Ελληνικα change

Error

×

Κεφάλαιο 24

Main page / Μάγια 1: Φορς-Μινόρ / Κεφάλαιο 24

Περιεχόμενα

    – Λοιπόν, ποιους θεωρείς οικείους για σένα ανθρώπους? – συνέχισε εκείνος.

    – Αυτούς, που μου αρέσουν.

    – Και τι, δεν σου άρεσε ποτέ κανείς με τη πρώτη ματιά?

    – Συμβαίνει κάτι τέτοιο που και που…

    – Και δεν γίνεται εκείνη τη στιγμή ο άνθρωπος οικείος για σένα?

    – Ναι, ναι. Ενίοτε νιώθω μια τέτοια οικειότητα, ότι μου φαίνεται, πως τον ήξερα όλη μου τη ζωή, απλώς ξέχασα. Γίνεται αυτό καμιά φορά…

    – Πες μου, τι ένιωθες, όταν σε κουβαλούσα, και όταν σου μίλησα…

    – … και όταν πήρες τω χέρι μου μόλις τώρα….

    Σαν απάντηση, έσφιξε ελαφρά την παλάμη μου, και ένοιωσα, ότι αυτός χαμογελάει.

    – Αυτό είναι αρκετά σημαντικό για σένα, για να αρχίσεις να με θεωρείς έναν οικείο και καλά γνωστό σε σένα άνθρωπο?

    – Οικείο – ναι, πολύ γνωστό, όμως – όχι… δεν ξέρω γιατί είναι τόσο τρομακτικό να αρνηθείς έτσι απλά την συνηθισμένη «αναγνώριση» των ανθρώπων…

    – Και που θα ήσουν τώρα, εάν θα είχες ακολουθήσει την συνήθεια σου? Θα πήγαινες στο σπίτι σου, απολαμβάνοντας την αγανάκτηση, που σε έπιασε. Αφού και τώρα πράττεις πολύ απερίσκεπτα – περπατάς σε απόλυτο σκοτάδι με έναν άγνωστο άντρα, δεν ξέρεις καλά-καλά, πως είναι εμφανισιακά… Δεν είναι μια ανοησία αυτό? Α? Πού είναι το μυαλό σου?

    – Διάολε, μόλις το σκεφτώ, πως τώρα πηγαίνω κάπου μαζί σου, κουβεντιάζω, κρατάς το χέρι μου, τα πάντα κατρακυλάνε στο κεφάλι μου… Και όταν σταματάω να σκέφτομαι, ότι κάνω κάτι επικίνδυνο, τα πράγματα αμέσως μπαίνουν στη θέση τους, και …

    – Τι?

    – … μου αρέσει πολύ να περπατάω δίπλα σου.

    – Συγκεκριμένα αυτή είναι η αληθινή, ζωντανή «αναγνώριση» για μένα, και τίποτε άλλο. Πως να φτάσεις σε αυτό – να το ζεις, να το εμπιστεύεσαι, – πρώτα απ` όλα πρέπει να απομακρύνεις όλα τα αρνητικά συναισθήματα.

    Ένα παγωμένο ντους με έλουσε από την κορυφή ως τα νύχια (η από τα νύχια ως την κορυφή?), σε όλο μου το κορμί ένιωθα τσιμπήματα, λες και με χτύπησε το ηλεκτρικό ρεύμα.

    – Αδύνατον! Είπες «να απομακρύνεις τα αρνητικά συναισθήματα»?

    – Ναι, ακριβώς αυτό είπα.

    – Ξέρεις κάτι για την πρακτική του ευθύ δρόμου?

    Μάλλον, η ερώτηση μου δεν τον έκανε να αισθανθεί άβολα, τουλάχιστον, το χέρι του έμεινε απόλυτος ήρεμο, ωστόσο, για καμπόση ώρα δεν είπε τίποτα.

    – Και τι ξέρεις εσύ για αυτή την πρακτική?

    – Στην ουσία – σχεδόν τίποτα! Το μόνο, που έχω μέχρι στιγμής, είναι ένα σορό από ερωτήσεις και πολύ λίγες πληροφορίες. Ώστε εσύ ασχολείσαι με αυτή την πρακτική?

    – Δεν μπορώ να σου απαντήσω τώρα στην ερώτηση σου, επειδή μάλλον δεν θα καταλάβεις την απάντηση, όμως, μπορείς να με ρωτήσεις κάτι πιο συγκεκριμένο, έτσι πιθανόν να μπορώ και εγώ να δώσω μια απάντηση.

    – Ο`κεύ. Εσύ μιλούσες για απομάκρυνση των αρνητικών συναισθημάτων. Είσαι ελεύθερος από αυτά?

    – Ναι.

    – Και σου είναι γνωστή η αίσθηση της ήπιας χαράς?

    – Ναι, την γνωρίζω.

    – Ξέρεις τον Λομψάνγκ?

    – Αδιάφορη ερώτηση.

    – Όντως, βλακεία είναι… Και ποια άλλα συναισθήματα έχεις βιώσει ακόμα?

    – Και ποια συναισθήματα βίωσες εσύ, ώστε με ρωτάς, λες και η απάντηση μου θα σου είναι κατανοητή?

    – Είσαι τόσο σίγουρος, ότι εγώ δεν θα καταλάβω τίποτα?

    – Εννοείται, ότι είμαι σίγουρος. Αν δεν νιώθεις ποτέ τα αρνητικά συναισθήματα, χωρίς κόπο θα το δεις αυτό σε έναν άλλο άνθρωπο – ακόμα και στην μικρότερη λεπτομέρεια, σε οποιαδήποτε δική του πράξη – στον τρόπο, που αυτός σωπαίνει, περπατάει, γράφει, ακούει, κοιτάει. Αδύνατον να τα κρύψεις. Ακριβώς με τον ίδιο τρόπο έχουν τα πράγματα και με τις άλλες αντιλήψεις. Τη δεδομένη στιγμή είσαι ένα απόλυτο τίποτα.

    Μια νέα δόση του σκοτσέζικου ντους.

    – Και τότε γιατί έπιασες την κουβέντα μαζί μου?

    – Αυτή την ερώτηση την κάνουν τα αρνητικά σου συναισθήματα. Κοίτα, πόσο εύκολο είναι να σε πειράξω, – εκείνος άφησε το χέρι του, και εγώ ένιωθα τον εαυτό μου εγκαταλελειμμένο. – Φαντάσου έναν έμπειρο προπονητή, ο οποίος βλέπει ένα πεντάχρονο παιδί, που δεν ξέρει τίποτα απολύτως, αλλά ο προπονητής έχει καλό μάτι, και με μεγάλη πιθανότητα θα καταλάβει, αν από αυτόν τον χαζούλη θα βγει ένας καλός αθλητής.

    – Κατάλαβα, κατάλαβα, – εγώ προσπάθησα και πάλι να πιάσω το χέρι του, όμως, αυτός δεν το ήθελε.

    Και πάλι ένιωθα μεγάλο παράπονο, ήμουν σαν ένα μικρό κακομαθημένο κοριτσάκι, που θέλει να κλάψει περισσότερο, επειδή ξέρει, ότι δεν μπορεί να κάνει τα καπρίτσια του, μιας και γνωρίζει, πως έτσι τα πράγματα θα είναι ακόμα χειρότερα.

    – Σίγουρα θα σκέφτεσαι τώρα, ότι σε τιμωρό για τη βλακεία σου, ε?

    – Και δεν είναι έτσι?

    – Όχι, δεν είναι. Όλα είναι πάρα πολύ απλά – εάν θέλω να σου εξηγήσω κάτι, εάν πραγματικά θέλω να με καταλάβεις, μπορώ να κάνω κάποιο πράγμα, που δεν θα αρέσει καθόλου στην προσωπικότητα σου. Και τότε θα αναγκαστείς να βγεις από τα ρούχα σου, για να το πιάσεις το μάθημα. Αλλιώς, εάν η ζωή σου δεν αλλάξει με κανένα τρόπο, δεν υπάρχει περίπτωση να καταβάλλεις τις προσπάθειες, για να κατανοήσεις αυτό, που είναι απρόσιτο για κατανόηση η φαίνεται ακόμα και επικίνδυνο από την ματιά του συνηθισμένου ανθρώπου. Ήθελα να σου δείξω, ότι ανάμεσα μας δεν μπορεί να δημιουργηθεί καμία οικειότητα, αν θα υποστηρίζεις τα αρνητικά συναισθήματα σου. Εγώ απλώς δεν επιθυμώ καμία επαφή με τον άνθρωπο, ο οποίος αντί για εμπιστοσύνη και συμπάθεια προτιμάει την αντιπάθεια και το παράπονο. Δεν θέλω κατηγορηματικά, καταλαβαίνεις? Όχι «προτιμώ να κάνω, πως δεν θέλω», αλλά συγκεκριμένα δεν θέλω.

    – Και πώς διαφέρει αυτό από την τιμωρία?

    – Η τιμωρία προκαλείται από τα αρνητικά συναισθήματα και θεωρίες. Εγώ πράττω μόνο και μόνο από συμπάθεια για σένα.

    – Κάτι παρόμοιο μου έλεγαν οι γονείς μου…

    – Και οι γονείς σου είναι ελεύθεροι από τα αρνητικά συναισθήματα?

    – Όχι, όχι φυσικά. Εκείνοι, μάλλον, δεν έχουν και τίποτε άλλο, εκτός από τα αρνητικά συναισθήματα.

    – Τότε γιατί με συγκρίνεις με αυτούς? Νομίζεις, πως είναι το ίδιο και αυτό – όταν εγώ σου λέω, ότι σε συμπαθώ, και όταν οι γονείς σου λένε, ότι σε αγαπάνε?

    – Μα, δεν ξέρω τίποτα ακόμα για σένα…

    – Δεν είναι αλήθεια. Μάλλον, και πάλι έγινες το συνηθισμένο χαζό κοριτσάκι.

    – Όμως, δεν μπορώ έτσι απλά να πιστέψω, ότι εσύ είσαι ελεύθερος από τα αρνητικά συναισθήματα! – με έπιασε η απελπισία, τόσο πολύ ήθελα να του εξηγήσω, ότι δεν νιώθω αποξένωση για αυτόν, ότι αλήθεια θέλω να του μιλήσω, μα εγώ όντως έχω αμφιβολίες, δεν μπορώ σε μια στιγμή να γίνω άλλος άνθρωπος…

    – Μπορείς!

    – Τι?!

    – Εγώ είπα, ότι μπορείς να γίνεις ένας άλλος άνθρωπος, όταν το θέλεις. Και αυτή είναι μια θεωρία, το ότι οι αλλαγές συμβαίνουν σταδιακά. Είναι ένας νόμος, η κάτι τέτοιο? Εάν ναι, απόδειξε μου, ότι αυτό ισχύει.

    – Όχι, δεν μπορώ να το αποδείξω… Δεν το καταλαβαίνω – αλήθεια, διαβάζεις τις σκέψεις μου?

    – Ξέρω τους ανθρώπους υπερβολικά καλά, επειδή αφιέρωσα πολύ καιρό στην μελέτη του εαυτού μου. Και δεν πρέπει να είσαι μέντιουμ, για να καταλάβεις, τι σκέφτεσαι στις στιγμές απελπισίας…. Δεν θέλω να με εμπιστευτείς τυφλά, όμως, παίρνεις την αντίθετη θέση, και αυτή σε αποχαυνώνει, ίσως ακόμη περισσότερα, απ` ότι αν απλώς θα με είχες πιστέψει. Δεν είσαι ανοιχτή για τίποτα καινούριο, τα ξέρεις όλα, είχες μιλήσει με πολλούς ανθρώπους, και δεν σου είναι κόπος να ερμηνεύσεις όλες μου τις συμπεριφορές με τον τρόπο, που σε βολεύει. Σε αυτό βάζεις μια τελεία, και η επικοινωνία μας γίνεται αδύνατη. Πώς μπορώ να σου αποκαλύψω κάτι, εάν εσύ στιγμιαία θα κολλήσεις εκεί μια γνωστή σε σένα ταμπέλα, παρά το γεγονός, ότι και η ίδια καταλαβαίνεις ξεκάθαρα, ότι συνάντησες κάτι νέο, άγνωστο για σένα?

    Μάλλον, έτσι νιώθει ένας ηττημένος στρατηγός – ο στρατός του τρέχει προς όλες τις μεριές, δεν έχει κανέναν έλεγχο για τις πολεμικές του πράξεις, δεν υπάρχει μέρος να υποχωρήσει, – παντού είναι ο εχθρός, που θριαμβεύει… Ποτέ πριν δεν ένοιωσα τον εαυτό μου περισσότερο απροστάτευτο, εκείνος δεν άφησε μια πέτρα όρθια από όλες μου τις άμυνες… Και με απείλησε κιόλας, ότι θα σταματήσει να μου μιλάει, εάν εγώ θα συνεχίσω να αμύνομαι! Πριν από πολύ λίγο καιρό ήμουν ένας δυνατός πολεμιστής, έτοιμος να απωθήσει τον οποιονδήποτε, που θα μπει στον δρόμο του, και τώρα δίπλα σε αυτόν τον άνθρωπο νιώθω τον εαυτό μου, σαν ένας σιμιγδαλένιος χυλός, που στάζει μέσα στον σκουπιδοτενεκέ. Και το πιο φοβερό – αρχίζω να κατανοώ, ότι ουσιαστικά αυτή είμαι, και ο, τι είχα σκεφτεί για τον εαυτό μου, είναι το αποτέλεσμα της σύγκρισης με άλλα τιποτένια πλάσματα, και είναι η τέχνη της δημιουργίας της ψευδαίσθησης, για να επιβιώσω σε αυτόν τον κόσμο.

    – Ποτέ πριν δεν είχα φανταστεί, ότι μπορώ να φανώ σε κάποιον άλλο ηλίθια.

    – Εσύ δεν μπορείς να φανταστείς καν, πόσο ηλίθια είσαι!

    – Δεν είμαι, βέβαια, και κανένας φιλόσοφος…

    – Δεν παύεις να με εκπλήσσεις, Μάγια!

    Προσπερνώντας αυτή την παρατήρηση, άφησα τον εαυτό μου να παρασυρθεί από την έκπληξη, επειδή αυτός ήξερε το όνομα μου.

    – Ξέρεις, πως με λένε?

    – Δεν υπάρχει τίποτα το εκπληκτικό σε αυτό, εσύ μιλούσες με τον πανδίτη τόσο δυνατά εχτές… Μέσα σε δίκαια οργή σου ξέχασες, ότι του είπες το όνομα σου?

    – Βασικά ναι, όμως, δεν θυμάμαι να το είχα πει…

    Για λίγη ώρα βασίλευε η σιωπή, σαν να έβγαζε ένα συμπέρασμα για όλα, όσα είχαμε πει. Ποιο θα είναι τελικά αυτό το συμπέρασμα? Δεν έχω ιδέα. Για ποιο λόγο τότε βγήκε αυτό το πολυσήμαντο «συμπέρασμα» ? Μήπως προσπαθώ να κάνω εντύπωση στον εαυτό μου? Να μια απόλυτη βλακεία… αδιάκοπη παράσταση, συνεχόμενες προσπάθειες να αποδείξω στον εαυτό μου η στους άλλους την πολυσημαντικότητα μου. Γιατί?

    – Ας επιστρέψουμε στην ερώτηση, για ποιο πράγμα ήρθες εδώ σήμερα.

    – Δεν ξέρω.

    – Εγώ ξέρω, όμως. Ήρθες, επειδή ήθελες να βρεις το δίκαιο, ήθελες να ξεμπροστιάσεις τελείως έναν ψεύτη.

    – Δηλαδή, δεν έπρεπε να έρθω?

    – Δεν είχα πει αυτό. Έχει σημασία το κίνητρο σου. Εάν δεν έχεις σαφήνεια για αυτό το θέμα, αυτό σημαίνει, ότι το κίνητρο εμφανίστηκε μηχανικά. Άλλωστε, ποιο άλλο κίνητρο θα μπορούσε να εμφανιστεί σε έναν άνθρωπο, σκλαβωμένο από τα αρνητικά συναισθήματα?

    – Δεν συμφωνώ μαζί σου, ότι τα πράγματα ήταν ακριβώς έτσι. Πρώτα απ` όλα, ήθελα να μάθω, τι σόι άνθρωπος είναι τελικά…

    – Αυτό ήταν χτες, μην φεύγεις από το θέμα και μην παίρνεις την αμυντική στάση, αλλιώς δεν θα μπορέσουμε ποτέ να καταλάβουμε ο ένας τον άλλον. Σου κάνω την εντύπωση του ανθρώπου, ο οποίος μιλάει απερίσκεπτα, βιαστικά, μέσα στην συναισθηματική τύφλωση?

    – Όχι.

    – Τότε σου προτείνω να βασίζεσαι στην αρχή της λογικής μου. Σκέψου πολύ καλά, πριν μου φέρεις αντίρρηση.

    Εγώ δεν είχα καταλάβει, ότι μέσα σε λίγα λεπτά ξέχασα παντελώς, πως σκόπευα να καλέσω την αστυνομία, επειδή υποψιάστηκα, ότι είναι ένας μανιακός, και ότι μόλις τον γνώρισα. Απρόσμενα για τον εαυτό μου, άρχισα να τον ακούω, σαν δάσκαλο, και για κάποιο λόγο δεν μου ήρθαν αμφιβολίες, για το ότι εκείνος όντως μπορεί να μου μάθει πράγματα, τα οποία για μένα ήταν πολύ σημαντικά. Μάλλον, ποτέ πριν κανένας δεν είχε καταφέρει να τραβήξει τόσο πολύ το ενδιαφέρον μου…

    – Εντάξει.

    – Λοιπόν, όταν εσύ αντιστέκεσαι στην κοινωνία, μπορεί να έχεις τα πιο διαφορετικά κίνητρα. Ακόμα και εάν σε οδηγεί η επιθυμία να μάθεις την αλήθεια, η να νικήσεις τους φόβους σου, αυτό δεν σημαίνει, ότι είσαι ελεύθερη από τους σκοτισμούς. Στις επιθυμίες σου και πάλι κολλάνε τα αρνητικά συναισθήματα, η χαιρεκακία, και η αρνητική αντιμετώπιση, και η θέληση της εκδίκησης και δικαιοσύνης. Έτσι δεν είναι?

    – Έτσι! Και εγώ προσπαθούσα συνεχεία να διαχωρίσω – η το ένα, η το άλλο. Ποτέ δεν είχα σκεφτεί, ότι οι χαρούμενες επιθυμίες και τα συναισθήματα μπορούν να αναμειχθούν με τους σκοτισμούς.

    – Αυτή είναι μια τέχνη – να καθαρίζεις τις πράξεις σου από τη βρομιά, η οποία κολλάει σε αυτές. Εμένα με ενδιαφέρει αυτό – χτες είδα στον εαυτό σου όχι μόνο τον επαναστάτη, ο οποίος θέλει να γίνουν τα πάντα, όπως αυτός θεωρεί δίκαιο. Είδα σε σένα και κάτι άλλο, και για αυτό περπατάω τώρα πλάι σου.

    Ήθελα να του πω για την πρώτη μου εμπειρία της αντιπαράθεσης, και του είπα με κάθε λεπτομέρεια την ιστορία για τον ταντρικό γκουρού.

    – Κατάλαβες δηλαδή, ποιος ήταν ο βασικός σου φόβος?

    – Δεν είχα αναρωτηθεί για αυτό ποτέ. Ποιος ήταν?

    – Περιμένεις από εμένα να στο πω? Και εσύ η ίδια δεν έχεις επιθυμία να συλλογιστείς για αυτό το θέμα? Δεν σε ενδιαφέρει αυτό?

    Αισθάνομαι, σαν σχολιαρόπαιδο, που δεν διάβασε καλά στο σπίτι… Ενώ εγώ ήθελα να κάνω εντύπωση με την ιστορία μου, τελικά κατάφερα να τα ακούσω κιόλας… Διάολε! Τι θέλω στην ουσία? Θέλω την ελευθερία, η μια ήρεμη ζωή και ευχάριστη πολυλογία? Διότι αυτός ο άνθρωπος, οποίος και να είναι, μου κάνει κάποιες ερωτήσεις, οι οποίες αφορούν τη ζωή μου, και με τη βοήθεια τους μπορώ να τη δω από μια άλλη πλευρά. Και εγώ θυμώνω τώρα, σαν καπριτσιόζικο παιδί, σαν κορίτσι, το οποίο δεν καταφέρνει να χειραγωγήσει ένα αγόρι, και σε κάτι τέτοιες στιγμές θέλω να του πει αντίο, να του δείξει την περηφάνια του. Όμως, δεν θέλω να φύγω στ` αλήθεια, αλλά θέλω να με σταματήσει, και να καταλάβει, ότι δεν μπορεί να μου φέρεται έτσι, ότι δεν είμαι κάποια αγαθούλα, που εκείνος μπορεί να βουτάει με τη μούρη, όπως κάνουν με ένα κουτάβι, σε όλες τις αταξίες της. Λες και αρχίζει να απελευθερώνεται ένα ελατήριο, ανά πάσα στιγμή μπορώ να εκραγώ με παράπονο, θυμό, αποξένωση, κρύα αντίρρηση… Με τρίξιμο στρίβω πίσω τα γρανάζια αυτού του μηχανισμού και αναγκάζω τον εαυτό μου να σκεφτεί ξανά για την ερώτηση του.

    – Μάλλον, ο φόβος ήταν, ότι εκείνος είναι ένας σεβαστός άνθρωπος, και ποιος ξέρει, τι θα μπορούσαν να μου κάνουν εκεί ως αντίποινο για την επίθεση εναντίον του…

    – Είσαι ικανοποιημένη με αυτή την απάντηση? Μου φαίνεται, πως θέλεις να πετύχεις στην εξέταση, και όχι να ξεκαθαρίσεις κάτι.

    – Εντάξει, τέλος, θα αρχίσω να σκέφτομαι.

    Για κάμποσο καιρό περπατάμε σιωπηλά. Δεν έχω συνηθίσει να σκέφτομαι πολλή ώρα για κάτι – παλιά ιστορία… Συνήθως οι πιο ενδιαφέρουσες σκέψεις εμφανίζονται χωρίς οποιοδήποτε κόπο εκ μέρους μου. Εάν θέλω να καταλάβω κάτι, να λύσω ένα πρόβλημα, η κατανόηση εμφανίζεται κανονικά έπειτα από λίγα δευτερόλεπτα, ωστόσο, όταν αυτό δεν συμβαίνει, εγώ γίνομαι απολύτως αβοήθητη. Κάποτε για ένα χρονικό διάστημα ήμουν η καλύτερη στην τάξη στα μαθηματικά. Όλοι θαύμαζαν τις ικανότητες μου, και εγώ απορούσα – μα τι το αξιοθαύμαστο βρίσκουν? Αφού η λύση για την απάντηση απλώς γεννιέται στο κεφάλι μου, το μόνο, που μένει να κάνω, είναι να υπολογίσω και να τα καταγράψω τυπικά. Όταν ξεκίνησε ένα τέτοιο μάθημα, όπως η φυσική, έγινα η χειρότερη στη τάξη. Δεν μπορούσα να καταλάβω απολύτως τίποτα. Η κατανόηση αυτής απαιτούσε μια τέτοια προσπάθεια, για την οποία εγώ δεν ήμουν ικανή. Μετά από πέντε λεπτά κόπου πάνω από το τετράδιο της φυσικής με έπιανε μανία, πετούσα το βιβλίο, έκλαιγα, και μισούσα τον αδερφό μου, ο οποίος σπούδαζε στο τμήμα φυσικής του πανεπιστήμιου, αλλά δεν με βοηθούσε να διαβάσω ποτέ.

    Τώρα αντιμετώπιζα παρόμοιες δυσκολίες. Χώθηκα σε μερικές απόψεις, εμφανιζόμενες ακούσια στο κεφάλι μου, και κατάλαβα, ότι δεν είναι αυτό που έψαχνα, βρέθηκα στο κενό. Τι άλλο να σκεφτώ – δεν ξέρω. Στο κεφάλι μου συνέχεια εισβάλλουν κάποιες βλακείες – αποκόμματα από τραγούδια, δυνατές ανόητες φράσεις, κομμάτια από αναμνήσεις. Τα αποτινάζω από πάνω μου, σαν νυχτερίδες (ποτέ δεν τους είχα διώξει, αλλά το φαντάζομαι πολύ ξεκάθαρα αυτό) και προσπαθώ να σκεφτώ ξανά και ξανά.

    – Μπορείς να μου πεις τώρα, τι ακριβώς κάνεις? – στη φωνή του και πάλι δεν υπήρχε καμία αποξένωση, αντιθέτως – έπιασα στον τόνο του το ενδιαφέρον, και κατάλαβα, ότι τώρα θα με βοηθήσει να ξεκαθαρίσω, και χάρηκα πολύ για αυτό.

    – Σκέφτομαι, ποιος ήταν ο βασικός μου φόβος στην περίπτωση του γκουρού.

    – Όχι τόσο πολύ για τον ίδιο τον γκουρού, όσο γενικώς σε εκείνο το πείραμα… Όταν λες «σκέφτομαι» τι εννοείς συγκεκριμένα?

    – Εεεε…

    – Αυτή η αρχή δεν είναι καθόλου απαραίτητη.

    – Ε, μα ναι…

    – Και η κατάφαση αυτή επίσης.

    Φαίνεται, πως η κάθε μου πράξη είναι χαζή. Δεν μπορώ να πιστέψω, είναι όντως έτσι? Η μόνο μαζί του είμαι τόσο ηλίθια? Δεν είχα παρατηρήσει πριν τέτοια εντατικότητα των ανόητων πράξεων.

    – Διαλέγω διάφορες εκδοχές και κοιτάζω – ποια θα ταιριάξει περισσότερα.

    – Το ήξερα αυτό. Με αυτόν τον τρόπο μπορείς να βρεις την απάντηση μόνο σε πιο πρωτόγονες ερωτήσεις, οι απαντήσεις τους είναι οφθαλμοφανείς για σένα, γνωστές, διότι εσύ διαλέγεις τις εκδοχές που γνωρίζεις ήδη. Τι, όμως, μπορεί να σου είναι γνωστό? Μόνο αυτό, που προϋπήρχε στην φτωχή σου πείρα.

    – Γιατί θεωρείς την πείρα μου φτωχή?

    – Μα φυσικά, εάν συγκρίνεις την δική σου πείρα με την πείρα εκείνου του Ινδού, τότε, βέβαια, μπορούμε να σε ονομάσουμε παιδί-θαύμα και λαμπρή προσωπικότητα. Σε ικανοποιεί μια τέτοια σύγκριση?

    – Όχι, δεν με ικανοποιεί.

    – Τότε σταμάτα να μιλάς για λίγο, όσο εγώ θα σου λέω για έναν τέτοιο τρόπο νόησης, ο οποίος θα σου επιτρέψει να κάνεις τις αληθινές ανακαλύψεις.

    Ναι, έπρεπε να γίνω και πάλι τόσο ηλίθια, ώστε να ξεκινήσω ξανά να υπερασπίζομαι την μοναδικότητα μου! Από που αυτός έχει τόση υπομονή και συνεχίζει να μιλάει μαζί μου…

    – Θυμήσου για άλλη μια φορά την κατάσταση, στην οποία ο φόβος εκδηλώθηκε ιδιαίτερα δυνατά… Και τώρα μην προσπαθείς να αρχίσεις την διαλογή των σκέψεων σου, συγκεντρώσου σε εκείνη την κατάσταση και προσπάθησε να καταλάβεις, να πάρεις μια ξεκάθαρη απάντηση στην ερώτηση σου. Η επιθυμία σου πρέπει να διαλευκάνει την τότε κατάσταση, στην οποία εσύ κοιτάς τώρα, σαν να είναι τα δυο μισά ενός καρυδιού …μην αφήνεις τις άλλες σκέψεις να επέμβουν σε αυτή την διαδικασία και απομάκρυνε την αυξανόμενη απροθυμία να συγκεντρωθείς σε αυτό το ζήτημα, – αυτό είναι το βασικό εμπόδιο, που σε κάνει αλλοπρόσαλλη, εάν δεν του αντιπαραθέσεις την ακλόνητη επιθυμία σου.

    Ένοιωσα ζέστη. Σαν βραστήρας, από το καπάκι του οποίου προς όλες τις μεριές φυσάει ατμός, το καπάκι κάνει φασαρία και αναπηδά… Γαντζώθηκα στην εικόνα της παλιάς κατάστασης με νεκρωτική λαβή, μη αφήνοντας καμία επιθετική μούρη να την πλησιάσει, όμως, φαίνεται, πως οι δυνάμεις μου αρχίζουν να με αφήνουν, δεν πετυχαίνω τίποτα… Θέλω να καταλάβω πάρα πολύ, να βρω την απάντηση. Είναι σαν κάποιο σπορ – τόσο πολύ θέλεις να πηδήξεις όμορφα και ψηλά. Η δεν είναι σωστό κίνητρο και πάλι? Μα όχι, στο διάολο τα αθλητικά επιτεύγματα, αφού εγώ στην πραγματικότητα θέλω να υπερνικήσω αυτά τα εμπόδια και να καταλάβω, διότι η ανακάλυψη αυτή μπορεί να αλλάξει όλη τη ζωή μου! Και ξαφνικά όντως άνοιξε κάτι, σαν ένα μπουμπούκι, και τώρα μπορούσα να δω το λουλούδι από μέσα. Και το κατάλαβα! Δεν μπορώ να πω, πως έγινε αυτό, όμως, εγώ το ΚΑΤΆΛΑΒΑ!

    – Περισσότερο απ` όλα εγώ φοβόμουν την κατάκριση των άλλων ανθρώπων.

    Είχα την αίσθηση, ότι το πρόσωπο μου φωτίστηκε από μέσα και έγινε πιο λείο, και εκείνος σίγουρα το πρόσεξε αυτό.

    – Και τώρα εσύ τι σκέφτεσαι για αυτό το θέμα?

    – Ότι η γνώμη των άλλων ανθρώπων δεν έχει απολύτως καμία σημασία, – καταπληκτικό, εγώ το λέω αυτό? – Ο φόβος αυτός δεν βασίζεται σε τίποτα, διότι στην πραγματικότητα η γνώμη των άλλων ανθρώπων δεν αλλάζει με κανέναν τρόπο τη ζωή μου.

    Έλα να δεις! Ακόμα και η φωνή μου έγινε διαφορετική, σαν να μπήκε μέσα μου κάποιος σοφός, γνωστικός, με αυτοπεποίθηση και ήρεμος… Μέσα στο κεφάλι μου – απαλό χρυσαφένιο φως, και η κάθε σκέψη, που βγαίνει από το φως αυτό, προκαλεί ευχάριστες, έντονες αισθήσεις μέσα στο κεφάλι και στην καρδιά μου. Οι χαοτικές σκέψεις υποχώρησαν κάπου, και δεν ήθελα καθόλου να επιστρέψω σε αυτές. Γενικώς δεν ήθελα να σκεφτώ τίποτα, τόσο το εκπληκτικό, το ότι μπορώ να μην το κάνω αυτό τώρα απλώς επειδή δεν το θέλω. Ήθελα να σπρώχνω μαλακά τον εαυτό μου προς αυτό το φως, παραμερίζοντας τα πάντα, που τραβάνε την προσοχή μου από αυτό. Παρά το ότι οι σκέψεις ήταν ηλιόλουστες και χαϊδευτικές, η συγκέντρωση στην χρυσαφένια σιωπή βιώνονταν ως κάτι πολύ βαθύτερο.

    – Πώς κατάφερα να τα κάνω όλα αυτά? Και τόσο εύκολα…

    – Οι ειλικρινείς προσπάθειες συν η επίδραση της παρουσίας.

    – Συν τι?

    – Δεν έχει σημασία…

    …Μια τυλιγμένη με κισσό πορτούλα εμφανίστηκε μπροστά από τη μύτη μου τελείως ξαφνικά. Την φώτιζε το κοντινό φεγγάρι, και το σπίτι στο βάθος του κήπου πρόλαβε να μου φανεί κακοπροαίρετο… Μόλις τώρα είχα συνειδητοποιήσει, ότι ο άγνωστος με έφερε στο σπίτι του, και ότι δεν θα μπορέσω μόνη μου να επιστρέψω στο ξενοδοχείο, επειδή δεν είχα ιδέα, πως φτάσαμε ως εδώ.

    – Αυτό είναι το σπίτι σου? – τον ρώτησα εγώ με πνιγμένη φωνή.

    Εκείνος γέλασε δυνατά και καλοσυνάτα και με έσπρωξε μπροστά.

    – Ακόμα μπορείς να υποθέσεις, ότι σκοτώνω η βιάζω κάποιους?

    – Όχι… Αλλά τρόμαξα, δεν ξέρω γιατί.

    – Πέρασε, θα σου αρέσει εκεί.

    Ο φόβος χάθηκε, και αμέσως τα πάντα γύρω μου τυλίχθηκαν με μαλακή μαγεία. Αυτό μοιάζει τόσο πολύ με ένα όνειρο! Μακάρι να μην ξυπνήσω…

    Το σπίτι μύριζε λιγάκι με ρετσίνα με πίσσα και αρώματα. Τα φώτα άναψαν, και βρέθηκα σε ένα μικρό χολ, από το οποίο μερικές πόρτες οδηγούσαν στο άγνωστο.

    – Ήδη μου αρέσει:) Έχω την εντύπωση, πως εδώ είναι το σπίτι μου…

    Και νομίζω ακόμα, πως ξέρω, τι βρίσκεται πίσω από αυτή την πόρτα… Μισοστρόγγυλο δωμάτιο με ζεστό ξύλινο πάτωμα… Είναι λίγο δύσκολο να εστιάσω την όραση μου, σαν να είχα μεθύσει ελαφρώς… Τα μοναδικά έπιπλα – δυο ψηλά ράφια για βιβλία, που αμέσως τράβηξαν το ενδιαφέρον μου. Ένα πλατύ παράθυρο, το οποίο δεν φαίνεται τώρα πίσω από τη λινή αδιαφανής κουρτίνα… Μέσα σε μικρές εσοχές στους τοίχους υπάρχουν τυλιγμένα χαλάκια, μαξιλάρια για πλάτη… Κοιτάζω πίσω μου… βρίσκω ένα σημείο, που θέλω να πάω… Μπαίνω εκεί, και όλα παίρνουν τη θέση τους, η εικόνα γίνεται σταθερή και ξεκάθαρη.

    – Θέλεις να φας?

    Μόνο μετά από την ερώτηση του κατάλαβα, ότι πεινάω απίστευτα, ότι τα πόδια μου βουίζουν και πεθαίνω από τη κούραση. – Εδώ μπορείς να κάνεις τα πάντα. Αν πεινάσεις – η πόρτα αυτή πάει στην κουζίνα. Ο, τι υπάρχει εκεί, οτιδήποτε – είναι στην διάθεση σου… Το μπάνιο και η τουαλέτα – εκεί, αριστερά, και αυτό το δωμάτιο θα είναι δικό σου. Εκεί θα βρεις ο, τι χρειαστείς. Νομίζω, ότι δεν θα χαθείς:)

    Και με τις λέξεις αυτές εξαφανίστηκε.

    Το δωμάτιο με κοιτούσε με περιέργεια, σαν παλιά γνωστή του, που είχε να φανεί πολύ καιρό. Κλείνω τα μάτια μου, και θυμάμαι, ότι αυτό είχε γίνει κάποτε, – σαν να είμαι σε κατάστρωμα ενός καραβιού, το οποίο κουνάει ελαφρά από την μια μεριά στην άλλη… πιο δυνατά… Τώρα είναι σαν κούνια… Να πάρει! Τώρα θα γλιστρήσω δεξιά! Ανοίγω τα μάτια μου, δεν κουνάει τίποτα… Δεν καταλαβαίνω – κοιμάμαι η όχι? Αγγίζω το πάτωμα μπροστά μου, το μαξιλάρι πίσω από την πλάτη μου… Όλα βουίζουν λίγο, όπως στο όνειρο μου, και όμως, δεν είναι ένα όνειρο αυτό… Η ανησυχία τυλίχτηκε μέσα στην κοιλιά μου – μήπως με τάισε με κάποια παραισθησιογόνα? Όχι, όχι, αυτός δεν μοιάζει για κακοποιό… και πάλι δεν είμαι, όπως είμαι συνήθως. Δεν μπορώ καν να πω, τι άλλαξε… Είμαι υπερβολικά κουρασμένη, η υπνηλία με παρασέρνει στη γλυκιά της δύνη, δεν θέλω να αντισταθώ σε αυτήν… Πόσο άνετα είναι εδώ, ποτέ δεν μπορούσα να φανταστώ, ότι μπορεί να είναι τόσο ωραία! Να τα αφήσω όλα… να μείνω… να μείνω για πάντα εδώ, σε αυτό το σπίτι, με αυτόν τον άνθρωπο… Με τη σκέψη του η επιθυμία άναψε κάτω στην κοιλιά μου, όμως, ο ύπνος με νίκησε.

    …Πού είμαι? Κοιτάζω στο σκοτάδι – είμαι στο ίδιο δωμάτιο, όπου είχα κοιμηθεί. Πόση ώρα κοιμόμουν και ποιος έκλεισε τα φώτα? Πεινάω για τα καλά, και φοβάμαι λιγάκι να αναζητήσω την κουζίνα μέσα στο απόλυτο σκοτάδι. Αυτόν τον φόβο ονομάζουν παιδικό, όμως, για μένα είναι αιώνιος και καθόλου παιδικός!:) Όλα ξεκίνησαν, όταν ήμουν πολύ μικρή ακόμα – αυτό είναι σίγουρο, και θυμάμαι πολύ καλά, τι συνέβη. Δεν ξέρω, ποσών ετών ήμουν, περίπου δυο μάλλον. Πάω για ύπνο, κλείνω τα μάτια μου και βλέπω έναν σκοτεινό χορό, που μοιάζει με χολ… Θέλω να προχωρήσω, και έχω ενθουσιαστεί – τι είναι εκεί μπροστά μου? Χωρίς αμφιβολίες, χωρίς κανένα φόβο βουτάω σε αυτό το σκοτάδι, και από κάπου ψηλά πάνω μου πέφτουν δυο τεράστιες πυρήνες τίγρεις, με καίνε και με πετάνε πίσω… Αυτό γίνεται μερικές νύχτες σερί, το όνειρο μου είναι τόσο αληθινό, πονάω τόσο πολύ, ξυπνάω με πραγματικά εγκαύματα, τα οποία οι προβληματισμένοι γιατροί περνάνε για αλλεργία, άγνωστης αιτιολογίας και με άγνωστη θεραπεία. Προσπαθώ να πω για τα όνειρα στους γονείς μου, αλλά αυτό προκαλεί την ανεξέλεγκτη ανησυχία σε αυτούς – με δείχνουν σε έναν ψυχίατρο, ο οποίος με βρίσκει απολύτως υγιές παιδί, ίσως λιγάκι πιο συναισθηματικό από τους άλλους, αλλά «χωρίς παθολογίες».

    Από τότε άρχισα να φοβάμαι το σκοτάδι, όταν είμαι ξύπνια. Μέχρι και σήμερα φοβάμαι να βγάλω τα χέρια μου πάνω από την κουβέρτα, επειδή έτσι νιώθω ιδιαίτερα ευάλωτη. Εάν πρέπει να περπατήσω σε ένα σκοτεινό διαμέρισμα, νιώθω σχετικά ασφαλής μόνο, αν ξέρω ακριβώς, που βρίσκονται οι διακόπτες και πόσο χρόνο χρειάζομαι, για να τους φτάσω. Και τώρα φοβάμαι να σηκωθώ και να πάω στην κουζίνα, ειδικά σε αυτό το σπίτι… Όταν διάβαζα τον Καστανέδα για τελευταία φορά, σχεδόν προσευχόμουν να με «βρούνε» οι μάγοι… Ποιοι μάγοι, εδώ δεν μπορώ μέχρι την κουζίνα να φτάσω από το φόβο μου! Είμαι ήδη είκοσι πέντε ετών, και τίποτα δεν έχει αλλάξει στον φόβο, έτσι και θα πεθάνω, σαν ένα δειλό τιποτένιο πλάσμα. Σηκώνομαι, πάω στο πιο σκοτεινό μέρος του δωματίου, από το οποίο από στιγμή σε στιγμή θα βγει… Δεν υπάρχει τίποτα πιο τρομακτικό από το άγνωστο. Εάν βγει, εγώ θα ξέρω ήδη, που πρέπει να το κοπανίσω, η προς τα που να τρέξω από αυτό… Και τώρα είναι όλα ήσυχα ακόμα, ο φόβος απλά με παραλύει. Στέκομαι στο κεντρικό σημείο του τρομακτικού μέρος , και μένω εκεί, μισοπεθαμένη, φοβούμενη να κουνήσω τα χέρια μου, με σκληρή βούληση επιβάλλω στον εαυτό μου να είναι στην θέση του και να μην αρχίσω να τρέχω πανικόβλητη μέσα στο δωμάτιο, αναζητώντας τον διακόπτη.

    Δεν συμβαίνει τίποτα, μόνο η ησυχία γύρω μου σπινθηρίζει λιγάκι από την ένταση. Ο φόβος με αφήνει σιγά-σιγά… Τι είναι σε εκείνη τη γωνία? Εκεί, εκεί, εκεί στη γωνία, χτύπησε και πάλι η καρδιά μου… Σπρώχνω τον εαυτό μου στην διαολεμένη γωνία, είναι τόσο σκοτεινή, φαίνεται, πως θα μπορούσα να πέσω εκεί…. μα όχι, χτυπάω σε έναν τοίχο και καταλαβαίνω, ότι φοβάμαι να μείνω με την πλάτη, εκτεθειμένη σε ένα δωμάτιο, όπου δεν ξέρω τη γίνεται αυτή τη στιγμή. Ορίστε, άλλο ένα αιώνιο πρόβλημα, όταν πάω να κοιμηθώ – προς τα πού να γυρίσω το πρόσωπο μου, από πού να περιμένω επίθεση? Διότι «αυτοί» είναι πονηροί, μπορούν να συρθούν και στην ρωγμή ανάμεσα στον τοίχο και το κρεβάτι μου – και μέσα σε τέτοια τρέλα περνούσε σχεδόν κάθε βράδυ μου… Στέκομαι με τη πλάτη στο δωμάτιο, σκληρή, σαν σανιδά. Η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή… Τρίξιμο!!! Βγάζω ένα σύντομο τσίριγμα, πετάγομαι στη θέση μου, μέσα σε μια στιγμή βρίσκομαι με το πρόσωπο προς το δωμάτιο… δεν μου φτάνει ο αέρας, το στόμα μου ξερό… Το δωμάτιο, όμως είναι άδειο, φυσικά, είναι απλώς ένας μικρός νυχτερινός θόρυβος. Μάλλον, φτάνει για μένα, σήμερα. Με έκπληξη ανακαλύπτω, ότι το χέρι μου είναι πάνω στον διακόπτη, ο οποίος έκανε ένα μικρό κλικ, και το δωμάτιο και πάλι έγινε μαλακό και φιλικό.

    Απ` ότι φαίνεται, πουθενά εδώ δεν υπάρχουν έπιπλα. Η κουζίνα μόνο λέγεται κουζίνα, το ψυγείο την κάνει τέτοια… Αντί για τραπέζι – κάτι σαν μεγάλη ξύλινη εξέδρα, λες και έκοψαν κοντά τα πόδια του. Πολύ λίγα σκεύη, χωρίς καρέκλες, χαρτοπετσέτες, τραπεζομάντιλα, κουρτινάκια, σερβίτσια – είναι όλα τόσο απλά! Ακριβώς έτσι θέλω να ζήσω και εγώ, αλλά για κάποιο λόγο ακόμα και από το δικό μου διαμέρισμα δεν κατάφερα να πετάξω όλα τα πράγματα, που είχαν συσσωρευτεί εκεί με διάφορους τρόπους, – θα μπορούσα να βάλω εκείνο το βαζάκι στο παράθυρο, και το σερβίτσιο αυτό βολεύει, όταν έρχεται κάποιος… Φου, αρρωσταίνω και μόνο που το θυμάμαι τώρα! Αν κάποτε θα επιστρέψω στο σπίτι, θα πετάξω στο διάολο τα πάντα, θα αφήσω μόνο τα απολύτως αναγκαία… Και αμέσως άρχισαν να βγαίνουν οι νέες βρομερές σκέψεις – άρχισα να σκέφτομαι, σε ποιον να δώσω το ακριβό σερβίτσιο, σε ποιον τον καναπέ… Αυτό είναι απλώς μια παραίσθηση. Μέσα σε πολύ λίγα δευτερόλεπτα με ρούφηξε με το κεφάλι η σάπια νοικοκυροσύνη. Εγώ είμαι η σιχαμερή γριά, που βρομάει υγρασία και ναφθαλίνη, τρέμει για τα σερβίτσια και τα προικιά της. Κοίταξα γύρω-γύρω – ευτυχώς, δεν με βλέπει κανένας εσωτερικά τώρα! Εάν Αυτός θα το έβλεπε, θα με είχε διώξει αμέσως από το σπίτι μου. Θα βρω κάπως την άκρη με αυτή την σαπίλα μόνη μου , χωρίς να το βγάλω σε κοινή θέα. Και μόνο από τη σκέψη, ότι θα με δει κάποιος έτσι, ανατριχιάζω από τη φρίκη.

    Ανθότυρο με μέλι, καρύδια, δαμάσκηνα, – όλα είναι τόσο νόστιμα εδώ, ξεχνάω ακόμα, ότι μόλις τώρα βρήκα μια απαίσια γριά μέσα μου. Θέλω να καθίσω για λίγο καιρό στην κουζίνα, και εδώ μου αρέσει πολύ, αν και διαφορετικά, απ` ότι στο δωμάτιο. Έχω την εντύπωση, πως το κάθε μέρος αυτού του σπιτιού έχει τον χαρακτήρα του, και μου είναι πολύ γνώριμος.

    Μέσα στο δωμάτιο, το οποίο μου έδειξαν για δικό μου, επίσης δεν υπάρχει τίποτα, εκτός από μια σχεδόν κρυφή κτιστή ντουλάπα, και ένα μονό στρώμα. Χώθηκα κάτω από την κουβέρτα και αμέσως ήρθε η αίσθηση της αιώρησης, σαν να πετάω πάνω σε ένα ιπτάμενο χαλί τόσο ψηλά στον σκοτεινό ουρανό, ότι θα μπορούσα να δω τον κόσμο όλο, εάν υπήρχε το φως. Ψίθυρος, στην αρχή σχεδόν δυσδιάκριτος, και μετά γίνεται όλο και πιο ξεκάθαρος, σε μια άγνωστη γλώσσα λέει πάρα πολύ γρήγορα κάποιες προσευχές, η ξόρκια… Σε αυτόν ενώνεται και άλλος ένας, και άλλος, και άλλος… πλησιάζουν, με περικυκλώνουν από όλες τις πλευρές, γεμίζοντας τον εαυτό μου με όλο και μεγαλύτερη γαλήνη. Ολισθαίνω μέσα στον ύπνο, ονειρεύομαι, ότι έχω πεθάνει, και όλοι γύρω μου κλαίνε, υποφέρουν. Είναι τόσο όμορφο, – έχω πεθάνει, άρα, δεν θα χρειαστεί πια να τους εξηγώ κάτι, να γράφω, μπορώ να μείνω για πάντα σε αυτό το σπίτι, αφού εδώ ο χρόνος δεν υπάρχει… Δεν υπάρχει χρόνος, δεν υπάρχει χρόνος… – ξεκάθαρος ψίθυρος, πάρα πολύ κοντά, ή μέσα στο ίδιο μου το κεφάλι.