσος, όπως και αυτοί, και θα μείνεις ζωντανός, ενδιαφέρον άνθρωπος, και όταν το κύμα αυτό θα καταλαγιάσει, δίπλα σου θα μείνουν άλλοι Ρώσοι και όχι μόνο Ρώσοι, και από εσένα και τους  όμοιους σου θα ξεκινήσει η αναγέννηση της ρωσικής κουλτούρας.

    – Εντάξει, – ντράπηκε ο Αντρέι, – εγώ δεν μοιάζω ακόμα με κάποιον, που είναι ικανός να αναγεννήσει τη ρωσική κουλτούρα …

    – Ακριβώς – «ακόμα». – Επενέβη η Γιόλκα. – Και ποιος άλλος, κατά τι γνώμη σου, θα αποτελέσει τη ράχη του μελλοντικού πολιτισμού? Έξυπνοι κύριες και κύριοι, και όχι εσύ? Σου αρέσει να είσαι άβουλη, ανώριμη βαλίτσα? Η  απόφαση είναι δική σου.

    Ο Αντρέι δεν βρήκε, τι να απαντήσει.

    – Δεν μιλάω για τη «ρωσική κουλτούρα», – συνέχισε ο γείτονας του Τόμας. – Μιλάω για την κουλτούρα γενικότερα. Εθνικότητα,  φυλή, φύλο, μητρική γλώσσα – όλα αυτά δεν έχουν σημασία, είναι εντελώς ασήμαντα για μας, – τους ανθρώπους, ενωμένους με διαφορετικές αξίες. Εγώ, για παράδειγμα, είμαι Γερμανός. Εσύ είσαι ο Αντρέι, και εγώ – ο Χάνς, και τι με αυτό; Ποιος νοιάζεται? – Εκείνος γύρισε με το βλέμμα επιδεικτικά τους ανθρώπους στο τραπέζι. – Κάποτε αυτό έχε μεγάλη σημασία για κάποιους, σαν και αυτοί, –  ο Χανς έγνεψε στο διπλανό τραπεζάκι, – αυτό γίνεται και τώρα. Και θα έχει σημασία εκατό χρόνια μετά, μα τι μας νοιάζει εμάς? Μιλώντας ειλικρινά, αδιαφορώ παγερά για το τι θα γίνει με τη ρωσική κουλτούρα, ή με την γερμανική, ή με την  κουλτούρα των βάσκων. Άλλο είναι σημαντικό για μένα. Οι άνθρωποι, σαν και εμάς, σαν και σένα και εμένα – αν θα επιβιώσουν αυτοί, πώς θα προχωρήσει ή όχι η ανάπτυξη αυτής της κουλτούρας.

    – Θα τους μιλήσω κιόλας, – είτε πρότεινε, είτε δήλωσε η Γιόλκα. – Έχει ενδιαφέρον.

    Και προτού ο Αντρέι προλάβει να την εμποδίσει ή να προειδοποιήσει, εκείνη ήδη πετάχτηκε και κάθισε στο τραπεζάκι με τους Ρώσους.

    – Γεια, καταλαβαίνετε αγγλικά?

    – Σίγουρα, Μις, – απάντησε κάποιος με βαρυσήμαντο ύφος. – Είμαστε μορφωμένοι άνθρωποι.

    – Πάρα πολύ ωραία, λοιπόν. Για πείτε μου, σας παρακαλώ,  φίλοι μου, για ποιο λόγο θεωρείται απαίσια η παιδεραστία?

    – Φου…, – ζάρωσε το πρόσωπο του ο Πιοτρ Λεξειτς, – αυτό είναι αηδία, βρωμιά. Εσείς είστε νέα, μα θα έπρεπε να καταλαβαίνετε, όμως.

    – Βοηθήστε με εσείς για να καταλάβω, μιας και δεν το πιάνω εγώ – πείτε μου, όταν σε ηλικία ενός χρόνου το παιδί πιπιλάει το στήθος της  μητέρας του – και ανοίγει πολύ το στοματάκι του για να ρουφήξει, αυτό είναι τόσο όμορφο, υπέροχο! Υπάρχουν διάφορα έργα τέχνης, οι μαντόνες με τα βρέφη, που ρουφάνε το στήθος, είναι ένα  θεϊκά όμορφο αριστούργημα!

    – Φυσικά, θεέ μου, τι να λέμε, – βούιξε η Βερούνια. – Η δική μου ζήταγε στήθος μέχρι τριών χρονών, έτσι εγώ …

    – Πάρα πολύ ωραία, – τη διέκοψε η Γιόλκα, – και τώρα κάτι άλλο – αν, για παράδειγμα, το παιδί δεν έχει στο στόμα του το στήθος, αλλά την πιπίλα – είναι εντάξει αυτό?

    – Και γιατί όχι? – αγανάκτησε ξαφνικά η εύσωμη δεσποινίδα. – Γιατί όχι, σας ρωτάω! Είναι εντάξει αυτό.

    Ο Αντρέι μαζεύτηκε λιγάκι, συναντώντας μια τέτοια αδικαιολόγητη επιθετικότητα, όμως, η Γιόλκα δεν κούνησε καν το φρύδι.

    – Και αν το γάλα από το γεμάτο μητρικό στήθος πετάγεται μέσα στο στόμα, και το παιδάκι καταπίνει και του αρέσει, και αυτό είναι υπέροχο, παρά την δική μου άποψη, ας πούμε, ότι το γυναικείο γάλα είναι άνοστο, και σε πολλούς προκαλεί ακόμα και αηδία.

    – Μα δεν είναι για σένα το γάλα, είναι για το παιδάκι, και σε αυτό αρέσει πάρα πολύ! Η δική μου …

    – Τέλεια, – και πάλι δεν την άφησε να ολοκληρώσει η Γιόλκα. [λογοκρισία]

    Μια κακοπροαίρετη σιωπή άναψε με τη φλόγα της κόλασης, και το γεγονός, ότι όλοι οι Ρώσοι συνέχιζαν ταυτόχρονα να αναμασάνε τακτικά, στέλνοντας το ακίνητο βλέμμα μπροστά τους σε κάποιο μόνο σε εκείνους γνωστό διάστημα, τόνισε μόνο την ύπαρξη της ιερής οργής, που φούντωνε αόρατα, και μέχρι στιγμής εκδηλωνόταν μόνο στα φουσκωμένα ρουθούνια και στα κοκκινισμένα, σαν το ηλιοβασίλεμα της Αποκάλυψης, μάτια τους.

    Η Βερούνια πήγε να ανοίξει το στόμα της, και το έκλεισε αμέσως. Ο Πιοτρ Λεξειτς σήκωσε τα βλέφαρα του, απηύθυνε ένα φλογισμένο βλέμμα προς το παρόν δίπλα στην Γιόλκα, και αμέσως κατέβασε τα μάτια του. Χτύπησε κάποιο πιρούνι, και η ατμόσφαιρα γέμισε με ηλεκτρισμό, όμως, η θύελλα δεν ερχόταν, έκανε κύκλους και  πλησίαζε μια από την μια πλευρά, μια από την άλλη. Ο άνθρωπος με πρησμένο πρόσωπο φούσκωσε τα χείλη του, λες και στο στόμα του δημιουργήθηκε κενό αέρος, και έστρεψε ανούσια το βλέμμα του στην σαλάτα, που βρισκόταν μπροστά, σαν να προσπαθούσε να διαβάσει μέσα στο περίτεχνο μοτίβο των λαχανικών εκείνη την ετυμηγορία, που η μοίρα θα βγάλει στην Γιόλκα για τις ερωτήσεις τέτοιου είδους.

    – Ξέρεις, τι συμβαίνει, – είπε η Γιόλκα δυνατά στον Αντρέι, – ετοιμάζονται να με κατατροπώσουν, αλλά δεν έχουν ιδέα – πώς ακριβώς να το κάνουν. [λογοκρισία]?

    – Το παιδί σε αυτή την ηλικία δεν μπορεί να αποφασίσει μόνο του, τι του αρέσει, και τι όχι, – μουρμούρισε η Βερούνια, σαν να προσπαθούσε να θυμηθεί κάποιο κείμενο, το οποίο διάβασε πολύ καιρό πριν ή το έμαθε απ έξω, αλλά ποτέ δεν κατάλαβε καλά.

    – Και για αυτό δεν του δίνουν ούτε την πιπίλα, ούτε το παιχνίδι, ούτε το στήθος? – διευκρίνισε η Γιόλκα, αλλά η Βερούνια δεν είπε τίποτα.

    – Άλλο είναι να δώσεις τη πιπίλα, και τελείως διαφορετικό  -εκείνο το πράγμα! – και πάλι φώναξε η νταρντάνα-κόρη της. – Τα έχεις χάσει, δηλαδή, και δεν καταλαβαίνεις?

    – Σωστά, – ξαφνικά συνήλθαν και οι υπόλοιποι. – Έχει τρελαθεί αυτή, δεν το βλέπει – άλλο είναι να πιπιλίσει την μπουνιά του, και άλλο… φου, τι αηδία …

    – Τρελάθηκες, έτσι? – με γουρλωμένα τα μάτια γύρισε το δάχτυλο δίπλα στον κρόταφο του ο πρησμένος άντρας. Τώρα και εκείνος ανέκτησε τη σιγουριά για τον εαυτό του.

    Η Γιόλκα σηκώθηκε και επέστρεψε στο τραπέζι της, χωρίς να δώσει την παραμικρή σημασία στους Ρώσους.

    – Το ίδιο, όπως και τότε! – ο Αντρέι δεν παραξενεύτηκε με το ότι η συζήτηση ακολούθησε την ίδια ροή, απ` ότι με τους Γάλλους, αλλά του έκανε εντύπωση, ότι η κουβέντα, μάλλον,  ολοκληρώθηκε ειρηνικά, χωρίς ξυλοδαρμό.

    Εκείνη τι στιγμή στο τραπέζι τους έφτασαν ακόμα τέσσερα άτομα. Οι σερβιτόροι έτρεξαν κοντά τους αμέσως, και λίγα δευτερόλεπτα αργότερα,  γρήγορα και επιδέξια, σαν μυρμήγκια, κουβάλησαν άλλο ένα τραπέζι, το ένωσαν με το δικό τους έτσι, ώστε να δημιουργηθεί ένα μεγάλο.

    – Έχουμε αποτελέσματα? – ρώτησε ο Τόμας. – …Έχουμε αποτελέσματα, – επανέλαβε εκείνος, χαμογελώντας πια και κοιτάζοντας στα πρόσωπα αυτών, που μόλις ήρθαν.

    –  Και τι αποτελέσματα, Τόμας! – θριαμβευτικά απάντησε ένας από αυτούς, ταυτόχρονα κοιτάζοντας τον Αντρέι με ερωτηματικό ύφος.

    – Μπορείς να το πεις μπροστά του, Τάι. – πρότεινε η Γιόλκα.

    – Είσαι Ρώσος? –  τον ρώτησε η κοπέλα κοντά στα είκοσι πέντε, η οποία ειχε  τόσο βαθιά μάτια, ότι  ήθελες να  τα κοιτάζεις ατέλειωτα.

    – Ναι, – έγνεψε ο Αντρέι. – Φαίνεται?

    – Βέβαια, ειδικά για μένα, μιας και εγώ είμαι Ρωσίδα.

    – Πες μας εσύ, Μάγια, – ζήτησε ο Τόμας. – Ο Αντρέι θα τα καταλάβει όλα σιγά-σιγά.

    – Εντάξει. – η Μάγια έβαλε πάνω στο τραπέζι το λαπ τοπ, το άνοιξε και βρήκε το σωστό αρχείο. – Ήταν η πρώτη μας κατάδυση στην συγκεκριμένη κατάσταση, γι` αυτό, όπως συνήθως, είναι όλα αρκετά ακαθόριστα. Όπως είχαμε αποφασίσει πριν, δεν διευκρίνισα τα ονόματα, τις ημερομηνίες  και τα λοιπά, διότι αυτά  απαιτούν υπερβολική συγκέντρωση, ανταγωνιστική για την παρατήρηση, και μέχρι να μάθουμε – αν αξίζει αυτό, εκ των πρότερων λειτουργούμε σαν να «μην αξίζει».

    Ο Τόμας έγνεψε.

    – Γινόταν διπλή παρατήρηση, εμείς με τον Τάι δουλεύαμε μαζί, έτσι  το αποκτημένο αρχείο – είναι αρκετά ακριβές αποτύπωμα των γεγονότων. Σε γενικές γραμμές σταθήκαμε τυχεροί και άτυχοι ταυτόχρονα. Από τη μια μεριά, τίποτα, που να είχε ενδιαφέρον για τους ιστορικούς, και από την άλλη, η ίδια κατάσταση ήταν πολύ ενδιαφέρουσα, σχεδόν κωμική, όσο μπορεί να είναι εκείνη την εποχή…

    – Τριάντα εφτά, – διευκρίνισε ο Τάι. – η Μάγια επέμενε να αισθανθεί τους ανθρώπους εκείνης της εποχής …

    – Ήθελα να μάθω – πώς είναι δυνατόν γενικώς – ένα ολόκληρο έθνος έφτασε τον εαυτό του σε τέτοιο σχεδόν απόλυτο εκφυλισμό, ώστε συναντάμε τις συνέπειες ακόμα και τώρα.

    – Μιλάμε για τη Ρωσία? – ρώτησε ο Αντρέι.

    – Ναι.

    – Και τι σημαίνει… όλο αυτό, που έλεγες πριν, – δίστασε εκείνος να κάνει πιο συγκεκριμένη ερώτηση.

    – Πάρα πολύ σύντομα – εμείς ερευνούμε τους κόσμους των συνειδητοποιημένων οραμάτων, – εξήγησε ο Τόμας. – Είμαστε στην αρχή του ταξιδιού, και σχεδόν κάθε μέρα ανακαλύπτουμε κάτι καινούριο. Ανακαλύπτουμε και νέα σύμπαντα, και ζωντανά, νοήμον πλάσματα εκεί, και βρίσκουμε τα μονοπατάκια για να προσεγγίσουμε τα ζωντανά όντα, που ζουν ανάμεσα μας, ωστόσο, διαφέρουν από εμάς υπερβολικά, και λόγο αυτού είναι απρόσιτα – τα βουνά, τα σύννεφα, τα ρυάκια … Έχουμε αποκτήσει ακόμα την πρόσβαση στην ιστορία, και  τώρα με τη ανάλογη θέληση μπορούμε να επαναφέρουμε μια ακριβή εικόνα  για ο, τι είχε συμβεί οποτεδήποτε,   και αυτή είναι η ορισμένη ασχολία του  Τάι με τη Μάγια.  Η Μάγια γράφει το  «Βιβλίο του XXV αιώνα» της ιστορίας,  το οποίο βασίζεται ακριβώς σε τέτοιες καταδύσεις, μιας και δεν υπάρχει σχεδόν κανένας άλλος τρόπος – η ιστορία έχει διαστρεβλωθεί και ξαναγράφτηκε τόσες φορές, ότι τα τελευταία σπόρια της αλήθειας χάθηκαν προ πολλού, έτσι εμείς την επαναφέρουμε – βήμα προς βήμα, για την ώρα χωρίς κάποιο ορισμένο σύστημα, ακολουθώντας απλά τα ενδιαφέροντα μας – ο, τι επιλέγει ο καθένας.

    – Εγώ… θέλω και εγώ! – ο Αντρέι μούδιασε από την έκπληξη. – Με ενδιαφέρει πάρα πολύ, θέλω και εγώ! Μάγια, Τάι, Τόμας, πώς μπορώ να λάβω μέρος σε αυτό? Γιόλκα, – σχεδόν ικετευτικά απευθύνθηκε εκείνος στην κοπέλα, βλέποντας, ότι ως απάντηση στις ερωτήσεις του  φάνηκαν μόνο τα χαμόγελα, – Γιόλκα, πώς μπορώ να συμμετάσχω σε αυτό?

    – Για την ώρα με κανέναν τρόπο. Για να γίνει αυτό, χρειάζεται τουλάχιστον να μπεις στο σχολείο μας και να ολοκληρώσεις έστω τις τέσσερις τάξεις, και αυτό… δεν ταιριάζει σε όλους, δεν το θέλουν όλοι και δεν είναι όλοι ικανοί να το κάνουν.

    – Θέλω να δοκιμάσω! Αλήθεια, θα κάνω ο, τι μπορώ!

    Εκείνη τη στιγμή ο Αντρέι κατάλαβε ξαφνικά, ότι δεν βρέθηκε τυχαία εδώ, ανάμεσα σε αυτούς τους ανθρώπους, ότι  – όπως και σε εκείνη την κατάσταση, όταν η Γιόλκα έκοψε τους δυο συναδέλφους  του και επέλεξε εκείνον, έτσι και τώρα πάρα πολλά εξαρτώνται από την δική του πρωτοβουλία και ειλικρίνεια. Κατάλαβε, ότι ο Τόμας, ο Χανς, ο Τάι, η Μάγια, οι άλλοι άνθρωποι, που ήρθαν, και η Γιόλκα, – μπορούν και πάλι τώρα, για άλλη μια φορά, να αλλάξουν τη ζωή του απότομα, αν καταφέρει να αποδείξει, ότι τους κάνει, ότι έχει για αυτούς αρκετό ενδιαφέρον, και πρέπει να κάνει κάτι, μα τι συγκεκριμένα? Ο ίδιος  είναι αρκετά ειλικρινής με τον εαυτό του τώρα; Μήπως τον έπιασε η μεγαλομανία, η επιθυμία να ανήκει στον κύκλο των εκλεκτών? Ξανά και ξανά εκείνος περνούσε με το βλέμμα του τα πρόσωπα των ανθρώπων γύρω από το τραπέζι, και παρατηρούσε τον εαυτό του – τι αισθάνεται? Ανταγωνισμό? Αρπακτικό αντανακλαστικό? Η επιθυμία της κτήσης κάποιου μυστηρίου? Δεν μπορούσε να ορκιστεί, ότι όλα τα αυτά δεν υπήρξαν, σαν μια ελαφριά ομίχλη κρεμόταν ανάμεσα σε αυτόν και τα συναισθήματα του, και αυτό του προκαλούσε απελπισία, και όμως, τον καθησύχαζε το γεγονός, ότι ακόμα και να υπήρξαν όλα τα αυτά, προφανώς δεν κυριαρχούσαν σε αυτόν, ήταν απλώς το απομεινάρι, το οποίο ήθελε να ακρωτηριάσει και να αποτινάξει, και το πιο σημαντικό, που υπερείχε, που άπλωνε και τον καταλάμβανε με όλο και δυνατή λαβή, ήταν το ενδιαφέρον, η συμπάθεια, η επιθυμία της συνεργασίας, η θέληση να μάθει και να αγγίξει το μυστήριο, και δημιουργήθηκε πάλι εκείνη η γεύση της αφοσίωσης, την οποία βίωσε τόσο δυνατά στο αεροπλάνο.

    – Θα δούμε, – είπε ο Τόμας επιτέλους και έκανε νόημα στην Μάγια.

    – Θα το διαβάσω απλώς σαν μια αφηρημένη ιστορία – εξήγησε η Μάγια, – σαν να κοίταζε κάποιος παρατηρητής αυτά, που συνέβαιναν, έχοντας την μοναδική ικανότητα να διακρίνει, όπως στο μικροσκόπιο, και να μελετάει όχι μόνο τα γεγονότα, αλλά και τις αντιλήψεις αυτών, που ήταν παρόν.

     

    «Μεγάλη αίθουσα της τοπικής επιτροπής του Κομμουνιστικού κόμματος, άγνωστη πόλη, η αίθουσα είναι γεμάτη με ανθρώπους, που περνούν στις θέσεις τους, δείχνουν ανήσυχοι και προβληματισμένοι, την ίδια στιγμή, όταν τα βλέμματα τους διασταυρώνονται, γίνονται υπερβολικά ευγενικοί και καλοσυνάτοι.

    Πλησιάζω τον άνθρωπο, που κάθεται στην πρώτη σειρά – σκύβοντας το κεφάλι του στον γείτονα,  ανταλλάζει τους  σιγανούς ψίθυρους μαζί του, σχεδόν άπιαστα. Άργησα, και πάλι κάθισαν ήσυχα. Επιστρέφω τον χρόνο λιγάκι πιο πίσω, ακούω τη συζήτηση τους:

    – Θα την σκάσει ο Αμπράμ στον δικό μας Ιβάν Δμήτριτς…

    – Τι λες τώρα, όχι, αδύνατον, που να τον φτάσει. Ο Ιβάν Δμήτριτς είναι από το Σορμόβ, δικός μας από το χίλια εννιακόσια δώδεκα, ο μπολσεβίκος!

    – Αυτό σου λέω και εγώ, από το δώδεκα, ο Αμπράμ έχει δόντι για αυτόν, άκουσα κάτι φήμες …

    – Δεν γίνεται αυτό, Βασίλη! Ο Ιβάν Δμήτριτς (γουρλώνει τα μάτια του) – σήκωνε όλα τα Ουράλια μόνος του.  Αφού είναι (χαμηλώνει την φωνή μέχρι να βραχνιάσει) μέλος του Κεντρικού Κομιτάτου για παραπάνω από δέκα χρόνια!

    – Πιο σιγά… (ρίχνει μια σύντομη ματιά γύρω-γύρω, απομακρύνεται, και μετά – ακόμα πιο σιγά) –  χαζέ, έχε τα μάτια σου δεκατέσσερα, ο Αμπράμ αυτό κάνει, και έχει πολύ μακριά μύτη, να το κάνεις και εσύ, να μην είσαι βλάκας … τώρα όσο πιο ψηλά κάθεσαι, τόσο χαμηλά και θα πέσεις, τέλος, δεν σου είπα τίποτα, και εσύ γενικώς να προσέχεις – άκουσα, ότι σε προτείνουν για αναπληρωτή, μην πας, ακούς? Μην πας! Αν δεχτείς, θα σε στείλουν και εσένα μαζί… να κρατιέσαι πιο κοντά στον Αμπράμ …

    Όλοι πήραν τις θέσεις τους επιτέλους, από το προεδρείο ακούγονται κάποια συνθήματα, δεν ακούω καλά …

    – … όταν οι εχθροί της εργατικής τάξης σκότωσαν τον σύντροφο Κίροφ, και τότε …

    – … για να γίνει μάθημα και στους άλλους… να χτυπήσουμε με όλη τη δύναμη της εργατικής γροθιάς …

    Χαοτική ροή των σκέψεων  – δεν προσδιορίσαμε τους παραλήπτες, ο σκοπός μας ήταν να αισθανθούμε την ατμόσφαιρα γενικώς:

    – … γιατί πάλι για τον Κίροφ; … τι την θέλουν πάλι τη γροθιά… κάποιον προσπαθούν να υπονομεύσουν… οι εχθροί της εργατικής τάξης…ο Αμπράμ …

    – … θα σταθούμε σκληρά στις θέσεις της Σοβιετικής Εξουσίας… θεωρούν πολλά για τον εαυτό τους …

    Εκείνη τη στιγμή – δυνατό επιφώνημα:  «να σε πάρει!».

    Στην αίθουσα – η νεκρική σιγή.

    Αυτός που φώναξε – είναι ένας νεαρός, με πρόσωπο, που δεν στερείται την ελάχιστη νοητική δραστηριότητα. Επιστρέφουμε τον χρόνο πίσω, πλησιάζουμε – στο χέρι του έχει ένα βιβλίο, ο γείτονας του γυρίζει αδέξια, παθαίνει κράμπα από την άβολη στάση, ένα χτύπημα με τον αγκώνα, και το βιβλίο πέφτει στον διάδρομο, ακολουθεί το ακούσιο επιφώνημα «να σε πάρει!» – και αμέσως – κατά κύματα – ο φόβος, η σύγχυση, τα μάτια των γύρω ανθρώπων τους παρατηρούν ολοφάνερα, ο ομιλητής σώπασε στη σκηνή, και όλοι μα όλοι αυτόν κοιτάζουν. Ο νεαρός μούδιασε από τον φόβο και αμηχανία του, και ξαφνικά – σηκώθηκε. Και ο ίδιος δεν καταλαβαίνει, γιατί σηκώθηκε, ίσως να λειτούργησαν κάποια ένστικτα, υιοθετημένα ακόμα στο βιομηχανικό εκπαιδευτικό ίδρυμα – όταν εκανε κάτι λάθος,  ο δάσκαλος απαιτούσε να σηκωθεί, έτσι δούλεψαν και τα δικά του πόδια, εκείνος σηκώθηκε και τώρα στεκόταν στη μέση μιας ολόκληρης αίθουσας, ασφυκτικά γεμάτης με κόσμο, και όλοι πάγωσαν, και όλοι καταλάβαιναν,  ότι  συμβαίνει κάτι.

    – Δηλαδή, να σε πάρει…, – επαναλαμβάνει το παλικάρι, χωρίς να καταλαβαίνει πια ο ίδιος, – τι κάνει, και δεν μπορεί ούτε να καθίσει, ούτε να μείνει όρθιος, χωρίς να ξέρει τον λόγο, και το μόνο που ξέρει, είναι ότι στέκεται εδώ, ανάμεσα στους πιστούς κομμουνιστές, και ακόμα ξέρει, ότι τον παρακολουθούν επίσης τα μάτια των αφοσιωμένων υπάλληλων του ΝΚΒΔ [Λαϊκό κομιτάτο των εσωτερικών υποθέσεων – προκάτοχος του ΚαΓκεΜπε – παρατήρηση του μεταφραστή], και καταλαβαίνει ακόμα, ότι διέκοψε τον ομιλητή, και δεν είναι όποιος και όποιος, αλλά ο ίδιος ο Ιβάν Δμήτριτς, ο παρασημοφόρος, άρα, όλη η «τρόικα» τον κοιτάζει ακούραστα… αχ, δεν τις καθιέρωσαν αυτές τις τρόικες για καλό, ήρθαν την χειρότερη στιγμή.

    Και η αμηχανία του μεγαλώνει, και πρέπει να κάνει έστω κάτι, αν θα μείνει έτσι, απλώς θα έρθουν και θα τον πάρουν, και τέλος…

    πρέπει να τον πάρουμε, δεν έχουμε καλύψει ακόμα τα περιθώρια για την πρώτη κατηγορία …και για την δεύτερη επίσης… τι συμβαίνει, γιατί σηκώθηκε αυτός … γιατί δεν τον παίρνουν πια… δεν στέκεται και μόνος του, αφού είναι μικρός, τελείως άγουρος ακόμα, άρα, τον έμαθαν κάποιοι έξυπνοι…

    Δεν αισθάνεται μόνο το παλικάρι αμηχανία, όλοι σκέφτονται – τι σημαίνει τούτο; Την ώρα  της αναφορικά-εκλογικής συνέλευσης, σηκώνεται στη μέση της ομιλίας για τους εχθρούς, που σκότωσαν τον Κίροφ, για τους σκοπούς του εργατικού λαού, και ποιος μιλούσε – ο ίδιος ο Ιβάν Δμιτριτς! Το ΝΚΒΔ κάθεται, σαν να μην τρέχει τίποτα, αυτό δεν είναι μια απλή σύμπτωση! Και όχι μόνο σηκώθηκε, αλλά και βρίζει κιόλας! Όχι, δεν γίνεται αυτό, αδύνατον, τι λέτε, εδώ είναι η επιτροπή, το γεγονός της χρονιάς, δηλαδή… θεέ μου, τι σημαίνει όλο το αυτό?

    Ο άνθρωπος, που στέκεται πάνω στο βήμα, λούζεται με τον ιδρώτα. Και αυτός απορεί – τι συμβαίνει; Ποιος επέτρεψε σε αυτόν τον πιτσιρικά να τον διακόψει με τέτοια αγένεια; Γιατί το ΝΚΒΔ αδρανεί, διότι αν τα όργανα δεν μιλάνε, τότε το εγκρίνουν, και αν το εγκρίνουν, τότε πως …

    Σοκ και απορία στο προεδρείο. Η ίδια ερώτηση – ποιος έδωσε την άδεια, όμως, ακόμα και αυτό τώρα δεν έχει τόση σημασία, άλλο είναι σημαντικό – πώς να φερθούν τώρα?? Πρέπει να αποφασίσουν άμεσα, χωρίς καμία καθυστέρηση, για να μην προλάβουν οι άλλοι, και να μην βρεθείς εκτός, και να μην το παρακάνεις, και πρέπει να δείξεις την ωριμότητα σου. Χαοτικές κινήσεις, σε κάποιον ανέβηκε η πίεση, κάποιος είναι στο όριο του εμφράγματος, και όλα γίνονται τόσο γρήγορα, δεν πέρασε ούτε ένα λεπτό!

    το προεδρείο δεν μιλάει, άρα έχει εγκριθεί αυτό… δεν πρέπει να τον πάρουμε, αφού λειτουργεί με άδεια κάποιου, θα νομίσουν, ότι εμποδίζουμε την  ανακάλυψη του εχθρού…οι τσεκίστες [οι υπάλληλοι της έκτακτης επιτροπής – του πιο αιματηρού τμήματος της ΚαΓκεΜπε, υπεύθυνου για την καταστολή της κατασκοπείας παρατήρηση του μεταφραστή]περιμένουν, άρα, δεν πρέπει να διατάξουμε!…

    – Σύντροφοι! – από το μακρινό τραπέζι του προεδρείου σηκώνεται ένας κοντούλης με ροδαλά μάγουλα. – Μέχρι πότε θα ακούμε όλη αυτή την δημαγωγία! Σωστά τα λέει η νεολαία – στο διάολο να πάει όλη αυτή η πολυλογία!

    δόξα το θεό, πάλι καλά, που δεν πήγαμε να τον πάρουμε, και οι ίδιοι τώρα θα πηγαίναμε με την ίδια κατηγορία, γλιτώσαμε, θεέ μου …

    – Αλήθεια, έτσι είναι!

    Από τις διαφορετικές γωνίες του ακροατηρίου άρχισαν οι φωνές. Στον αέρα μύρισε το αίμα, και τα κυνηγόσκυλα αισθάνθηκαν το θήραμα.

    – Εσύ, Ιβάν, σωστά τα λες όλα, πολύ σωστά, – μια ύπουλη φωνή από το προεδρείο,  – για πες μας σε παρακαλώ, δεν σπατάλησες εσύ τα χρήματα του λαού για  αυτή την δύσμοιρη λέσχη?

    – Σωστά το έθεσες το ερώτημα, Αμπράμ!

    σου τα`λεγα εγώ, Βασίλη, σαν να τα προέβλεψα!…

    – Τι χρειάζεται αυτή η χώρα, τα γλέντια και τους χορούς? Σύντροφοι? –  ο άνθρωπος έδειξε με το χέρι του την αίθουσα, σαν να προσκαλούσε τους πάντες να τον υποστηρίξουν, και οι φωνές της υποστήριξης άρχισαν με διακεκομμένα κύματα να ενώνονται σε μια πυκνή βοή. Ο άνθρωπος  στο προεδρείο πήγε να πέσει και έπιασε την καρδιά του.

    – Η χώρα χρειάζεται το ατσάλι, πρέπει να της δώσουμε το μαγγάνιο, το χρώμιο, και τα γλέντια μπορούν να περιμένουν, δεν μας καίει αυτό?

    Και σαν μια θύελλα έφτασαν οι κραυγές από τις σειρές, και έπνιξε με την ορμή της και τον άνθρωπο στο βήμα, και το προεδρείο.

    – … αυτή είναι δολιοφθορά!.. να φυλακιστούν! … τροτσκιστής! Ζήτω ο Στάλιν, ο Στάλιν ζήτω!…

    – Εμείς, οι άνθρωποι της σοσιαλιστικής κουλτούρας, της σοσιαλιστικής εργασίας – προσπαθούσε ο Αμπράμ να ξεπεράσει τον όχλο, φωνάζοντας, – και εσύ, Ιβάν, πέρασες τα λαμπάκια δίπλα στη γέφυρα… στολισμός… τα λαϊκά χρήματα… γλέντια…η χώρα… μαγγάνιο… χρώμια… καιροσκόπος …

    Σε όλο αυτό το χάος το παλικάρι είχε ξεχαστεί παντελώς, κάθισε και πάλι στη θέση του, ξεχνώντας το βιβλίο, και με ανοιχτό το στόμα παρακολουθούσε, πως η νέα εξουσία συνθλίβει την παλιά.  Ξαφνικά σαν να έσπασε κάτι, το οργισμένο στοιχείο άρχισε να καταλαγιάζει, και οι άνθρωποι, επέστρεφαν, ανταλλάσσοντας τις ματιές μεταξύ τους, στις θέσεις τους και σιωπούσαν. Αυτοί ήξεραν – πρέπει να υπάρχει κάποιος, οποιοσδήποτε πρέπει να βρεθεί, που στο αποκορύφωμα της λαϊκής οργής θα ερχόταν και θα έλεγε: «Συλλαμβάνεστε», η «Περάστε μαζί μας, παρακαλώ …», όμως, δεν ήρθε κανείς, το σενάριο έσπασε και οι τρομερές καχυποψίες άρχισαν και πάλι να περνάνε μέσα στα μυαλά τους, διότι «εκεί» δεν μπορεί να σπάσει τίποτα, δεν γίνονται αυτά τα πράγματα εκεί, άρα – είναι ένα λάθος?? Η νεκρική σιωπή και πάλι κρέμασε στην αίθουσα, και ο άνθρωπος στο βήμα, μάλλον, άρχισε να καταλαβαίνει επίσης, ότι οι πιο τρομερές προβλέψεις του δεν πραγματοποιήθηκαν, – είναι ακόμα εδώ, και αυτό σημαίνει… ότι πρέπει απλώς να υποκριθεί, πως δεν συνέβη τίποτα!

    – Σας ευχάριστο πολύ για την κριτική, σύντροφοι, θα την έχω υπ` όψιν μου! – Με μια κωφή, σαν σπασμένη φωνή είπε εκείνος, μετά καθάρισε τον λαιμό του και συνέχισε, – και τώρα ας περάσουμε, σύντροφοι μου, στη συζήτηση περί ολοκλήρωσης των σχεδίων της βιομηχανικής παραγωγής.

    Στο προεδρείο ακούστηκε το σύρσιμο τον χαρτιών και το συνέδριο συνεχίστηκε».

     

    Η Μάγια τελείωσε και έκλεισε το λαπ τοπ.

    – Το πιο σημαντικό είναι, ότι το καταφέρνουμε. – Συνόψισε εκείνη. – Τα υπόλοιπα είναι λεπτομέρειες. Κατά τα άλλα είναι μια αστεία ιστορία, αστεία και τραγική.

    – Όχι, οι λεπτομέρειες… πρέπει να φτάσουμε στο αποτέλεσμα τελικά, – διαφώνησε ένας από τους άντρες, που ήρθαν μαζί με τη Μάγια και τον Τάι, – Πρέπει να επιβεβαιώσουμε με ντοκουμέντα, ότι οι άνθρωποι εκείνοι υπήρξαν, να διευκρινίσουμε τον τόπο, χρόνο, τα επώνυμα. Εγώ… καταλαβαίνω  – σήκωσε εκείνος το χέρι, σταματώντας την έτοιμη να ανταποκριθεί Μάγια, – καταλαβαίνω, ότι και εσύ, και ο Τάι, και σίγουρα ο Τόμας επίσης έχετε την πλήρη βεβαιότητα για το ότι αυτές δεν είναι ψευδαισθήσεις η κάτι τέτοιο, και εγώ αυτό θεωρώ επίσης. Όμως, το να «θεωρήσουμε» – είναι ένα πράγμα, και να «έχουμε τις πειστικές αποδείξεις» – τελείως διαφορετικό. Φυσικά, το ίδιο γεγονός, ότι η κατάσταση αντιλαμβανόταν από δυο ανεξάρτητους παρατηρητές, και το ότι οι παρατηρήσεις τους συμπληρώνουν, και όχι αντιτίθενται μεταξύ τους, μας λέει πολλά, αλλά αυτό δεν είναι μια απόδειξη ακόμα,  είναι ξεκάθαρο. Υπάρχει πιθανότητα να εξηγήσουμε τη σύμπτωση στις αντιλήψεις με κάποιο αμοιβαίο συντονισμό, που εμφανίζεται ακούσια, τι, αν υπάρχουν τα από κοινού οράματα – ακριβώς οράματα, το χάος τον εικονοσκεψεων … δεν χρειαζόμαστε αυτές τις αμφιβολίες. Ας βάλουμε όλες τις τελείες στα «i». Σε ο, τι αφορά εμένα, εγώ, βέβαια, θα επέλεγα  κάποιο πιο συναρπαστικό γεγονός… θα πήγαινα στο ατμόπλοιο, που πηγαίνει στην Αμερική τον Αϊνστάιν, και θα άκουγα, πως εκείνος μιλάει για τη θεωρία της σχετικότητας, η σε εκείνο τον αγώνα του Αλεχιν-Καπαμπλάνκα για τον τίτλο του παγκόσμιου πρωταθλητή… αλλά αφού έγινε έτσι, και πάλι είναι συναρπαστικό – έχετε εκεί ένα σωρό ανθρώπους, ήδη υπάρχουν κάποια ονόματα, κάποιες λεπτομέρειες ακόμα, ας επεξεργαστούμε στενά αυτή την ιστορία, και ας αποδείξουμε – τα πάντα πιθανόν να έγιναν ακριβώς με αυτόν τον τρόπο, και  οι συγκεκριμένοι άνθρωποι υπήρξαν εκεί.

    – Συμφωνώ, – ο Τόμας ύψωσε τις παλάμες του με σκοπό να τους συμφιλιώσει. – Καταλαβαίνω, πως θέλετε να τρέξετε μπροστά για να γράψετε την ιστορία, μα πρέπει να είναι ορισμένα η ιστορία, δεν μπορούμε να έχουμε αμφιβολίες, και ύστερα, με το ίδιο τρόπο θα τελειοποιήσουμε τις δεξιότητες μας.

    – Εμένα πιο πολύ με ενδιαφέρει κάτι άλλο σε αυτό, – είπε η κοπέλα, το όνομα της οποίας παρέμεινε άγνωστο στον Αντρέι. – Αφού τα συνειδητοποιημένα οράματα και η έξοδος από το σώμα – είναι είτε εξαιρετικά κοντά μεταξύ τους, είτε γενικώς αποτελούν τα στάδια της ίδιας διαδικασίας, ας δουλέψουμε μαζί λοιπόν? Διότι αυτό έχει τρομερό ενδιαφέρον…, – εκείνη αναζήτησε με το βλέμμα της κάποιον, που να την υποστήριζε, και ξαφνικά επέλεξε τον Αντρέι για αυτόν τον σκοπό.

    – Εσύ Αντρέι, θα ήθελες να μην αρρωσταίνεις ποτέ?

    Η ερώτηση, προφανώς, ήταν ρητορική, και εκείνος δεν προσπάθησε καν να απαντήσει.

    – Οι φωτισμένες αντιλήψεις και τα «σκαντζοχοιρικά πειραματα» μας – είναι  η μια πλευρά της δουλειάς, όμως, υπάρχει και η άλλη – η κλασσική ιατρική. Ας πούμε, ότι δεν είσαι ικανός αυτή τη στιγμή να δημιουργήσεις μέσα σου μια τέτοια συγκέντρωση, τέτοια πολεμική δόση των ΦΑ, ώστε να μην σε πιάνει καν καμία αρρώστια, μα τι θα γίνει, αν η νόσος θα νικήσει την άμυνα του οργανισμού σου?  Τι θα κάνεις, αν η νόσος αυτή θα είναι σοβαρή? Ενώ οι έξοδοι από το σώμα, – είναι η έξοδος και με μια άλλη έννοια, είναι ένας τρομερός τρόπος να γιατρεύεσαι! Θα γνωρίζεις σίγουρα, ότι σε πολλές βαριές καταστάσεις ο άνθρωπος χάνει τον ύπνο του, και αν ως αποτέλεσμα της θεραπείας και στην διαδικασία της μάχης του οργανισμού με την αρρώστια καταφέρνει να κοιμηθεί βαθιά, αυτό θεωρείται πάρα πολύ καλό σημάδι, και δίνουν στον ασθενή την ευκαιρία να κοιμηθεί όσο πιο πολύ μπορεί, έτσι πολύ συχνά η αρρώστια ξεπερνιέται, και γιατί? Επειδή ο βαθύς ύπνος – είναι μια αδύναμη αναλογία της εξόδου από το σώμα. Σε ένα βαθύ ύπνο χρησιμοποιούνται, αν και ελάχιστα, οι ίδιοι μηχανισμοί, που εκδηλώνονται τόσο δυνατά την ώρα της ΕΣΕ – εξωσωματικής εμπειρίας. Δεν το κατάλαβες?

    Ο Αντρέι κούνησε το κεφάλι του αρνητικά.

    – Οι αρρώστιες επιτίθενται ποτέ στους νεκρούς? – ρώτησε η κοπέλα.

    Ο Αντρέι εξεπλάγηκε και κούνησε ξανά το κεφάλι του.

    – Όχι, η αρρώστια πιάνει ακριβώς τους ζωντανούς! Ακόμα δεν το έπιασες? Οι παθογόνοι ιοί, τα βακτηρία απλώς εκμεταλλεύονται τον άνθρωπο σαν περιβάλλον, τον καταλαμβάνουν σαν μια αφετηρία, ενώ αν αυτός θα σταματούσε να είναι ζωντανός?

    – Τότε, η ερώτηση για τη θεραπεία του θα έπαυε να είναι επίκαιρη πια, – γέλασε ο Αντρέι.

    – Δεν το πέτυχες, το αντίθετο. Γνωρίζεις τίποτα για τη μέθοδο του αποκλεισμού; Είναι μια πολύ απλή μέθοδος και πολύ γνωστή. Για παράδειγμα, με τη βοήθεια μιας ένεσης της νοβοκαινης μπλοκάρονται οι νευρικές απολήξεις σε εκείνο το κομμάτι του σώματος, που έχει προσβληθεί από φλεγμονή. Όσο πιο κοντά στην πηγή της μόλυνσης γίνεται ο αποκλεισμός, τόσο το καλύτερο. Τι λες; Ποιο θα είναι το αποτέλεσμα?

    Στον Αντρέι και πάλι έμεινε μόνο να σηκώσει τους ώμους του.

    – Είμαι εντελώς άσχετος με τη ιατρική …

    – Η φλεγμονή θα μειωθεί! Η φλεγμονή  – είναι εν μέρει, αν όχι βασικά, η αντίδραση του ίδιου νευρικού συστήματος στην εισβολή του ιού, και αν σβήσεις το σύστημα σε αυτό το συγκεκριμένο σημείο, θα ξεκινήσει η ίαση. Βέβαια, δεν μπορείς να κάνεις τον αποκλεισμό για μεγάλο χρονικό διάστημα, διότι οι ιστοί θα αρχίσουν πραγματικά να νεκρώνουν, αλλά συνήθως ακόμα και δύο ώρες «του ύπνου των νεύρων» είναι αρκετές, για να ξεκινήσουν τη διαδικασία της ανάρρωσης. Έτσι γίνεται να ιατρέψεις ακόμα και την βαριά πνευμονία, και με μεγάλη επιτυχία, όμως, για άλλο ήθελα να σου πω. Ο αποκλεισμός – είναι καθαρά χημικό μπλοκάρισμα των νευρικών απολήξεων, και αυτό, αντίστοιχα, έχει μια σειρά δυσκολιών, παρενεργειών και περιορισμών, όσο σε διάρκεια, τόσο και σε τόπο της εφαρμογής. Ενώ με τα ΕΣΕ η κατάσταση διαφέρει ριζικά. Πρώτον, όλο το κορμί σβήνει εντελώς, και όχι μόνο η συγκεκριμένη περιοχή. Χάνεις εξ ολοκλήρου την ικανότητα να ελέγχεις το σώμα σου, δεν μπορείς να κουνήσεις ούτε δάχτυλο, ούτε να βλεφαρίσεις. Το ζήτημα για το τι συμβαίνει κατά διάρκεια της ΕΣΕ, για μένα τώρα έχει δευτερεύουσα σημασία… έλα, Μάγια, μην με εκτελείς με τα μάτια σου J, ναι, καταλαβαίνω όλη την απίστευτη σημαντικότητα και των καταδύσεων στην ιστορία, και πραγματικά είχα συγκλονιστεί, όταν ο Χανς ανακάλυψε έναν νέο πολιτισμό, ολόκληρο πολιτισμό των ζωντανών πλασμάτων, αλλά την δεδομένη στιγμή για μένα το  ενδιαφέρον, το πιο βασικό βρίσκεται αλλού – και συγκεκριμένα στο ότι οι πολλαπλασιασμένοι πέρα από το κάθε όριο και μετατρεπόμενοι σε παθογόνα ιοί και βακτηρία αντιλαμβάνονται μια τέτοια κατάσταση του ανθρώπου ως θάνατο, καταλαβαίνεις? Αυτά δεν μπορούν να καταλάβουν – αν ο άνθρωπος πέθανε η απλώς βρίσκεται στην ΕΣΕ. Έτσι απλώς εγκαταλείπουν το σώμα, παύουν τη δραστηριότητα τους, το περίσσευμα του πληθυσμού τους πεθαίνει, και το ανοσοποιητικό σύστημα του ανθρώπου μετά από την ολοκλήρωση της ΕΣΕ τα καταφέρνει εύκολα με την κατάσταση και την θέτει υπό έλεγχο.

    – Στην περίπτωση με τον καρκίνο αυτό το σενάριο, μάλλον, δεν θα έχει επιτυχία, – παρατήρησε η Μάγια, – εφόσον ο οργανισμός δεν αντιλαμβάνεται τα καρκινικά κύτταρα ως εισβολείς και το ανοσοποιητικό σύστημα δεν τα καταπολεμά, ενώ λόγο της δράσης της τελομερασης τα καρκινικά κύτταρα είναι αθάνατα …

    – Πρέπει να το ερευνήσω, – τα ματάκια της κοπέλας άναψαν. – Πρέπει να το μελετήσουμε, τώρα είναι δύσκολο να πω κάτι. Οπωσδήποτε θα κάνουμε πειράματα με  και με τους  ογκολογικούς ασθενείς, ενώ με την τελομεραση ο Τζέρι ασχολείται ήδη, και αργά η γρήγορα θα σκεφτούμε κάτι…

    – Ο Τζέρι πράγματι ασχολείται με την τελομεραση, από μια άλλη πλευρά, όμως, – διευκρίνισε ο Τόμας, – στα σκαντζοχοιράκια η δραστηριότητα της τελομερασης είναι αυξημένη, έτσι δεν εξαιρείται, ότι τουλάχιστον κάποια κύτταρα του κορμιού τους γίνονται εξίσου αθάνατα, όπως και τα καρκινικά.

    – Δηλαδή, δεν πεθαίνουν ποτέ?? Τι είναι η «τελομεραση», – δεν άντεξε ο Αντρέι.

    – Είναι αθάνατα υπό μια άλλη έννοια, – εξήγησε ο Τόμας. Κατά την διαίρεση των κυττάρων οι άκρες των χρωμοσωμάτων, που ονομάζονται «теломерами», σταδιακά φθείρονται, ενώ ένα ένζυμο με την ονομασία «τελομεραση» είναι ικανή να τους αναδομεί, και το αποτέλεσμα είναι κιόλας η πραγματική παύση της γήρανσης, όταν τα νέα κύτταρα απλώς αντικαθιστούν τα παλιά χωρίς κάποιο ελάττωμα. Αυτή είναι μεγάλη ερώτηση, δεν θα μπορέσω να στο εξηγήσω τώρα.

    – Πάρε την «Γενετική XXV», – είπε η Μάγια. – Άρχισε με αυτό, και θα δεις μετά – αν σε ενδιαφέρει η όχι.

    Ο Αντρέι έγνεψε.

    – … αλλά αυτό, που ήθελα να πω, – συνέχισε η κοπέλα – γίνεται, δηλαδή, ότι είναι κάποιας μορφής θεραπεία με εικονικό θάνατο! Πρέπει να κάνω την έρευνα, αν και… – άνοιξε τα χέρια της εκείνη, – πραγματικά εδώ υπάρχει μια αντίφαση. Αν μιλάμε για έναν κανονικό άνθρωπο, η ΕΣΕ είναι κλειστή για εκείνον με τα δικά του αρνητικά συναισθήματα, την γενική δηλητηρίαση, απουσία της άσκησης, και αν μιλάμε για κάποιον από τους δικούς μας, αυτοί δεν αρρωσταίνουν και ποτέ … έτσι δεν ξέρω ακόμα, τι να κάνω:)

    – Για να μελετήσουμε την θεραπευτική επίδραση της ΕΣΕ πάνω στο σώμα, δεν χρειάζεται οπωσδήποτε να αρρωστήσεις με κάτι, – παρατήρησε η Μάγια. – Αρκεί να καταγράφεις μια σειρά από κάποια βιοχημικά δεδομένα,  πρέπει να πας στον Λόφο, εκεί βρίθουν οι ειδικοί, και θα βρείτε εύκολα κοινά σημεία.

    – Ναι, το καταλαβαίνω, – συμφώνησε η κοπέλα. – Εκεί πάω, ουσιαστικά:)

    – Σε αυτήν συμβούλεψε ο Τζέρι να χρησιμοποιήσει ως το κριτήριο την ανάλυση της κατάστασης και της δράσης της τελομερασης στα κύτταρα  – εξήγησε ο Τόμας. – Στον Λόφο γίνονται πολλές έρευνες σε αυτόν τον τομέα, έτσι – εκείνος  κοίταξε την κοπέλα, – θα σου αρέσει εκεί.

    – Σε μένα, – επενέβη ο Αντρέι – θα μου αρέσει εκεί?:)

    – Θα δούμε, – έπειτα από μια σύντομη παύση επανέλαβε ο Τόμας.

    Από την σκληράδα στη φωνή του ο Αντρέι κατάλαβε, ότι οι λέξεις αυτές – είναι το μόνο, που μπορούσε τώρα να του πει ο Τόμας ως παρηγοριά, ενώ από το πρόσωπο της Γιόλκας του έγινε ξεκάθαρο, ότι αυτό δεν είναι καθόλου λίγο.