Ελληνικα change

Error

×

Κεφάλαιο 9

Main page / Μάγια 2: Προέλευση των ειδών / Κεφάλαιο 9

Περιεχόμενα

    Αρχείο 64/5642.

    Απόσπασμα από το “Ημερολόγιο του Μπόντχι”.

     

    *) Απλούστατο πράγμα, και όμως, το κατάλαβα ξεκάθαρα μόλις τώρα – υπάρχει κάποια σαφήνεια, και υπάρχουν κάποιες σκέψεις και εικόνες, με τις οποίες εγώ περιγράφω τη σαφήνεια μου, και αυτές οι σκέψεις και εικόνες έχουν αντίκτυπο με αυτήν. Μπορώ να κοιτάξω τους ανθρώπους, και την ίδια στιγμή να δημιουργείται η σαφήνεια – είναι νεκροί. Ταυτόχρονα περνάει και η σκέψη «είναι νεκροί», όμως, αμέσως μετά η σαφήνεια μπορεί απλώς να εξαφανιστεί, και όσες φορές και να επαναλάβω τη σκέψη «είναι νεκροί», αυτό δεν θα την επαναφέρει.

    *) Διατυπώθηκε η αρχή της υπέρθεσης των επιθυμιών – μπορώ να λέω «κάνε το τάδε πράγμα», επειδή θέλω να το κάνεις έτσι, και αντιλαμβάνομαι ξεκάθαρα, ότι μια τέτοια φράση μπορεί να σε φέρει στο σημείο, όπου θα αισθανθείς την θέληση να κάνεις αυτό, που σου λέω. Ενώ ο δικός σου σκοπός είναι να προσέξεις και να ακολουθήσεις μόνο τις δικές σου χαρούμενες επιθυμίες – ακόμα και εκείνες, οι οποίες δημιουργούνται σαν αποτέλεσμα δικών μου «θέλω», εκδηλωμένων επίσης με αυτή την αυταρχική μορφή (η φράση «θέλω να κάνεις το…» σε αυτή την περίπτωση θα ακουγόταν υπερβολική). Έτσι θα έχουμε την δυνατότητα να εκφράζουμε περισσότερες δικές μας επιθυμίες, διότι θα έχουμε περισσότερη ελευθερία από τέτοιους αυτοματισμούς, όπως 1) το να αισθανόμαστε τα ΑΣ τη στιγμή της προστακτικής πρότασης, 2) να αισθανόμαστε δυσαρέσκεια λόγο του ότι εσύ δεν έκανες αυτό, που εγώ θέλω, 3) να νιώθουμε έγνοια – αν θα κάνεις τελικά αυτό, που εγώ θέλω, 4) να ανησυχούμε – τι θα γίνει στην περίπτωση, αν εσύ θα νιώσεις ΑΣ, και αν θα είναι η δική σου πράξη μηχανική και τα λοιπά.

    *) Οι πρώτες εμπειρίες των εξωσωματικών αντιλήψεων (ΕΣΑ), τις οποίες εγώ θυμάμαι, ανήκουν στην ηλικία των 8-10 μηνών. Για παράδειγμα, άρχισα να ανεβαίνω κάθετα πάνω από το κρεβάτι μου, όντας σίγουρος, ότι βρίσκομαι στο δικό μου σώμα, και ανακάλυπτα ξαφνικά, ότι το κορμί μου παραμένει ξαπλωμένο ήρεμα κάτω… Σε κάποιες άλλες ΕΣΑ έβγαινα έξω από το δωμάτιο και συναντούσα παράξενα πλάσματα, που έμοιαζαν με αρκούδες και άλλα παρόμοια. Δεν υπήρξε τίποτε το τρομακτικό σε αυτό, ωστόσο, ένιωθα απότομο κυματισμό πολύ δυνατού σπασμωδικού φόβου, και στο τέλος άρχισα να φοβάμαι αυτές τις εμπειρίες, έτσι αυτές σταμάτησαν σταδιακά.

    Ο επόμενος κυματισμός παράξενων αντιλήψεων συνέβη κάπου στην ηλικία εφτά-δέκα χρονών : όταν εγώ ξάπλωνα να κοιμηθώ και έκλεινα τα μάτια, αμέσως μπροστά μέσα στο «οπτικό» μου πεδίο πάνω στο μαύρο φόντο εμφανίζονταν 5 πολύ λαμπερές τελείες – 4 στις γωνίες του τετράγωνου και άλλη μια στο κέντρο. Αυτή η εμπειρία δεν έχει σχέση με τις ΕΣΑ, ούτε και με συνειδητοποιημένα οράματα, διότι την παρακολουθούσα στην κατάσταση απόλυτης επαγρύπνησης. Η ένταση αυτών των τελείων ήταν τόσο μεγάλη, ότι τις έβλεπα με κλειστά τα μάτια, ακόμα και υπό το δυνατό φως της ημέρας, και όποτε μου τύχαινε να κλείσω τα βλέφαρά μου, τις έβλεπα αμέσως, και αν συγκεντρωνόμουν λιγάκι παραπάνω, μπορούσα να τις δω με τα μάτια μου ανοιχτά, ούτε το δυνατό φως του ήλιου δεν μπορούσε να με εμποδίσει. Και τώρα, παρεμπιπτόντως, δεν άλλαξε τίποτα – μπορώ να τις δω εξίσου έντονα και ξεκάθαρα με το φως της ημέρας. Δεν τις «παρατηρώ», όπως δεν βλέπεις κάτι, στο οποίο έχεις συνηθίσει εδώ και πολύ καιρό – τη βοή του δρόμου έξω από το παράθυρο, ας πούμε.

    Αν συγκεντρωνόμουν στις τελείες, το μέγεθος τους αυξανόταν, αυτές σαν να με πλησίαζαν, η λάμψη τους γινόταν πιο δυνατή. Μετά από κάποιο ορισμένο σημείο, σαν να έσκαγε όλο το «οπτικό πεδίο» μου, το σκοτάδι μπροστά λες και αποκτούσε βάθος και όγκο, και έπειτα όλα εξαφανίζονταν, έτσι έβλεπα (με κλειστά τα μάτια) μπροστά μου πολύ δυνατά, με ιδιαίτερα ζωντανά και έντονα χρώματα, πολλά ιριδίζων μοτίβα. Δεν υπήρξε τίποτε άλλο εκεί, εκτός από τα μοτίβα – όπως στο καλειδοσκόπιο. Όταν η αρχική αντίδραση αυτών των μοτίβων χανόταν, αυτά θόλωναν και εξαφανίζονταν, και όλο το οπτικό πεδίο έκρυβε ένα  σκούρο-γκρίζο διάστημα, καλυμμένο με μικρές ροδέλες – έμοιαζε με την επιφάνεια της σελήνης, γεμάτη με κρατήρες.

    Αυτή η μορφή κρατούσε για κάμποσο καιρό, και έπειτα έσβηνε, με έπαιρνε ο ύπνος. Αργότερα άρχισαν να συμβαίνουν αλλαγές, οι οποίες δεν μου άρεσαν – οι πέντε λαμπερές τελείες και η έκρηξη με τα μοτίβα συνέβαιναν σχεδόν στιγμιαία, μόλις εγώ έκλεινα τα μάτια μου, ανεξάρτητα – αν αυτό γινόταν πρωί ή βράδυ. Όμως, τη νύχτα, όταν εγώ πήγαινα για ύπνο, ήταν ιδιαίτερα δυνατές, ακόμα πιο λαμπερές, αυξανόταν και η διάρκεια τους, σαν αποτέλεσμα βασανιζόμουν ξαπλωμένος για δυο-τρεις ώρες, ανήμπορος να κοιμηθώ. Το πρωί ξυπνούσα με δυσκολία, αυτό συνεχίστηκε για αρκετές εβδομάδες, άρχισα πια να κουράζομαι. Στο τέλος κήρυξα πόλεμο στα μοτίβα, και όταν πήγαινα για ύπνο, φανταζόμουν, ότι παίρνω ένα πινέλο, και καλύπτω τα μοτίβα με φαρδιές λωρίδες λευκής μπογιάς. Μετά από τέσσερις εβδομάδες σκληρής δουλειάς κατάφερα να πετύχω το αποτέλεσμα, οι “λωρίδες μπογιάς” έγιναν πια σταθερές, τα μοτίβα δεν μπορούσαν να περάσουν από μέσα, έτσι μπόρεσα τελικά να κοιμάμαι κανονικά. Για λίγο τα μοτίβα χάθηκαν εντελώς.

    Πέρασαν μερικά χρόνια, και εγώ μετάνιωσα, ότι στέρησα από τον εαυτό μου τέτοιες εντυπώσεις, θέλησα να τα ξαναδώ, όμως, μάταια. Τα μοτίβα επανήλθαν στην εφηβεία, αλλά εγώ δεν τα μελετούσα πλέον, και δεν τα άφηνα να γίνουν υπερβολικά έντονα, επειδή θυμόμουν, πόσα προβλήματα μπορεί να μου προκαλέσει αυτό. Δεν θα το είχα αναφέρει καν, ωστόσο, ενίοτε στο φόντο εκείνων των μοτίβων και του πεδίου με τους κρατήρες συνέβαιναν πολύ ενδιαφέρον πράγματα – μια φορά είδα ξαφνικά (με κλειστά τα βλέφαρά μου) ένα τεράστιο μάτι – κάλυπτε όλο το οπτικό μου πεδίο. Δεν ήταν το δημιούργημα της φαντασίας μου – δεν είχα σκοπό να φανταστώ κάτι – το μάτι απλώς εμφανίστηκε, και εμείς κοιταζόμασταν μεταξύ μας. Ήταν απολύτως πραγματικό, μπορούσα να το παρατηρήσω και σίγουρα ήταν «ζωντανό», στο βαθμό, που εγώ θεωρώ ζωντανό το μάτι ενός ανθρώπου, όταν τον κοιτάζω. Και πάλι ο φόβος κυριάρχησε μέσα μου, διέγραψα αυτή την αντίληψη, θέλησα πάρα πολύ να μην ξαναδώ τίποτα σαν και αυτό. Την άλλη φορά μέσα στο οπτικό μου πεδίο (με κλειστά τα μάτια) ξαφνικά δημιουργήθηκε μια περιοχή με διάμετρο περίπου δέκα εκατοστά. Και πάλι – δεν ήταν μια φαντασίωση, – υπέθεσα ακόμα, ότι τυχαία άνοιξα τα μάτια μου, και έκλεισα πιο σφικτά τα βλέφαρα μου, για να το αποκλείσω. Είχα την αίσθηση, σαν να άνοιξαν μια τρύπα στα βλέφαρά μου, και σίγουρα κοιτάζω και βλέπω κάτι, και με πολύ μεγάλη ευκρίνεια μάλιστα. Η οπή αυτή είχε μοβ χρώμα, και μέσα εκεί συνέβαινε κάτι –  απόλυτη ψευδαίσθηση της παρατήρησης με τηλεσκόπιο – κάποια άτομα κάτι έκαναν, και μπορούσα να δω λεπτομέρειες, να μεταφέρω τον «φακό» δεξιά-αριστερά και πάνω-κάτω.

    Και άλλο – καμιά φορά μπροστά στα μάτια μου εμφανίζονταν ρολά με κάποιο κείμενο. Τα ρολά αυτά ξετυλίγονταν μπροστά μου με την επιλεγμένη ταχύτητα – κάποτε τα σταματούσα τελείως και διάβαζα τη μια λέξη μετά την άλλη, όπως και το συνηθισμένο κείμενο. Έβλεπα άκρως ξεκάθαρα τα γράμματα και τις λέξεις, τις διάβαζα «δυνατά» (στο μυαλό μου, σιωπηλά), όμως, την ίδια στιγμή δεν γνώριζα – σε ποια γλώσσα είναι γραμμένα, και δεν καταλάβαινα απολύτως τίποτα σε αυτά, που διάβασα, παρότι το νόημα των γραπτών μου ήταν τελείως κατανοητό και σαφές. Δεν κατάφερα τότε να αναλύσω αυτή την αντίληψη. Προσπαθούσα πολύ να καταλάβω – τι είναι αυτό, που διαβάζω, και πώς μπορώ να έχω τη σιγουριά, ότι καταλαβαίνω ξεκάθαρα τα γραπτά, αν δεν μπορώ να επαναλάβω ούτε μια λέξη από τα αναγνωσμένα. Στο τέλος βαρέθηκα να ασχολούμαι με τη λύση αυτού του προβλήματος, και επέστρεψα σε έναν πιο άνετο τρόπο της «ανάγνωσης» των κειμένων – τα ρολά γύριζαν πια με μεγάλη ταχύτητα, εγώ απλώς παρακολουθούσα την κίνηση τους, και ένοιωσα μια παράξενη αίσθηση της βεβαιότητας, ότι καταλαβαίνω, απορροφώ τα γραμμένα.

    Άλλη μια παράξενη αντίληψη – κάτι σαν τους μικρούς κλωστήρες – αυτοί πέταγαν και «καρφώνονταν» μέσα μου, σαν σμήνος από μέλισσες, και ένοιωσα σιγουριά, ότι αυτές είναι «οι γνώσεις σε συμπυκνωμένη μορφή», οι οποίες με τον καιρό πρέπει να αναδιπλωθούν σε αυτό το μέρος. Το είχα σχεδόν ξεχάσει αυτό, αλλά μια μέρα, όταν βγήκα βόλτα, εμφανίστηκε μέσα μου μια πολύ ασυνήθιστη αίσθηση της εσωτερικής έκρηξης, – σαν να γεννήθηκε μια περιοχή της έντονης πληρότητας, είδα τη μορφή του κλωστήρα, που ξετυλίχθηκε, και πέρασε μια σκέψη «έλαβα τη γνώση, η οποία είχε κλειστεί σε αυτόν τον κλωστήρα» – και πάλι, δεν μπόρεσα να πω ούτε μια λέξη – τι είδους γνώση θα μπορούσε να είναι αυτή.

    Έμαθα να ακούω τη μουσική σε αυτή την κατάσταση. Μπορούσα να επιλέξω οποιοδήποτε όργανο και να ελέγχω των «χαρακτήρα» και τον τόνο της μελωδίας. Αυτή η μουσική δεν έμοιαζε με τίποτε άλλο – ήταν τέλεια. Είχε απερίγραπτη ομορφιά, με απορροφούσε ολόκληρο, την απολάμβανα με όλο μου το είναι και έκλαιγα, όταν την άκουγα, και δεν ήταν σαν να την άκουγα απλώς, αλλά σαν να τη δημιουργούσα ο ίδιος με μια άπιαστη ακόμα και για τον εαυτό μου προσπάθεια. Σαν να τραβούσα τη μουσική έξω από τη σιωπή, όπως υφαίνουν το νήμα από το βαμβάκι , μπορούσα να κατευθύνω τη ροή, και όμως, δεν την έγραφα εγώ. Ήταν δυνατόν για μένα να συγκεντρωθώ και να φτιάξω αυτή τη μουσική σχεδόν υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, και όταν αυτή έπαιζε, μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα εγώ έχανα το όριο ανάμεσα στο φανταστικό και στον πραγματικό ήχο – δηλαδή, τους φανταζόμουν μόνο τα πρώτα δευτερόλεπτα, και μετά άρχιζα να τα ακούω, – υπήρξε η απόλυτη, πλήρη ψευδαίσθηση, ότι η μουσική αυτή ρέει γύρω μου, ότι όλοι οι άλλοι άνθρωποι την ακούνε.

    Μπορώ και τώρα να το κάνω αυτό.

    Σίγουρα υπήρξε και κάτι άλλο, αλλά δεν το θυμάμαι πια – έχω μόνο κάποιες θολές αναμνήσεις. Πολλά πράγματα τα εκτόπισα σκόπιμα, για να μην με εμποδίζουν στην καθημερινή μου ζωή.

    Ο επόμενος κυματισμός των εμπειριών μέσα στα ΕΣΑ ήρθε κάπου στα 18-22 μου χρόνια. Η πείρα, την οποία εγώ απέκτησα τότε, ήταν αρκετά ποικιλόμορφη, αλλά  ένα πράγμα παρέμεινε το  ίδιο – ο φόβος, που έφτανε στην ακραία ένταση. Οι ΕΣΑ καμία φορά έρχονταν κατά κύματα – είτε δεν συνέβαιναν καθόλου, είτε μέσα σε λίγους μήνες παρουσιάζονταν σχεδόν κάθε νύχτα. Ο άγριος φόβος, τον οποίο εγώ ένιωθα τότε, τελικά με οδήγησε στο ότι μέσα μου σχηματίστηκε έντονη επιθυμία να σταματήσω να αισθάνομαι όλο αυτό.

    Τα πάντα γίνονταν με το ίδιο σενάριο: πήγαινα να κοιμηθώ, στο όριο ανάμεσα στο ξύπνιο και  ύπνο έχανα τον έλεγχο του σώματος μου, και ανακάλυπτα, πως έχω παραλύσει πλήρως, εμφανίζονταν διάφορες αντιλήψεις, οι οποίες και πάλι συνοδεύονταν με τρομερό φόβο, διότι ήμουν τελείως ανίκανος να κινηθώ, αυτό με τρομοκρατούσε – το ότι είμαι τόσο αβοήθητος, και όλες αυτές οι οντότητες, που περνούσαν από δίπλα μου, μπορούσαν να μου κάνουν κάτι. Πάρα πολλές φορές εκτελούσα τις υπερπροσπάθειες και «έβγαινα» από το κορμί μου, ή κυλούσα έξω από αυτό, όμως, δεν ήταν παρά κάποια σύντομα πειράματα, και οι δυνάμεις μου δεν αρκούσαν, για να κρατήσω τον εαυτό μου για πολλή ώρα σε αυτή την κατάσταση, έτσι εγώ έπεφτα και πάλι πίσω, επέστρεφα στο κορμί μου.

    Μερικά από τα πράγματα, που μου έκαναν ιδιαίτερη εντύπωση:

    1) Όντας «παράλυτος», ξαφνικά άκουσα ξεκάθαρα, πως με πλησιάζει από πίσω ένα μικρό κοριτσάκι – άκουγα την χαρούμενη φωνή της, τα βήματα της,… έρχεται, από στιγμή σε στιγμή θα με αγγίξει… και τότε με έπιανε  η απίστευτη φρίκη – τι, αν αυτή είναι  κάποιο μοχθηρό πλάσμα, και εγώ είμαι παράλυτος εδώ… μαζευόμουν με όλες τις δυνάμεις μου και σταματούσα την ΕΣΑ, επέστρεφα στον έλεγχο του σώματος μου. Τώρα αντιλαμβάνομαι αυτή την πράξη σαν απόλυτη ηλιθιότητα…

    2) Ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου, «παράλυτος», ξαφνικά «ένοιωσα» ξεκάθαρα, «ήξερα, αναμφισβήτητα, με όλο μου το είναι», ότι από πάνω μου, στο ύψος περίπου δυο μέτρων, αιωρείται κάτι – κάποια αόρατη συνείδηση. Είχα την ακλόνητη σιγουριά για το ότι αυτό το «κάτι» – είναι ακριβώς συνειδητοποίηση,  φανταστικά πιο ισχυρή, πιο σοφή κιόλας, απ` ότι εγώ θα μπορούσα να φανταστώ. Ένοιωσα, ότι σε σύγκριση μαζί της δεν είμαι κάτι περισσότερο από ένα μυρμήγκι δίπλα στο Έβερεστ. Ένοιωσα και τον φόβο, όπως συνήθως, και τη δυνατή προσμονή, αγάπη για αυτό το ον, ήμουν τρομαγμένος και θαύμαζα απεριόριστα την απέραντη σοφία του.

    3) Ξαπλωμένος στην κατάσταση «παράλυσης», ένοιωσα για πρώτη φορά στη ζωή μου τη σφαίρα του κενού. Αυτή η αντίληψη σχηματιζόταν σταδιακά – στην αρχή ένοιωσα μόνο το μπροστινό τοίχωμα, και δεν ήταν σφαίρα ακόμα – κάποιος όγκος με παράδοξο σχήμα. Έπειτα η αντίληψη αυτή στερεώθηκε και μετατράπηκε ακριβώς σε μια σφαίρα, άρχισα να την βιώνω και κατά την συνηθισμένη δραστηριότητα – ανά κυματισμούς των μερικών δευτερολέπτων, συνοδευμένων με παράξενη αναισθητική ανεμελιά.

    4) Μαζί με έναν φίλο μου πήγαμε να κοιμηθούμε στο δάσος – εγώ ήθελα να είναι παρόν κατά την ανάγνωση των κειμένων στα ρολά, για να καταγράψει αυτό, που εγώ θα του διαβάσω (μπορούσα να προφέρω αυτό, που διάβαζα, όσο είχα το κείμενο μπροστά μου). Ξάπλωσα και προσπάθησα να συγκεντρωθώ, όμως, δεν γινόταν τίποτα. Μίση ώρα αργότερα ο φίλος μου κουράστηκε, και αποφασίσαμε να πάμε για ύπνο και οι δυο. Στο όριο ανάμεσα στον ύπνο και  ξύπνιο εγώ ξαφνικά μπήκα σε αυτή την κατάσταση, και ήθελα να τον κουνήσω, για να του κάνω σήμα, ότι είμαι έτοιμος, να με ακούσει. Άπλωσα το χέρι προς αυτόν, και τότε συνέβη κάτι το περίεργο – το σώμα του «έφυγε» 10-20 μέτρα μακριά,  βρέθηκα στο αίθριο μόνος μου. Είχα την αίσθηση της ομορφιάς και της προσμονής, αναμεμιγμένες, όπως συνήθως, με φόβο. Νύχτωσε πια, αλλά εγώ άρχισα να βλέπω τα πάντα γύρω μου, μέσα στο σκοτάδι. Ήμουν ανάσκελα, κοιτούσα στον ουρανό, και όμως, μπορούσα να παρακολουθήσω τα πάντα κοντά στον εαυτό μου. Στον ουρανό πάνω μου είδα μια χρήση τελεία. Αυτή μεγάλωνε γρήγορα, σαν να έπεφτε κάτω, και άρχισε να μοιάζει με  χρυσή μπάλα, που έλαμπε εξαιρετικά δυνατά. Η μπάλα έπεσε ακριβώς πάνω μου, και δεν θυμάμαι τίποτα μετά από αυτό.

    Η πείρα των συνειδητοποιημένων οραμάτων άρχισε από…

    *) Ανακάλυψα, ότι αν μετά από κάποια ανακάλυψη το καταγράφω αμέσως, τότε  αυτή ξεχνιέται πολύ πιο γρήγορα, απ` ότι θα γινόταν, αν δεν θα την είχα καταγράψει. Είναι πολύ απλός ο μηχανισμός – με το που καταγράφω κάτι, αμέσως «ηρεμώ», και καλά, η ανακάλυψη έγινε, σημειώθηκε, τώρα δεν θα χαθεί πουθενά, θα έρθω σπίτι, θα την τακτοποιήσω με τ` άλλα, θα τη βιώσω ξανά… Στο τέλος μένουν μόνο τα λόγια, και η ίδια ανακάλυψη εξαφανίζεται, – στο σπίτι χαζεύω τα γραμμένα με θολό βλέμμα, και είναι μόνο λόγια, φυσικά, αφού εγώ κοιμήθηκα μέσα στην επάρκεια εκείνη τη στιγμή, όταν το σημείωνα, δεν κατέβαλα προσπάθειες για να τη ζήσω πολλές φορές, να το ανακαλύψω ξανά και ξανά. Έκανα ένα πείραμα – σταμάτησα να καταγράφω αμέσως τις αποκαλύψεις – σαν αποτέλεσμα, αισθάνομαι σαν ένας τίγρης, που έπιασε ένα ποντίκι και το κρατάει κάτω με τη πατούσα του, και όχι σαν ένας ψαράς, ο οποίος έχει το ψάρι στο αγκίστρι και δεν ανησυχεί για αυτό πια. Μόλις πάρεις τη πατούσα – το ποντίκι θα φύγει. Απομνημονεύω την ανακάλυψη, προφέρω τις λέξεις με αντίκτυπο, «εμποτίζω» τον εαυτό μου, αναβιώνω πολλές φορές, και μόνο ύστερα από μίση ή μια ώρα την τοποθετώ στη λίστα και την αποθηκεύω. Αν οι ανακαλύψεις είναι μερικές – καταβάλλω τις προσπάθειες να μην τις ξεχάσω σε καμία περίπτωση, σαν αποτέλεσμα νιώθω, ότι συνέχεια προσέχω με την άκρη του ματιού μου μερικά πιασμένα ποντίκια, μένω συγκεντρωμένος, ή αποσπώμαι για λίγη ώρα, επιστρέφω συνέχεια – όλα τα αυτά οδηγούν στην στερέωση, στην απομνημόνευση των ανακαλύψεων.