Ελληνικα change

Error

×

Κεφάλαιο 30

Main page / Μάγια 1: Φορς-Μινόρ / Κεφάλαιο 30

Περιεχόμενα

    Το Ίντερνετ καφέ το βρήκα κυριολεκτικά δυο βήματα από το ξενοδοχείο. Μικρό πνιγερό ενυδρείο, γεμάτο με υπολογιστές, βρίθει από τις ακρίδες, σαύρες, πεταλούδες, σκνίπες , – αναγκάζεσαι συνέχεια να τα πετάς όλα ταύτα από την οθόνη και από τον ίδιο σου τον εαυτό. Εδώ είναι μια άλλη Ινδία – το φωτισμένο της πρωτότυπο. Είναι όλα καθαρά, στην είσοδο οι επισκέπτες βγάζουν τα παπούτσια τους, κάθονται ξυπόλυτοι. Και ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού είναι παρόν – προσεκτικός, ευγενικός, ευχάριστος στην ομιλία, μπορείς να κάνεις πλάκα μαζί του, να μιλήσεις για διάφορα. Δεξιά και αριστερά μου κάθονται ξένοι τουρίστες, δηλαδή, τουρίστριες… Το βλέμμα μου πηγαίνει στην γειτόνισσα μου… νόστιμο προσωπάκι, ευλύγιστη, κάθεται εκεί, γράφει το μήνυμα, παίζει με τα ξυπόλυτα πατουσάκια της… στο βάθος του κορμιού μου κάτι ανταποκρίθηκε ηχηρά, άναψε, γουργούρισε σαν μαλακό, παιχνιδιάρικο γατάκι. Μάλλον, γράφει στο αγόρι της… σε ποιον να γράψω εγώ? Και εγώ έχω κάποιο αγόρι… ναι, πρώτα από` όλα θα γράψω στον Ντένι… Αγοράκι μου, πόσο πολύ θα ήθελα να ήμουν στην αγκαλιά σου τώρα:)

     

    «Γεια σου, μουσούδα! Δεν ξέρω καν, από που να ξεκινήσω το γράμμα μου και τι να σου πω… Από εκείνη τη στιγμή, όταν εγώ διάβασα το γράμμα σου στο Ρισικες συνέβησαν τόσα πολλά, ότι μάλλον θα μπορούσα να γράψω ένα ολόκληρο βιβλίο για αυτά. Με τίποτα δεν μπορώ να πιστέψω, ότι πέρασαν μόλις δυο εβδομάδες – αυτό, που έζησα, είναι ασύγκριτα μεγαλύτερο από όλη την προηγούμενη ζωή μου.

    Συνάντησα καταπληκτικούς ανθρώπους… Πόσο άδειες είναι οι λέξεις μπροστά σε αυτά, που εγώ νιώθω για αυτούς. Αγάπη? Συμπάθεια? Τρυφερότητα? Όχι, δεν ταιριάζει. Μόνο μην με ζηλέψεις:)

    Όχι, δεν μπορώ να σου περιγράψω τίποτα τώρα. Το μόνο που θα πω είναι αυτό – η πρακτική του ευθύ δρόμου έγινε στην ουσία η ζωή μου, δεν υπάρχει άλλος δρόμος για μένα τώρα. Συνάντησα τους ανθρώπους, οι οποίοι ασχολούνται με αυτή την πρακτική… Μπορείς να το φανταστείς, Ντένι? Βρήκα τέτοιου είδους ανθρώπους, και αυτοί με άλλαξαν παντελώς – δεν υπάρχει πλέον εκείνη η Μάγια, η οποία ήρθε στην Ινδία πριν από δυο μήνες. Πόσο πολύ θα ήθελα να ήσουν τώρα εδώ δίπλα μου, και να μπορούσαμε να πάμε μαζί στην Μποντγκάγια, – εκεί θα συναντήσω έναν από αυτούς, αν θα είμαι «τυχερή». Τρέμω τη σκέψη, ότι ίσως και να μην συναντήσω κανέναν τους ποτέ ξανά. Μάλλον, κάτι παρόμοιο θα αισθάνθηκες και εσύ, φεύγοντας από τον Λομψάνγκ?

    Κάθε μέρα κρατάω ημερολόγιο για τις προσπάθειες μου, για τις ανακαλύψεις, εσύ? Βλέπω, ότι αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό. Αρκεί να χάσω έστω δυο μέρες, χωρίς να γράψω τίποτα, και ήδη δεν αντιλαμβάνομαι ξεκάθαρα, το τι συμβαίνει, δεν δείχνουν και τόσο κακά όλα, και ταυτόχρονα είναι σαν να μην αλλάζει τίποτα… Δεν έχω αυτή τη θολούρα, όταν κρατάω σημειώσεις.

    Μέχρι στιγμής δεν κατάφερα ούτε μια φορά να απομακρύνω ένα αρνητικό συναίσθημα, αλλά… Πως να στο περιγράψω καλύτερα… Ντένι, τώρα ξέρω, τι είναι η απόλυτη ελευθερία από όλους τους σκοτισμούς. Ήταν ένα δώρο… Απλώς συνέβη, και δεν έχω ιδέα, πως. Όλος ο κόσμος άλλαξε. Το σώμα μου ολόκληρο συμπλέχτηκε με τον χώρο, ή ο χώρος συμπλεκόταν με το σώμα μου. Μπορούσα να αγγίζω τον αέρα με τις άκρες των δάχτυλων μου, και ήταν τόσο πηκτός. Το κορμί μου όλο – διαποτισμένο με ευδαιμονία, το κάθε του κύτταρο. Δεν είχα όνειρα, απλώς έκλεινα τα μάτια μου το βράδυ, τα άνοιγα το πρωί, και ήξερα, ότι όσο εγώ κοιμόμουν, συνέβαινε κάτι υπέροχο και σημαντικό. Ήμουν ο ουρανός. Πρωινός, διαπερασμένος με λεπτό φως του ήλιου, που ανέτελλε, γεμάτος με πλούσιο χρυσό νέκταρ, βραδινός, φλογισμένος, κατακόκκινος από το ηλιοβασίλεμα, τολμηρός, με μια μανιώδη πρόκληση. Δεν υπήρχαν όρια ανάμεσα σε μένα και σε αυτόν τον ουρανό.

    Όλος ο κόσμος της καθημερινότητας, και γενικώς, ο, τι συνηθισμένο ήξερα, έπαψε να υπάρχει εκείνες τις μέρες… με τίποτα δεν μπορώ να θυμηθώ, πόσο ακριβώς κράτησε αυτό – τρεις μέρες? Εβδομάδα? Έχει αυτό καμία σημασία τώρα, όταν δεν βρίσκομαι εκεί πλέον?

    Νόμιζα, ότι αυτό είναι αδύνατον να τελειώσει. Κολυμπούσα σε έναν ωκεανό χαράς, σαν παιδί… Τώρα το γράφω, και θέλω να κλάψω από απελπισία – τι θα γίνει, αν δεν θα καταφέρω να γυρίσω ποτέ σε Αυτό ?

    Δεν έχω ιδέα, πως θα ζήσω από εδώ και πέρα. Με τεράστια δυσκολία φαντάζομαι την επιστροφή μου στη Μόσχα. Αισθάνομαι, όμως, ότι είναι αναπόφευκτο.

    Μέχρι το τέλος του Νοέμβρη θα είμαι σίγουρα στην Ινδία, παρόλο που δεν ξέρω ακόμα, που συγκεκριμένα, όλα εξαρτώνται από το πως θα εξελιχθούν τα πράγματα στην Μποντγκάγια, στην οποία θα πάω, μόλις πάρω στα χέρια μου τα εισιτήρια.

    Σε θυμάμαι πολύ συχνά, και είναι τόσο όμορφο, ότι η πρακτική μου άρχισε ακριβώς από την δική μας συνάντηση… Νιώθω, ότι δεν είναι μια απλή σύμπτωση, υπάρχει κάτι πολύ μεγαλύτερο σε αυτό, απ` ότι η σκέτη μηχανική σύμπτωση των συνθηκών. Ποιος ξέρει, Ντένι, τι μας περιμένει στο μέλλον, πώς θα εξελεγχθεί η σχέση μας τελικά? Κάθε φορά, όταν σε σκέφτομαι, σαν να εισβάλει μέσα μου ένα κύμα έμπνευσης και χαράς… Το βιώνω σαν ισχυρό άλμα κάπου ψηλά, μακριά… Δεν ξέρω καν τι θέλω από εσένα, δεν είναι μόνο μια σεξουαλική έλξη… Αν και αυτή υπάρχει επίσης:)

    Το κορίτσι σου»

     

    Μηνύματα από τους γονείς… «Σύνελθε», το οποίο μου έκλεισε τον γεμάτο αστερία ουρανό στο Ρισικες, συν μερικές λέξεις ακόμα, που προστέθηκαν αργότερα. Όχι, δεν θέλω να τα διαβάσω, δεν θέλω ούτε με την άκρη του ματιού μου να δω αυτό το σκοτάδι, θέλω να βγω έξω και να κλείσω την πόρτα πίσω μου. Δεν θέλω άλλο να ζήσω στην αλληλοϋποστήριξη των σκοτισμών, την οποία αποκάλεσαν «σχέσεις». Δεν θέλω πια να κυλιέμαι πάνω σε μια κολασμένη γραμμή από το ένα σημείο προορισμού στο άλλο. Νιώθω τον εαυτό μου δεμένο χειροπόδαρα, θέλω να ουρλιάξω, να αποτραβηχτώ με όλες τις δυνάμεις μου, και έτσι τα σκοινιά σφίγγουν πιο πολύ, και πονάνε περισσότερα, όταν, ξαφνικά, ενώ ο πόνος γίνεται πια τελείως αναπάντεχος, και εγώ δεν υποχωρώ, έρχεται η αίσθηση, ότι τα σκοινιά χαλαρώνουν, ότι άρχισα να ξεμπερδεύω. Όχι, δεν είμαι ελεύθερη ακόμα, είναι σαν μια μικρή νύξη, στιγμιαία πνοή του ανέμου της ελευθερίας, μα αυτή σημαίνει, ότι υπάρχει τρόπος, άρα, μπορώ να ξεφύγω!

    Γονείς… Από τη γέννηση μου μέρα με τη μέρα τελειοποιούσαν την τέχνη τους να με χειραγωγούν. Το μόνο που ήθελαν – να με λυγίσουν έτσι, ώστε να ήμουν βολική στο να τους προσφέρω τις εντυπώσεις, τις οποίες αυτοί χρειάζονταν. Το βλέπω τόσο ξεκάθαρα τώρα! Στην αρχή ήταν αυστηροί και σκληροί, ειδικά η μητέρα. Όταν εγώ άρχισα να ξεφεύγω, έμαθα να λέω ψέματα, στο παιχνίδι μπήκε η ηθική, η παράκληση της μυθικής συνείδησης. Όταν, όμως, εγώ επιτέλους αγρίεψα και άρχισα να μπαίνω στην ανοιχτή αντιπαράθεση με αυτή την νομιμοποιημένη βία, τότε βρέθηκα υπό πίεση με τη λύπηση και ενοχές. Και όλο αυτό μόνο και μόνο για έναν σκοπό – να πάρουν από εμένα αυτό, που εκείνοι χρειάζονταν, να με φάνε με τη σάλτσα, που άρεσε σε εκείνους.

    Στις δέκα η ώρα το βράδυ τα δυο βήματα ως το ξενοδοχείο αποδείχθηκαν μια δοκιμασία για αντοχή. Δεν υπάρχει καμία γυναίκα έξω τέτοια ώρα, αλλά, όπως και πριν, έχει πολυκοσμία, άπνοια και φασαρία στους δρόμους. Όλη η πλατεία άρχισε να φωνάζει κάτι προς το μέρος μου, μόλις πάτησα έξω από τη καφετέρια. Οι φωνές αυτές πάντα με ανησυχούν. Ποτέ δεν μπορώ να καταλάβω – είναι βρισιές, δυνατή ομιλία, ή τα φιλικά χαιρετίσματα. Ο τουριστικός οδηγός αναφέρει, ότι οι τουρίστες χάνονται αρκετά συχνά στο Βαρανάσι, έτσι αποφασίζω να φτάσω όσο πιο γρήγορα μπορώ στις πόρτες του ξενοδοχείου, αλλά αυτό δεν είναι και τόσο εύκολο, – η άσφαλτος είναι καλυμμένη με παχύ στρώμα σκόνης, αναμειγμένης με γλιστερές φλούδες, απ` τις μπανάνες, που πουλάνε κοντά. Η φυγή μου μετατρέπεται σε ακροβατική παράσταση, η οποία προκαλεί εκρήξεις του γέλιου απ` όλες τις μεριές. Με ένα δυνατό επιφώνημα, ξαφνικά, πέφτω επώδυνα στον πισινό μου και καταλαβαίνω, ότι πασαλείφτηκα μέχρι τα αφτιά μου με αυτά τα σκουπίδια. Μ` όλο μου το κορμί νιώθω την οσμή του βρόμικου δρόμου και την προσοχή όχι τόσο φιλόξενων αλητών. Ας δοκιμάσουν να με πλησιάσουν… θα βάλω τέτοιες φωνές, που θα βουλώσουν τα αφτιά τους, δεν είμαι και τόσο άκακη… Όμως, κανένας δεν τολμά να μου προσφέρει βοήθεια, και είμαι πάρα πολύ χαρούμενη με αυτό. Θέατρο του μοναχικού ηθοποιού – νιώθω τον εαυτό μου ανάμεσα στα σκηνικά, με τίποτα δεν μπορώ να αντιληφθώ αυτούς τους ανθρώπους και αυτό το περιβάλλον, σαν κάτι το ρεαλιστικό. Έτσι και τώρα πήγε να ανάψει η αίσθηση της ντροπής, επειδή εγώ γκρεμοτσακίστηκα έτσι, αλλά έσβησε, θολώθηκε με την αδιαφορία, που ήρθε. Για ένα δευτερόλεπτο μου φάνηκε, ότι μπορώ να καθίσω και να κατουρήσω στη μέση του δρόμου απολύτως ατάραχη, δεν τρέχει τίποτα, αφού μπορώ να το κάνω αυτό στο δάσος, δίπλα στα δέντρα και πουλάκια?

    Το «Lonely Planet» πληροφορούσε με απάθεια, ότι η πολιτεία Μπιχάρ, στην οποία βρίσκεται η Μποντγκάγια, είναι μια από τις φτωχότερες πολιτείες της Ινδίας και ταυτόχρονα μια από τις πιο πλούσιες σε εγκληματικότητα, αν εξαιρέσουμε, βέβαια την Τζαμμού και το Κασμίρ, για αυτό μετά από το ηλιοβασίλεμα η κάθε κίνηση στους δρόμους σταματάει λόγο των πιθανών επιθέσεων των λιστών και φονιάδων. Για τον ίδιο λόγο απέρριψα την ιδέα να φτάσω στην Μποντγκάγια με λεωφορείο της γραμμής – τα τουριστικά γραφεία συμβούλευαν επίμονα να μην το κάνω, επειδή τα τουριστικά λεωφορεία κατά καιρούς δέχονται επιθέσεις από τους λίστες, ενώ υπήρχαν και περιπτώσεις, όταν οι κακοποιοί δεν δίσταζαν να σκοτώσουν τους επιβάτες. Οι αρχές της πολιτείας είχαν προσπαθήσει κάποτε να δώσουν στον κάθε ταξιδιώτη έναν αστυνομικό για συνοδεία (με αμοιβή, που θα πλήρωνε ο ίδιος, φυσικά). Το παιχνίδι της ρωσικής ρουλέτας δεν με ενδιέφερε, έτσι επέλεξα, αν και κάπως πιο μακρινό, όμως, περισσότερο ασφαλή δρόμο – με τρένο ως τη Γκάγια, και από εκεί μίση ώρα με ταξί μέχρι την Μποντγκάγια. Κάθε φορά, όταν σκεφτόμουν, πως μπορώ να συναντήσω τους ανθρώπους, οι οποίοι προκάλεσαν τον βάλτο τον αρνητικών συναισθημάτων και άλλων σκουπιδιών, όπου έχουν βυθιστεί οι πάντες και τα πάντα, ένοιωσα τον πραγματικό ενθουσιασμό, και πάλι αισθανόμουν παιδί, μπροστά σε οποίο από στιγμή σε στιγμή θα ανοίξει ένας παραμυθένιος κόσμος.

    Θυμάμαι πολύ ξεκάθαρα: όταν ήμουν πολύ μικρή, και το κάθε βλέμμα ανακάλυπτε νέα, συναρπαστικά πράγματα, ένιωθα κάτι παρόμοιο, μόνο πιο δυνατά, καθαρά, ανοιχτά… Είμαι ξαπλωμένη μέσα στην κούνια και κοιτάζω τον κόσμο μέσα από τα ξύλινα κάγκελα, όταν ξαφνικά με πιάνει έντονη επιθυμία να σηκωθώ… Αρχίζω να σκαρφαλώνω επίμονα, πιάνομαι από τα κάγκελα, και μετά από λίγα λεπτά κουραστικού σκαρφαλώματος – τι αισθήσεις ήταν αυτές, που ένοιωσα! Το πρώτο μου ταξίδι, που θυμάμαι ακόμα, και ήταν τόσο υπέροχο. Τώρα, όταν βλέπω τα βρέφη, που σκαρφαλώνουν, γυρίζουν, προσπαθούν να μπουσουλίσουν, και οι γονείς «στοργικά» τους φέρνουν πίσω στο κρεβάτι, καταλαβαίνω, ότι δεν έχουν ιδέα, ότι δεν είναι μια απλή κινητική αντίδραση, όπως του κισσού, του σαλιγκαριού ή της αμοιβάδας, είναι το πάθος του πρωτοπόρου, ο άνθρωπος βιώνει κάτι πάρα πολύ σημαντικό, και αυτοί υπό το προσωπείο της «φροντίδας» τον χώνουν πίσω στο καρότσι.

    Μια από τις πιο φρικιαστικές ανωμαλίες είναι το φάσκιωμα. Το θεωρώ φασισμό – με την κυριολεκτική, και όχι μεταφορική έννοια της λέξης. Το φάσκιωμα είναι η κυνική βία κατά της ίδιας της ανθρώπινης φύσης, και αξίζει την χειρότερη τιμωρία, τον εγκλεισμό στην φυλακή. Το κατάλαβα μόνο, όταν στη μνήμη μου επανήλθαν οι πρώτες παιδικές αναμνήσεις – ακριβώς μετά από τη γεννά, όταν με πήγαν στο δωμάτιο για νεογνά και με φάσκιωσαν. Τώρα θυμάμαι πολύ καλά τον κτηνώδη φόβο λόγο του ότι με τύλιξαν σφιχτά σε κάποια πατσαβούρα, επειδή δεν μπορούσα να κινηθώ, και οι άλλοι με έκαναν ό, τι ήθελαν. Τώρα η μύτη μου είναι χωμένη στο σεντόνι, και αμέσως μετά βλέπω το ταβάνι – είμαι απλώς ένα πράγμα, που έπεσε στα χέρια αυτών των τεράτων, οι οποίοι με έδεσαν, με έκλεισαν, και θυμάμαι την απελπισία από την αδυναμία – αληθινός, καθόλου παιδικός πόνος. Είμαι σίγουρη, πως τον νιώθουν όλα τα βρέφη. Όσο συζητάνε για τα τραύματα στη γέννα, για το πως αυτά επηρεάζουν την μετέπειτα ζωή του ανθρώπου, και δεν σκέφτονται καθόλου για το πόσο πιο φρικτό τραύμα προκαλούν στα παιδιά τους, βάζοντας τα ούτε καν σε ένα κελί-απομόνωση, αλλά σε κάτι χειρότερα – σε ένα υφασμάτινο φέρετρο, στον ζουρλομανδύα. Αν θα είχα την ευκαιρία, θα τύλιγα για μια-δυο μέρες τον καθένα, που σε λίγο θα αποκτήσει παιδί… ίσως, τότε το πρόβλημα θα έπαυε να υπάρχει από μόνο του.

    Άλλη μια ανάμνηση από τα παιδικά μου χρόνια – όταν είδα για πρώτη φορά – πως πέφτει το χιόνι. Είμαι ήδη ενός, τρέχω γρήγορα στο δωμάτιο, φτάνω στο παράθυρο, σκαρφαλώνω στο σκαμπό, κοιτάω έξω… και συγκλονίζομαι – τα πάντα έξω είναι κατάλευκα, και πέφτει πυκνό, χνουδωτό χιόνι. Την ίδια μέρα έπεισα τους γονείς μου να με βγάλουν έξω, χάιδευα αυτό το χιόνι, εισέπνευσα τη μυρωδιά του, έπαιζα, γελούσα και ήμουν ευτυχισμένη, και όσο πιο καλά θυμόμουν τις στιγμές, όταν ένιωθα μια τέτοια αγνή ευτυχία του πρωτοπόρου, τόσο πιο ξεκάθαρα καταλάβαινα, ότι αυτό δεν θα ξανάρθει ποτέ. Αυτή η σαφήνεια – σαν τηλεγράφημα του θανάτου, που φτάνει στο ταχυδρομικό μου κουτί μια μέρα μετά την άλλη. Έγινα συνδρομητής σε αυτό χωρίς την γνώση και συγκατάθεση μου, όσο ήμουν ένα αβοήθητο παιδί. Και κάθε φορά, όταν σκοπεύω να βγω έξω, να πάω στο ταχυδρομείο και να χτυπήσω στα χέρια αυτόν, που μου στέλνει αυτή την αηδία, στην πραγματικότητα περνάω δίπλα στο κουτί, το ανοίγω άβουλα, παίρνω το τηλεγράφημα, διαβάζω το κείμενο προσεκτικά, όλα μέσα μου μαραζώνουν, και πέφτουν. Τα πόδια μου γίνονται αδύναμα, ο στόχος θολώνει, και δεν μπορώ να κάνω τίποτα ξανά.

    Τώρα η σιγουριά μου για μια τέτοια θανατική καταδίκη κλονίστηκε. Το ταχυδρομικό κουτί πετάχτηκε στα σκουπίδια, δεν υπάρχει μέρος να αφήσουν τα τηλεγραφήματα πλέον, και ωσότου δεν κρεμάσουν ένα νέο κουτί, εγώ έχω χρόνο να πάω στο ταχυδρομείο και να σβήσω το όνομα μου από τη λίστα των παραληπτών.

    Η χαρούμενη επιθυμία μου να φτάσω στην Μποντγκάγια συγκρούστηκε με λεπτομέρειες της ινδικής πραγματικότητας. Στην Ινδία είναι πολύ δύσκολο να σχεδιάζει κάνεις κάτι εκ των πρότερων γενικώς, όμως, βρέθηκα για πρώτη φορά σε μια τέτοια κωλοκατάσταση εδώ. Ανακάλυψα, ότι μπορώ να αγοράσω το εισιτήριο μόνο αν τους δείξω ένα δικαιολογητικό εγγράφω που να εξηγούσε – από που πήρα τις ινδικές ρουπίες (?!). Δηλαδή, έπρεπε να τους δώσω το χαρτί από το γραφείο συναλλαγών. Σε όλο το δρόμο από το Βαρανάσι ποτέ δεν είχα συναντήσει μια τόσο παράξενη απαίτηση – την εφάρμοσαν φέτος για πρώτη φορά, και για αυτό, φυσικά, εγώ δεν είχα καμία απόδειξη. Έπρεπε να αλλάξω επειγόντως τις ρουπίες σε δολάρια, και μετά ξανά τα δολάρια σε ρουπίες, όμως, τώρα με χαρτί πλέον. Μάταια βιαζόμουν, ωστόσο … η μοίρα δεν θέλησε να με αφήσει να φύγω από το Βαρανάσι εκείνη την ημέρα.

    Απλούστατα, δεν υπήρχαν γραφεία συναλλαγών στην πόλη. Αυτό από μόνο του είναι έκπληξη, (παντού, σε όλα τα τουριστικά κέντρα, όπου εγώ είχα πάει πριν και μετά, υπήρξε ένα τέτοιο), δεν ήταν και καταστροφή, εντάξει, δεν υπάρχει γραφείο, θα αλλάξω τα χρήματα μου σε οποιοδήποτε μαγαζί με χρυσά ή μετάξι… Μπορούσα ακόμα να το κάνω στο ξενοδοχείο μου (εκεί μου πρότειναν να το κάνω με μια τελείως εξωπραγματική τιμή). Γαμώτο! Αυτή η ζέστη δεν με αφήνει να σκεφτώ… δεν χρειάζομαι απλή συναλλαγή, χρειάζομαι χαρτί, χωρίς αυτό εγώ δεν θα μπορέσω να αγοράσω το εισιτήριο και να φύγω από την πόλη. Καλά, θα πρέπει να υπάρχουν και τράπεζες εδώ.

    Πράγματι, υπήρχαν τραπεζικά καταστήματα, και πρώτο στο δρόμο μου ήταν το γραφείο του «Bank of India», όπου με πληροφόρησαν, ότι σήμερα αυτοί δεν αλλάζουν χρήματα. Το επόμενο ήταν της Τράπεζας Άντχρα – εκεί δεν αντάλλαζαν δολάρια σε μετρητά, επειδή δεν μπορούσαν να συνεννοηθούν για κάτι στο υποκατάστημα τους στο Νέο Δελχί. Τι εννοούσαν με αυτό – αδύνατον να καταλάβω. Δεν είναι πάντοτε εφικτό – να καταλάβεις τους Ινδούς, που μιλάνε Αγγλικά – έχουν μια απαίσια προφορά , και εάν αυτή ευχή αναμειχθεί κιόλας με το συνέχεια μασημένο μπετέλ… Όταν το στόμα του συνομιλητή είναι γεμάτο με σάλιο στο χρώμα του αίματος, για να πει κάτι, ο κακόμοιρος αναγκάζεται να γυρίσει το κεφάλι του πίσω, και να μιλάει, λες και κάνει γαργάρες. Απολύτως εξωπραγματική εικόνα.

    Εντάξει. Αφού εγώ έχω μια πιστωτική… Ναι, ma`am, αλλά τώρα σε όλη την πόλη δεν δουλεύουν τα τηλέφωνα, αδύνατον να σηκώσουμε τα χρήματα από την κάρτα σας.

    Ταλαιπωρήθηκα μες` τη ζέστη για μια ώρα ακόμα, τά`φτυσα και αποφάσισα να λύσω το πρόβλημα αύριο, όμως, αύριο η κατάσταση έγινε ακόμα πιο δύσκολη, διότι στην πόλη, τελείως ξαφνικά (για μένα) άρχισε το ντόπιο «πανηγύρι», και λόγο αυτού όλες οι τράπεζες παρέμειναν κλειστές. Ο υπάλληλος της μιας από αυτές μου είπε, ότι αύριο πιθανόν, θα ανοίξουν, αλλά εφόσον οι γιορτή θα συνεχιστεί για τρεις μέρες, ένας θεός ξέρει, εάν αυτοί θα αλλάζουν χρήματα ή όχι. Το πιο δυσάρεστο από όλα αποδείχθηκε το ότι, όπως μου το εξήγησε ο πορτιέρης στο ξενοδοχείο, δεν υπάρχει καμία τέτοια γιορτή ουσιαστικά, διότι τα «πανηγύρια» γίνονται εδώ σχεδόν κάθε εβδομάδα. Έχουν απίστευτα πολλούς θεούς, ο καθένας από αυτούς έχει «δική του» εβδομάδα, η τουλάχιστον τρεις μέρες στο χρόνο, όταν προς τιμήν του διοργανώνονται οι θρησκεύτηκες παραστάσεις.

    Στο Βαρανάσι, σε αυτήν την Ινδική Βαβυλώνα, ανακατεύτηκαν όλες οι θρησκείες του κόσμου, έτσι η επιδημία των γιορτών εδώ είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη. Σήμερα είναι οι σικχ, αύριο μουσουλμάνοι, μεθαύριο οι Σιβαϊτές, δυο μέρες μετά έρχεται η πρωτοχρονιά, μια εβδομάδα αργότερα άλλη μια πρωτοχρονιά – σκάνε κροτίδες και πυροτεχνήματα, ο ουρανός είναι γεμάτος με χαρταετούς, στους δρόμους προχωράνε οι ατέλειωτες πομπές με τύμπανα, πνευστά και τεράστιες άμαξες, από τις οποίες μοιράζουν φαγητό στους ζητιάνους και αλήτες της πόλης.

    Για έναν παράξενο λόγο δεν με ανησυχούσε καθόλου η σκέψη, ότι θα μπορούσα να αργήσω και να μην βρω κανέναν στην Μποντγκάγια. Είχα μια αλλόκοτη, ακόμα και κάπως εκστατική σιγουριά για το ότι θα φτάσω εκεί ακριβώς τη σωστή στιγμή – ούτε νωρίς, ούτε αργά.

    Η στιγμή της αλήθειας έφτασε δυο μέρες αργότερα, όταν στην πόλη δούλευαν τα τηλέφωνα, δεν ήταν γιορτή, μια συνηθισμένη εργάσιμη μέρα και σε όλες της τράπεζες αρνήθηκαν να μου αλλάξουν τα χρήματα χωρίς κάποια εξήγηση – δεν αλλάζουμε, και τέλος! Έτσι απλά. Διαολεμένη φάκα.

     

    «** του Οκτώβρη

    Τα σχέδια μου και πάλι καταρρίπτονται από τη δύναμη των συνθηκών. Σχέδια, σχέδια… όλη η ζωή είναι γεμάτη με σχέδια. Είχα δει ποτέ έστω έναν άνθρωπο, που να ζούσε όχι με σχέδια, αλλά με αισθήσεις, επιθυμίες?

    Τίποτε δεν σε προορίζει, δεν σε κρατά τόσο σφιχτά στην μέγγενη του παρελθόντος, όσο τα σχέδια για το μέλλον. Όταν εγώ βιώνω κάτι αληθινό, αυτό, που συμβαίνει τώρα, – μπορώ, φυσικά, παράλληλα να κάνω κάποια σχέδια, μα αυτό θα είναι περισσότερα παράβαση, παρά η συνέχεια των αισθήσεων μου. Τίποτα από αυτά, που συμβαίνουν στη ψυχή μου αυτή τη στιγμή, δεν έχουν να κάνουν με σχεδιασμό, προοπτικές, σκέψεις για το μέλλον. Και το αντίθετο ισχύει – η διαδικασία του σχεδιασμού είναι απολύτως ασύμβατη με την συναίσθηση – κάθε φορά, όταν σχεδιάζω κάτι, ξεφεύγω από την πραγματικότητα, και κινούμαι στον θάνατο.

    Με ποιον τρόπο τότε να κάνω τις οποιεσδήποτε πράξεις? Πώς να ζήσω? Πώς θα μπορέσω να φτιάξω μια ομελέτα για μένα, αν δεν αγοράσω πρώτα τα αυγά και δεν θα σκεφτώ να πάω στη κουζίνα, να ανάψω το μάτι και τα λοιπά.?

    Δεν μπορώ να απαντήσω σε αυτή την ερώτηση, Παρόλο που νομίζω, πως «ξέρω» την απάντηση, απλώς αδυνατώ να την εκφράσω με τα λόγια. Στο κεφάλι μου γυρίζει μια ιστορία – αυτή σαν να εξηγεί κάτι, μα από που προήλθε… α, μου την είπε ο Αντρέι, εκεί, στο Έλμπρους, όταν μείναμε ξαπλωμένοι κάτω από τη θύελλα… ενδιαφέρον… αυτή η ιστορία ήρθε ακριβώς τώρα, νωρίτερα καθόλου δεν θυμόμουν τίποτα από τα λεγόμενα του… αν και σε εκείνη τη κατάσταση… Λοιπόν, η ιστορία λέει – κάποτε μακριά στα βουνά του Παμίρ εκείνος συνάντησε έναν γέρο, – κοντά στα εβδομήντα, και το σπίτι του βρισκόταν σε μια μακρινή κοιλάδα στα βουνά. Έτσι ζει εκεί αυτός ο γέροντας, έχει το περιβόλι του, φυτεύει σε αυτό , ας πούμε, τα «ραπανάκια» μαζί με τα άλλα λαχανικά. Τα ξεχορταριάζει, τα ποτίζει πρωί, μεσημέρι και βράδυ. Και από τη μια μεριά ξέρει, βεβαίως, ότι αύριο θα σηκωθεί, θα πάει τουαλέτα, θα πάρει τη τσάπα του και θα αρχίσει να τα περιποιείται ξανά, από την άλλη, όμως, ο γέρος συλλογίζεται για τη ζωή, για το ρεύμα, για την διαπεραστική αίσθηση αυτής της στιγμής, ζει με αυτήν και καταλαβαίνει, ότι το σκάψιμο στα ραπανάκια – είναι απλώς μια πράξη, που έδωσε στα χέρια του ΚΆΤΙ – ονόμασε το μοίρα, η θεό, και αν δεν θα τα έσκαβε εδώ – θα το έκανε κάπου αλλού, ή δεν θα το έκανε, θα κουβαλούσε τους δίσκους σε μια καφετέρια, ή θα έδινε τις διαλέξεις στους φοιτητές του. Αυτό δεν είναι κάτι άλλο από τη μορφή, στην οποία σε βάζει η ροή της ζωής σου, αυτό, που σου προτείνει αυτή τη στιγμή. Ο καθένας από εμάς κάθεται κάπου πάνω στην καρέκλα του. Ο καθένας πραγματοποιεί στη ζωή του κάποια ορισμένη εκδοχή από μια απεραντοσύνη πιθανών γεγονότων και συνθηκών, και αν ελπίζει, ότι σαν αποτέλεσμα αυτού θα λάβει κάτι, τότε είναι περισσότερο νεκρός, παρά ζωντανός. Εάν όμως, εγώ ακολουθώ απλούστατα αυτό, που θέλει η καρδιά μου, ό, τι ανταποκρίνεται σε ήχο της πιο ευαίσθητης χορδής – τότε είμαι ζωντανή, ανεξάρτητα από το αν θα κτίσει το μυαλό μου κάποιο σχέδιο ή όχι – το σχέδιο δεν θα είναι το βαρίδι … θα είναι… σαν σύσταση, και καλά, η πρόταση του μυαλού, έτσι υπακούοντας πλέον στην φρεσκάδα της στιγμής, θα αποφασίσω – αν θα την δεχτώ, ή θα μείνω μακριά από αυτήν. Το μέτρο σε όλα αυτά είναι η αίσθηση μιας ιδιαίτερης εσωτερικής έντονης ηρεμίας – μιας τέτοιας ηρεμίας, με την οποία πέφτουν κάτω τα νερά από το βουνό. Την ξέρω αυτή την αίσθηση! Σίγουρα την γνωρίζω, αν και το κατάλαβα, απ` ότι φαίνεται, μόλις τώρα. Τι άλλο ξέρω και το ξεχνώ?… Ίσως, να ξέρω κιόλας και την ελευθερία από τα αρνητικά συναισθήματα? Ίσως, να γνωρίζω και την ήπια χαρά? Παράλογες εικασίες… από την άποψη του μυαλού… ταυτόχρονα, όμως, οι σκέψεις αυτές με έναν παράξενο τρόπο βρίσκουν αντίκτυπο… ενδιαφέρουσα αντιπαράθεση της λογικής βεβαιότητας και του ζωντανού αντίκτυπου από μέσα μου… μάλλον, προς το παρόν καμία από τις πλευρές δεν μπορεί να νικήσει… ε, και αυτή είναι μια πρόοδος – νωρίτερα δεν θα έδινα καν σημασία σε κάποια σχεδόν αόρατα συναισθήματα, εάν δεν έμπαιναν σε τόσο προφανής αντίφαση με αυτά, που εγώ «ξέρω».