Ελληνικα change

Error

×

Κεφάλαιο 19

Main page / Μάγια 2: Προέλευση των ειδών / Κεφάλαιο 19

Περιεχόμενα

    Το δωμάτιο ήταν διακοσμημένο σαν σπηλιά με κεντρική αίθουσα και πλαϊνές εσοχές, γεμάτες με ευχάριστο σταθερό φως. Από παντού εξείχαν οι μουσούδες των βράχων. Δίπλα σε μεγάλη πολυθρόνα – μαξιλάρι, όπου βολεύτηκε η Τόρα, στεκόταν το τεράστιο κάϊναιτ – μάλλον, κοντά στο μισό μέτρο ύψος. Η απαλή μπλε λάμψη των κολόνων του, – οι οποίες ανέβαιναν κάπου ψηλά,- σαν να τραβούσε το βλέμμα του επισκέπτη μέσα. Από την άλλη μεριά η αφή της πέτρας γέμιζε κύματα, αλλάζοντας σε λαμπερά κοιτάσματα πυριτίου. Στο κάτω μέρος στέκονταν δίχρωμα κρύσταλλα – ανοιχτό-κίτρινο τοπάζι περνούσε σε σκούρο-μοβ αμέθυστο. Κάποια κρύσταλλα του αμέθυστου ήταν σχεδόν μαύρα. Μερικές φορές η Τόρα κοίταζε αλλού, όμως, σχεδόν αμέσως το βλέμμα της επέστρεφε πίσω – σαν να μην χόρταινε να το βλέπει. Δεν θα μπορούσε να ονομάσει μια τέτοια πέτρα «νεκρή φύση».

    Ο Τόμας κάθισε στην πολυθρόνα απέναντι, οι δυο άντρες παρέμειναν όρθιοι..

    – Θέλεις να με ρωτήσεις για κάτι; Για την προοδευτικότητα?

    – Ναι. Πόσο χρόνο έχουμε? – η Τόρα ανασηκώθηκε και μετέφερε τη μαξιλάρα της πιο κοντά σε εκείνον.

    – Θα σου πω εν συντομία με τι ασχολούμαστε τώρα. – ο Τόμας έκανε σήμα με το χέρι του στους συνεργάτες, – ελάτε και εσείς. Δεν θέλω να μπει σε αυτή τη περιπέτεια σαν τυφλοπόντικας. Η Φόσσα είπε, ότι αυτό το κορίτσι είναι πανέξυπνο.

    Απρόσμενα για τον εαυτό της, η Τόρα ντράπηκε πάρα πολύ, και επειδή καταλάβαινε, ότι η αμηχανία της δεν περνάει απαρατήρητη, ντρεπόταν ακόμα περισσότερο – σαν να βρέθηκε μέσα σε μια δύνη. Ηλίθια κατάσταση – η συμπεριφορά της δεν ήταν καθόλου έξυπνη…

    – Αν κατάλαβα καλά, έχεις ακούσει ή διαβάσει μερικά πράγματα, – είτε ρώτησε, είτε είπε καταφατικά ο Τόμας.

    – Πάρα πολύ λίγα. Δεν υπάρχει αρκετή πληροφόρηση. Ο Μένγκες έλεγε, ότι οι κομάντος γενικώς είναι πάρα πολύ κλειστή ομάδα, και εφόσον ακριβώς αυτοί ασχολούνται με το θέμα της προοδευτικότητας, στέλνοντας τις αναφορές κατευθείαν στην Επιτροπή, έτσι…

    – Δεν στέλνονται όλες οι αναφορές στην Επιτροπή. Ούτε καν το μεγαλύτερο μέρος αυτών. – τη διέκοψε ο Τόμας.

    – ? Μα πώς γίνεται αυτό ?? – η Τόρα είχε μπερδευτεί τελείως. – Δηλαδή, κατέχετε το μονοπώλιο για τις πληροφορίες; Μα γιατί; Ποιο είναι το νόημα σε αυτό;

    – Είναι ένας από τους όρους, τους οποίους έβαλα, όταν συμφώνησα να περάσω την πρώτη ομάδα των μελλοντικών κομάντος στον Μπόντχι.

    Διάολε. Η Τόρα κατάλαβε επιτέλους, ότι αυτή τη στιγμή δεν ακούει πια τις ιστορίες και διάφορες απόψεις, μα μιλάει απευθείας με τον άνθρωπο, ο οποίος δηλώνει, πως εκπαιδεύτηκε από τον Μπόντχι με τα δρακάκια – και ο ίδιος, και μαζί με την πρώτη ομάδα των κομάντος. Συγκεκριμένα  αυτός (και οι άλλοι δυο – ποιοι είναι?). Για πρώτη φορά η Τόρα άκουσε, πως κάποιος λέει για τις συναντήσεις με τον Μπόντχι όχι στις ευγενικά-υποθετικές κλήσεις, αλλά μιλώντας κατηγορηματικά και με απόλυτη βεβαιότητα. Είχε μια αίσθηση πτώσης σε βαθύ πηγάδι. (Να μια χαζή παρομοίωση – δεν ξέρει κανείς, τι νιώθει κάποιος, όταν πέφτει σε ένα πηγάδι).

    – Για αυτήν όλα τα αυτά είναι παραμύθια, – είπε ένας από τους άντρες.

    Ο τόνος της φωνής του δεν ήταν και τόσο φιλικός …

    – Και εσύ ποιος είσαι? – απευθύνθηκε η Τόρα σε εκείνον, ωστόσο, με κάποια αβεβαιότητα.

    – Ναι, ένα σημαντικό μέρος των πληροφοριών το κατέχουμε αποκλειστικά μόνο εμείς, οι κομάντος, – συνέχισε ο Τόμας, σαν να μην άκουσε την ερώτηση της. – Εσύ πέρασες δυο χρόνια εκπαίδευσης σε ένα από τα κέντρα εκπαίδευσης, και παρά το ότι οι σπουδές σου ήταν πάρα πολύ επιφανειακές και  έμοιαζαν περισσότερα με εισαγωγικές, κατάφερες να υποψιαστείς, πως υπάρχει κάποιο ορισμένο σημείο, πέρα από το οποίο η είσοδος για τους μη-κομάντος απαγορεύεται.

    – Κέντρα εκπαίδευσης… για ποιο πράγμα μιλάς? – απόρησε η Τόρα?

    Ο Τόμας χαμογέλασε.

    – Εξεταστικό κέντρο, δηλαδή… δεν μου πέρασε καν από το μυαλό – νόμιζα…τα έπαιρνα όλα τοις μετρητοίς. Κάτι σαν το σεμινάρια, όπου στέλνουν τους νέους υπαλλήλους από τα ινστιτούτα.

    – Μόνο κατά ένα μέρος, – συνέχισε ο Τόμας. – Είναι όντως εν μέρει κάτι σαν τα σεμινάρια – οι δόκιμοι μαθαίνουν τις δεξιότητες, τις οποίες μάλλον απίθανο να γνωρίσουν κάπου αλλού: άψογη απομάκρυνση αρνητικών συναισθημάτων, πρώτες εμπειρίες καταδύσεων στα συνειδητοποιημένα οράματα, άκρως αυστηρή σωματική προπόνηση, που συμπεριλαμβάνει ικανότητες εκκαθάρισης του σώματος με φωτισμένες αντιλήψεις, επίτευξη αδιάκοπου φωτισμένου φόντου, και φυσικά, θα θυμάσαι πάρα πολύ καλά τις πρακτικές ενδυνάμωσης της ειλικρίνειας ( ναι, γαμώτο… αυτό δεν θα το ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου…), και δεξιότητες της εκτέλεσης πολυήμερων αδιάκοπων επιθέσεων, και τα λοιπά, και τα λοιπά. Δεν θα το βρεις πουθενά αλλού σε μια τόσο συμπυκνωμένη μορφή. Όλοι οι δύτες χωρίς εξαίρεση, που δουλεύουν στις οκτώ ομάδες, και πολλοί από αυτούς, που εργάζονται για τα ινστιτούτα, και ακόμα μερικοί από αυτούς, που δεν έχουν καν σχέση με το επάγγελμα των ερευνητών στα σύμπαντα των καταστάσεων, πέρασαν μια τέτοια πρακτική εκπαίδευση. Για παράδειγμα, η γνωστή σου Πούρνα επίσης σπούδασε σε μας.

    – Ουάου! – η Τάρα είχε εκπλαγεί ειλικρινά. – Αυτό όντως είναι μια έκπληξη για μένα… και φέρεται τόσο σεμνά, να το πω, διακριτικά…

    – Ταυτόχρονα, όμως – είναι ένα κέντρο διαλογής. Αναζητούμε νέους ανθρώπους πάντα, παντού – τους πιο ικανούς, πιο ειλικρινείς (ε… τότε σίγουρα δεν είμαι εγώ), οι οποίοι μπορούν μια μέρα να γίνουν κομάντος.

    Πιάστηκε η αναπνοή της.

    – Τόμας…

    – Εσύ τι νόμιζες? – Εκείνος γέλασε. – Σκεφτόσουν σοβαρά, ότι θα καλέσουμε κάποιο νιάνιαρο, που δεν βγήκε καν από το αυγό του, και θα το χώσουμε πρώτα στην ομάδα των δυτών, και μετά σε αυτό το πείραμα, που ένας διάολος ξέρει,  ίσως θα γυρίσει ολόκληρη την ιστορία της ανθρωπότητας?

    – Εγώ νομίζω, ότι είναι ένα σημάδι της ΑΑΧ. Ναι, σίγουρα η Α-Α-Χ – αίσθηση – αυτοχωλότητας – είπε ο δεύτερος άντρας. Δεν τολμάει να θεωρήσει  εαυτό της  έναν άνθρωπο, που μπορεί να διακριθεί από τους υπόλοιπους λόγο της ειλικρίνειας, δίψας για σαφήνεια, προσδοκίας να πετύχει τις ΦΑ. Θέλει να σκέφτεται για τον εαυτό της σαν ένα γκρίζο ποντικάκι – έτσι είναι πιο ήσυχα, παιδάκι μου, ναι, συμφωνώ – κάθεσαι εκεί στη γωνίτσα σου, χωρίς να βγάλεις ούτε τη μυτούλα σου έξω, και άλλοι, μεγάλοι και δυνατοί αποφασίζουν για σένα, έτσι δεν είναι?!

    Προς το τέλος της πρότασης η φωνή του γινόταν όλο και πιο δυνατή, και παρά το ότι εκείνος έδειχνε κάπως άγριος, για κάποιο λόγο η Τόρα ένιωθε ακόμα πιο ήρεμη, απ` ότι στην αρχή της συνάντησης..

    – Δεν τολμάς να πεις στον εαυτό σου: «εγώ είμαι αυτός, που παίρνει τις αποφάσεις. Ο υπεύθυνος για μια δουλειά. Άνθρωπος, από τον οποίον εξαρτάται όχι μόνο το μέλλον του εαυτού του, αλλά και το μέλλον αυτής της συναρπαστικής Γης, αυτών των τέλειων και παθιασμένων ανθρώπων.» Δεν είσαι από εκείνους, που θέλουν να λάβουν το δικαίωμα να παίρνουν αποφάσεις, που θα πρέπει να τα υπολογίσει όλα, να τα ζυγίσει, να τα μετρήσει, να αισθανθεί, και ύστερα να δηλώσει: «πήρα την απόφαση – θα το κάνουμε με αυτόν τον τρόπο». Και μετά – να τα δώσει όλα, ΟΛΑ, τα πάντα, ολόκληρο τον εαυτό του, όλες τις δυνάμεις, ο, τι είναι ανθρώπινο δυνατόν και ακόμα παραπάνω, για να πετύχει το αποτέλεσμα, να περάσει στα νέα διαστήματα της αφοσίωσης, σαφήνειας, γνωστών και άγνωστων φωτισμένων αντιλήψεων.

    – Το όνομα του είναι Μοράν. – ξαφνικά προσέθεσε ο Τόμας. – Μάρτυ Μοράν.

    Η Τόρα ένοιωσε τελείως χάλια. Μόνο αυτός της έλειπε από πάνω – ο Μοράν. Για εκείνη ο Μοράν ήταν πάντοτε κάτι αφηρημένο, μόλις ένα όνομα στον τίτλο ενός θεμελιώδους έργου για την ενσωμάτωση των αντιλήψεων μουσούδων της Γης, γεμάτου με τόσο λεπτομερώς επεξεργασμένες μεθόδους, με στερεώσεις αντιλήψεων τέτοιας μικροσκοπικής ακρίβειας, τις οποίες μπορεί να περιγράψει μόνο κάποιος, που σε όλη τη ζωή του δεν ασχολήθηκε με τίποτε άλλο, εκτός από αυτές…

    – Πες μου, Μοράν …, – με επιτηδευμένα σκεπτικό ύφος είπε η Τόρα, – εσύ, δηλαδή… όταν θα μπεις στο μεγάλο κρεβάτι του πειράματος μας, θα τραβήξεις τη κουβέρτα προς τη μεριά των αντιλήψεων μουσούδων της Γης; Σε αυτό το πείραμα θα προσπαθήσεις να ρουφήξεις ο, τι είναι δυνατόν, για να βρεις τον τρόπο αμοιβαίας ουσιαστικής επαφής με εκείνο τον παράξενο τίγρη και εκείνα τα περίεργα δελφίνια?

    Ο δεύτερος άντρας γέλασε, ο Τόμας της έδειξε τον αντίχειρα, ενώ ο Μοράν ρουθούνισε μόνο.

    – Θα το κάνει, μην έχεις καμιά αμφιβολία για αυτό. Μερκ. – Συστήθηκε ο δεύτερος άντρας.

    – Ε…, – σχεδόν στεναχωρημένη μούγκρισε η Τόρα. – Και εσύ εκεί …

    Με αυτές τις λέξεις γελάσανε και οι τρεις, και μαζί με αυτούς δεν κρατήθηκε και εκείνη.

    – Μόνο μη μου πεις «Διάβασα το βιβλίο σου «Τα χαρακτηριστικά της ηχητικής διαπερατότητας των εξωτερικών μεμβρανών»» – όλοι το έχουν διαβάσει, όλοι μας έχουμε διαβάσει τα πάντα – συμπλήρωσε εκείνος.

    – Και εσύ, φυσικά, θα τραβήξεις προς την αναζήτηση του τρόπου να περάσεις στον Μπόντχι και τα δρακάκια?

    – Όχι μόνο. Εγώ, για παράδειγμα, θα ήθελα να καθίσω δίπλα στον Ραμακρίσνα, να τον δω. Θα ήθελα να συναντήσω τον Βιβεκανάντα. Να ακούσω τον Βούδα Γκαουτάμα. Εγώ θέλω πολλά πράγματα.

    – Ακούγεται σαν επιστημονική φαντασία …, – μουρμούρισε η Τόρα.

    – Το ίδιο μου έλεγαν και τότε, όταν προσπαθούσα να βρω τον Μπόντχι, – είπε ο Τόμας. – Αλλά κάτι ακόμα πιο φανταστικό, κατά τη γνώμη μου, βρίσκεται στην υπόθεση, ότι οι άνθρωποι σαν τον Ραμακρίσνα, Δον Χουάν, Γκαουτάμα δεν μπορούσαν να «πεθάνουν» έτσι απλά. Λοιπόν – η προοδευτικότητα. –   Εκείνος έβαλε το ένα πόδι πάνω στο άλλο και άρχισε τη διήγηση.

    – Θεωρείται, πως προς το παρόν γνωρίζουμε για δώδεκα πολιτισμούς στα άλλα σύμπαντα, σωστά; Σωστά – απάντησε ο ίδιος, χωρίς να περιμένει την απόκριση της Τόρας. – Δεν θα μπω στις λεπτομέρειες, και θα μιλάω απλώς για τους «άλλους κόσμους», άνευ διάκρισης σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά τους. Ακράνιοι, Αιθέριοι, Σεγιέν… τους ξέρεις όλους. Όμως, στην πραγματικότητα, τα πράγματα είναι διαφορετικά…

    – Είναι ΕΝΤΕΛΩΣ διαφορετικά – συμπλήρωσε ο Μερκ.

    – Ναι. Στην ουσία προς το παρόν γνωρίζουμε για δεκαεπτά πολιτισμούς. Δεν γνωστοποιούμε ακόμα την ύπαρξη των άλλων  πέντε, διότι το σύνολο των προβλημάτων κατά την επαφή μαζί τους ξεπερνάει το λογικό επίπεδο, με την επίτευξη του οποίου μπορούμε να πούμε, πως έχουμε την «επαφή». Πρώτα απ` όλα είναι ένα πρόβλημα της συμβατότητας των αντιλήψεων, που πρέπει να ενσωματώσουμε στους εαυτούς μας, για να γίνουμε και εμείς ένα κομμάτι εκείνου του κόσμου. Αυτό είναι ένα από τα βασικά προβλήματα, το οποίο, όμως, δεν έχει άμεση σχέση με προοδευτικότητα, διότι η προοδευτικότητα – είναι η επιρροή, που ασκείται στα πλάσματα εκείνων των συμπάντων, στα οποία εμείς καταφέραμε να εξασφαλίσουμε την εισχώρηση. Ωστόσο, οι προοδευτικοί ασχολούνται και με αυτό το πρόβλημα, διότι η επιτυχημένη του λύση θα οδηγήσει στην εμφάνιση νέων επαφών, και το κάθε νέο είδος επαφής δεν είναι μόνο η αναζήτηση και πιθανή εύρεση των πρακτικών εντός άλλων συμπάντων, αλλά και εμπλουτισμός της δικής μας πείρας επίσης.

    – Και με ποιο τρόπο εκδηλώνεται η συμβατότητα? – ρώτησε η Τόρα.

    – Υπάρχουν μερικοί τρόποι, – ο Μερκ άνοιξε την παλάμη του, και άρχισε να λυγίζει τα δάχτυλα, – κατά την ενσωμάτωση μιας τέτοιας ασύμβατης αντίληψης (τις ονομάσαμε «γιουράσικ») μπορούν για άγνωστο μέχρι στιγμής λόγο να διαταράσσονται οι συνδέσεις ανάμεσα στις άλλες, φαινομενικά σταθερά συνδεδεμένες αντιλήψεις. Πρακτικά αυτό εκδηλώνεται σαν μια ξαφνική κώφωση ή απώλεια όσφρησης ή – κάτι πολύ πιο επικίνδυνο – παράνοια. Αν δεν θα είχαμε αφιερώσει τόσο χρόνο στην ασφάλεια, θα πληρώναμε τεράστια τιμή για την ανακάλυψη των γιουράσικ… Δεύτερο είδος της ασυμβατότητας – κατά την ενσωμάτωση του γιουράσικ μειώνεται απότομα η ικανότητα της ενσωμάτωσης άλλων αντιλήψεων ή – κάτι που είναι και πάλι πολύ πιο επικίνδυνο – της ικανότητας να διακρίνεις τις μόλις ενσωματωμένες αντιλήψεις. Τρίτο …

    – Αργότερα, Μερκ, αργότερα, – τον διέκοψε ο Τόμας. – Πες μας τώρα για άλλα προβλήματα – τα προβλήματα της προοδευτικότητας. Θυμάσαι το μυθιστόρημα των αδερφών Στρουγκάτσκι «Hard to Be a God»?

    – Ναι, λατρεύω τα βιβλία τους – διάβασα ο, τι είχαν γράψει:)

    – Επειδή οι άνθρωποι τότε δεν μπορούσαν να φανταστούν καμία άλλη μορφή επαφής, εκτός από αυτήν, που θα συμβεί σαν αποτέλεσμα των ταξιδιών στο διάστημα, έτσι και τα βιβλία της επιστημονικής φαντασίας ήταν ίδια. Στην πραγματικότητα όλα αποδείχθηκαν τελείως διαφορετικά. Αν οι Στρουγκάτσκι θεωρούσαν, ότι το βασικό πρόβλημα της προοδευτικότητας βρίσκεται στην αντιπαράθεση με τις εκδηλώσεις μιας κοινωνικά καθυστερημένης, αρχαϊκής, επιθετικής και δογματικής κοινωνίας, το πραγματικό πρόβλημα αποδείχθηκε να προέρχεται από μια εντελώς διαφορετική πηγή – όχι κοινωνική, αλλά ερμηνευτική. Δεν είναι δύσκολο για εμάς να συναναστραφούμε μαζί τους, το δύσκολο είναι να καταλάβουμε – πώς να το κάνουμε, και όσο αστείο και να φαίνεται αυτό – με ποιους συγκεκριμένα να το κάνουμε. Το πιο αστείο… μάλλον, τώρα αυτό μας φαίνεται αστείο, ενώ τότε δεν είχαμε καθόλου όρεξη για χιούμορ … το πιο, θα έλεγα, χαρακτηριστικό παράδειγμα – η πρώτη μας απόπειρα – οι Ακράνιοι. Φαινομενικά – τι πιο απλό – ορίστε – πλάσματα, μοιάζουν στην εμφάνιση με τα καβούρια, τρέχουν πάνω στα βράχια, τους γλείφει η θάλασσα. Είναι προφανές, ότι έχουν περίπλοκες κοινωνικές σχέσεις μεταξύ τους, υπάρχουν ξεκάθαρα σημάδια ενός μεταμορφωμένου σκόπιμα, μελετημένα  οικότοπου – άντε, συγκεντρώσου στην εισχώρηση, μιας και στα συνειδητοποιημένα οράματα είναι πανεύκολο να το πετύχεις, ενσωμάτωσε τις αντιλήψεις και ξεκίνα τη διαδικασία του Τζένκινς… ξέρεις – τι είναι αυτό?

    Ίσως το ερώτημα του ήταν ρητορικό, ωστόσο, η Τόρα απάντησε σε αυτό.

    -Σε γενικές γραμμές. Όταν εκπαιδευόμουν στους κομάντος, κάναμε δυο-τρεις καταδύσεις, όπου μας μάθαιναν για τη διαδικασία αυτή – μια φορά σε κάθε κατάδυση.

    – Δυο-τρεις φορές! – φώναξε ο Μερκ. – Τόμας, αυτό είναι γελοίο… για ποιο διάολο το χρειαζόμαστε; Τι μπορεί να μάθει κανείς σε δυο-τρεις φορές; Εκτέλεσα τη διαδικασία του Τζένκινς τουλάχιστον χίλιες φορές, προτού αρχίσω να καταλαβαίνω κάποια πράγματα…

    – Δεν μπορείς να κρεμαστείς σε όλα τα κλαδιά. – ο Τόμας μιλούσε με προφανή σιγουριά για το δίκιο του. – Αδύνατον να καλύψεις το ακάλυπτο μέσα σε δυο χρόνια.

    – Η διαδικασία αυτή αποτελείται από το σύνολο των τυπικών πράξεων,  με τα αποτελέσματα των οποίων εμείς μπορούμε να εκτιμήσουμε – αν υπάρχει μια αμοιβαία επαφή ή όχι. Απ` όσο ξέρω, ο Τζένκινς ήταν μαθηματικός, ο οποίος περίπου εκατό χρόνια πριν ολοκλήρωσε δυσκολονόητους υπολογισμούς με χρήση θεωριών του χάος, σχετικότητας, πληροφορικής, ερμηνευτικής και ένας θεός ξέρει ποιων άλλων, και τελικά κατάφερε να διατυπώσει μια σειρά από τυπικά κριτήρια  ύπαρξης της επαφής, έτσι ύστερα μας έμεινε μόνο να επινοήσουμε τις ίδιες πράξεις.

    – Ναι, σωστά.– επιβεβαίωσε ο Τόμας. – Στην ουσία, εμείς συχνά κάνουμε σφάλματα, εκτελώντας τη διαδικασία, όμως, δεν υπάρχουν πρόθυμοι να την τελειοποιήσουν, διότι αυτό απλούστατα δεν έχει νόημα – αφού η ύπαρξη της επαφής ξεκαθαρίζεται πάρα πολύ γρήγορα. Λοιπόν… η επαφή πραγματοποιήθηκε, αρχίσαμε να μαθαίνουμε εμείς για αυτούς, και αυτοί – για μας, όλα πολύ καλά – θρίαμβος, ένα άρθρο μετά το άλλο, περνάνε οι μήνες, τα παιδιά παίζουν με λούτρινα καβουράκια, οι ξενολόγοι γράφουν διατριβές για τα χαρακτηριστικά της καβουροειδές διάπλασης του σώματος, και ξαφνικά – ένα σύντομο άρθρο στα «Πόρους» – τα καβουράκια δεν καταλαβαίνουν γκρι, είναι χαζά, τελείως στόκοι. Δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει καμία επαφή μαζί τους. Είχαν ακόμη στριμώξει λιγάκι τον συγγραφέα, αναρωτήθηκαν για τον μη-επαγγελματισμό του, και καλά «ποιος είναι ο τύπος, που το έγραψε»? Όμως, ο συγγραφέας του ήταν ένας έμπειρος δύτης-κομάντος με μεγάλη εμπειρία. Αρνήθηκε να έρθει στο «Θηριοτροφείο», απλώς έκανε καμιά-δυο δεκάδες καταδύσεις ακόμα με τους φίλους του και βρήκε την απάντηση: τα πλάσματα, με τα οποία εμείς είχαμε την επαφή, δεν ήταν τα καβούρια… αλλά αυτό, που εμείς θεωρούσαμε ωκεανό! Αδυνατούσαμε να το πιστέψουμε, και αυτό είναι το νούμερο ένα πρόβλημα – στην αρχή σπας το κεφάλι σου για να καταλάβεις – ποιο από αυτό, που εμείς αντιλαμβανόμαστε, είναι στην ουσία το ίδιο με αυτό, που εμείς θεωρούμε πλάσματα με συνείδηση, και ύστερα χτυπιέσαι ξανά και δεν μπορείς να πιστέψεις αυτό, που βρήκες. Επειδή δεν είναι καθόλου, με κανέναν τρόπο ανθρώπινο, κάτι εντελώς διαφορετικό, και το μυαλό μας απλώς δεν συνήθισε σε τέτοια πράγματα, η διάκριση μας δεν λειτουργεί, ειδικά υπό τις συνθήκες, όταν και ο ίδιος δεν αισθάνεσαι ιδιαίτερα νηφάλια με την αλλοιωμένη από τις ξενόφερτες αντιλήψεις συνείδηση.

    – Τελικά αποκαλύφθηκε, ότι ο «ωκεανός» στην ουσία είναι ένα σύνολο από ξεχωριστά ρεύματα, ροές, οι οποίες και έχουν τι δική τους προσωπικότητα? – είπε η Τόρα.

    – Μιλώντας απλουστευμένα – ναι. – Ο Μερκ σηκώθηκε από την πολυθρόνα και άρχισε να κινείται, ζεσταίνοντας τους μύες του. – Για την ακρίβεια, οι ροές δεν ήταν τελείως ξεχωριστές – αναμειγνύονταν εν μέρει, και αυτή ήταν η φυσική πλευρά αυτού, που μπορούμε να ονομάσουμε επικοινωνία μεταξύ τους. Μελετάμε τους Ακράνιους εδώ και μερικές δεκαετίες, αλλά ακόμα οι απορίες είναι περισσότερες από τις απαντήσεις – για παράδειγμα – πώς καταφέρνουν μέσα σε μια στιγμή να μεταδώσουν τις πληροφορίες σε οποιαδήποτε απόσταση – δυο «ροές» μπορούν να «μιλάνε» χωρίς καμία καθυστέρηση, ακόμα και αν απέχουν χιλιάδες χιλιόμετρα η μια από την άλλη. Υπάρχει μια άποψη, ότι η μείξη των ρευμάτων  δεν είναι μόνο μια λειτουργία της επικοινωνίας, όσο του μεταβολισμού, ενώ οι συνομιλίες δεν γίνονται με μεταφορά των πληροφοριών, αλλά με μετάδοση των καταστάσεων, οι οποίες με τη σειρά τους ερμηνεύονται από τους ίδιους ως ορισμένα μηνύματα.

    – Και τα καβούρια τι ήταν, τελικά? – ρώτησε η Τόρα.

    – Καβούρια. Ξεχνά τα αυτά. Το τρίτο πρόβλημα – συνέχισε ο Τόμας – φέρει πλέον πιο ξεκάθαρα εκδηλωμένο προοδευτικό χαρακτήρα. Πες, ότι ανακαλύψαμε έναν πολιτισμό, με τον οποίον καταφέραμε να επικοινωνήσουμε. Ας πούμε, προσδιορίσαμε το επίπεδο της ανάπτυξης τους, σύμφωνα με κάποια κλίμακα, την οποία είχαμε εφεύρει. Ας πούμε, ότι βρήκαμε τέτοιους αντιπροσώπους αυτού του πολιτισμού, οι οποίοι ενδιαφέρονται για την καλλιέργεια των φωτισμένων αντιλήψεων…

    – Και οι φωτισμένες αντιλήψεις για αυτούς είναι ο, τι είναι και για μας; – τον διέκοψε η Τόρα.

    – Η ερώτηση δεν έχει νόημα, – πρόλαβε τον Τόμας ο Μερκ. – Ορισμένες αντιλήψεις είναι αυτό, που είναι, και δεν μπορούν να είναι κάτι άλλο. Η αντίληψη της ευδαιμονίας, για παράδειγμα, είναι η αντίληψη της ευδαιμονίας, και δεν είναι κανένα άλλο πράγμα. Ταυτολογία έγινε… όχι, θα το πω διαφορετικά. Αν κάποιο πλάσμα είναι ικανό να βιώσει την ευδαιμονία, αυτό και σημαίνει, ότι είναι ικανό να βιώσει μια από τις φωτισμένες αντιλήψεις. Δεν είναι τόσο εύκολο, όσο φαίνεται – να διαπιστώσεις, ότι το πλάσμα βιώνει συγκεκριμένα την απόλαυση. Αν και μελετήσαμε πάρα πολύ προσεκτικά την ευδαιμονία, όπως και μια ολόκληρη σειρά άλλων ΦΑ, έχουμε ειδικούς σε κάθε μια από αυτές, δεν είναι καθόλου δεδομένο, ότι και το πλάσμα έχει κάνει την ανάλογη εργασία. Φαντάσου, ότι έχουμε συνδεθεί με πολιτισμό, που βρίσκεται στο ίδιο σημείο με την ανθρωπότητα πεντακόσια χρόνια πριν. Μόλις μερικοί άνθρωποι βίωναν και μελετούσαν τις ΦΑ, μπορούσαν λίγο-πολύ ξεκάθαρα να τις διακρίνουν, να δώσουν περιγραφή με αντίκτυπο. Υπό αυτές τις συνθήκες, πώς θα συγκρίνεις τις περιγραφές; Πώς θα χρησιμοποιήσεις την συνδυαστική απήχηση; Αυτό, βασικά, είναι μια άλλη ερώτηση, αλλά το θέμα μας προς το παρόν είναι διαφορετικό. Λοιπόν, αν κάποιο πλάσμα είναι ικανό να βιώσει ευδαιμονία, αυτό και σημαίνει, ότι τη βιώνει κιόλας. Άλλη ερώτηση – αν η ευδαιμονία είναι εξίσου ελκυστική για αυτό το πλάσμα? Μιλώντας διαφορετικά – εμείς, οι άνθρωποι, παρατηρώντας τις επιθυμίες μας, φτάνουμε στο συμπέρασμα, ότι οι ΦΑ – είναι ο, τι πιο ελκυστικό μπορεί να υπάρξει για μας. Όμως, η ελκυστικότητα αυτή έχει καθολικό χαρακτήρα, ή αυτή είναι μια καθαρά ανθρώπινη πλευρά; Μέχρι τώρα δεν υπάρχει μια ορισμένη απάντηση σε τούτη την απορία. Το πιο πιθανόν – ναι, η υπέρ-ελκυστικότητα των ΦΑ φέρει καθολικό χαρακτήρα, και αν αυτή η διατύπωση ισχύει, τότε μπροστά μας ανοίγονται καταπληκτικές προοπτικές, διότι σε αυτή την περίπτωση οι άνθρωποι και τα πλάσματα από τους άλλους κόσμους λαμβάνουν, επιτέλους, κάτι ενιαίο, κάτι, που τους ενώνει σε υπέρτατο βαθμό – τις φωτισμένες αντιλήψεις. Αυτό σημαίνει, ότι σε κάποιες από τις άγνωστες προς το παρόν σε μας καταστάσεις εμείς έχουμε τη δυνατότητα όχι να καταλαβαινόμαστε μεταξύ μας με το ζόρι, αλλά να ζήσουμε την ομόνοια, κοινότητα ενός απολύτως νέου επιπέδου. Με ενδιαφέρει πολύ το ότι μάλλον τώρα θα γίνει δυνατή η επαφή όχι με τα πλάσματα πολύ μακρινής από εμάς φύσεως από τους άλλους κόσμους, αλλά με τα ζώα – πολύ οικεία σε μας όντα. Αν όλα θα πάνε, όπως εμείς ελπίζουμε, η επαφή με τα ζώα θα είναι ο χαμένος κρίκος στις έρευνες μας. Τα πάντα θα γίνουν πολύ πιο απλά..

    – Δηλαδή, έχεις τελικά τις αφορμές να νομίζεις, ότι οι ΦΑ έχουν υπέρτατη αξία για τα άλλα πλάσματα, ή δεν έχεις? – η Τόρα ένιωθε, ότι το ενδιαφέρον της για τη προοδευτικότητα, που πριν από λίγο ήταν ρομαντικό-ακαθόριστο, πλέον άρχισε να αποκτά συγκεκριμένη μορφή, και λόγο αυτού μεγάλωνε περισσότερο. Τώρα – όταν εκείνη για μια-δυο δευτερόλεπτα αποσπάστηκε από τη συζήτηση, της φαίνονταν απίστευτο, ότι η ζωή θα μπορούσε να πάρει μια άλλη στροφή, και τότε όλα αυτά θα γίνονταν χωρίς τη συμμετοχή της.

    – Ναι, έχω τέτοιες αφορμές. Τουλάχιστον σε μερικά σύμπαντα βρήκαμε πρακτικούς, οι οποίοι άρχισαν να ασχολούνται αρκετά δραστήρια και ειλικρινά με πρακτική της δημιουργίας των ΦΑ. Την ίδια στιγμή, σύμφωνα με τα κριτήρια μας, οι άνθρωποι αυτοί  ξεπερνούν ολοφάνερα στην ανάπτυξη τους άλλους εκπροσώπους του πολιτισμού τους – όμως, εμείς κρίνουμε σύμφωνα με τα δικά μας κριτήρια. Εδώ μένουν πάρα πολλά να ξεκαθαρίσουμε ακόμα.

    – Αν υπάρχουν τέτοιοι πρακτικοί…, η Τόρα μπήκε στις σκέψεις, – Άκου, αν εμείς μπορούμε να εμφανιστούμε εκεί, για ποιο λόγο αυτοί δεν μπορούν να έρθουν εδώ?? Αυτό θα ήταν γαμάτο – εμείς να πηγαίνουμε εκεί, και αυτοί να έρχονται σε μας.

    – Καλά… – είπε αφηρημένα ο Μερκ. – Δεν πρέπει να υπάρχουν αρχικές διαφορές στην κίνηση από αυτούς προς εμάς – όπως και εμείς, έτσι και αυτοί θα χρειαστούν με έναν ή άλλο τρόπο να αποδυναμώσουν τη συνηθισμένη στάση διακριτικής συνείδησης, να πιάσουν την οποιαδήποτε από τις ελκυστικές ροές… να ασκηθούν στη στερέωση της συνείδησης τους στις ενδιάμεσες θέσεις… γενικώς, τα ίδια με μας. Για την ώρα βρισκόμαστε στην αρχή – κανείς από τους προστατευόμενους μας δεν κατάφερε ακόμα να φτάσει σε ένα τέτοιο επίπεδο ελευθερίας από τους σκοτισμούς τους και δεν συγκέντρωσε αρκετή πείρα στις έντονες ΦΑ, για να αποκτήσει την ικανότητα να ταξιδέψει. Και εγώ πεθαίνω να δω – πως θα είναι – ένα πλάσμα από άλλο κόσμο εδώ … σε λίγο ελπίζω να το δούμε και αυτό.

    – Υπάρχουν πολλοί – εκείνοι, πρακτικοί από τα άλλα σύμπαντα?

    – Όχι. – ο Τόμας κούνησε το κεφάλι του. – Είναι λίγοι. Είμαστε στην αρχή. Για παράδειγμα, εγώ έχω μόλις εννιά υπό την επίβλεψη μου. Δεν μπορούμε ακόμα να τους μεταδίδουμε – παρεμπιπτόντως, και αυτό είναι ένα καθαρά προοδευτικό πρόβλημα. Ο καθένας από τους προοδευτικούς σαν να «πέφτει» πάνω σε κάποιο πιθανό πρακτικό – ή να μιλήσουμε καλύτερα για   αντίκτυπο των αντιλήψεων, που μας επιτρέπει να συντονιστούμε μεταξύ μας. Είναι μετρημένες στα δάχτυλα οι περιπτώσεις, όταν δυο δύτες επιβλέπουν έναν πρακτικό από άλλο κόσμο. Αυτό κάνει τα πράγματα πιο περίπλοκα.

    – Πρέπει να είναι… πολύ συναρπαστικό? – η Τόρα κοίταξε με προσμονή και πάθος στα μάτια του Τόμας, – να ασχολείσαι με τους πρακτικούς από άλλα σύμπαντα.

    – Νιώθω και συμπάθεια, και αφοσίωση για αυτούς. Για την ακρίβεια – ΕΜΕΙΣ νιώθουμε και συμπάθεια, και αφοσίωση, – διόρθωσε την έκφραση του ο Τόμας. – Μόνο οι ανίδεοι νομίζουν, ότι εφόσον τα πλάσματα αυτά προέρχονται από άλλους κόσμους, και από «κάποια συνειδητοποιημένα οράματα» κιόλας, και δεν είναι καν άνθρωποι, αλλά καμιά φορά δεν μοιάζουν καθόλου με ανθρώπους, τότε όλα τα αυτά έχουν καθαρά θεωρητική σημασία. Αυτά είναι τα υπολείμματα της ξενοφοβίας, φυσικά. Οι αγράμματοι πάντοτε θέτουν τους εαυτούς τους στο κέντρο του σύμπαντος, και στη δική τους φαντασία ακριβώς γύρω από τη δική τους ανεκτίμητη περσόνα γυρίζει ο υπόλοιπος κόσμος. Άρχισαν κάποτε από το ότι η Γη είναι το κέντρο του Σύμπαν, και ο Ήλιος με τα αστερία περιστρέφεται γύρω από αυτήν. Μετά πίστεψαν, ότι οι μαύροι – δεν είναι άνθρωποι με ίσα δικαιώματα, και είναι καλοί μόνο για να γίνουν σκλάβοι. Και φυσικά, πάντοτε πίστευαν, ότι τα παιδιά – είναι τα ανίκανα πρόσθετα των ενήλικων. Τι να λέμε πια για τη πεποίθηση τους, ότι τα ζώα είναι κάτι σαν να λούτρινα παιχνίδια, φτιαγμένα να ικανοποιούν τα καπρίτσια του ανθρώπου. Ακόμα το πιστεύουν. Και μεταξύ άλλων, αυτό είναι πολύ επικίνδυνο.

    – Μάλλον, μιλάς για το ότι εκείνοι, που θεωρούνταν κάποτε ανάξια πρόσθετα, αργά η γρήγορα ξεκινούσαν να πολεμούν για τα δικαιώματα τους? – Μάλλον, η Τόρα άρχισε να πιάνει κάτι, το οποίο μέχρι στιγμής δεν έχει περάσει από το μυαλό της. –   Ναι… οι σκλάβοι ξεσηκώνονταν, και το καθεστώς της ιδιοκτησίας των σκλάβων καταστράφηκε. Οι «κατώτερες φυλές», οι Ινδοί, για παράδειγμα,  επαναστάτησαν στη χώρα τους, και η «ανώτερη» φυλή των Άγγλων στις ινδικές αποικίες  είχε κατασφαχτεί μαζικά το δέκατο ένατο αιώνα. Υπήρξαν τόσα θύματα… Αλλά ήδη στον εικοστό αιώνα η νέα «ανώτερη» φυλή των Γερμανών συγκρούστηκε με τις υπόλοιπες «κατώτερες», ενώ λίγο πριν από αυτό η «ανώτερη» εργατική τάξη επιτέθηκε στους «κατώτερους» μεσοαστούς. Το αποτέλεσμα – δεκάδες εκατομμύρια πτώματα… Οι «ανώτεροι» μουσουλμάνοι αποφάσισαν τελικά να κυριαρχήσουν στη Δύση, να υποτάξουν τους «άπιστους». Ένα δισεκατομμύριο. Ο πόλεμος των «κατώτερων» παιδιών με τους «ανώτερους» ενήλικες έσπειρε οκτώ δισεκατομμύρια θανάτους – σχεδόν ολόκληρος ο πληθυσμός του πλανήτη αφανίστηκε. Και αν… τα «κατώτερα» ζώα κηρύξουν τον πόλεμο κατά τον ανθρώπων; – αναρωτήθηκε η Τόρα. – Δύσκολο να ξεπεράσεις την συνηθισμένη αντιμετώπιση, που έχεις για τα ζώα, όταν τα βλέπεις σαν χνουδωτά και όχι τόσο έξυπνα παιχνίδια…. Ακόμα και τώρα, όταν ξέρουμε καλά, πως τα ζώα έχουν πολύ πιο ανεπτυγμένη νοημοσύνη, απ`ότι εμείς νομίζαμε πριν, και πάλι μας είναι δύσκολο να σκεφτόμαστε για αυτά, σαν πλάσματα , τα οποία μπορούν να διεκδικήσουν τα δικαιώματα τους, για να ζήσουν σε αυτόν τον πλανήτη σύμφωνα με τις δικές τους προτιμήσεις και αντιλήψεις…

    Για ένα λεπτό επικράτησε η σιωπή. Το βλέμμα της Τορα κόλλησε στο κάϊναιτ, χάιδευε τις απαλά-γαλάζιες του πλευρές.

    – Δεν μπορώ να φανταστώ, ότι τα ζώα θα μετατραπούν στους εχθρούς μας. Αυτό φαίνεται εντελώς αδύνατον. Είναι τόσο φιλικά… αν και… τόσο διαφορετικά, όλα τους… τα σκυλιά, δελφίνια, χταπόδια, άλογα… σε καμία περίπτωση δεν μπορώ να τα φανταστώ επιθετικά. Κάποια ζώα αδιαφορούν αρκετά για τον άνθρωπο, αλλά ακόμα και αυτά δεν μπορώ να τα δω ως επικίνδυνα. Αν, όμως, αρχίσουμε να τους σκοτώνουμε, την ώρα που εκείνα πλέον έχουν τη δυνατότητα για συνείδηση…. Όχι, ποιος θα πήγαινε να τα σκοτώνει τώρα; Αυτό είναι παράλογο. Νομίζω, ότι η άνθρωποι στάθηκαν πάρα πολύ τυχεροί, επειδή τα ζώα έκαναν ένα τέτοιο άλμα της εξέλιξης μετά, και όχι προτού οι άνθρωποι αναγνωρίσουν σαν μεγαλύτερη αξία τις φωτισμένες αντιλήψεις.

    – Ναι, φυσικά, – συμφώνησε ο Τόμας, – δεν είναι ιδιαίτερα πιθανή η σύγκρουση ανάμεσα στους ανθρώπους και ζώα, επίσης, το επίπεδο των τεχνολογικών γνώσεων επιτρέπει στους ανθρώπους να νιώθουν σχετικά ασφαλείς, επίσης, η αντιμετώπιση στο σύγχρονο κόσμο είναι τέτοια, ότι είναι αδύνατον να βρούμε κάποιο άτομο, που να μην αισθάνεται τρυφερότητα, χαρά, συμπάθεια για τα ζώα. Και πάλι, όμως – θεωρώ, ότι η κατάσταση, στην οποία τα ζώα θεωρούνται εξ αρχής κατώτερα συμπληρώματα του περιβάλλοντος, περιέχει πιθανούς κινδύνους. Για αυτό μόλις (και αν) βρούμε μια ουσιαστική επαφή, θα αναγκαστούμε να καταβάλλουμε προσπάθειες για την λεπτομερή ενημέρωση της ανθρωπότητας περί αυτού, και να ξεκινήσουμε την δημιουργία μιας νέας κουλτούρας στην αντιμετώπιση των ζωών.

    – Και τι θα γίνει με τη ξενοφοβία?

    – Εμ… παρά το ότι εδώ και εκατό χρόνια ζούμε στον κόσμο, όπου οι άνθρωποι μπορούν ελεύθερα να επιδιώκουν και να πετυχαίνουν τις φωτισμένες αντιλήψεις, υπάρχουν ακόμα κάποιοι, που δεν μπορούν να καταλάβουν ακόμα – τα πλάσματα εκείνα δεν «ζουν στα συνειδητοποιημένα οράματα» – απλώς οι άνθρωποι χρειάζονται το όραμα – ειδικά στο αρχικό στάδιο, όταν και εμείς οι ίδιοι είμαστε τόσο ατελής και σκοτισμένα όντα – για να ξεπεράσουμε την ηλιθιότητα μας, την νεκρωμένη διακριτική συνείδηση, και να φτάσουμε στα σύμπαντα, όπου κατοικούν τα λεγόμενα πλάσματα. Απαιτείται χρόνος, πολύς χρόνος και πολλή εργασία, ωσότου οι ανθρωπότητα θα μεγαλώσει και θα πετάξει τα κοντά της παντελονάκια. Η ιστορία των ανθρώπων στην ουσία μόλις ξεκίνησε, αλλά είναι μια νέα ιστορία – χωρίς αρνητικά συναισθήματα, χωρίς ξενοφοβία, για αυτό ο ρυθμός της εξέλιξης θα πρέπει να δεκαπλασιαστεί, «εκατοπλασιαστεί» σε σύγκριση με τους περασμένους αιώνες. Αυτό και θα είναι το πράγμα, που θα δούμε. Θέλω ΠΑΡΑ ΠΟΛΥ το γεγονός αυτό να συμβεί εδώ, μιλώντας μεταφορικά, «στη Γη». Όμως τώρα – έπειτα από όλα αυτά τα χρόνια, όσο εγώ ασχολούμαι με τους πρακτικούς των άλλων κόσμων, η αφοσίωση, την οποία νιώθω για εκείνους, δεν είναι μικρότερη. Θα πολεμήσω για αυτούς. Εμείς θα πολεμήσουμε για αυτούς. Και για να απομακρύνουμε τις προκαταλήψεις – ο πιο αποτελεσματικός τρόπος, κατά τη γνώμη μου, είναι η από κοινού ζωή, δημιουργία, από κοινού μελέτες. Πρέπει να πετύχουμε την άμεση εισχώρηση στις ζωές και των δυο πλευρών – να φτιάξουμε λειτουργικό σύστημα των ταξιδιών: δικών μας σε αυτούς, δικών τους σε μας – όχι όλων, φυσικά, αλλά μόνο εκείνων, οι οποίοι έφτασαν στην αποδοχή των ιδεών της πρακτικής…

    – Όχι, δεν πάει έτσι! – τον διέκοψε η Τόρα. Και αυτή πετάχτηκε από τη θέση της, σπρώχνοντας τον Μερκ, ο οποίος έκανε τούμπα, και με ένα δυνατό αναπήδημα στάθηκε ξανά στα πόδια του. – Πόσα χρόνια ασχολείσαι μαζί τους ήδη; Πόσο θα χάνεις τον καιρό σου ακόμα, μέχρι να γίνουν οι προστατευόμενοι σου έστω ουρές, δεν μιλάω καν – να γίνουν μουσούδες; Αφού η πίεση των θεωριών είναι τόσο μεγάλη, και σκέψου – φαντάσου τον εαυτό σου σχετικά προοδευτικό (για την εποχή του) άνθρωπο, ας πούμε, του δεκάτου πέμπτου αιώνα. Γύρω σου – η εφιαλτική παρέλαση των δεισιδαιμονιών, ηλιθιότητας και άλλης μαλακίας. Και εδώ, δηλαδή, εμφανίζονται, μιλώντας σχετικά, οι «θεοί», γεμίζουν το κεφάλι σου με πάρα πολλά αναμφίβολα έξυπνα πράγματα, που ανταποκρίνονται μέσα σου με αναλαμπές των φωτισμένων αντιλήψεων. Εσύ, – η Τόρα έδειξε με το δάχτυλο της τον Μοράν, – μιλάς μαζί τους και σου φαίνεται, ότι σίγουρα αυτοί έχουν δίκιο, αισθάνεσαι έξαρση και αφοσίωση. Ναι, μπορούμε να το φανταστούμε αυτό. Αναμφισβήτητα, και στον Μεσαίωνα υπήρξαν άνθρωποι, οι οποίοι θα μπορούσαν να επιδιώξουν τις ΦΑ. Όμως, τι θα γινόταν μετά; Οι θεοί φεύγουν, και εσύ επιστρέφεις στη φωλιά σου – πίσω στους ανθρώπους της δικής σου φυλής. Η πίεση όλων των θεωριών αυξάνεται πολλαπλά, εμφανίζονται οι αμφιβολίες, σκεπτικισμοί, φόβοι… έτσι δεν θα φτάσουμε και πολύ μακριά.

    Η Τόρα κάθισε δίπλα σε έναν τεράστιο λαβραδορίτη. Της άρεσε να σκέφτεται, κοιτάζοντας σε αυτή την λαμπερή υπό το απαλό φως μουσούδα.

    – Θυμηθείτε, από τι ξεκίνησε ο Μπόντχι. Αυτός, βέβαια, αναζητούσε τις μουσούδες και τα δρακάκια, ωστόσο, αυτοί δεν εμφανίστηκαν μεμιάς  όλοι μαζί, αλλά ένας-ένας, σταδιακά. Ταυτόχρονα εκείνος ασχολιόταν σχεδόν καθημερινά με την αναζήτηση των δραπετών, με την επικοινωνία μαζί τους, δημιουργία των μέσων αναζήτησης – έφτιαχνε την ιστοσελίδα, έγραφε βιβλία, τα μετάφρασε σε άλλες γλώσσες, έκτιζε τους οικισμούς των μουσούδων. Οι μουσούδες και τα δρακάκια, φυσικά, ήταν οι  φορείς και δημιουργοί της νέας κουλτούρας, αλλά το γεγονός, ότι υπήρξε και αναπτυσσόταν μια κοινωνική δομή από τους δραπέτες, είχε τεράστια σημασία! Οι δραπέτες αναζητούσαν άλλους δραπέτες, εκτός από αυτό – ακόμα και τώρα η κοινωνία μας – δεν είναι καθόλου κοινωνία μουσούδων και δρακακιών! Και στην πολεμική εποχή, και τώρα – η βάση της κοινωνίας μας, το θεμέλιο της δικής μας δύναμης – είναι συγκεκριμένα οι δραπέτες και ουρές  [ο Μπόντχι εξηγεί τους ορισμούς των δραπετών, ουρών και μουσούδων στο αντίστοιχο τομέα της ιστοσελίδας του – παρατήρηση του μεταφραστή]. Οι μουσούδες, τα δρακάκια, οι κομάντος – είναι η αιχμή του δόρατος, ωστόσο, η ίδια λεπίδα του αποτελείται ορισμένα από αυτούς – τους δραπέτες. Το να τους περιφρονείς – σημαίνει να δρας άκρως αναποτελεσματικά. Αν εσύ, Τόμας, και οι κομάντος- συνεργάτες σου – αν εσείς θέλετε να αφιερώσετε όλες τις δυνάμεις σου συγκεκριμένα στην εκπαίδευση των μουσούδων στους νέους κόσμους – τέλεια, κάθε φορά, όταν σκέφτομαι για αυτό, μου έρχεται να πηδήξω ως το ταβάνι από ενθουσιασμό, όμως εγώ… βιώνω εξίσου έντονη χαρά και έξαρση, όταν φαντάζομαι, ότι θα αρχίσω να μάχομαι για τη δημιουργία της κοινότητας των δραπετών στα άλλα σύμπαντα. Εσύ… όχι, όλοι – συμφωνείτε? Συμφωνείτε με αυτά, που λέω τώρα?

    – Συμφωνούμε. – Ο Μοράν άνοιξε τα χέρια του. – Συμφωνούμε απολύτως. Το πρόβλημα δεν είναι, ότι εμείς δεν καταλαβαίνουμε τη σημασία της κοινωνίας των δραπετών. Το πρόβλημα είναι, ότι οι δυνάμεις μας είναι πάρα πολύ περιορισμένες. Μόλις ανοίγουμε τον δρόμο. Η αποίκηση της Αμερικής από τους Ευρωπαίους ξεκίνησε το 1492, αλλά πέρασαν διακόσια χρόνια, ωσότου οργανώθηκαν λίγο-πολύ σωστά τα υπερατλαντικά ταξίδια. Μόλις αρχίσαμε να ανακαλύπτουμε τους νέους πολιτισμούς, μαθαίνουμε ακόμα να τους κατανοούμε. Και φυσικά, όταν συναντούμε τους πολιτισμούς, παρόμοιους ή πολύ κοντινούς με τον δικό μας, τότε πάνω απ` όλα θέλουμε να βρούμε εκεί συγκεκριμένα τη μουσούδα, επειδή… σωστά τα λες για τους δραπέτες, όμως σου διαφεύγει, ότι η κοινωνία των δραπετών δεν είναι βιώσιμη από μόνη της. Την εποχή του Μπόντχι τα πράγματα πέτυχαν, ακριβώς επειδή ήταν ο ίδιος παρόν. Επειδή εκείνος κατάφερε να βρει τις πρώτες μουσούδες και δρακάκια, οι οποίοι και μετατράπηκαν τελικά σε εκείνο το δημιουργικό κρίκο, σε πυρήνα, σε πρότυπο για τη νέα κοινωνία. Αν δεν υπάρχει ηγέτης, δεν θα υπάρξει και η κοινωνία των δραπετών. Έτσι και οι δυο αυτές κατευθύνσεις πρέπει να αναπτύσσονται ταυτόχρονα, και δεν φτάνουν τα χέρια μας. Τέλεια – εσύ απλώς τρελαίνεσαι στη σκέψη για τους δραπέτες. Πάρα πολύ ωραία! Εμπρός! Ασχολήσου με αυτό. Βρες συνεργάτες. Συγκέντρωσε μια ομάδα – εμείς έχουμε προς το παρόν οκτώ ομάδες δυτών. Από αυτές μόνο δυο αποτελούνται από κομάντος συν μερικοί κομάντος δουλεύουν στις άλλες ομάδες. Βρες και άλλους ανθρώπους, που ενδιαφέρονται, όπως και εσύ για την ιδέα της εκπαίδευσης της κοινότητας δραπετών στα άλλα σύμπαντα. Για παράδειγμα – οι Σεγιέν, οι Καάνιοι, Αούντιοι, – είναι συνηθισμένοι άνθρωποι, σχεδόν σαν και εμάς, ή και εντελώς σαν και εμάς. Θυμάσαι, πόσοι … όχι, εσύ δεν θα το θυμάσαι:). Θυμάστε, – απευθύνθηκε εκείνος στον Μερκ και Τόμας, – πόση φασαρία έγινε, όταν εμείς ανακαλύψαμε τους Σεγιέν και Καάνιους? Για αιώνες οι άνθρωποι φαντάζονταν – πώς θα δείχνουν, ποια εμφάνιση θα έχουν οι εξωγήινοι. Επιτέλους – εμείς βρήκαμε τα άλλα σύμπαντα, και φαινόταν, ότι οι εξωγήινοι μπορούν να είναι σαν τους ακατανόητα μακρινούς από εμάς Αιθέριους, ή να μοιάζουν με μας, όπως οι Σεγιέν και οι Καάνιοι. Λοιπόν, – συνέχισε εκείνος, γυρίζοντας και πάλι στην Τόρα, – ορίστε, οι δυο κόσμοι. Κανένα πρόβλημα με τη συνεννόηση, κανένα εμπόδιο στο επίπεδο της γλώσσας …

    – Παρεμπιπτόντως, πώς γίνεται, ότι δεν δημιουργούνται γλωσσικά εμπόδια? – τον διέκοψε η Τόρα.

    – Ε, αυτό δεν είναι περισσότερα εκπληκτικό απ` όλα τα υπόλοιπα. Το ερώτημα αυτό έχει στενή σχέση με την ερώτηση – πού με τη φυσική έννοια βρίσκονται όλα αυτά τα σύμπαντα.

    – Ναι, και αυτό επίσης – πώς μπορούμε να τα καταλάβουμε όλα – αφού ΚΑΠΟΥ αυτοί πρέπει να υπάρχουν, εννοώ – πρέπει να υπάρχουν κάποιες ορισμένες συντεταγμένες για αυτά τα μέρη, τι είναι – άλλοι πλανήτες?

    – Όχι, – γέλασε ο Τόμας, – η ιδέα για τους άλλους πλανήτες εξάντλησε τον εαυτό της διακόσια-τριακόσια χρόνια πριν. Δεν ξέρεις τίποτα για την αστρονομία; Καταλαβαίνω, ότι μέχρι την ηλικία σου μάλλον δεν μπορείς να είσαι ειδική στην θεωρία των χορδών, όμως, θα έπρεπε να έχεις έστω τις ποιο στοιχειώδεις αντιλήψεις για τον κόσμο, που σε περιβάλλει…

    – Γνωρίζω πάρα πολύ λίγα, – η Τόρα ένιωθε αμηχανία, την απομάκρυνε και δημιούργησε  προσμονή. – Έτσι είναι, τι να λέμε τώρα. Αλλά τον τελευταίο καιρό διαβάζω πάρα πολύ, δεν μπορώ να σταματήσω:)

    – Τι διαβάζεις?

    – Τα τελευταία δυο χρόνια διάβασα πολλά βιβλία στα αγγλικά και γερμανικά – μου αρέσει να μελετάω τις γλώσσες, θέλω να ξεκινήσω τα ιαπωνικά. Τα πιο πολλά είναι– επιστημονικά βιβλία για την ιστορία, την αστρονομία, βιολογία, βιοχημεία. Όσο πιο πολλά διαβάζω, όσα περισσότερα γνωρίζω, τόσο μεγαλώνει η επιθυμία μου να διαβάσω και άλλο. Τον τελευταίο καιρό άρχισα να διαβάζω απλά βιβλία για φυσική και τα μαθηματικά. Από το μηδέν – μου αρέσει αβίαστα, προσεκτικά να ξεχωρίζω τις πιο απλές έννοιες της φυσικής των κβάντα, περί της θεωρίας σχετικότητας, να λύνω τα προβλήματα. Η επιθυμία να διαβάζω και να μαθαίνω έγινε τόσο δυνατή, είχα ακόμα αρρωστήσει έτσι – σταμάτησα να ελέγχω την ύπαρξη του φωτισμένου φόντου, παράτησα τις τυπικές πρακτικές, δεν έτρεχα και δεν γυμναζόμουν, και μια μέρα δυο χρόνια πριν ανακάλυψα τον εαυτό μου ταλαιπωρημένη, άρρωστη γριά, τρελαμένη από την δίψα για κτίση της γνώσης: η δίψα αυτή κατάφερε με κάποιο τρόπο να εκτοπίσει την χαρούμενη επιθυμία και προσμονή να μάθω κάτι καινούριο. Δεν έγινε και τίποτα. – γέλασε η Τόρα, – ξεκουράστηκα, μαζεύτηκα, εκείνη τη στιγμή ήρθαν και οι κομάντος με τη πρόταση τους – εντελώς απρόσμενα – και εκεί με εκπαίδευσαν πάρα πολύ καλά, δεν θα ξανακάνω το ίδιο λάθος. Λοιπόν, τι έλεγες για τους πλανήτες?

    – Με τους πλανήτες τα πάντα είναι πάρα πολύ απλά – βρήκαμε αμέτρητη ποσότητα, και παρόμοιους με τη Γη, αλλά χωρίς ίχνος ζωής. Για την ακρίβεια – δεν βρήκαμε αφορμή να υποθέσουμε, πως υπάρχει ζωή. Έτσι αυτό, που εμείς θεωρούσαμε «διάστημα», ταιριάζει μόνο για ανθρώπινη επέλαση – αν εμείς δεν φτιάξουμε αποικίες σε εκείνους τους πλανήτες, κανείς άλλος δεν θα το κάνει. Όμως, άρχισαν οι πόλεμοι, τα πάντα πήγαν κατά διαόλου, τα πειράματα με «ακαθόριστες καταστάσεις» σταμάτησαν, και από τότε δεν είχαν επανέρθει ξανά, παρά το ότι οι φορείς των γνώσεων και των τεχνολογιών είναι ακόμη εδώ – η ανθρωπότητα τώρα παραείναι μικρή, για να σηκώσει τέτοια σχέδια. Ας το αφήσουμε για το μέλλον. Ίσως να είναι και καλύτερα έτσι – σίγουρα θα έχεις διαβάσει, πως εξερράγη το LHC (μεγάλος αδρονικός επιταχυντής) στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα; Τον έκτιζαν με συμμετοχή όλου του κόσμου, και στόχευαν σε μεγάλη πρόοδο – είχαν πετύχει το αποτέλεσμα, όμως, όχι αυτό, που περίμεναν – σε κάποια από τα πειράματα άρχισαν να εμφανίζονται μικροσκοπικές μαύρες τρύπες, και η μίση Γαλλία για διακόσια χρόνια μετατράπηκε σε τόπο ακατοίκητο … είναι επικίνδυνο. Αν αρχίσουμε την επαναφορά και αυτών των τεχνολογιών – με τίποτα δεν θα το κάνουμε στη Γη. Την έχουμε μόνο μια, και όλα τα θαύματα της τεχνολογίας  μαζί δεν αξίζουν, όσο αυτή.

    Ο Τόμας ξεροκάταπιε, έκανε νόημα στον Μοράν – να συνεχίσει, μόνο σύντομα. Πήγε στο ψυγείο και πληκτρολόγησε την παραγγελιά στη κονσόλα. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα στα χέρια του βρέθηκε ένα ποτήρι φρέσκου χυμού από καρπούζι.

    Ο Μοράν περπάτησε στο δωμάτιο – πέρα-δώθε, και συνέχισε.

    – Για να τα καταλάβεις όλα αυτά καλύτερα, πρέπει να μάθεις πολλά πράγματα ακόμα. Μιλώντας απλά, το Διάστημα είναι άδειο. Όμως, οι άνθρωποι δεν σκοτίστηκαν πολύ καιρό για αυτό – ξεκίνησαν οι πόλεμοι, και ύστερα εμείς ανακαλύψαμε τους άλλους κόσμους, χρησιμοποιώντας τα συνειδητοποιημένα οράματα. Η ερώτηση, για το που βρίσκονται αυτά γεωγραφικά, είναι πολύ πιο απλή, απ` ότι μπορεί να φανεί σε κάποιον, που δε γνωρίζει τίποτα για τη θεωρία των υπερχορδών. Τις πρώτες ιδέες για αυτή τη θεωρία είχε, νομίζω ο Φάινμαν στα μισά του εικοστού αιώνα, έπειτα ο Βίττεν ασχολήθηκε με αυτά σοβαρά, και ήδη στη νέα εποχή όλοι άρχισαν να δουλεύουν με το θέμα, διότι ωσότου ο ΜΑΕ τινάχτηκε στον αέρα, οι επιστήμονες πρόλαβαν να λάβουν τόσο αδιάσειστες αποδείξεις για τη θεωρία αυτή, και πειραματικά δεδομένα με τέτοιο απίστευτο ενδιαφέρον, ότι την ίδια στιγμή, που μπορέσαμε να απομακρυνθούμε από τους πολέμους και να ξεκινήσουμε τη δουλειά, προοδεύσαμε θεαματικά. Η βασική έννοια της θεωρίας των χορδών σου είναι γνωστή, φυσικά, δεν θα στην αναλύω τώρα.

    – Σε πιο ΓΕΝΙΚΕΣ γραμμές, – επιβεβαίωσε η Τόρα. – Φανταζόμαστε κάποια μονοδιάστατη χορδή, και αν πάνω της χωράει ένα κύμα – είναι ένα στοιχειώδη σωματίδιο, αν δυο – άλλο, και ούτω καθεξής, αντίστοιχα είναι εύκολο να περιγράφεις τις αλληλεπιδράσεις και αλληλομετατροπές στη γλώσσα των ταλαντεύσεων αυτής της χορδής. Όμως, πέρα από αυτό ξεκινάνε τέτοια μαθηματικά, ότι στα επόμενα δέκα χρόνια δεν θα καταφέρω…

    – Ναι, τα μαθηματικά είναι δύσκολα, αλλά εμείς θα τα απλουστεύσουμε, – είπε με σιγουριά ο Μοράν. – Αυτό συμβαίνει συχνά – όταν ξεκινάμε κάτι, και δεν γνωρίζουμε ακόμα πολλά, μας είναι δύσκολο να βρίσκουμε απλές περιγραφές, και η μηχανική των κβάντα στην αρχή περιγραφόταν με εξισώσεις μακρός δυο σελίδων η καθεμία, και μετά, όταν μπήκε σε χρήση η θεωρία των φράκταλ του χωροχρόνου, τα πάντα απλουστεύθηκαν. Από τη θεωρία των υπερχορδών, δηλαδή, από την πιο προχωρημένη – θεωρία Ο-ετεροτικων χορδών, βγάνει, ότι το κόσμος μας δεν είναι τρισδιάστατος, ούτε καν κλασματικών διαστάσεων, αλλά έχει άκρως περίπλοκη τοπολογία. Άκρως περίπλοκη… – εκείνος άρχισε να σκέφτεται κάτι, αλλά συνέχισε αμέσως. – Ο όρος «πολυμορφία του Κάλαμπι-Γιάου» δεν θα σου πει τίποτα…

    – Όχι, – γέλασε η Τόρα. – Δεν θα μου πει.

    – Βασικά, ο κόσμος μας έχει μια πληθώρα από εμπλεκόμενες μεταξύ τους διαστάσεις, και μόνο μερικές από αυτές είναι αναδιπλωμένες. Κάποτε οι άνθρωποι με μεγάλη δυσκολία συνήθιζαν στο ότι η Γη δεν είναι επίπεδη, αλλά σφαιρική, – τους φαινόταν άκρως παράλογο να φανταστούν, ότι κάπου αλλού υπάρχουν τα «αντίποδα», οι οποίοι περπατάνε «ανάποδα» και δεν πέφτουν από τη Γη. Έτσι και εδώ – πάρα πολύ δύσκολο να το φανταστεί κανείς. Αλλά θα το διορθώσουμε αυτό. Λοιπόν, η ουσία όλων αυτών βρίσκεται στο ότι μέσα σε αυτό το μπερδεμένο σχήμα υπάρχουν νησάκια σταθερότητας, και εκεί, όπου υπάρχουν αυτά τα νησάκια, είναι πιθανή η ύπαρξη της ζωής και γενικώς ύπαρξη, με την έννοια, που εμείς καταλαβαίνουμε αυτές τις λέξεις. Από εδώ προέρχεται και μια ιδέα με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον…

    – Μοράν…, – με αστειευόμενο-άγριο ύφος είπε ο Τόμας. – Δεν είσαι στη διάλεξη για τη θεωρία των χορδών. Πιο σύντομα.

    – Τώρα, τώρα… καλά, λοιπόν, αν εμείς καταφέρουμε να εκτιμήσουμε την ποσότητα των σταθερών καταστάσεων τη δεδομένη στιγμή, τότε θα μπορέσουμε και να προβλέψουμε  το ανώτερο όριο – πόσα σύμπαντα, κατάλληλα για την αναζήτηση των ζωντανών πλασμάτων, γενικώς είναι δυνατόν να ανακαλυφθούν. Τα συνειδητοποιημένα οράματα είναι μόνο ένας τρόπος, μου μας χάρισε η φύση, με τη βοήθεια του οποίου μπορούμε, συνδυάζοντας τις αντιλήψεις, να φτάνουμε στα άλλα σύμπαντα, δηλαδή, στις σταθερές του περιοχές, μέσα στη πολυμορφία του Κάλαμπι-Γιάου. Στην ουσία δεν υπάρχει και τίποτε τόσο καταπληκτικό σε αυτό, διότι αν πάρουμε για παράδειγμα τον αρχαίο κόσμο, όταν οι προγονοί μας έφτιαχναν βάρκες, πήγαιναν στην άλλη άκρη του ωκεανού και ανακάλυπταν τα νέα εδάφη, έκαναν ακριβώς το ίδιο πράγμα – με τη βοήθεια των χεριών, και της φαντασίας τους, που είχαν από τη γέννηση τους, έφτιαχναν τις βάρκες, έμπαιναν μέσα και σάλπαραν – και αυτό δεν είναι κάτι διαφορετικό από τον συνδυασμό των δικών τους αντιλήψεων, και συγκεκριμένα – αισθήσεων. Απλώς από τις προϊστορικές εποχές συνηθίσαμε τόσο πολύ να ελέγχουμε ακούσια τις αισθήσεις μας, ότι σταματήσαμε να το αντιλαμβανόμαστε σαν κάτι το καταπληκτικό, απίστευτο. Ένα βρέφος περνάει όλον αυτόν τον δρόμο από την αρχή, για αυτό η ανάμνηση του εαυτού μας, αρχίζοντας από τη στιγμή της σύλληψης, και κατά τη διαδικασία της μετέπειτα ανάπτυξης μας δίνει εκτός από όλα τα άλλα και την χαμένη ικανότητα να θαυμάσουμε αυτά τα τόσο απλά εκ πρώτης όψεως φαινόμενα.

    – Δεν έμαθα ακόμα να θυμάμαι τον εαυτό μου τόσο νωρίς …

    – Θα το μάθεις. Δεν είναι τόσο δύσκολο. Λοιπόν, το μωρό είναι ξαπλωμένο κάτω στο γρασίδι και αντιλαμβάνεται κάτι, το οποίο αργότερα θα ονομάσει «γαλάζιος ουρανός». Μετά κάνει «κάτι», και η αντίληψη αυτή εξαφανίζεται, και έρχεται μια άλλη, την οποία αυτό θα ονομάσει αργότερα «ένα χέρι κρύβει τον ουρανό». Και μετά το μωρό παρατηρεί τη σχέση ανάμεσα στα δυο γεγονότα, και αργότερα – όταν θα έχει μεγαλώσει και αρχίζει να ονομάζει τα πάντα με τις λέξεις – απλώς λέει «εγώ έκρυψα τον ήλιο με το χέρι μου», και η έκπληξη περνάει, εντωμεταξύ, εκείνο δεν καταλαβαίνει, ότι όντως δεν έχει ιδέα – τι ακριβώς κάνει, και το χέρι του σηκώνεται, δουλεύουν οι μύες του – απλώς το θέλει, και αυτό συμβαίνει. Το ίδιο γίνεται και στα ταξίδια μέσα στα συνειδητοποιημένα οράματα – μας είναι δεδομένο, και εμείς το χρησιμοποιούμε – στην αρχή εκπαιδευόμαστε να μην μας παίρνει ο ύπνος στιγμιαία, αλλά σταδιακά, πολλαπλασιάζουμε αυτή την πείρα. Συνήθως ο άνθρωπος κοιμάται αμέσως και ξυπνάει το πρωί – τι να καταλάβεις έτσι… ενώ στις πρακτικές μας εμείς ξυπνάμε τον πρακτικό έως και εκατό φορές, έτσι συλλέγεται η συγκεντρωμένη πείρα, και αυτός αρχίζει να ανακαλύπτει τα σταδία της αποκοίμισης, τα διακρίνει, τα ονομάζει, και μετά βρίσκει τα ενδιάμεσα στάδια, και μετά – λόγο των ικανοτήτων, τις οποίες εμείς έχουμε εξ` αρχής, – μαθαίνουμε όχι απλά να παρακολουθούμε τη διαδικασία, αλλά και να επεμβαίνουμε σε αυτήν, και στην τελική μέτρηση – να την ελέγχουμε. Έτσι γίνεται και στα ταξίδια στα συνειδητοποιημένα οράματα – βήμα προς βήμα. Κάποια στιγμή, όταν οι αντιλήψεις μας γίνονται ελαστικές, ευλύγιστες, όταν προσθέτουμε σε αυτές μια η άλλη αντίληψη ακόμα, ξαφνικά βρίσκεται άλλη μια περιοχή της σταθερότητας – το ονομάζουμε «συναρμολόγηση του νέου κόσμου». Και αυτός ο κόσμος είναι ανάλογος με αυτόν, που θα μπορούσε να υπολογιστεί με τη βοήθεια της θεωρίας των χορδών. Έτσι οι άλλοι κόσμοι – όχι στο μακρινό διάστημα – είναι ο ίδιος δικός μας κόσμος. Τα άλλα σύμπαντα – φυσικά είναι σαν να βρίσκονται «ακριβώς εδώ», όμως, σε άλλες διαστάσεις, όπου εμείς στην κανονική μας κατάσταση δεν μπορούμε να μπούμε, όπως δεν μπορούμε να πάμε στο φεγγάρι – για να το κάνουμε αυτό, πρέπει να συνδυάσουμε τις αντιλήψεις μας με έναν τέτοιο ορισμένο τρόπο (το ονομάζουμε να φτιάξουμε το διαστημόπλοιο, τη στολή και τα λοιπά), όπως αυτό απαιτείται. Και με τα άλλα σύμπαντα – ακριβώς το ίδιο, με την εξαίρεση, ότι εμείς δεν συνδυάζουμε τις αισθήσεις, για την ακρίβεια, όχι μόνο τις αισθήσεις, αλλά ολόκληρο το σύνολο αντιλήψεων από τις πέντε λωρίδες, και όχι μόνο συνδυάζουμε, αλλά και εκμεταλλευόμαστε τη δεδομένη σε μας ικανότητα να ενσωματώνουμε τις αντιλήψεις, οι οποίες δεν προέρχονται από τις λωρίδες, που μας είχαν δοθεί από την αρχή. Τα πάντα είναι αρκετά απλά, όπως βλέπεις, δεν υπάρχει ούτε κάποιος μυστικισμός, ούτε κάτι εντελώς ακατανόητο. Πρέπει απλώς να συνηθίσεις. Και στην θεωρία της σχετικότητας συνήθιζαν, ακόμα και στην βαρύτητα του Νεύτωνα συνήθιζαν – όλα θέλουν τον χρόνο για να τα συνηθίσεις, ειδικά αν αυτό καταρρίπτει τις προηγούμενες αντιλήψεις για τον κόσμο μας.

    – Και για τις γλώσσες? – υπενθύμισε η Τόρα.

    – Όταν ο κόσμος συναρμολογείται, συναρμολογείται ολόκληρος. Και όποτε εσύ εμφανίζεσαι στο άλλο κόσμο, το κάνεις ολόκληρος, και όχι κομμάτι-κομμάτι, για παράδειγμα. Αν ο Αιθέριος θα είχε εμφανιστεί στο δικό μας κόσμο, – ελπίζω, αργά η γρήγορα θα μάθουμε να τους «προσκαλούμε» εδώ – θα εμφανισθεί όχι ως ένα πλάσμα, το οποίο αντιλαμβανόμαστε στο δικό τους περιβάλλον, αλλά όπως ένας συνηθισμένος άνθρωπος – συγκεκριμένα επειδή ακριβώς εκείνο το σύνολο των αντιλήψεων, το οποίο εμείς ονομάζουμε «άνθρωπο», μας δίνει την ευκαιρία να υπάρχουμε σε αυτό το κόσμο, να συλλογιζόμαστε, να βιώνουμε συναισθήματα και τα λοιπά. Θεωρητικά, βέβαια, εκείνος θα μπορούσε να επιλέξει τη μορφή του οποιουδήποτε πλάσματος από τον δικό μας κόσμο, αλλά μόνο θεωρητικά… ας μην μπούμε σε λεπτομέρειες. Για αυτό, όταν εμείς συναρμολογούμε αυτόν τον κόσμο, λαμβάνουμε αυτόματα και την ικανότητα να γνωρίζουμε τη γλώσσα τους, και να μιλάμε σε αυτήν, σαν να ήταν δική μας μητρική γλώσσα. Για την ακρίβεια – όλες τις γλώσσες τους. Χρειάζεται να μάθεις αγγλικά η γιαπωνέζικα, αλλά τις δικές τους γλώσσες τις γνωρίζεις όλες μεμιάς,. Να ξέρεις, όμως, – ο Μοράν βολεύτηκε στην πολυθρόνα, – πως ο, τι σου λέω τώρα δεν είναι καν επιστημονική διήγηση, είναι άκρως απλουστευμένη, άκρως πρόχειρη περιγραφή. Στην πραγματικότητα τα πάντα είναι πολύ πιο περίπλοκα, πιο ενδιαφέρον, πολύ πιο ενδιαφέρον!

    – Κατάλαβα… Είναι τόσο συναρπαστικό! Τόμας, τι γίνεται τελικά με τους Σεγιέν και τη συμμετοχή μου?

    – Τι θα γίνει με αυτούς – τα ίδια – ψάξε για νέους συνεργάτες – νέους, που δεν είναι επαγγελματίες-δύτες ακόμα, η να δελεάσεις να μεταφερθούν στην ομάδα σου αυτοί, που ήδη δουλεύουν αλλού… μόνο μην το κάνεις με τους δικούς μου, φυσικά – γελώντας, πρόσθεσε εκείνος – και εμπρός. Τι να λέμε; Κάν`το! Σήκω, πήγαινε έξω από εδώ και κάνε κάτι, βρες ανθρώπους, ασχολήσου μαζί τους, μάθετε να δουλεύετε, να σπουδάζετε μαζί. Τώρα ξέρεις, ότι έχουμε τα εξεταστικά κέντρα– εκεί συνέχεια περνάνε από εκπαίδευση χιλιάδες άνθρωποι, το μεγαλύτερο μέρος από αυτούς, είναι βέβαια, δραπέτες, αλλά κανείς δεν γνωρίζει εκ των προτέρων – τι θα γίνει ο καθένας, και σε ποια στιγμή ένας απόλυτος δραπέτης ξαφνικά θα μετατραπεί σε ουρά ή σε μουσούδα. Η δεν θα μεταμορφωθεί – δεν ξέρει κανείς.

    – Και ποιος δουλεύει τώρα με τους Σεγιέν? – η Τόρα έσκυψε λιγάκι μπροστά, σαν να ετοιμαζόταν αυτή τη στιγμή να σηκωθεί και να τρέξει στους Σεγιέν.

    – Περισσότερο εγώ και τη ομάδα μου, αλλά κατά καιρούς παίρνουν μέρος και οι άλλοι. Έχω εκεί δώδεκα άτομα-πρακτικούς. Μπορείς να τους γνωρίσεις, αλλά να έχεις υπ` όψιν, οι είναι απαραίτητο να ελέγχεις τη πυκνότητα της συναναστροφής με αυτούς.

    – Δηλαδή?

    – Αν περάσεις με έναν αρχάριο ή με τον δραπέτη πάρα πολύ καιρό, αυτός χάνει την ανεξαρτησία του, αρχίζει να κολλάει στη φιλικότητα, αναποφασιστικότητα, τρέχει συνέχεια σε σένα με διάφορες ερωτήσεις, σαν να είσαι η μαμάκα του, αντί να προσπαθήσει να βρει απαντήσεις μόνος του. Πρέπει να τους βάζεις σε τέτοιες συνθήκες, ώστε να μην μπορούν να συναναστρέφονται μαζί σου πάρα πολύ συχνά. Ο σκοπός μας είναι – να βρούμε και να συμπράξουμε στην ανάπτυξη ανεξάρτητου, δραστήριου πλάσματος, γεμάτου με χαρούμενες επιθυμίες. Γενικώς, σου προτείνω να δουλέψεις στα δικά μας εξεταστικά κέντρα – να εξασκηθείς στην επικοινωνία με αυτούς, που σπουδάζουν εκεί, και να σπουδάσεις και εσύ μαζί τους… παρατηρώντας προσεκτικά – πώς προχωράει στους πρακτικούς η διαδικασία της υπερνίκησης των σκοτισμών. Ταυτόχρονα θα μπορέσεις να αναζητήσεις τους ανθρώπους, που σε ενδιαφέρουν.

    – Το θέλω! Το θέλω όλο αυτό τόσο πολύ. Ακόμα και τώρα θέλω να πετάξω σε κάποιο εξεταστικό κέντρο, και να μην περιμένω το πείραμα. Θα το προτείνω στην Πούρνα. Τι λες για αυτό? Νομίζω, ότι αυτό μπορεί να της φανεί ενδιαφέρον. Είναι κάπως αργή, σαν να κοιμάται, αλλά καμιά φορά μου φαίνεται, ότι έχει και την ενέργεια, και πάθος…

    – Συγγνώμη, τι περιμένεις, την έγκριση μου? – ρώτησε ο Τόμας προσεκτικά. – Θα τρέχεις σε μας για τις ευλογίες; Κάνε! Άντε, σήκωσε τον ποπουδάκο σου και καν` το! Στο είπα ήδη. Να βασίζεσαι στην κοινή λογική, στην προαίσθηση σου, στις φωτισμένες αντιλήψεις σου, στις χαρούμενες επιθυμίες – κάνε. Να κάνεις λάθη, να βγάζεις συμπεράσματα από αυτά, να κάνεις και άλλα, κάνε, όμως! Δεν θα γίνει τίποτα, αν θα καθόμαστε εδώ και θα ζητιανεύουμε εγκρίσεις ο ένας από τον άλλο. Νομίζεις, ότι εγώ εγκρίνω ο, τι κάνουν τα παιδιά του Τσοκ, για παράδειγμα; Η μήπως νομίζεις, ότι εγώ εγκρίνω τους Κβέις, Τριξ και Μάγκνους, που αποφάσισαν να μην επιστρέψουν από τη κατάδυση και έμειναν εκεί, εκπαιδεύουν τους προστατευόμενους και ρισκάρουν τη ζωή τους; Όχι, δεν τους εγκρίνω.

    – Γιατί; Γιατί δεν τους εγκρίνεις? – κατάπληκτη απόρησε η Τόρα.

    – Δεν είναι, ότι «δεν τους εγκρίνω». Απλώς δεν το κάνω. Έγκριση ή κατάκριση – δεν είναι αυτό, που εμείς κάνουμε. Είμαστε όλοι εδώ – παθιασμένοι, ζωντανοί, ενήλικες και υπεύθυνοι άνθρωποι. Μας οδηγούν οι χαρούμενες επιθυμίες και οι φωτισμένες αντιλήψεις μας. Κάνουμε αυτό, που μας ελκύει. Εννοείται, ότι υπάρχουν ορισμένα όρια, τα οποία εμείς τοποθετούμε, αλλά αυτά έχουν πολύ γενικό χαρακτήρα και δεν μας περιορίζουν και τόσο πολύ στην τελική ανάλυση. Αν εσύ λες «Πούρνα» – παρ` τη. Ασχολήσου μαζί της. Να μαθαίνετε τα πράγματα μαζί. Να βρείτε τους έμπειρους δύτες, οι οποίοι θα συμπράξουν στο έργο σας, απαίτησε τη σύμπραξη, παρ` τη με τα χέρια σου – εδώ δεν δίνουν ελεημοσύνη, εδώ ο καθένας ασχολείται με το δικό του έργο, και ο καθένας από εμάς με μεγάλη του χαρά θα αποσπαστεί από τα δικά του ενδιαφέροντα, για να συμπράξει άλλον ενθουσιασμένο άνθρωπο. Κάνε!

     

    Περπατώντας στο δρομάκι προς το σπίτι της, η Τόρα ένιωθε, ότι άλλαξαν τα πάντα. Άλλαξε η αντιμετώπιση, που είχε για τον Τόμας – εκείνος σταμάτησε να είναι μια εικόνα, έγινε ένας ζωντανός και οικείος άνθρωπος. Αυτό συνέβη μεμιάς – από μόνο του, η Τόρα δεν το πρόσεξε καν – πότε χάθηκε η απόσταση μεταξύ τους – ίσως ακριβώς τη στιγμή, όταν αυτός έκανε τη κίνηση με το δάχτυλο στη σκάλα. Άλλαξε και η σχέση της με το πείραμα. Αν νωρίτερα η Τόρα αντιλαμβανόταν τον εαυτό της ως λιγάκι άσχετο άνθρωπο, τον οποίο προσκάλεσαν, και ύστερα θα του ζητήσουν να φύγει, τώρα αυτό μετατράπηκε στο δικό της προσωπικό έργο. Αν, για παράδειγμα, της έλεγαν τώρα να πάει πίσω στο ινστιτούτο, ή στο Τσουκχούνγκ, η οπουδήποτε αλλού – δεν θα έστριβε υπάκουα, αλλά θα πολεμούσε για τη συμμετοχή της – για κάποιο λόγο, δεν εμφανίστηκε η αίσθηση της αυτοχωλότητας, όταν εκείνη φαντάστηκε, πως θα πάει στο Μένγκες, στον Τόμας, στον Μερκ, θα απευθυνθεί στην Επιτροπή, και κοιτάζοντας τους στα μάτια, θα ζητήσει απαντήσεις στα ερωτήματα της.

    Άλλαξε ολόκληρη η κατανόηση των σκοπών του πειράματος. Η προοδευτικότητα για πρώτη φορά έπαψε να είναι αφηρημένο όμορφο πρόβλημα – εκείνο το πάθος, που ένιωθε ο Τόμας, η αφοσίωση του σε εκείνα τα πλάσματα, για τα οποία αυτοί μάχονται στις καταδύσεις τους, σαν να μεταδόθηκε στην Τόρα. Και πάλι αφοσίωση. Αυτή εμφανιζόταν σε κυματισμούς μερικές φορές την ώρα της συζήτησης. Σε δυνατούς κυματισμούς. Όπως και χτες, όταν εκείνη μιλούσε με τη Φόσσα.

    Στο σπίτι ήταν δυο παλικάρια και ένα κορίτσι – έπαιζαν σκάκι και δεν της έδωσαν σημασία, ξεμπερδεύοντας με πάθος κάποια παρτίδα. Αυτό την ικανοποίησε απόλυτα, ανέβηκε στη μεζονέτα, και για δυο ή τρεις ώρες χάθηκε από ολόκληρο έξω κόσμο.

     

    «17 Νοέμβριου 2010, μεσημέρι.

    Για δεύτερη ημέρα βιώνω αναλαμπές της αφοσίωσης. Μετά από συζήτηση με τον Τόμας, Μοράν και Μερκ υπάρχει αδιάκοπο φωτισμένο φόντο. Τώρα – όταν δημιουργώ δραστικά την αφοσίωση, οι απόηχοι της ανάβουν σε όλο μου το σώμα, σε διαφορετικά μέρη. Μπορώ ακόμα να δείξω, που συγκεκριμένα αντανακλάται η αφοσίωση αυτή τη στιγμή, δεν μπορώ να σταματήσω αυτό το ρεύμα, παρασέρνει τα πάντα, ο, τι ήμουν κάποτε, έντονα δάκρυα χύνονται σχεδόν συνέχεια, από κάθε αναλαμπή της αφοσίωσης. Το σώμα πάλλεται και δονείται ελαφρά, βουίζει, η αναπνοή γίνεται πιο γρήγορη, πιο βαριά, αίσθηση πυρετού, τουλάχιστον 39-40, το σώμα ανατριχιάζει κατά καιρούς, θέλω να τεντωθώ, να λυγίσω τη πλάτη μου. Όταν σκύβω το κεφάλι μου πίσω – νιώθω ζέστη στο λαιμό μου, η απόλαυση αυξάνεται, έχει αντίκτυπο με τις λέξεις «ξεφεύγει»: τι, πως, γιατί – δεν ξέρω, αλλά υπάρχει απόλαυση λόγο του ότι κάτι ξεφεύγει. Ανάβουν τόσες φωτισμένες αντιλήψεις, ότι δεν μπορώ να πω με ακρίβεια, τι έχει αντίκτυπο με τι, σε ποια ζεύγη αυτά ανάβουν. Είναι τόσες πολλές, και όλες έντονες, δυνατές, με πλάκωσαν σαν παιχνιδιάρικα λιονταράκια, που δαγκώνονται από τα αυτιά, πατάνε, πηδάνε από πάνω, πιάνονται και κάνουν φασαρία. Τα χείλη μου τρέμουν, νιώθω κάψιμο στη μουσούδα μου, σε όλο το κορμί ανάβουν φωτισμένες αντιλήψεις διάφορης εντατικότητας, εκστατική έξαρση του ατελείωτου ταξιδιού. Όλοι οι φωτισμένοι παράγοντες, οι οποίοι νωρίτερα είχαν αντίκτυπο με μεμονωμένες φωτισμένες αντιλήψεις, τώρα ενώθηκαν σε μια εικόνα. Κάποτε ήταν τα κομματάκια, ενώ τώρα συναρμολογήθηκαν σε κάτι ολοκληρωμένο, βαθύ και αναπάντεχο.

    Όλες οι φωτισμένες αντιλήψεις κόλλησαν και δυνάμωσαν πολλαπλά. Δεν υπάρχουν όρια του σώματος – ο, τι κάποτε ονόμαζα «εαυτός μου» – σβήστηκε, παρασύρθηκε από ένα μανιασμένο κύμα – όλο, χωρίς ίχνος. Οι κάτω πατούσες τρέμουν, ανατριχίλες σε ολόκληρο το κορμί μου, τα πάντα βουίζουν αναπάντεχα και ξεχειλίζουν.

    Επαναλαμβάνω συνέχεια τη φράση «νέες μουσούδες, νέα δρακάκια», η αφοσίωση είναι ανυπόφορη. Άνοιξα το βιβλίο του Ίσεργουντ για τον Ραμακρίσνα, διάβασα όχι παραπάνω από μια σελίδα, το βουητό στο κορμί έγινε υπερβολικό. Έτρεξαν ανατριχίλες και ήρθε δόνηση, είχε δυνατό αντίκτυπο με την απόλαυση, άναψε έντονη δόνηση στις πατούσες – συγκεκριμένα στις παλάμες μου, και ύστερα άρχισε να απλώνει γρήγορα προς τους αγκώνες – μια αίσθηση σαν και αυτή, που έχεις, όταν «κοιμήθηκε» το πόδι σου, όμως, τότε το μούδιασμα είναι επώδυνο και δυσάρεστο, ενώ αυτές οι αισθήσεις ήταν αναπάντεχα ωραίες. Τα δάκτυλα έμειναν, σαν να είχαν μαγνητισθεί, δεν μπορούσα να τα κουνήσω, μόνο να τα κρατάω έτσι και να κλαίω. Όταν άρχισα να τα κουνάω – αίσθηση, ότι είναι μαγνητισμένα για δέκα, τρέμουλο σε όλο το κορμί, ιδρώνω, τρέμω ολόκληρη, πυρετός τουλάχιστον σαράντα, και μετά άναψε άλλο ένα κέντρο απόλαυσης – στην κοιλιά, λίγο πιο ψηλά από τον αφαλό, και έπειτα τρίτο κέντρο – στις κάτω πατούσες. Κλαίω με λυγμούς, νιώθω, ότι τώρα θα σκάσω, δεν μπορώ να το σταματήσω. Σκέψη : «μακάρι να μην με ακούσουν τα παιδιά κάτω, να μην το διακόψουν». Είπα δυνατά «νέες μουσούδες, νέα δρακάκια» – «λάμψη» – το κορμί μου άναψε από μέσα, για κλάσμα του δευτερολέπτου απλώς τινάχτηκε εσωτερικά, νιώθω ξεκάθαρα τις άκρες των δάχτυλων μου – αισθάνομαι δέκα μικρά κουκλάκια, λαμπυρίζουν με ευδαιμονία, ανυπόφορη αφοσίωση.

    Η ένταση των αισθήσεων στα δάχτυλα είναι τόσο υψηλή, ότι εμφανίζεται διαπεραστικός πόνος, αλλά ακόμα και ο πόνος αυτός αυξάνει την απόλαυση. Η πιο έντονη βοή, τρέμουλο, δόνηση για δέκα από την άκρη του μικρού δάκτυλου μέχρι τον αγκώνα – η λωρίδα της απόλαυσης και στα δυο άκρα. Και μετά άρχισαν να βουίζουν και οι κάτω πατούσες, ειδικά η αριστερή. Ξάπλωσα και κατάλαβα, ότι δεν μπορώ να κάνω τίποτα, έκλαιγα ασταμάτητα, αυτό ήταν αναπάντεχο. Οι αισθήσεις ήταν πάρα πολύ ξεκάθαρες, και δεν αντιλαμβανόμουν – για πόση ώρα συμβαίνει αυτό. Ρώτησα δυνατά : «Μπόντχι, τι μου συμβαίνει?», και επανέλαβα την ερώτηση αμέτρητες φορές. Εμφανιζόταν φόβος – παράξενος φόβος, ασυνήθιστος, πυκνός και όχι τρομακτικός, ίσως και δεν ήταν καθόλου φόβος… έτσι εκδηλώνονται οι εκστατικές φωτισμένες αντιλήψεις; Και πώς να ζήσεις τότε; Σαν κουταβάκια ζωήρεψαν χαρούμενες επιθυμίες – θέλουν να εκδηλωθούν, θέλουν να ζήσουν. Λίγα λεπτά αργότερα οι αναπάντεχες αισθήσεις εξαφανίστηκαν εξίσου ξαφνικά, όπως και ήρθαν. Έπειτα – σοβαρότητα, απόλαυση και φωτισμένο φόντο, αλλά το ΦΦ αυτό διέφερε πάρα πολύ από εκείνες τις αναλαμπές…

    Ξαφνικά – σαν μια φωνή από μέσα μου: «οι πρώτες εμπειρίες των εκστατικών φωτισμένων αντιλήψεων συμβαίνουν ακριβώς έτσι – η αφοσίωση εκτοπίζει τα πάντα. Αργότερα θα μάθεις να συνδυάζεις, οι εξωτερικές εκδηλώσεις θα χαθούν, οι εκστατικές ΦΑ θα δυναμώσουν ακόμα περισσότερα». Δυνατή σκέψη. Παράξενη σκέψη. Βεβαιότητα, ότι πράγματι έτσι είναι, όπως το λέει..

    Για δεκαπέντε λεπτά – ηρεμία, μαλακά κύματα της αίσθησης ομορφιάς, προσμονής, καλέσματος, συμπάθειας, ασυγκράτητης χαράς – έρχονται και φεύγουν. Μετά – απόσπαση. Στην αρχή το ίδιο μαλακά, και μετά δυνάμωσε ξαφνικά, ακόμα, ακόμα πιο πολύ. Απόσπαση και αφοσίωση – νέο ζεύγος των ΦΑ; Πώς μπορώ να βιώνω ταυτόχρονα απόσπαση και αφοσίωση; Αφού η απόσπαση συνήθως υπονοεί ψυχρότητα, νηφαλιότητα, και αφοσίωση – στοχεύει σε κάποιον, πώς μπορούν να συνδυαστούν αυτά?

    Για λίγη ώρα – απορία. Και ύστερα – μια νέα σαφήνεια, και πάλι δυνατή σκέψη: «βίωνε την απόσπαση και μάθε – τι είναι, μην ανακατεύεις τις ξενόφερτες μπούρδες».

    Εντάξει… Τώρα έχω την εμπειρία, ότι αυτές οι δυο αντιλήψεις μπορούν να βιωθούν σαν ζεύγος. Κοίταξα τις φωτογραφίες του Βιβεκανάντα, και πάλι εμφανίστηκαν απόσπαση και αφοσίωση. Η αφοσίωση παίρνει μια άλλη απόχρωση, αντιλαμβάνεται βαθύτερα, έχει αντίκτυπο με τις λέξεις «λεπτό», «βάθος», δεν είναι μια αναπάντεχη αφοσίωση, που μοιάζει με εντύπωση, ότι θα σκάσω σε χίλια κομμάτια, είναι μια τρυφερή αφοσίωση. Ακόμα, όταν κοίταζα τις φωτογραφίες του Βιβεκαναντα, εμφανίστηκε ευγνωμοσύνη εκστατικής έντασης, και δεν μπορώ να πω – γιατί αυτή η ευγνωμοσύνη και για ποιο λόγο εμφανίστηκε, όμως, όσο εγώ κοίταζα – την ένιωθα, μαζί με τη τρυφερή αφοσίωση και κάλεσμα.

    Έχω, δηλαδή τη θεωρία: « μπορείς να αισθανθείς την ευγνωμοσύνη μόνο ως αντάλλαγμα για κάτι». Αυτή η θεωρία – είναι η εκδήλωση της αίσθησης αυτοσπουδαιότητας – κάτι έκαναν για μένα – και είμαι ευγνώμον. Ανταλλαγή. Μαλακία. Η ευγνωμοσύνη μπορεί να εμφανιστεί απλώς, επειδή αυτό το πλάσμα υπάρχει, επειδή κάποιος προσπαθεί να γίνει ειλικρινής, θέλει να αισθάνεται τις φωτισμένες αντιλήψεις. Ευγνωμοσύνη για «κάτι», ειδικά αν ξέρεις, ότι αυτό το «κάτι» είχε συμφέρον για σένα – είναι μια μαλακία.

    Άνοιξα τη φωτογραφία του Ραμακρίσνα. Εμφανίστηκε αφοσίωση, αλλά αυτή διέφερε από την αίσθηση, που ένιωθα, όταν κοίταζα τις φωτογραφίες του Βιβεκαναντα. Κοιτάζοντας τον Βιβεκαναντα, ένιωθα κάλεσμα, με τραβούσε εκείνο το μέρος. Ενώ η φωτογραφίες του Ραμακρίσνα έχουν αντίκτυπο με αφοσίωση και μανία, έρχεται σαφήνεια: μόνο μανιασμένη, αδιάκοπη μάχη μπορεί να αλλάξει κάτι. Αποφασιστικότητα.

    Κοίταζα και άλλο τις φωτογραφίες τους: όταν βλέπω τον Βιβεκαναντα, νοιώθω έκπληξη, αφοσίωση και κάλεσμα μεγαλύτερης έντασης,  που βίωσα ποτέ. Αυτό το πλάσμα δεν αντιλαμβάνεται σαν άγνωστο, δεν υπάρχει σαφήνεια – πώς να ονομάσω αυτή την αντίληψη, αλλά έχει αντίκτυπο με τις λέξεις «στιγμιαία αναγνώριση». Κοίταζα το πλάσμα ξανά και ξανά, και εμφανιζόταν αίσθηση, ότι το ξέρω. Μετά ξαφνικά απότομα και διαπεραστικά θυμήθηκα, ότι το ήξερα τόσο πολύ καιρό, και το αγαπούσα τόσο πολύ δυνατά, ότι ήμουν σίγουρη, πως δεν θα το ξεχάσω ποτέ, όμως,  το ξέχασα. Και τώρα τον θυμήθηκα, εγώ θυμήθηκα, ότι ήδη αισθανόμουν κάποτε μια τόσο δυνατή αφοσίωση για εκείνον, η αφοσίωση ξεχύθηκε ξανά, ακόμα πιο δυνατή από χτες, δεν καταλάβαινα– πώς μπορούσα να τον ξεχάσω?! Δεν χωρούσε αμφιβολία – για πάρα πολύ καιρό και πολύ δυνατά εγώ αγαπούσα εκείνο το πλάσμα. Άρχισα να κλαίω, μέσα μου άναβε η πιο δυνατή αφοσίωση, απ` ότι είχα ποτέ πριν. Σαν να έπεσε ένας τοίχος, μπορώ χωρίς κανένα εμπόδιο να αισθανθώ τη μέγιστη αφοσίωση, τη μεγαλύτερη, που μπορεί να φανταστεί κανείς.»