Ελληνικα change

Error

×

Κεφάλαιο 28

Main page / Μάγια 1: Φορς-Μινόρ / Κεφάλαιο 28

Περιεχόμενα

    Το Μπεναρές είναι το κέντρο της βιομηχανίας μεταξιού στην Ινδία, και ο ΚΆΘΕ περαστικός, που απευθύνεται σε σένα στον δρόμο, το πιο πιθανόν απ` όλα είναι ένας πράκτορας πωλήσεων. Σε προσελκύουν στα μαγαζάκια τους με οποιαδήποτε αφορμή – ο ζαχαροπλάστης ανάμεσα στις κουβέντες, δήθεν τυχαία, θα σε καλέσει να πάτε πίσω από την γωνία, ο ρίκσα – αυτός εκατό τοις εκατό θα σου προτείνει να επισκεφτείτε ένα τέτοιο μέρος, καμιά φορά και να ξεχάσει να το πει, απλώς θα σε φέρει κοντά στην είσοδο, θα σταματήσει, και καλά – ίσως θέλεις να μπεις? Υπάλληλος στην ρεσεψιόν, καθαρίστρια στο διάδρομο… όλοι, όλοι είναι μολυσμένοι με μεταξένιο ιό. Ο κάθε κάτοικος του Βαρανάσι είναι ταυτόχρονα και ο πράκτορας του μεταξιού. Ο κάθε τυχαίος κουβαλάει αυτή την αρρώστια μέσα του. Καμιά φορά μιλούσα με τον άνθρωπο για διάφορα, περνούσαν δέκα-είκοσι δευτερόλεπτα, και ξαφνικά έβλεπα την μετατροπή : τα μάτια του θολώνουν, μετά ανάβουν με μια δαιμονική φλόγα, η μύτη γίνεται πιο λεπτή, οι κινήσεις του αποκτούν χάρη του αρπακτικού, στο πρόσωπο πλανάται το χαμόγελο της Μόνα Λίζα… εντάξει, κατάλαβα, ο ιός δραστηριοποιήθηκε, θόλωσε το μυαλό, χτύπησε στο συκώτι – δεν υπάρχει πια ο άνθρωπος, την θέση του πήρε ο έμπορος του μεταξιού. Μπορεί να χαθείς στη λαβύρινθο των περίπλοκα πλεγμένων μεταξύ τους στενών, και ξαφνικά πετάγεται απ` το πουθενά ένας φιλόξενος Ινδός, ο οποίος θα σου ορκιστεί στη μάνα του, ότι δεν θέλει τίποτα από σένα, και με μεγάλη του χαρά, απολύτως ανιδιοτελώς, θα σου δείξει τον δρόμο, και αν δεν έχεις αντίρρηση, μπορείς ακόμα να τον επισκεφτείς στο σπίτι του, είναι εδώ κοντά, στη γωνία, εκεί μένει η οικογένεια του και θα σου πουν πολλά πράγματα για την Ινδία πάνω από ένα φλιτζάνι τσάι… Ρομαντικά πράγματα! Εννοείται, ότι πίσω από τη γωνία θα είναι το πρώτο τυχαίο εργαστήριο του μεταξιού, όπου το αφεντικό και ο κράχτης καταλαβαίνουν ο ένας τον άλλον χωρίς δεύτερη κουβέντα, έτσι αστραπιαία παίζεται η γλυκιά θεατρική παράσταση της «συνάντησης» των «συγγενών», όλοι μαζεύονται για τσάι, επί τόπου, πάνω στα χαλιά, εδώ έχουν και τα βολικά μαξιλάρια, πάρτε ένα ακόμα, παρακαλώ… ναι, Ινδία, ναι, Ευρώπη, ναι… πολλές κάστες, ιερή πόλη, το κάρμα, η κουλτούρα… αυτή είναι η γυναίκα και τα παιδιά μου… εδώ φτιάχνουμε το μετάξι…ναι… ανάμεσα στα άλλα πράγματα ασχολούμαστε και με αυτό… να πάτε με βάρκα νωρίς το πρωί μια βόλτα στον Γάγγη, είναι πολύ όμορφα… όπως και το μετάξι μας, δεν είναι?… και αυτό εδώ… έχουμε και ένα άλλο καταπληκτικό ύφασμα, χειροποίητο, μιας και μιλάμε. Και έπεται η ύπουλη ερώτηση – «να σας δείξουμε»? Και το βλέμμα – λιγάκι λοξό. «Να το δείξουμε»? Απλώς να δείτε, έχει πολύ ενδιαφέρον… «θα δείτε»? Σηκώνεις τους ώμους σου αμήχανα. Α, ΝΑ ΔΕΊΞΟΥΜΕ!! Σφύριγμα, φασαρία, τρεχάματα – από κάπου ψηλά πέφτουν τρία αγοράκια, το καθένα, σαν ρινόκερος, κουβαλάει στους ώμους του γύρω στα πεντακόσια κιλά μετάξι σε ρολά. Τα ` φερε, τα` ρίξε – τρεχάλα πάνω για νέα παρτίδα. Εσύ δεν πρόλαβες καν να καταπιείς το τσάι, που πήγε σε λάθος λαιμό, και έχεις ήδη γύρω σου ΒΟΥΝΆ από μετάξι, ενώ πέντε άτομα, επαναλαμβάνοντας μονότονα το ξόρκι «κοίταξε απλώς, κοίταξε απλώς, δεν είναι ανάγκη να αγοράσεις, απλώς κοίταξε», ξετυλίγουν μπροστά στα μάτια σου υφάσματα με αμέτρητα μοτίβα. Ο άνεμος, που ξεσηκώνουν τα μεταξένια πανιά, που τινάζονται απο τα επιδέξια χέρια, αφανίζει την «γυναίκα» και τα «παιδιά», το αφεντικό κυριεύει πάνω από `όλη αυτή τελετουργία, σε κοιτάει προσεκτικά στα μάτια και υπολογίζει – πόσα μπορεί να βγάλει από εσένα? Αυτή η εσάρπα – πενήντα ρουπίες μόνο… και όντως, είναι φθηνά, στα δικά μας μέρη κάτι παρόμοιο πουλιέται δέκα φορές πιο ακριβά… και αυτό το πανωσέντονο – τρεις χιλιάδες ρουπίες… ένα προσεκτικό βλέμμα, αχά, ωραία, δεν σοκαρίστηκε, όταν άκουσε «τρεις χιλιάδες», πολύ καλά, ένα μυστικό νεύμα στους βοηθούς – τα νέα σύννεφα σου καλύπτουν τα μάτια – αυτό είναι χειροποίητο, πολύ ακριβό, είκοσι χιλιάδες ρουπίες, όμως, στην Ευρώπη αυτό κοστίζει δέκα χιλιάδες δολάρια… εντάξει, το μάτι του πελάτη θολώνει, άρα, γυρίζουμε σε κάτι πιο φθηνό… Λεπτή δουλειά! Και είναι όντως μάστορες στην τέχνη τους. Να αποφεύγετε τα εργαστήρια του μεταξιού, σαν βούρκο του Γκρίμπεν – από εκεί δεν καταφέρνουν να βγουν ποτέ ακόμα και οι τάρανδοι [Ο βούρκος του Γκρίμπεν – η βαλτώδη περιοχή στην κομητεία Ντέβον της Αγγλίας, φημισμένη απο τα βιβλία του Α.Κ. Ντόυλ]. Τρέξε μακριά τους, λες και έχουν πανούκλα, στην καλύτερη περίπτωση θα χάσεις δυο ώρες ζωής, στην χειρότερη – θα φύγεις από εκεί φορτωμένος με μετάξι και με άδειες τσέπες.

    Δεν πρόλαβα ακόμα να φτάσω στην παραλία, και ήδη πετάγομαι, σαν τσιμπημένη, όταν ακούω τη λέξη «μετάξι», η οποία ακούγεται από όλες τις μεριές, απ` όλες τις γωνίες και ρωγμές… Όχλος από βρόμικα και πολύ δραστήρια παιδιά ηλικίας εφτά με δέκα χρονών βγαίνει από ένα στενό και τρελαίνεται, όταν με βλέπει. Φωνάζουν, τραβάνε τα χέρια μου, προσπαθούν να πηδήξουν πάνω στη πλάτη μου, πιάνουν τα μαλλιά μου… Ένα αγοράκι γαντζώνεται στο χέρι μου, και δείχνοντας το ρολόι, λέει για πέμπτη φορά την ίδια φράση «χάρισε μου το ρόλοι σου, χάρισε μου το ρόλοι σου». Αγανακτισμένη, τινάζω από πάνω μου αυτά τα ψειριάρικα επιδέξια ζωάκια… «Τότε τα γυαλιά, δώσε μου τα γυαλιά, δώσε μου τα γυαλιά». NO!!! – ουρλιάζω και ακούγομαι σε όλο τον δρόμο, όμως, εκτός από τα κοροϊδευτικά γέλια των παιδιών και μερικές περίεργες μούρες, που φάνηκαν στα παράθυρα, δεν συμβαίνει τίποτα. Νιώθω, ότι αυτοί οι μικρή βρικόλακες θα ξαναρχίσουν την επίθεση τώρα, και τα βάζω στα πόδια, εκείνοι τρέχουν πίσω μου, χοροπηδάνε, με γιουχαρίζουν, συνεχίζουν να ζητάνε κάτι, οτιδήποτε – στυλό, ρολόι, γυαλιά, ρουπίες, σοκολάτα… Θα με αφήσετε ήσυχη, επιτέλους??!! Πάτησα το πόδι μου, έκανα άγριο πρόσωπο, ήθελα να πιάσω κάποιον για να δώσω μια προειδοποιητική σφαλιάρα, μα είναι όλα τόσο βρόμικα, φοβάμαι απλώς να βρίσκομαι κοντά τους, όχι να τα ακουμπήσω… Ο, αυτή είναι η εύνοια της τύχης – ένας ξένος! Όμως, το πρόσωπο του δεν είναι λιγότερα τρομαγμένο και χαμένο από το δικό μου. Με είδε, και ζωντάνεψε, ακριβώς, είδε στα μάτια μου τη σωτηρία… Ενώ στο ξενοδοχείο μου είπαν, ότι μέχρι την όχθη είναι το πολύ πέντε λεπτά δρόμος, και είναι εύκολο να τη βρω… Άραγε, πόση ώρα ήδη αυτός περιφέρεται εδώ? Αν κρίνω από την παγωμένη γκριμάτσα της ανησυχίας στο πρόσωπο του – αρκετή.

    – Χελλό, ξέρεις, πώς να βρω την όχθη?

    Γελάει νευρικά.

    – Ξέρω. Εσύ ξέρεις, πώς να φύγω από αυτήν?

    – Νομίζω, πως ξέρω:))) Κοίτα, εγώ ήρθα από εκεί, – του εξηγώ, πως έφτασα εδώ, και τι θα του βοηθήσει να προσανατολιστεί. Εκείνος, με τη σειρά του, μου δείχνει τον δρόμο προς ποταμό, και έτσι, με νέες ελπίδες, χωρίζουμε.

    Η μυθική παραλιακή του Μπεναρές… Πω πω, πόσο παράξενα είναι τα σκυλιά εδώ! Δεν είναι σκυλιά, είναι τεράστιοι αρουραίοι! Όλοι σαν ένας μοιάζουν με κοκαλιασμένα μπουλτεριέ – φαλακρές, με ψώρα, με πληγές… Μπρρρρ… Μέχρι σήμερα νόμιζα, ότι μου αρέσουν όλα τα ζώα, αλλά αυτά τα σκυλάκια…

    Πάρα πολύ μακριά πέτρινα σκαλιά πηγαίνουν κατευθείαν στο νερό, τα ελαφριά φαρδιά κύματα ξεβράζουν στα κάτω σκαλοπάτια πλαστικά μπουκάλια, λιωμένα κουρέλια, σορούς από τελετουργικά λουλούδια, σκατά και κάτι άλλο ακόμα, για το οποίο είναι αδύνατον να βρεις κάποιο όνομα αμέσως. Κατεβαίνω πιο κοντά στο νερό – είναι τόσο βρόμικο, φοβάμαι να βάλω έστω και ένα δάχτυλο σε αυτό… Πλατς! Δεν μπορεί να γίνεται αυτό! Ένα αγόρι βούτηξε με το κεφάλι μέσα στο νερό, και άλλο ένα, και άλλο. Πώς μπορούν να κάνουν μπάνιο εδώ? Πλατσουρίζουν, πιτσιλάνε, χαχανίζουν, σαν να μην τρέχει τίποτα, πετάνε ο ένας στον άλλον αυτά τα σκατά, με τα οποία είναι γεμάτη όλη η ακτογραμμή. Και δεν είναι κάποιοι ζητιάνοι – τα συνηθισμένα γειτονόπουλα.

    Δέκα μέτρα πιο πέρα από εδώ μερικές γυναίκες μπήκαν ως τα γόνατα στο νερό, προφανώς, κάνουν μπουγάδα. Στην αρχή χτυπάνε καλά-καλά τα ρούχα στα μεγάλα βράχια, μετά τα σαπουνίζουν και τρίβουν με σκληρές βούρτσες, απλωμένα πάνω στην πέτρα, και ύστερα τα ξεβγάζουν μέσα στον ποταμό, αφήνοντας γύρω τους μεγάλες θολές άσπρες κηλίδες. Όλα τα σκαλιά πιο ψηλά είναι στρωμένα με πλυμένα (???) ρούχα – πεντάμετρα υφάσματα των σάρι, σεντόνια, παπλώματα… – στεγνώνουν κάτω από το καυτό ήλιο.

    Η παραλία κρατάει για μερικά χιλιόμετρα, και χάνεται κάπου, στο απέραντο, μέσα στην γαλανό-γκρίζα ομίχλη. Δεν υπάρχει καθαρός αέρας εδώ, μόνο στο ύψος του τέταρτου η πέμπτου ορόφου μπορείς να εισπνεύσεις χωρίς να σου έρχεται εμετός, για αυτό το απέραντο είναι τόσο κοντά – η ορατότητα δεν υπερβαίνει τα δυο-τρία χιλιόμετρα. Ζέστη. Βρωμάνε τα φθηνά αρωματικά, αγελαδίσια κοπριά και κάτουρο (ανθρώπινο) – εδώ η τουαλέτα είναι παντού, σε οποιοδήποτε μέρος, επί τόπου, εκεί, όπου γυρίζουν οι τουρίστες και ντόπιος κόσμος. Αν ένας άντρας πήγε λίγα μέτρα πιο πέρα, γύρισε σεμνά στον τοίχο και κατουράει, αυτό αντιλαμβάνεται από όλους, σαν εκείνος να βρίσκεται μέσα στην τουαλέτα. Οι γυναίκες φέρονται πιο κόσμια, αλλά όχι πάρα πολύ – κατά καιρούς, όταν βραδιάζει, μπορείς να δεις μια καθιστή γυναίκα, η και δυο ακόμα, που κάνουν τα κακά τους ήρεμα και γαλήνια κατευθείαν στον Γάγγη. Φουντωτή γραμμή της χαμηλής βλάστησης στην μακρινή απέναντι όχθη φαίνεται, σαν κάτι το ημιρεαλιστικό σε αυτό το ινδικό νέφος. Αδύνατον καν να φανταστείς, ότι κάπου μπορεί να είναι ένα ήρεμο, καθαρό μέρος, φρέσκος αέρας…

    Οι πολύχρωμοι ναοί, βρόμικα και μισογκρεμισμένα παλάτια, σπίτια, χαοτικά χτισμένα το ένα πάνω στ` άλλο, ενώνονται σε έναν εκατοντάδων ετών μονόλιθο, όμως, ποιος τις μέτρησε, αυτές τις εκατονταετίες… ο χρόνος δεν υπάρχει σε αυτό το μέρος καθόλου. Με τίποτα δεν μπορώ να αντιληφθώ το περιβάλλον αυτό σαν πραγματική ζωή – ένα γιγαντιαίο παρασκήνιο, στο οποίο δεν μπορούν να ζήσουν οι άνθρωποι… Και είναι ΑΥΤΌ για κάποιον η μοναδική πραγματικότητα? Κάποια ακαθόριστη ανησυχία με έγλειψε από μέσα… Τι καπρίτσιο της μοίρας, και εγώ θα μπορούσα να γεννηθώ εδώ. Γιατί είμαι ακριβός εδώ, όπου είμαι τώρα? Για ποιο λόγο μέσα σε ένα δισεκατομμύριο μετενσαρκώσεις εμφανίστηκε συγκεκριμένα αυτή? Πώς συνέβη αυτό? … Ένα τσόφλι μέσα στις δύνες της απεραντοσύνης, ένα φύλλο, τραβηγμένο από την καταιγίδα, μια σταγόνα, εκδιωγμένη από τον ωκεανό… Κάποτε το στοιχείο θα καταστρέψει αυτό, που τώρα ονομάζεται «εγώ», αν δεν προλάβω να το πιάσω από την ουρά και να το σφίξω μέσα στη μπουνιά μου.

    …Σιβάλα γκατ, Τούλσι γκατ, Ρέβα γκατ, Γκαγγκαμαχάλ γκατ, Μπαδαινι γκατ… – υπάρχουν δεκάδες εδώ, όλη η όχθη είναι μοιρασμένη σε «γκατ», το καθένα απο αυτά περνάει ομαλά στο άλλο. Ανάβουν οι πένθιμες φωτιές, πετώντας κόκκινες αναλαμπές στον Γάγγη, βυθισμένο στο ηλιοβασίλεμα. Μια μετά την άλλη περνάνε οι πομπές. Πάνω στα φορεία από μπαμπού φέρνουν τα νεκρά σώματα, τυλιγμένα σε κόκκινο ύφασμα με χρυσά κρόσσια. Τα φορεία αφήνονται στον ποταμό, τα πτώματα πλένονται προσεκτικά μέσα στο ιερό νερό. Ούτε δάκρυα, ούτε φωνές, ούτε καν έκφραση του πόνου στα πρόσωπα. Η καθημερινότητα του Βαρανάσι – ο γιος ανακατεύει με ένα μακρύ ξύλο τα καρβουνά μέσα στη φωτιά, η οποία καταβροχθίζει το σώμα του πατέρα του… Πανύψηλα βουνά από καυσόξυλα είναι πολύ κοντά, ο θάνατος είναι ήδη εδώ, περιμένει εκείνους, που σήμερα ακόμα ζουν, για τους οποίους θα αγοράσουν αύριο ένα δεμάτιο… Οι τουρίστες με άσπρα άχαρα πρόσωπα κάθονται στα σκαλιά του Χαριστσάντρα Γκατ και χαζεύουν τη φωτιά.

    Έρχομαι τόσο κοντά, ότι αρχίζω να νοιώθω την ζέστη, μπερδεμένη με υπόγλυκο αρωματικό καπνό. Μέσα στη φωτιά διακρίνονται ξεκάθαρα τα πόδια, κεφάλι… Λίγα μέτρα πιο μακριά είναι μια πολύ μικρή φωτιά, δεν έφτασαν χρήματα για μεγάλη, και το σώμα δεν χώρεσε πάνω της ολόκληρο. Για αυτό πρώτα κάηκε το μεσαίο μέρος, και τώρα μέσα στο στόμα της φλόγας οι συγγενείς τοποθετούν το κεφάλι και πόδια του νεκρού… τα παιδιά τρέχουν ανάμεσα στις φωτιές, παίζουν κρυφτό… παραπέρα μια γυναίκα κάνει μπάνιο ένα χρονιάρικο μωρό, στέκεται μέχρι τη μέση της στο νερό, και γύρω της πλέουν τα πένθιμα στεφάνια και η στάχτη από τις φωτιές… η μουσική από μακρινή γιορτή φτάνει από τους λαβύρινθους των τοίχων και αμέτρητων στενών… τα σκυλιά με κεφάλια των αρουραίων τρέχουν στην ακτή, ψάχνοντας τα υπολείμματα των κοκάλων και κρέατος… Γαμώτο, όντως, να ένα θηρίο, που ροκανίζει καμένη ανθρώπινη άρθρωση. Η ζωή και ο θάνατος ανακατεύτηκαν σε μια κολασμένη αναλογία, από πάνω μου έφυγαν όλες τις ασπίδες, οι οποίες με άφηναν να πιστέψω, πως υπάρχει έστω κάποια σταθερότητα, κάποια ασφάλεια, κάποια εγγύηση του ότι εγώ δεν θα πεθάνω τώρα, η αύριο. Ένα ανοιγμένο κοχύλι… ο θάνατος μπορεί να σε δαγκώσει ανά πάσα στιγμή, δεν υπάρχουν εμπόδια για αυτό, τίποτα δεν μπορεί να το σταματήσει – αυτός είναι ο αληθινός αφέντης της ζωής, από τα καπρίτσια του οποίου εξαρτάται το κάθε επόμενο δευτερόλεπτο. Τι πράγμα θα μπορούσα να του αντιθέτω? Τι, εκτός από μια τολμηρή πρόκληση, εκτός από παθιασμένη παρόρμηση προς την ελευθερία, στην οποία θα αφιερώσω όλον μου τον εαυτό?

    Εγώ ξέρω, ότι απαγορεύεται αυστηρά να φωτογραφίσω τις φωτιές, υπάρχουν προειδοποιήσεις για αυτό παντού, ίσως να με αφήσουν, όμως? Στέκομαι σε ένα χαμηλό μπαλκονάκι, που βρίσκεται ακριβώς πάνω από την φωτιά, και ρωτάω τον άνθρωπο, ο οποίος ανακατεύει τα κάρβουνα: «Να βγάλω μια φωτογραφία μόνο?». Εκείνος σκέφτεται λιγάκι και ξαφνικά κουνάει το κεφάλι του: «Εντάξει». Ωραία! Βγάζω τη φωτογραφική μηχανή, θα είναι καταπληκτικά κάδρα αυτά, εστιάζω… Κλικ! Άλλο ένα… Ο, διάολε! Φωνές, φασαρία, κάποιοι ουρλιάζουν, δείχνουν με τα δάχτυλα τους σε μένα. Αμέσως από όλες τις μεριές πέφτουν πάνω μου εξοργισμένοι Ινδοί, κουνάνε τα χέρια τους και ωρύονται. Στο τσακ προλαβαίνω να κρύψω τη μηχανή μέσα στη τσάντα μου.

    – Αυτό απαγορεύεται!!! Απαγορεύεται να κάνεις φωτογραφίες εδώ!!! Πλήρωσε τώρα χίλια δολάρια για παράβαση των κανόνων!!! Δώσε μας το φιλμ!!! Αστυνομία!!!

    Σοκαρισμένη με μια τόσο έντονη αντίδραση, στέκομαι με ανοιχτό το στόμα, με την πλάτη μου στα κάγκελα, ζεσταμένα από τις φλόγες. Φαίνεται, ότι θα με κάνουν κομμάτια τώρα, όπως κάνουν ζώα με τα θηράματα. Προφανώς, δεν σκοπεύουν να υποχωρήσουν και να με βγάλουν από τον κλοιό. Κοιτάζω με ελπίδα τους τουρίστες, οι οποίοι κάθονται σε σειρές πάνω στα σκαλιά. Καμία σημασία! Έτσι, ε… αυτό είναι ένα μάθημα για μένα από εδώ και μπρος – κανένας δεν θα σε υπερασπίσει, αν γίνει κάτι. Κάθονται, δειλοί αρουραίοι, ο καθένας για πάρτι του.

    Ένας μικρός, αδύνατος Ινδός με γρήγορα μάτια, ντυμένος σε λευκά πολυφορεμένα ρούχα, μοιάζει με ασούρ, που πετάχτηκε από τον χορό του θανάτου [οι ασούρ – ημίθεοι στην ινδουιστική μυθολογία]. Αν κρίνω σωστά από την αντίδραση του πλήθους, είναι ο επικεφαλής εδώ. Με κοιτάει αυστηρά, έχει το ύφος του εισαγγελέα.

    – Ξέρεις, ότι απαγορεύεται κατηγορηματικά να κάνεις φωτογράφηση εδώ?

    – Όχι, πρώτη φορά το ακούω!

    – Δεν είναι αλήθεια, το γράφουν όλοι οι τουριστικοί οδηγοί. Έχεις ένα τέτοιο βιβλίο?

    – Έχω.

    – Δώσε μου το.

    Βγάζω από τη τσάντα μου το Lonely Planet, του το δίνω. Είναι πολύ σίγουρος για τον εαυτό του, και αυτό δεν μου αρέσει. Όσο εκείνος ξεφυλλίζει τον οδηγό, σκέφτομαι, πως να τη σκαπουλάρω τώρα. Οι Ινδοί δεν φαίνονται πια και τόσο φιλήσυχοι… αγριεμένα πρόσωπα, τρελά βλέμματα. Τι είναι… βρήκε.. εδώ… Χαριστσάντρα γκατ – το χώνει στο πρόσωπο μου – διάβασε!

    Χρονοτριβώ, αρχίζω να διαβάζω δυνατά. Φτάνω στο περικυκλωμένο κείμενο, είναι στο κέντρο της σελίδας, δεν μπορώ να ξεφύγω… ποιος ξέρει, τι να κάνω… Ουάου!!… Εκεί γράφει, ότι οι τουρίστες πρέπει να είναι προσεκτικοί με τους περιπλανώμενους σάντχου. Ανάμεσα σε αυτούς βρίσκονται ντυμένοι στα ράσα αλήτες, που κλέβουν, και καμιά φορά ακόμα και σκοτώνουν τους τουρίστες. Για την απαγόρευση της φωτογράφησης – ούτε μια λέξη! Δεν πιστεύω στην τύχη μου, περνάω ξανά το κείμενο με τα μάτια μου – όχι! Με προσβεβλημένο ύφος του χώνω το βιβλίο στη μούρη – να, κοίτα, δεν υπάρχει τίποτα. Εκείνος δεν πιστεύει στα μάτια του, χαζεύει. Είναι σοκαρισμένος.

    – Μα σε όλους τους άλλους…

    – Εγώ δεν έχω όλους τους άλλους, είναι γνωστό, ότι το Lonely Planet είναι το καλύτερο!

    Τέλος, εγώ κέρδισα. Νιώθω – η αποφασιστικότητα του έφυγε, έχει ακόμα και χαθεί λιγάκι. Μου κλείνει το μάτι συνωμοτικά, και ηρεμεί γρήγορα τους μανιασμένους υπερασπιστές της θρησκείας, με συνοδεύει μακριά γρήγορα.

    – Είμαι ο Τζάι. Ο επικεφαλής εδώ. Ας πάμε να καθίσουμε εκεί – μου δείχνει μια μικρή εξέδρα, που κρέμεται ακριβώς πάνω από τις φωτιές.

    Σκαρφαλώνουμε ψηλά πάνω από μια στενή σκάλα, βγάζω από το σακίδιο μου την ψάθα, και κάθομαι δίπλα του, με τη πλάτη στον τοίχο.

    – Αλήθεια δεν ήξερες, ότι εδώ απαγορεύεται να κάνεις φωτογραφίες?

    – Είμαι πρώτη μέρα εδώ. Αν θα το ήξερα, δεν θα πήγαινα κόντρα τους κανόνες.

    – Μα είναι γραμμένα σε όλους τους οδηγούς… – μιλάει σχεδόν τσαντισμένα, και αμέσως κουνάει το κεφάλι του, – όμως ναι, ναι, είναι πολύ παράξενο, ότι δεν το γράφει το δικό σου βιβλίο… Και ύστερα, δεν το καταλαβαίνεις, ότι σε κανέναν δεν θα αρέσει, αν από τον πεθαμένο του συγγενή θα κάνουν ένα έκθεμα στο μουσείο? Φαντάσου, ότι πέθανε η μανά σου (αμέσως ένιωθα λίγο πιο καλά), και ξαφνικά έρχεται κάποιος άνθρωπος και αρχίζει να φωτογραφίζει τη σορό της… Καταλαβαίνεις?

    – Μα βέβαια, καταλαβαίνω. Δεν είχα δίκιο, όμως, σοκαρίστηκα τόσο πολύ από αυτό, που είδα, έτσι δεν μπόρεσα να κρατηθώ… Είμαι δημοσιογράφος.

    – Ναι? Αν έχεις την άδεια, τότε κανένα πρόβλημα. Έχεις την άδεια?

    – Όχι.

    – Α, τότε δεν κάνει. Πάλι καλά, ότι δεν έφτασε η αστυνομία, τότε θα σε ανάγκαζαν να πληρώσεις το πρόστιμο… Πάνω στην ώρα σε έσωσα.

    Τον κοίταξα με ανησυχία, – μάλλον, αυτό ήταν ένα νεύμα για το ότι καλό θα ήταν να τον ευχαριστήσω. Ο Τζάι έπιασε το βλέμμα μου.

    – Όχι, με παρεξήγησες, δεν χρειάζομαι λεφτά, απλώς αποφάσισα να σε βοηθήσω. Δεν μου είναι και τόσο δύσκολο κιόλας – αυτή είναι η δουλειά μου. Αυτό κάνει η οικογένεια μου εδώ και μερικούς αιώνες.

    – Και τι, σου αρέσει αυτό?

    – Βέβαια. Είναι καλή δουλειά, σίγουρο εισόδημα.

    – Αυτό είναι το μόνο σίγουρο – είχα παραξενευτεί λιγάκι από αυτή την αντιμετώπιση του θανάτου, αλλά και εκείνος μιλούσε για τη δουλειά του, σαν να πούλαγε μπαλόνια.

    – Το ξέρεις ήδη, ότι στην Ινδία οι άνθρωποι είναι χωρισμένοι σε κάστες? Υπάρχουν πάρα, πάρα πολλές, ακόμα και εγώ δεν ξέρω ακριβώς, πόσες. Η οικογένεια μου ανήκει σε μια από τις κατώτερες κάστες, και εμείς δεν έχουμε δικαίωμα να ασχοληθούμε με άλλη δουλειά – πρέπει να κάνουμε μόνο αυτό – να πουλάμε τα ξύλα, φωτιά και τον χώρο για καύση.

    – Φωτιά?

    – Ναι, θα σου δείξω μετά, είναι εδώ δίπλα – για να ανάψεις τα ξύλα, δεν κάνει να χρησιμοποιήσεις σπίρτα η αναπτήρα, πρέπει οπωσδήποτε να πάρεις τη φλόγα από τον Σίβα, αλλιώς δεν θα είναι όλα σωστά.

    – Με ποια έννοια?

    – Ο πεθαμένος δεν θα πάει στον Σίβα. Ούτε και αυτό το ήξερες?

    – Ναι, το ξέρω, όμως, δεν το καταλαβαίνω. Βγαίνει, ότι μπορείς να είσαι ο χειρότερος κακοποιός, φονιάς, για παράδειγμα, όμως, αν σε κάψουν εδώ, θα πας στο θεό.

    Μαζεύτηκε. Δεν θέλει να βλέπει αυτή την αντίφαση, απαντάει κάτι άσχετο. Εντάξει, πες μου κάτι άλλο.

    – Δεν καίγονται όλα τα σώματα. Δε καινέ τους μουσουλμάνους, τις έγκυες, τους σάντχου, δαγκωμένους από φίδια, τους χτυπημένους από ευλογιά και αυτόχειρες.

    – Τους θάβουν?

    – Όχι, απλώς τους πετάνε στο ποτάμι.

    – ???

    – Τι σε εκπλήσσει?

    – Είδα, ότι άνθρωποι κάνουν μπάνιο εκεί και πλένουν τα ρούχα τους… Είδα ακόμα, ότι μια γυναίκα έπλενε εκεί το μωρό της.

    – Ο Γάγγης είναι η μητέρα για όλους μας. Κάθε πρωί μπαίνω μέσα στο νερό, κάνω την προσευχή, καταπίνω μερικές γουλιές, και χιλιάδες άνθρωποι κάνουν το ίδιο πράγμα, τώρα είμαι σαράντα χρόνων, και ΠΟΤΈ δεν έπαθα τίποτα. Ο Γάγγης είναι θεϊκός, δεν μπορεί να υπάρχει βρωμιά μέσα του.

    – Τζάι, ίσως οι άνθρωποι αρρωσταίνουν, όμως, φοβούνται ακόμα και να σκεφτούν, ότι μπορεί να φταίει ο Γάγγης?

    – Δεν καταλαβαίνεις…

    – Αφού συνέχεια κάποιος αρρωσταίνει εδώ! Γιατί όχι λόγο του νερού? Διάβασα κάπου, ότι σε αυτόν βρήκαν τριακόσιες χιλιάδες φορές παραπάνω μικρόβια, απ` ότι σε κάποιο άλλο ποταμό της πόλης στην Ευρώπη.

    – Μπορεί να είναι και έτσι, αλλά δεν έχει καμία σημασία. Ο Γάγγης δεν είναι ποταμός, είναι η θεά, μητέρα, ο Σίβα – πατέρας, Γάγγης – μητέρα.

    – Κατάλαβα:)

    – Θέλεις, να σου φέρω λίγο νερό από το ποτάμι? Θα δεις και εσύ, ότι δεν θα πάθεις τίποτα, αυτό θα κάνει καλό στο κάρμα σου.

    – Όχι, Τζάι, όχι, – κουνήθηκα ανήσυχη στην θέση μου, λες και εκείνος θα μπορούσε να με αναγκάσει να το πιω.

    – Φοβάσαι?

    – Εγώ έχω άλλη θρησκεία, – του είπα ψέματα, επειδή ήξερα, ότι αυτό θα κάνει την σωστή εντύπωση. Όντως, άρχισε να κουνάει το κεφάλι του με σεβασμό. Αλλάζω θέμα. – Παράξενο, δεν κλαίει κανένας εδώ. Άκουσα, ότι στον ινδουισμό αντιμετωπίζουν τον θάνατο αλλιώτικα απ` ότι στις άλλες θρησκείες. Δεν φοβάστε τον θάνατο, έτσι?

    – Εσύ έχεις προσέξει, ότι είναι μόνο άντρες εδώ?

    – Ε, ναι.

    – Για ποιο λόγο, νομίζεις?

    – Οι γυναίκες κλαίνε στο σπίτι?

    – Ακριβώς! Όλοι φοβούνται τον θάνατο, όμως, εδώ δεν κάνει να δείχνεις τον πόνο σου.

    – Άρα, δεν πιστεύεις, ότι μετά θανάτου θα πας στον θεό, μιας και φοβάσαι τον θάνατο τελικά?

    – Πιστεύω, και βέβαια πιστεύω, και πάλι φοβάμαι. Και πονάω, όταν πεθαίνουν οι συγγενείς μου… Πέρυσι πέθανε η μητέρα μου, εγώ ο ίδιος έφτιαξα τη φωτιά για εκείνη, απ` έξω ήμουν απολύτως ήρεμος, μα μέσα μου, εδώ – μου έδειξε την καρδιά, – είχα πόνο.

    – Εσύ βλέπεις τον θάνατο κάθε μέρα, και εγώ νόμιζα, ότι έχεις συνηθίσει τα πάντα.

    – Έτσι είναι, όταν δεν αφορά εμένα προσωπικά και την οικογένεια μου.

    – Κατάλαβα… Τι κτήριο είναι αυτό? Δείχνει τρομακτικό.

    – Αποτεφρωτήριο. Εδώ καινέ αυτούς, που δεν έχουν χρήματα για ξύλα. Τα ξύλα για πολλούς είναι πολυτέλεια… Στη δική σου χώρα θάβουν τους ανθρώπους?

    – Ναι. Και μετά πάνε για χρόνια ολόκληρα στο νεκροταφείο για να μιλήσουν με τους συγγενείς τους.

    – Αφού αυτοί έχουν ήδη ξαναγεννηθεί!

    – Στη χώρα μου δεν το πιστεύουν αυτό:)))

    – Και τι πιστεύουν τότε?

    – Στην κόλαση και παράδεισο. Βασικά – ο καθένας πιστεύει το δικό του. Πάρα πολλοί δεν πιστεύουν καν, ότι υπάρχει κάτι μετά το θάνατο.

    – Και πώς ζούνε??? Είναι φρικιαστικό – να ζήσεις με τη σκέψη, ότι δεν υπάρχει τίποτα μετά το θάνατο.

    – Νομίζω, ότι δεν έχει σημασία, τι πιστεύεις, έχει σημασία, πως ζεις.

    – Έχεις δίκιο, μα δεν μπορώ να φανταστώ, πως θα ζούσα, εάν νόμιζα, ότι τα πάντα τελειώνουν με το θάνατο….Και εσύ το πιστεύεις αυτό?

    – Εγώ δεν ξέρω τίποτα για το θέμα. Δεν έχω μια τέτοια πείρα, έτσι δεν έχω να πω κάτι για το τι γίνεται μετά από τον θάνατο

    – Και εγώ δεν έχω μια τέτοια πείρα, όμως, πιστεύω αυτά, που είναι γραμμένα στις Βέδες.

    – Καταλαβαίνω, Τζάι, είναι η επιλογή σου.

    Είχε σκοτεινιάσει τελείως. Θυμήθηκα, ότι δεν ξέρω καλά τον δρόμο πίσω και σηκώθηκα να φύγω.

    – Θα σου δείξω ακόμα τη φωτιά του Σίβα.

    – О`κέυ.

    Κοντά στην όχθη βρίσκεται κάτι, που θυμίζει μαντεμένιο φούρνο, μέσα στο οποίο καίει ασταμάτητα μια μικρή φλόγα, η οποία δίνει τη ζωή σε όλες τις φωτιές.

    – Να ξαναέρθεις, θα κουβεντιάσουμε και άλλο.

    – Ίσως να έρθω ακόμα μια φορά. Ξέρεις πώς να περάσω καλύτερα στην Σιβάλα γκατ?

    – Είναι κοντά – σε δέκα λεπτά θα είσαι εκεί, πήγαινε σε αυτόν τον δρόμο και μην στρίψεις πουθενά. Και πρόσεξε τα σκυλιά – τη νύχτα αυτά μαζεύονται σε αγέλες και μπορούν να επιτεθούν, ακόμα και να σκοτώσουν… Θέλεις να σε πάω?

    Ανοίγω το στόμα μου για να πω με χαρά το ναι, αλλά μου φτάνει το μυαλό μου να τον κοιτάξω στα μάτια. Δεν έκανα λάθος – ο ιός του μεταξιού είχε ήδη δραστηριοποιηθεί…

    – Όχι, ευχαριστώ, μένω εδώ κοντά.

    – Δίπλα στον αμερικάνικο φούρνο?

    – Δεν ξέρω ακόμα. Σταμάτησα στο «Σάνραιζ Οτέλ».

    – Ε ναι, η διπλανή πόρτα είναι του φούρνου. Θα μου φέρεις κάποτε μια πάστα?

    Αυτή η φράση με συγκίνησε – ο επικεφαλής του θανάτου μου ζητούσε ένα γλυκό, σαν ένα μικρό άστεγο παιδάκι.

    – Θα σου φέρω:) Οπωσδήποτε θα σου φέρω μια πάστα.

     

    «** του Νοέμβρη.

    Τρεις μέρες δουλειάς. Μιλώντας ουσιαστικά, δεν κατάφερα σχεδόν τίποτα εποικοδομητικό, με εξαίρεση το ότι σχηματίστηκαν τα τρία σοβαρά εμπόδια. Νομίζω, ότι είναι σημαντικό – αν νωρίτερα μπροστά μου ήταν απλώς ένας τυφλός τοίχος, τώρα βλέπω τα μεμονωμένα τούβλα μέσα σε αυτόν. Όπως και να έχει, νιώθω σίγουρα αυτή την αλλαγή ως θετική, και επειδή δεν υπάρχει κάποιος να ρωτήσω… και τι να ρωτήσω, δηλαδή… το νιώθω σαν κάτι θετικό, σαν κάποιο επίτευγμα, και τέλος.

    Κατάφερα να δω, ότι το πρώτο πρόβλημα είναι αυτό – όταν εμφανίζεται το αρνητικό συναίσθημα, αντί να αρχίσω να την απομακρύνω και να προσπαθήσω να θυμηθώ τον εαυτό μου μέσα σε οποιαδήποτε χαρούμενη, φωτεινή κατάσταση, εγώ σκέφτομαι για διάφορα – γιατί αυτό εμφανίστηκε, τι να κάνω τώρα, γενικώς, αν μπορεί να γίνει κάτι και τα λοιπά. Και ακριβώς το ότι εγώ αρχίζω να σκέφτομαι κάτι, και όχι να κάνω κάτι, χτίζει την βάση της ήττας μου. Το να αρχίσω να ΚΆΝΩ κάτι πρώτα από όλα τη στιγμή, όταν εμφανίζεται το αρνητικό συναίσθημα – αυτό είναι το επίκαιρο για μένα πρόβλημα τώρα. Αυτό θα λύσω.

    Δεύτερο πρόβλημα – η εμφανιζόμενη αίσθηση της λύπησης, της λύπησης να χάσω. Διάβασα σε κάποιο βιβλίο του Καστανέδα, ότι ακόμα και όταν πηγαίνει στην τουαλέτα, ο καθένας κοιτάζει αυτά, που πρόκειται να φύγουν, με το τράβηγμα του καζανακιού, λες και αποχωρίζεται την περιούσια του. Αστείο, και όμως, είναι γεγονός – τα δικά μου αρνητικά συναισθήματα – είναι ΔΙΚΆ μου αρνητικά συναισθήματα, και προτού προσπαθήσω να τα στείλω, κάθε φορά τα κοιτάζω, και αυτά προλαβαίνουν έτσι να απλωθούν, να στερεωθούν, να με κοιμίσουν τελείως. Καταλαβαίνω, ότι ο Τάι είχε δίκιο – όχι «δεν μπορώ», μα πρώτα απ όλα «δεν θέλω», διότι εάν λυπάμαι κάτι, από που να έρθουν οι απελπισμένες προσπάθειες? Σαν να μου στερούν τη περιούσια. Ας πούμε, ότι μου λέει κάποιος, ότι είμαι ηλίθια, και εγώ λυπάμαι μέχρι δακρύων, ότι εμποδίζω την εμφάνιση της αντιδραστικής αντιπάθειας. Πώς να ξεπεράσω αυτό το εμπόδιο? Δεν ξέρω ακόμα. Μάλλον πρέπει να το θελήσω πάρα πολύ. Πρέπει να προσπαθήσω πολλές φορές και τελικά να νικήσω. Αυτό μοιάζει με αυτούπνωση , με αυτοπαρακάλια… όχι, δεν μοιάζει. Η μοιάζει… τι σημασία έχει? Για μένα έχει σημασία το αποτέλεσμα, η – σε τι μοιάζει το φτυάρι, με το οποίο θα σκάψω για τον θησαυρό? Σαν να άρχιζε να διακρίνεται το φτυάρι μου – θα σκάψω πια βαθιά. Πιθανόν, το καλύτερο είναι να θέσω τους ελάχιστους στόχους μπροστά μου, και να πετυχαίνω έστω τις ελάχιστες νίκες. Έστω για δέκα, για πέντε δευτερόλεπτα να μείνω έξω από τα αρνητικά συναισθήματα.»