Ελληνικα change

Error

×

Κεφάλαιο 23

Main page / Μάγια 1: Φορς-Μινόρ / Κεφάλαιο 23

Περιεχόμενα

    Τα Άσραμ με συνάντησαν με μεγάλη ατσάλινη ασπίδα – λίστα από απαγορεύσεις. Πρώτα απ` όλα, φυσικά, απαγορεύεται να φιλιέσαι, και γενικώς να εκδηλώνεις με οποιονδήποτε τρόπο την «φυσική έλξη». Ενδιαφέρον, πώς αυτό αντιτίθεται στην πνευματική αναζήτηση? Καθαρή υποκρισία, το γράψανε πρώτο κιόλας… μπορώ να φανταστώ, τι είδους άνθρωποι ζουν εδώ, αν είναι έτοιμοι να συμφωνήσουν, ότι το φιλί θεωρείται ίδιο έγκλημα, όπως η χρίση ναρκωτικών και του αλκοόλ. Απαγορεύεται η είσοδος μετά από της δέκα η ώρα – μου θύμισαν τις σοβιετικές εποχές, τις κατασκηνώσεις των πιονέρων… Παρεμπιπτόντως, δεν ζει κανένας εδώ, και το ίδιο κτίριο του άσραμ μοιάζει περισσότερο με στρατώνα, παρά με ένα μέρος, όπου θα ήθελες να ασχοληθείς με την πρακτική. Στο διάολο η μελέτη των άσραμ! Ας μπω καλύτερα στο Ίντερνετ, να ελέγξω το ταχυδρομείο, πρέπει να έχουν γρήγορη σύνδεση εδώ.

    …Δεν είναι αυτά που ήθελα. Βασανιστικά πράγματα. Όλο και μεγαλώνει ο διχασμός από την άγνοια, τι να κάνω μετά, σχεδόν με κομματιάζει, – μέσα μου κινείται κάτι και τώρα δεν μπορεί να σταματήσει, ούτε να καθίσω ήσυχα στην καρέκλα δεν μπορώ. Να μείνω εδώ και άλλο? Γιατί? Να φύγω? Να πάω που?… Μήνυμα από τον Ντένι! Πέντε λεπτά λήθης.

     

    «Για σου, κοριτσάκι μου:) Επιτέλους έφτασα στο Νεπάλ – ο δρόμος τελικά ήταν πολύ μακρύς. Τώρα βρίσκομαι στο Ποκχάρ – τα Ιμαλάια είναι ακριβώς από πάνω, πάνω από το κεφάλι μου, οι χιονισμένες κορυφές γύρω-γύρω, ενώ εδώ – ο ήσυχος φθινοπωρινός καιρός στην όχθη της λίμνης. Η εποχή των μουσώνων δεν τέλειωσε ακόμα – φέτος ήταν πολύ πιο παρατεταμένη, κάθε μέρα ώρες – ώρες βρέχει, καμιά φορά δυνατά, στα βουνά κοντά μας οργιάζουν τα ορμητικά νερά, και με αυτόν τον καιρό δεν θα πάω σε υψόμετρο, θα περιμένω, όταν θα έρθει πιο ηλιόλουστος σταθερός καιρός, τότε σε μια-δυο μέρες οι δρόμοι θα στεγνώσουν, ο ήλιος εδώ είναι σκληρός, και εγώ θα ξεκινήσω το ταξίδι μου. Για αυτό θα μείνω για μερικές μέρες ακόμα, έχω πρόσβαση στο Ίντερνετ, και μετά για έναν μήνα θα χαθώ από τον έξω κόσμο.

    Θέλω να μοιραστώ μαζί σου τα κατορθώματα μου στην απομάκρυνση των αρνητικών συναισθημάτων. Προχτές ήμουν τελείως εξαντλημένος με το μακρύ ταξίδι, και όταν έφτασα στο ξενοδοχείο, ήταν ήδη αργά το βράδυ. Για λίγη ώρα ακόμα έκανα κάποια αναγκαία πράγματα, σε αυτόματο πιλότο – συμπλήρωνα το έντυπο στην ρεσεψιόν, έκανα μπάνιο, και όταν ξαφνικά τα πάντα ησύχασαν κάπως, τρόμαξα – τόσο άδεια και ανόητη μου φάνηκε η ζωή μου εκείνη τη στιγμή.

    Έβρεχε, είχε πολύ ησυχία, και εγώ θυμήθηκα, πως όταν ήμουν μικρός, ξυπνούσα συχνά στη μέση της νύχτας και δεν νύσταζα καθόλου. Ήταν μια πολύ ανησυχητική κατάσταση – όλοι κοιμούνται του καλού καιρού, και εγώ είμαι αναγκασμένος να ξαπλώνω στο σκοτάδι και αισθάνομαι τον εαυτό μου ατελείωτα μοναχικό. Ιδιαίτερα έντονα αυτό φαινόταν στο παιδικό σταθμό – οικοτροφείο, οι γονείς μου με έδωσαν εκεί, επειδή δεν μπορούσαν να με πηγαίνουν κάθε μέρα στο σχολείο. Εκεί ζούσα όλη την εβδομάδα, και επέστρεφα στο σπίτι το σαββατοκύριακο. Θυμάμαι πάρα πολύ καλά, πως κοιτούσα μέσα στο σκοτάδι, και μετά από λίγο καιρό άρχιζα να διακρίνω τα πάντα. Μπορούσα να ξαπλώνω έτσι για ώρες, νιώθοντας απαίσια, ονειρευόμουν να έρθει πιο γρήγορα το πρωί.

    Προχτές ήρθαν συναισθήματα, σχεδόν ίδια με αυτά, τα οποία είχα στην παιδική μου ηλικία – και ένοιωθα τόσο θλιμμένος, και λυπόμουν τον εαυτό μου, όπως τότε… Θέλησα να βρεθεί κάποιος κοντά μου, να μένει μαζί μου συνέχεια, για να μπορέσουμε να φροντίζουμε ο ένας τον άλλον, και μέσα σε αυτές τις φροντίδες να μην παρατηρώ εκείνο το τρομακτικό κενό, που μου επιτίθεται, όταν τα πάντα ηρεμούν και εγώ μένω μόνος μου.

    Και ξαφνικά ξύπνησε μέσα μου η μανία. Αληθινή μανία! Δεν ήταν ούτε κακία, ούτε το μίσος, γενικώς δεν ήταν τίποτα επιθετικό. Σαν να έπεσε από πάνω μου ο, τι ανθρώπινο υπήρχε… Η το αντίθετο – μόνο εκείνη τη στιγμή ήμουν Άνθρωπος? Έγινα ένας βράχος, που σπινθηροβολούσε, δεν μπορούσε να το αγγίξει τίποτα – ούτε οι σκέψεις, ούτε τα συναισθήματα, ούτε οι φασαριόζικες επιθυμίες. Απρόσμενα και πάλι εμφανίστηκε η λύπηση για τον εαυτό μου, και για ένα δευτερόλεπτο αμφέβαλα – πως μπορούσε να συμβεί αυτό, όταν εγώ βιώνω κάτι ΤΈΤΟΙΟ… Ένοιωθα, ότι πεθαίνω ταχύτατα εκείνη τη στιγμή, – η μανία διαλύεται, σαν καπνός, και εγώ πάλι επιστρέφω στην καθημερινότητα. Τα πάντα μέσα μου – επαναστάτησαν εναντίον σε αυτόν τον θάνατο, και με ένα χτύπημα, στο οποίο έβαλα όλον μου τον εαυτό, σκότωσα την λύπηση. Μου φάνηκε ακόμα, πως έγινε μια έκρηξη… Συγκεντρώθηκα και άρχισα να περιμένω την επόμενη επίθεση της, αποφασισμένος ακλόνητα να μην την αφήσω να κρατηθεί παραπάνω από μισό δευτερόλεπτο. Η αναλαμπή της έντονης λύπησης – και κόβω το κεφάλι της με μια κίνηση. Περιμένω και πάλι με τα δόντια μου σφιγμένα. Και έτσι μερικές φορές… Ξαφνικά, Μάγια, έγινε ένα θαύμα – σαν να άνοιξε ο συννεφιασμένος ουρανός, και μέσα από τα σύννεφα φάνηκε το κομμάτι του γαλάζιου, το οποίο έδιωξε γρήγορα όλα τα υπολείμματα των σύννεφων και της κάθε έντασης και βασίλευσε μια τέτοια γαλήνη, μια τέτοια ηρεμία, ότι θέλησα ταυτόχρονα να παγώσω και να γελάσω. Κοιτούσα γύρω μου, αναζητώντας έστω μια σκιά της λύπησης, η κάποιου άλλου σκοτισμού, μα ήταν απόλυτη άπνοια παντού και λαμπερή, λεπτή, ελαφριά έξαρση! Και τότε κατάλαβα, ότι αυτή είναι η ήπια χαρά, – μόλις θυμήθηκα την ονομασία της, τα πάντα ήρθαν στη θέση τους στιγμιαία, δεν έμεινε καμία αμφιβολία για το ότι αυτό είναι σίγουρα εκείνο το πράγμα, για το οποίο μου μιλούσε ο Λομψάνγκ.

    Αυτό το γεγονός άλλαξε ριζικά την αντίληψη μου για την πρακτική του ευθύ δρόμου. Πριν από αυτή τη στιγμή συνέχεια επενέβαινε ο σκεπτικισμός, που μου έλεγε, ότι ποτέ δεν θα καταφέρω να κάνω τίποτα, ότι η απομάκρυνση των αρνητικών συναισθημάτων μπορεί να φανεί εξ αρχής ακατόρθωτη. Και οι προσπάθειες, τις οποίες είχα καταβάλει, παραήταν μικρές, για να ελέγξω αυτές τις αμφιβολίες, η να ξεκινήσω την αναζήτηση του άλλου τρόπου, η να αφιερώσω τον εαυτό μου εξ` ολοκλήρου σε αυτή την πρακτική.

    Τώρα δεν υπάρχει καμία αμφιβολία για το ότι η απομάκρυνση των αρνητικών συναισθημάτων είναι ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΉ. Και τώρα γνωρίζω, ότι ΜΠΟΡΏ να το κάνω. Απαιτεί μεγαλύτερο κόπο, απ` ότι έχω συνηθίσει να αφιερώνω σε οποιοδήποτε άλλο κλάδο της ζωής μου, όμως, η δύναμη αυτή υπάρχει μέσα μου. Πόσο ευχάριστο είναι να αντιλαμβάνομαι, ότι την έχω κάπου βαθιά, και ότι η ελευθερία από τα αρνητικά συναισθήματα εξαρτάται μόνο από την επιθυμία! Μάγια, έκανα μια πολύ σημαντική ανακάλυψη – τα πάντα εξαρτώνται μόνο από τη δύναμη της επιθυμίας. Τη βραδιά εκείνη ήθελα τόσο πολύ να σταματήσω να λυπάμαι τον εαυτό μου, θα συμφωνούσα να πεθάνω, αρκεί να μην παραδοθώ. Και το κατάφερα.

    Δεν ξέρω, από που να πάρω μια τέτοια επιδίωξη, η οποία θα επιτρέψει να απομακρύνω όλα τα αρνητικά συναισθήματα, όμως, γνωρίζω τώρα, ότι αυτός είναι ο δρόμος μου, και δεν μπορώ να φανταστώ, τι πρέπει να συμβεί για να ξεχάσω αυτή την εμπειρία, για να αρχίσω να αμφισβητώ ξανά.

    Θέλω να μάθω, τι σκέφτεσαι τώρα για την απομάκρυνση των αρνητικών συναισθημάτων ως έναν δρόμο, που οδηγεί στην ελευθερία, στην φώτιση? Ακόμα αμφιβάλλεις, ότι είναι ρεαλιστικό αυτό?

    Θέλω να ξέρεις – όποιον δρόμο και να επιλέξεις για τον εαυτό σου, αυτό δεν έχει καμία σημασία για εκείνη την μελωδική τρυφερότητα, που εγώ νιώθω για σένα. είναι τέλειο να φαντάζομαι, ότι σε αγκαλιάζω, ότι στα μάτια σου βλέπω το πάθος και την τρυφερότητα, ότι η ζωή σου είναι γεμάτη με αναζητήσεις και ευρήματα, ασήμαντο – μαζί μου, η χωρίς εμένα.

    Θυμάμαι πολύ ξεκάθαρα όλες σου τις γεύσεις και μυρωδιές, όλες τις αισθήσεις από κάθε σου καμπύλη… είναι πολύ ερεθιστικό να θυμάμαι, πως όταν έβγαζα τα καλτσάκια σου, φιλούσα τις πατούσες και ήταν κάτι το απίστευτα ωραίο… τα καλτσάκια σου έχουν ένα άρωμα ερωτικό… και βρακάκια… πως μυρίζουν τα ποδαράκια σου… η φτέρνα έχει δικό της άρωμα, ανάμεσα στα δαχτυλάκια – άλλο, και στη μέση της «παλάμης» – τρίτο, τα δαχτυλάκια από πάνω μυρίζουν διαφορετικά, γόνατο, κάτω από το γόνατο, στηθάκια, ποπός, μουνάκι, πλατούλα, κοιλίτσα, σβέρκος, μαλλιά… τα πάντα έχουν δική τους, λεπτή ευωδία, και αυτή, ενώνοντας με τη τρυφερότητα, δίνει τόσο δυνατές αισθήσεις…

    Η γεύση σου… δεν μπορείς να φανταστείς – πόσο πολύ με ξεσηκώνει να σε γλείψω ολόκληρη, από τα δαχτυλάκια των ποδιών μέχρι τα μάγουλα – όλα έχουν τη δική τους εκλεπτυσμένη γεύση, και είναι η γεύση του σεξ.

    Μικρό μου πρόστυχο κορίτσι, δεν ξέρω, αν θα συναντηθούμε ποτέ ξανά, μα το ξέρω σίγουρα – ο, τι και να γίνει, πάντα θα είσαι το δικό μου κοριτσάκι.

    Ντένι»

     

    Τα δάχτυλα μου βουίζουν από διέγερση, γεμίζουν το πληκτρολόγιο με βροχή των χτυπημάτων.

     

    «Ντένι, θα σου απαντήσω με περισσότερες λεπτομέρειες αργότερα, πρέπει να συγκεντρωθώ και να σκεφτώ… Μα τώρα θέλω να πιάσω το πέος σου μέσα από το παντελόνι, και να νιώσω, πως αυτό φουσκώνει μέσα στο χέρι μου. Θα σε κοιτάω στα μάτια και θα σε αγγίζω, και μετά θα τον βγάλω και θα χαϊδέψω με τα δάχτυλα μου το κεφαλάκι του, θα κρατήσω τα μπαλάκια στην παλάμη μου, θα μαλακίσω λίγο το ζεστό και λιγάκι υγρό σου πουλί… Σε θέλω τόσο πολύ αυτή τη στιγμή…, θα χάιδευα τον εαυτό μου εδώ και τώρα, αν δεν θα υπήρχε κανένας κοντά. Θέλω να φιλιέμαι μαζί σου πολλή ώρα, νιώθοντας, πόσο με θέλεις, τρέμεις από το πάθος σου. Μου άρεσε τόσο πολύ να παίζουμε αθώα, ακουμπώντας σχεδόν ανεπαίσθητα, και όλα μέσα μας έκαιγαν από την επιθυμία. όταν θυμάμαι, πως είχες ξαπλώσει πάνω μου, με χάιδευες με το πέος σου, προσπαθώντας να κρατηθείς με δυσκολία για να μην τελειώσεις αμέσως, ακόμα και οι άκρες των δαχτύλων μου αρχίζουν να χτυπάνε με παλμό. Ντένι, θέλω πάρα πολύ να σε συναντήσω ξανά – θέλω να μιλάω μαζί σου, να κυλιέμαι στο γρασίδι, να χαζεύω τα σύννεφα, που περνούν, να φιλιέμαι, να κάνω σεξ. Και είναι τόσο ωραίο, ότι δεν εμφανίζεται καμία απογοήτευση, όταν σκέφτομαι, ότι όλα αυτά μπορεί και να μην συμβούν πότε. Αφού αυτή τη στιγμή, όταν φαντάζομαι τη συνάντηση μας, βιώνω κάτι το αυτοτελές, ζω τη στιγμή!

    Θέλω να σου πω πολλά, και για την γνώμη μου για την πρακτική του ευθύ δρόμου επίσης. Το μήνυμα αυτό θα σε περιμένει, όταν γυρίσεις από τα βουνά στην κοιλάδα. Μόνο ένα πράγμα μπορώ να πω με βεβαιότητα – αυτή τη στιγμή η ιδέα για την απομάκρυνση των αρνητικών συναισθημάτων έχει δυνατή ανταπόκριση μέσα μου, και κάνω τα πρώτα μου βήματα σε αυτή την πρακτική. Τώρα αυτό δεν μου φαίνεται παράλογο, παρόλο που συνεχίζω να αναζητώ και τους άλλους δρόμους και άλλες πρακτικές.

    Σκέφτομαι και νιώθω, ότι θα ειδωθούμε ξανά… Ίσως, να πάμε μαζί στην Νταραμσάλα, στον Λομψάνγκ, πολύ θα το ήθελα αυτό, όμως, δεν είναι ακόμα καιρός, δεν έχω ακόμα επιθυμία να αφήσω όλες τις αναζητήσεις και να ταξιδέψω εκεί. Το κορίτσι σου».

     

    Μερικά μηνύματα ακόμα – οι γονείς έστειλαν τρία (χαρακτηριστικό είναι το θέμα του ενός μηνύματος – «Σύνελθε), από τη Γιάννα, άλλο ένα από μια φίλη μου… μύρισε η γεροντίστικη μούχλα… Μάλλον, όλα αυτά θα τα διαβάσω αργότερα κάποτε.

    Γιατί δεν το διέγραφα απλώς αυτό? – με έκαιγε η σκέψη, όταν περνούσα τον σκοτεινό δρόμο μέσα από τη ζούγκλα από το Σβαργκ Άσραμ μέχρι την περιοχή Λαξμαν Ντζουλα, – γιατί? Γιατί?

    Γιατί, γιατί… επειδή φοβάμαι έτσι απλά να πιάσω το παρελθόν μου και να το πετάξω στα σκουπίδια. Εγώ νόμιζα, όταν έφυγα, ότι τα πάντα τέλειωσαν, ένοιωθα ήρωας. Μα όχι, μέσα στην παρόρμηση μου δεν μπορούσα καν να φανταστώ, ότι είναι τόσο δύσκολο να αντιστέκεσαι στην επίθεση της παλιάς ζωής, η οποία δεν θέλει με τίποτα να με αφήσει και πολεμάει για τον εαυτό σου, για το δικαίωμα να σε έχει. Οι γονείς, τους οποίους μισούσα σιωπηλά όλη μου τη ζωή, ξαφνικά άρχισαν να φαίνονται λυπητεροί, απροστάτευτοι και ευαίσθητοι – τι στο διάολο είναι αυτό? Ορίστε, και τώρα δεν διάβασα το μήνυμα, δεν ήθελα να δηλητηριαστώ, αφού το ήξερα, ότι είναι η επόμενη δόση του πύον εκεί, και πάλι τους λυπάμαι, αισθάνομαι σαν κάποιο καθίκι, που υπερασπίζεται τα δικά του, «λάθος» δικαιώματα. Και διάφορες σκέψεις μπαίνουν στο μυαλό μου, του τύπου – «αφού μπορείς να το λύσεις ανθρώπινα, χωρίς να κάνεις τους άλλους να υποφέρουν… αυτοί στην πραγματικότητα δεν θέλουν το κακό σου, και πονάνε οι ίδιοι, ποιος είναι ο λόγος να τους βασανίζεις τόσο πολύ…». Δεν θέλω, δεν θέλω να σκέφτομαι για αυτό. Όλες αυτές οι σκέψεις είναι κάπως σάπιες, που είναι η σαπίλα τους – δεν καταλαβαίνω ακόμα, μα όσο περισσότερα σκέφτομαι, ότι θα μπορούσα να κάνω κάτι διαφορετικά, πιο ανθρώπινα, τόσο πιο χάλια γίνομαι, σαν να σκαλίζω μια πληγή και δεν μπορώ να σταματήσω. Τέλος, φτάνει, κάνω παραπέρα τους γονείς… Τα άστρα, τόσο δυνατά, τόσο κοντινά… Όχι, και πάλι βγήκαν αυτές οι πονεμένες μούρες, και μαζί με αυτές, η λύπηση πασαλείφεται σαν χυλός σε όλες τις αντιλήψεις μου. Τι είναι η προσπάθεια τελικά? Όλο μου το σώμα γίνεται πέτρα, η ανάσα μου γρήγορη, με απότομες εκπνοές προσπαθώ να βγάλω το αρνητικό συναίσθημα, – δεν ξέρω, πως αλλιώς να καταβάλλω τις προσπάθειες. Φαίνεται, πως άλλαξε κάτι, το παραπέτασμα της απόλυτης σκοτεινιάς σκίζεται, όμως, δεν μιλάμε καν για την ελευθερία από λύπηση.

    Μπερδεμένα και επίπονα όνειρα με γύρισαν στην επίμονη δύνη τους, – η λύπηση για τους γονείς έφτασε στο αποκορύφωμα της, όταν η μητέρα μου έπεσε με λυγμούς στα πόδια μου, ικετεύοντας να της γράψω έστω κατά καιρούς.

    Το πρωί με βρήκε με ανησυχία, και παρά το λαμπερό ήλιο, η μέρα μου φαινόταν συννεφιασμένη. Χωρίς να φάω, πήρα το τετράδιο και σύρθηκα έξω από το μισοσκότεινο δωμάτιο, που είχε υγρασία (ποιος ηλίθιος σκέφτηκε αυτά τα παράθυρα με πυκνές χοντρές σήτες?)

    Περνώντας δίπλα από την ρεσεψιόν, θυμήθηκα, ότι σήμερα έχω ραντεβού με τον επικεφαλή πανδίτη, και θα χρειαστώ έναν μεταφραστή, δικό μου αγγλόφωνο άνθρωπο. Υποσχέθηκαν να μου βρουν έναν τέτοιο, και εγώ πήγα στην παραλία, μην παρατηρώντας τίποτα, εκτός από την πλήρως καταθλιπτική κατάσταση, την οποία γνώριζα υπερβολικά καλά, – ενίοτε αυτή κρατούσε αδιάκοπα τους ατελείωτους μήνες του χειμώνα. Έτσι και τώρα εγώ ακούσια είχα συντονιστεί για το ότι αυτό θα κρατήσει πολύ και θα είναι βασανιστικό, και πρέπει όσο πιο γρήγορα μπορώ να βρω τις φωλιές, στις οποίες θα μπορέσω να κρυφτώ, όταν τα πράγματα θα είναι τελείως χάλια.

    Είχα σχεδόν φτάσει στην κάθοδο για τον ποταμό, όταν ένας από τους Ινδούς, που περνούσαν δίπλα σε μια μηχανή, άπλωσε το χέρι του πάνω στο στήθος μου. Χαχανίζοντας, εκείνοι έτρεξαν μπροστά, μα εγώ είχα σοκαριστεί τόσο πολύ από τέτοιο θράσος, ότι παρέμενα λίγη ώρα ακόμα στον δρόμο, σκεφτόμουν για άγνωστο λόγο, πως θα μπορούσα να τους εκδικηθώ για τις δυσάρεστες αισθήσεις, τις οποίες αναγκάστηκα να ζήσω. Αυτό είναι ένας αληθινός βιασμός! Διάολε, πάσο σιχαμερό είναι …

    Στην ασημένια άμμο δίπλα σε έναν μεγάλο βράχο καθόταν μια παρέα Ινδών και χάζευε στ` ανοιχτά τις μελαχρινές Ευρωπαίες, που έμπαιναν με τσιρίγματα στο δροσερό νερό. Η θέα αυτή μου προκάλεσε μια τέτοια απέχθεια, ότι αποφάσισα να μην γδυθώ, για να μην κάνω χάρη σ` αυτούς τους πιθήκους. Μάλλον, ήρθε η ειδική δηλητηρίαση από την μόνιμη αρρωστημένη προσοχή εκ μέρους των ντόπιων «αντρών». Όλοι τους θέλουν κάτι από εμένα, – να μιλήσουν, να χαζέψουν, να πιάσουν, να φωτογραφηθούν μαζί μου… Τα βλέμματα τους είναι δυσάρεστα, δεν υπάρχει σε αυτά τίποτα από την υγιής σεξουαλικότητα. Όταν αυτοί με κοιτάζουν, μοιάζουν με εξαγριωμένα και δειλά ζώα, – με θέλουν, όμως, καταλαβαίνουν, ότι δεν θα συμβεί ποτέ κάτι τέτοιο, και αυτό τους εξοργίζει, μόνο που δεν τολμούν να το δείξουν. Ωστόσο, τα βαριά, σκοτισμένα βλέμματα είναι πιο περιγραφικά από οποιεσδήποτε εκδηλώσεις.

    Μπήκα στη σκιά και πήρα το τετράδιο μου. Δεν ήθελα τίποτα. Δεν μπορούσα να αναγκάσω τον εαυτό μου ακόμα και να σκεφτεί, ότι εγώ τώρα έχω μια απαίσια κατάσταση και θα μπορούσα να προσπαθήσω να το αλλάξω κάπως. Σαν να περνούσα από έναν κολλώδη βάλτο, διάβασα γρήγορα τις τελευταίες σελίδες, ελπίζοντας, ότι αυτό θα αλλάξει κάτι, ότι θα μπορέσω να πιαστώ από κάποια ενδιαφέρουσα σκέψη και θα βγω από το υπόγειο μου. Αλλά όχι, – σίγουρα δεν ήθελα ούτε να διαβάσω, ούτε να γράψω κάτι.

    Έχωσα το τετράδιο πίσω στο σακίδιο, κοίταξα γύρω μου. Δίπλα καθόταν μια παρέα, τρία άτομα – δυο Ευρωπαίοι και ένας σάντχου, και συζητούσαν κάτι νωθρά… Αχά, αυτό έχει ενδιαφέρον – οι σάντχου πάρα πολύ σπάνια μιλάνε αγγλικά. Άραγε, για ποιο πράγμα είναι η κουβέντα? Αμέσως ένοιωσα άβολα, να πάω έτσι απλά σε αυτούς και να τους ενοχλήσω… Και αν είναι αυτό, που έψαχνα? Αφού δεν ξέρω, που και πότε η ζωή μπορεί να μου δείξει μια νέα της πλευρά. Ειδικά τώρα, όταν εγώ νιώθω αμήχανη, βρισκόμουν ακριβώς στο σημείο της επιλογής, το οποίο μπορώ τόσο εύκολα να χάσω λόγο των δικών μου κόμπλεξ? Με σταθερά βήματα τους πλησιάζω, το άγχος και η αμηχανία σέρνονται κάπου πίσω μου.

    – Πρόσεξα, ότι εσύ μιλάς αγγλικά, μιας και μιλάς με ξένους… Δεν συναντάς πολύ συχνά έναν αγγλόφωνο σάντχου:)

    – Ν-ναι, φίλη μου! εγώ μιλάω αγγλικά, – γενναία είπε ο σάντχου με ένα πλατύ χαμόγελο, τεντώνοντάς το «yes» όπως τα κάνουν οι ήρωες των κινούμενων σχεδίων. – Κάθισε! – και μου έδειξε την άμμο.

    Δεν μου αρέσουν τα μάτια του, – είναι κάπως άδεια. Αν βγάλεις τα πορτοκαλί κουρέλια από πάνω του, και πάλι θα έχεις έναν συνηθισμένο Ινδό. Για ποιο θέμα συζητάει αυτός με τα παιδιά?

    – Ασχολείσαι με κάποια πρακτική?

    – Πρακτική? – αν κρίνω σωστά, πρώτη φορά στη ζωή του ένοιωθε τέτοια έκπληξη, – πρακτική? Τι εννοείς?

    – Εγώ εννοώ την γιόγκα, η κάποια άλλη πνευματική πρακτική.

    – Α-α, ο`κεύ, ναι, κατάλαβα… Πρακτική! Ναι-ναι, φυσικά, η πρακτική… εγώ έχει προβλήματα αγγλικά.

    – Και πώς μιλάτε μαζί του τότε? – ρώτησα εγώ τους ξένους.

    – Πολύ απλά. Αυτός μας λέει, πόσο κάνει το δικό του χασίς, και εμείς – τι ποσό είμαστε έτοιμοι να πληρώσουμε. :))))

    – Ώστε πουλάει χασίς???

    – Τι σε εκπλήσσει τόσο πολύ? Καλώς ήρθες στην Ινδία :)

    Εγώ πετάχτηκα, σαν να με τσίμπησε κάτι, και αδιαφορώντας για τον σάντχου και τους συνομιλητές του, έφυγα, σκαρφάλωσα από ένα μισοκατεστραμμένο μονοπάτι στον δρόμο.

    Για δες – και πάλι επινόησα κάτι το αληθινό σε ένα απολύτως άδειο μέρος. Όμως, υπάρχει κάτι χαρούμενο σε αυτή την πράξη – αγνόησα την αμηχανία μου και πήγα να τους μιλήσω. Αυτή είναι μια αληθινή προπόνηση, – μοιάζει με άσκηση των μυών. Αν μια φορά ξεπεράσω τον φόβο σε κάποια κατάσταση, όταν βρίσκομαι και πάλι υπό τις παρόμοιες συνθήκες, ο φόβος μειώνεται αισθητά. Και όσο καταπληκτικό και να είναι αυτό, δεν έχει καμία σημασία, πόσο δυνατός ήταν αυτός ο φόβος, – την επόμενη φορά θα είναι ακόμα μικρότερος, όπως και να έχει. Πρόλαβα να το διαπιστώσω αυτό, μπαίνοντας σε αντιπαράθεση με διάφορους «πνευματικούς καθοδηγητές» στη Μόσχα.

    Πρέπει και πάλι να επιστρέψω στο δωμάτιο μου? Εκεί τουλάχιστον μπορώ να ξαπλώσω κάτω από τον ανεμιστήρα, και κανένας δεν θα με πρήζει! Πόσο θορυβώδης χώρα είναι η Ινδία τελικά! Φωνάζουν συνέχεια όλοι, ακούνε μουσική, κορνάρουν. Ακόμα και εδώ, στο μικρό Ρισικες, ήδη πρόλαβα να κουραστώ από αυτό, και που να δεις, τι γίνεται στο Δελχί! Τις πρώτες ώρες δεν μπορούσα γενικώς να καταλάβω, τι και πως, – εκεί δεν υπάρχει καθόλου ησυχία, πουθενά, καμία ώρα της ημέρας. Μανιασμένη βοή των ανεμιστήρων, σπαραχτικές φωνές των πωλητών (μια συνηθισμένη φωνή χάνεται απλώς στην στιβάδα των ήχων της Ινδίας), οι μηχανές χωρίς σιγαστήρα, αδιάκοπα κορναρίσματα, μακρόσυρτοι ψαλμοί από τα ηχεία των ναών… Τι να λέμε τώρα – οι άνθρωποι εδώ ακόμα και μεταξύ τους μιλάνε τόσο δυνατά, ότι σειέται μισή γειτονιά.

    Αυτό ήταν, θα παραγγείλω ένα εισιτήριο για Νταραμσάλα αύριο. Βουνά, θιβετιανά μοναστήρια… Οι τζαμαρίες του τουριστικού γραφείου έλαμψαν στον ήλιο. Δεν υπάρχουν τα εισιτήρια για αύριο? Και για πότε υπάρχουν? Γαμώτο, θα πρέπει να κολλήσω εδώ για τρεις μέρες ακόμα! Στεναχωρήθηκα μέχρι δακρύων από την αδυναμία να αλλάξω κάτι. Στο δωμάτιο έπεσα πάνω στο κρεβάτι και έχωσα τη μύτη μου στο γκρίζο σεντόνι, αυτό με αποτέλειωσε – ήμουν τελείως πτώμα.

    Όπως και αναλογεί σε έναν Ινδό, ο μεταφραστής δεν φάνηκε στις πέντε. Μετά από δεκαπέντε λεπτά αναμονής με πολλά νεύρα βγήκα έξω, να περιμένω κάποιον άγνωστο. Συνειδητοποιώντας, πως αυτή είναι μια ανόητη ψυχολογική αντίδραση, επέστρεψα στον φθαρμένο βελούδινο καναπέ του ξενοδοχείο, και άρχισα μηχανικά να σκαλίζω το ξύλινο χερούλι του, να το χτυπάω με τα δάχτυλα μου. Δαγκώνοντας τα χείλη μου, συνέχεια κοίταζα το επίχρυσο στρογγυλό ρολόι, κρεμασμένο πάνω από το κεφάλι του πορτιέρη, ο οποίος φορούσε ένα τρύπιο πουλόβερ και μερικές ώρες πριν ορκίστηκε να μου φέρει μεταφραστή, ενώ τώρα νύσταζε και κούναγε τη μύτη του, σκοπεύοντας να κοιμηθεί κατευθείαν στο πάσο του ρεσεψιόν.

    – Χελλό, είναι ήδη πέντε και είκοσι, δεν μπορώ να αργήσω, έχω μια συνάντηση στο Σβαργκ Άσραμ…

    Πετάχτηκε.

    – Α? Ναι, φυσικά, θα έρθει τώρα.

    – Για τι ώρα είχατε κανονίσει?

    – Πέντε το απόγευμα.

    – Πόσο θα τον περιμένω ακόμα?

    – Εε…ελάτε…ελάτε να καθίσετε, μην ανησυχείτε, καθίστε, παρακαλώ.

    – Κουράστηκα πια να κάθομαι, μπορώ να περιμένω και έτσι.

    Ήδη είχα παρατηρήσει αρκετές φορές, ότι οι Ινδοί αγχώνονται πολύ, όταν εγώ στέκομαι όρθια εκεί, όπου υπάρχει μέρος να καθίσω – ειδικά αυτό αφορά τα τουριστικά γραφεία. Οι Ινδοί είναι παθολογικά τεμπέλικο έθνος, και απ` ότι φαίνεται δεν μπορούν να φανταστούν καν, ότι το καθισιό κουράζει κάποιον, ότι οι άλλοι ίσως να θέλουν την φυσική εξάσκηση, ακόμα και τέτοιου είδους, – να μην πέφτεις εκεί, προς τα που γέρνει μηχανικά ο πισινός σου, αλλά να παραμένεις όρθιος. Το είδα και μέσα στο μετρό, στη Μόσχα. Ακόμα και αν δεν είμαι κουρασμένη, σαν μαγνήτης με τραβάει μια ελεύθερη θέση, αν αντισταθώ και μείνω όρθια, έρχεται μια τέτοια δυσαρέσκεια (και κούραση!), ότι στις περισσότερες περιπτώσεις παραδίνομαι και κάθομαι. Τον τελευταίο καιρό, όταν βρισκόμουν στο μετρό, μου άρεσε να καταπολεμώ αυτή την γεροντίστικη συνήθεια, που μου έχει κολλήσει τελείως, αποκτημένη από τους προστατευτικούς γονείς.

    – Είναι ήδη πεντέμισι! – η αγανάκτηση μου δεν είχε όρια. – Πού είναι ο μεταφραστής?

    – Τώρα, τώρα…

    – Όχι πια, ευχαριστώ, φεύγω. Δεν μπορώ να περιμένω άλλο. Τέλος, φεύγω τώρα.

    – Με συγχωρείτε, μα εγώ δεν φταίω σε τίποτα, τα είχα κανονί…- η πόρτα έκλεισε, και εγώ βρέθηκα και πάλι έξω στο δρόμο.

    Δεν είχε τόση ζέστη και φασαρία, όπως το μεσημέρι. Πήρα έναν ρίκσα και σε δέκα λεπτά έφτασα στον προορισμό μου.

    Άκουγα την μουσική από μακριά, – μάλλον, είναι κάποια θρησκευτική γιορτή σήμερα. Από την πύλη του Άσραμ τα σκαλιά, καλυμμένα με πράσινο χαλί, πάνε κάτω στον Γάγγη, και για να πατήσεις πάνω σε αυτά, πρέπει οπωσδήποτε να βγάλεις τα παπούτσια σου, τα οποία βάζουν στις θυρίδες και σου δίνουν καρτελάκια με αριθμό. Ναι, είναι ένα μεγάλο Άσραμ – αφού δίνουν και τα καρτελάκια… Κοντά στην όχθη, στα ρηχά νερά στέκεται το άγαλμα του Σίβα με χαζό πρόσωπο, – δεν καταφέρνουν πάντοτε να ζωγραφίσουν μια ουδέτερη έκφραση στις θεότητες τους, ενίοτε βγαίνουν και πρόσωπα τελείως καθυστερημένα, ωστόσο, αυτό δεν εμποδίζει κανέναν να τα προσκυνήσει.

    Γύρω μου τρέχουν οι μελλοντικοί πανδίτες, – κουβαλάνε ένα σορό λουλούδια, τύμπανα, γυαλιστερά πιατάκια, αρωματικά ξυλάκια και άλλα μπιχλιμπίδια, με τα οποία συνοδεύονται όλες οι τοπικές γιορτές. Πολύ χαμηλά κάτω, δίπλα στο νερό, είναι η πέτρινη εστία, – ο ιερός τόπος, εκεί τελείται η πούντζα. Μέσα στη φωτιά πετάνε φρούτα, λουλούδια, ρύζι, και όλα τα αυτά θεωρούνται δώρα στους θεούς, – μέσα από τον καπνό εκείνοι λαμβάνουν τις θυσίες των πιστών.

    Το πλίθος μαζευόταν σιγά-σιγά και καθόταν στα σκαλιά, περιμένοντας, προφανώς, την εξέλιξη των γεγονότων.

    – Δεν ξέρετε, τι θα γίνει εδώ σήμερα?

    – Το συνηθισμένο – η πούντζα.

    – Ώστε δεν είναι η γιορτή?

    – Όχι, όχι. Έτσι είναι κάθε μέρα εδώ. Πολύ όμορφο:)

    Εμ, η ομορφιά είναι διαφορετική για τον καθένα, – πέρασε η σκέψη από το μυαλό μου. Όσο περισσότερο βρίσκομαι στην Ινδία, τόσο πιο πολύ με εκπλήσσει αυτός ο παιδικός θαυμασμός, στον οποίο βυθίζονται οι πολλοί ξένοι, έχοντας έρθει σε μια τοπική θρησκευτική τελετή. Αν κρίνω από τα πρόσωπα τους, δεν βιώνουν τίποτα το ξεχωριστό σε αυτές τις στιγμές, με την ίδια επιτυχία θα μπορούσαν να πάνε σε λούνα παρκ. Υπάρχει και ένα άλλο είδος τουριστών – δεν βιώνουν ούτε καν τέτοια χαρά, όμως, εκδηλώνουν πολύ δυνατά τον θαυμασμό τους λεκτικά. Εμετική εικόνα, – βλέπεις μπροστά σου τον άνθρωπο, ο οποίος βαριέται, και όμως χαμογελάει συνέχεια και φωνάζει καλά μαθημένες φράσεις, τις οποίες μάλλον λέει, όπου και να πάει – «Ο, είναι καταπληκτικό!». Η το άλλο – «πρέπει να το δείτε!». Η κάτι σαν – «Ο, ούτε στα όνειρά μου δεν θα το φανταζόμουν!»

    Και που είναι ο επικεφαλής πανδίτης? Ήδη είχα ένα προαίσθημα, ότι υπό αυτές τις συνθήκες δεν θα έχω καμία πιθανότητα να του μιλήσω, και δεν είχα βρει μεταφραστή κιόλας. Παρόλα αυτά, σκόπευα να τον πλησιάσω για μια φορά ακόμα, και να τον ρωτήσω για τα αρνητικά συναισθήματα, για τις πρακτικές, με τη βοήθεια των οποίων εκείνος τάχα κατάφερε να τα ξεφορτωθεί, για τις καταστάσεις, που βιώνει τώρα. Και αν αυτός και πάλι αρνηθεί να μου μιλήσει, θα απαιτήσω μια ακρόαση για τον εαυτό μου… Αλλά για ποιο λόγο να το κάνω? Αφού και έτσι είναι φανερό, ότι είναι ένας κοινός ψεύτης. Δεν μπορεί να πουλήσει την πνευματικότητα του, όπως κάνουν οι άλλοι «φωτισμένοι» στο Ρισικες, όμως, μπορεί να βρίσκεται στο κέντρο της δουλοπρεπής προσοχής. Και δεν μου έκανε την εντύπωση του φτωχού ανθρώπου επίσης…

    Μέσα στο πλήθος διέκρινα το ζευγαράκι των Ρώσων, με τους οποίους πρόλαβα να κουβεντιάσω εχτές. Τα μέτωπα τους ήταν πασαλειμμένα με ρύζι και ροδοπέταλα, – αυτό κάνουν στους ναούς την ώρα της τελετής: σε μια περίοπτη θέση κάθεται ένας σοβαρός Ινδός ιερέας, και μπροστά του έχει ένα πιάτο με ρύζι, λουλούδια, πούδρα (εξαρτάται από τον ναό), και ένα μεγάλο δίσκο για λεφτά; όλοι οι επισκέπτες μπαίνουν σε σειρά, φέρνοντας τα μέτωπά τους και αφήνοντας τα κέρματα. Είχα συνηθίσει, ότι στα μέτωπα των Ινδών συχνά κρέμεται διάφορο φαγητό, μα ένας Ρώσος άντρακλας, πασαλειμμένος με ρύζι, έδειχνε άκρως γελοίος.

    Σκοτεινιάζει, ο Σίβα άρχισε να φωτίζεται με δυνατούς προβολείς, ο άνεμος γίνεται πιο δροσερός, η μουσική παίζει πιο δυνατά, ανάβουν τις λαμπάδες λαδιού. Ήδη σχεδόν ολόκληρο το κομμάτι της όχθης, προορισμένης για τη πούντζα, είναι γεμάτο με πορτοκάλι νεαρούς, και όλα τα σκαλιά – με καλοντυμένους Ινδούς και τουρίστες, και αυτός ακόμα να φανεί. Οι μελλοντικοί πανδίτες συμπεριφέρονται ακριβώς όπως τα αγόρια στο διάλειμμα, – μοιράζουν σφαλιάρες μεταξύ τους στα κρυφά, σπρώχνονται, και τα πρόσωπα τους είναι το ίδιο άδεια, όπως και τα πρόσωπα των πιο συνηθισμένων εφήβων.

    Το πλήθος αραιώνει, και με αργό, αλλά σταθερό βάδισμα στο κέντρο των γεγονότων προχωράει ο επικεφαλής πανδίτης. Λάμπει, σαν Σίβα, και χαμογελάει, λες και είναι ο Σβαρτζενέγκερ στην διανομή των Όσκαρ. Αυτός είναι ο δεσπότης του χώρου, αυτός μοιράζει γεμάτες χάρη νεύματα στους καλεσμένους του, που στέκονται και στις δυο πλευρές του δρόμου του. Μερικές φορές είχε σταματήσει για να σφίξει σε κάποιους τα χέρια ακόμα, έσκυβε, προσποιούμενος τον σεβασμό. Είχε ενδιαφέρον, ότι ο βαθμός της προσοχή του αυξανόταν σύμφωνα με την εξωτερική εμφάνιση και πλούτο εκείνων, με τους οποίους έπιανε την κουβέντα.

    Έσπρωξα τους δυο ανθρώπους, που στέκονταν μπροστά μου και κατευθύνθηκα σε εκείνον, αλλά αμέσως κάποιοι με έπιασαν και πίσω από την πλάτη μου ακούστηκε συριγμός.

    – Απαγορεύεται να πάτε εκεί! Δεν ξέρετε, ότι οι γυναίκες δεν επιτρέπεται να τους αγγίζουν, ακόμα και τυχαία?

    – Ναι? Για δες. Ποτέ-ποτέ?

    – Ποτέ.

    – Για φαντάσου…Όμως, εγώ δεν σκοπεύω να αγγίξω κανέναν, για αυτό αφήστε με, – εγώ απελευθέρωσα αποφασιστικά το χέρι μου, αφήνοντας των εχθρό μου άναυδο.

    – Χελλό, θυμάσαι, είχαμε κανονίσει τη συνάντηση χτες?

    Ένα υπέροχο χαμόγελο, μυρουδιά των ελαίων και αρωμάτων – εκείνος περνάει πολύ κοντά μου, και, φυσικά, δεν σταματάει. Πίσω του σέρνεται αργά η ακολουθία του, και ο αστυνομικός παραμερίζει το πλήθος, και εμένα μαζί, σε μια ασφαλής απόσταση από αυτόν. Με έπιασε τέτοια οργή, ότι ξέχασα τελείως για όλες τις πρακτικές, ήθελα να πηδήξω, σαν αγριόγατα, πάνω σε αυτόν τον αυτάρεσκο ψεύτη, τον οποίο τώρα δεν μπορούσα να φτάσω με τίποτα, εκτός και αν άρχιζα να φωνάζω διάφορες βρισιές, μα να μπω σε μια τέτοια επίθεση για μένα…

    Το κεφάλι μου χτυπάει πάρα πολύ δυνατά στη γη…

    …Πού είναι ο πόνος? Η έχω πεθάνει ήδη? Δεν καταλαβαίνω, δεν καταλαβαίνω τίποτα… Κάποιος με πυροβόλησε! Δεν είχα καθόλου πόνο, αλλά δεν μπορούσα να πέσω έτσι – σαν να με πέταξε το οστικό κύμα και με έριξε στην πλάτη μου… Θα προσπαθήσω να κινηθώ… Τι είναι? Τι είναι αυτό??? Διάολε, είμαι όρθια, στέκομαι στο πλήθος, από όλες τις μεριές με σφίγγουν οι άνθρωποι, – όπως την ώρα αιχμής στο μετρό. Δεν θα μπορούσα να πέσω μέσα σε τόσο κόσμο, τι ήταν αυτό? Ο, όχι, δεν είναι το τι ήταν αυτό, μα τι συμβαίνει γενικώς εδώ…

    Ένας πολύ απότομος ήχος, που έμοιαζε με γρήγορο κλείσιμο του φερμουάρ, με έκανε να σηκώσω το κεφάλι μου και ταυτόχρονα ένοιωθα, σαν να με παραλύει κάτι. Κάποιος άνθρωπος με κοιτούσε, έβλεπα το πρόσωπο του, λες και ήταν σε μια άκρη του τούνελ, και όλα τα άλλα χάθηκαν μέσα σε ακαθόριστη ομίχλη. Δεν μπορούσα με τίποτα να καταλάβω, αν αυτός είναι κοντά η μακριά μου. Το βλέμμα του με τρομάζει – μάλλον, έτσι σε κοιτάει μια τίγρη, αν τη συναντήσεις μούρη με μούρη στη δική της περιοχή. Όμως, κάτι μέσα μου έλεγε, ότι δεν σκοπεύει να μου επιτεθεί, ότι απλώς με εξετάζει…Η αναπνοή μου έγινε γρήγορη… Η μου είχε κοπεί όλη αυτή την ώρα? Τρόμαξα για τα καλά, άρχισα να πιάνω τον αέρα με το στόμα, τα μάτια της τίγρης θόλωσαν… Κουδουνίζουν τα αυτιά μου, νιώθω ναυτία, τα πόδια μου τρέμουν, μουδιάζουν τα δάχτυλα, τώρα θα πέσω σίγουρα, πραγματικά αυτή τη φορά… Γαντζωνόμουν στους ανθρώπους, που στέκονται δίπλα μου, κάποια χέρια με σηκώνουν και σε μισολιπόθυμη κατάσταση βγάζουν έξω από τον όχλο.

    Νιώθω, σαν παιδί στα χέρια του καλού γίγαντα, – μου φαίνεται, ότι μπορεί να με κουβαλάει αιώνια, δεν του είναι καθόλου δύσκολο… Μα όχι, νιώθω το κρύο μάρμαρο του σκαμνιού.

    – Δεν ήξερα, ότι είσαι τόσο αδύναμη.

    Εστιάζω στην βαθιά και πολύ ωραία φωνή. Όχι, σίγουρα δεν την ξέρω, αλλά πόσο πολύ μου αρέσει! Εν ριπή οφθαλμού αρχίζω να εμπιστεύομαι αυτόν τον άνθρωπο, που δεν πρόλαβα ακόμα να δω καλά-καλά.

    – Μάλλον, τελειώνεις συχνά?

    – ???

    Εκείνος γέλασε δυνατά.

    – Μην κάνεις, σαν γεροντοκόρη! Για ποιο λόγο μπορώ να σε ρωτήσω, πόσο συχνά κάνεις βόλτα στο δάσος, και δεν μπορώ να ρωτήσω, πόσο συχνά τελειώνεις?

    – Επειδή αυτό είναι δικό μου προσωπικό θέμα, – εγώ άρχισα να πιάνω το σώμα μου, ελέγχοντας, αν είναι όλα καλά και στη θέση τους τα λεφτά και τα χαρτιά μου. Δεν έμεινε ούτε ίχνος από την εμπιστοσύνη για τον άγνωστο. Την αστυνομία τώρα!

    – Είναι αργά, όλοι οι αστυνομικοί πήγαν προ πολλού για ξεκούραση. Εδώ δεν είναι Αμερική:)

    – Διαβάζεις τις σκέψεις μου?!

    Είχα αγανακτήσει τόσο πολύ με την εισβολή του στη δική μου σεξουαλική ζωή, ότι δεν με εξέπληξε καθόλου, ότι εκείνος όντως ήξερε ακριβώς, τι σκεφτόμουν εκείνη τη στιγμή. Το έλαβα ως επόμενη επίθεση, στην οποία αυτός έπρεπε να απαντήσει οπωσδήποτε.

    – Πάω στην αστυνομία! Άφησε με!

    – Δεν αμφισβητώ την διαπεραστική ικανότητα σου, μα μόλις τώρα εσύ ένοιωσες εμπιστοσύνη για μένα, και όση ώρα σε κουβαλούσα, ένοιωσες απόλυτος ασφαλής. Όπως βλέπεις, το σώμα σου διαφωνεί με το κεφάλι σου.

    Στην επιφάνεια του εαυτού μου ακόμα σηκώνονταν τα κύματα, όμως, στο βάθος παρά την βούληση μου, εγκαταστάθηκε μια παράξενη ηρεμία, που έμοιαζε με βαθύ ουρανό σε μια αφέγγαρη νύχτα.

    – Τι θέλεις? – ας κάνω εγώ τέτοιες ερωτήσεις, ώστε να μπορέσω να ξεκαθαρίσω, αν για αυτή την ηρεμία υπάρχουν βάσεις.

    – Σε είδα χτες, όταν στάθηκες στον δρόμο του πανδίτη. Δεν είχα δει ποτέ άλλους ανθρώπους να συμπεριφέρονται έτσι.

    – Με τόσο θράσος?

    – Όχι, με τόση ειλικρίνεια. Και τότε θέλησα να μάθω, τι σε παρακινεί. Μπορείς να μου απαντήσεις σε αυτή την ερώτηση?

    – Θέλω να ξέρω την αλήθεια. Είχα διαβάσει και ακούσει τόσα πολλά για το ότι η Ινδία – είναι η χώρα των σοφών και φωτισμένων, και τώρα δεν μπορώ να σταματήσω την αναζήτηση αυτών των ανθρώπων, και δεν μπορώ να κλείνω τα μάτια στα ψέματα και στην υποκρισία των υποψήφιων για δάσκαλους.

    – Θέλεις να πεις, ότι ήρθες σήμερα στην συνάντηση, επειδή δεν σου ήταν ακόμα ξεκάθαρο, τι είδους άνθρωπος είναι?

    – Όχι, όχι για αυτό. Σήμερα ήθελα να του κάνω κάποιες ερωτήσεις, στις οποίες αυτός δεν μου απάντησε χτες.

    – Γιατί όμως?

    Άναψε η δυσαρέσκεια, δεν ήθελα να σκεφτώ για τις ερωτήσεις του, τι στο διάολο θέλει από εμένα?

    – Γιατί σε ενδιαφέρει αυτό?

    – Και σένα δεν σε ενδιαφέρει η ζωή σου?

    – Όχι, εγώ δεν μπορώ να καταλάβω με τίποτα, τι δουλειά έχεις εσύ με τη ζωή μου?

    – Απάντησε μου σε μια πολύ απλή ερώτηση – δεν θα ήθελες να μάθεις, τι καθοδηγεί τον εαυτό σου στις πράξεις σου? Αν όχι, θα σε αποχαιρετήσω αμέσως τώρα και δεν θα σε κουράζω πια με τις ερωτήσεις μου.

    Δεν περίμενα μια τέτοια κίνηση εκ μέρους του, αυτός ο δαίμονας κατάφερε να με ιντριγκάρει. Σκεφτόμουν την ερώτηση του για τα κίνητρα των πράξεων μου και με κατέπληξε το ότι πράγματι, δεν υπήρχε τίποτα το προσβλητικό σε αυτό. Δεν καταλαβαίνω, γιατί αντέδρασα τόσο άσχημα σε αυτό… χωρίς ιδιαίτερη διάθεση νικώντας τον εγωισμό μου, απάντησα με ένα πιο μαλακό ύφος.

    – Με ενδιαφέρει, τι με οδηγεί στις πράξεις μου.

    – Τέλεια. Άρα, μπορούμε και πάλι να γυρίσουμε στην ερώτηση, γιατί στο διάολο ήρθες εδώ σήμερα.

    – ??? Όχι, δεν μπορώ να καταλάβω, ποιος σου έδωσε το δικαίωμα να μου μιλάς έτσι τελικά…

    – Και εσύ θέλεις να είμαι ευγενικός μαζί σου? Αν σε ενδιαφέρει πρώτα από όλα η ευγένεια, μάλλον, θα πηγαίνω και εγώ…- εκείνος σηκώθηκε με σκοπό να φύγει.

    Τον έπιασα από το μανίκι.

    – Εντάξει, εντάξει… εγώ η ίδια δεν ξέρω, τι με έπιασε τώρα. Αρρωσταίνω και εγώ από την ευγένεια. Όμως, τα λόγια σου για κάποιο λόγο με φέρνουν σε μια τέλειος αλλοπρόσαλλη κατάσταση, παρόλο που δεν νιώθω τίποτα το επιθετικό η απότομο στον τρόπο, που μιλάς, παρόλα αυτά, σαν να λειτουργεί κάποιος μηχανισμός – αν εγώ ακούω μια απότομη λέξη, αντιδράω σε αυτήν, σαν να είναι η προσβολή, παρά το οτιδήποτε.

    – Μάλλον, δεν έχεις την πείρα, όταν…

    – …όταν οι απότομες λέξεις προφέρονται τρυφερά και είναι ένας μέρος της έκφρασης της συμπάθειας, μέσα από το κάποιου είδους παιχνίδι?

    – Ναι.

    – αυτό είναι το καταπληκτικό, διότι έχω μια τέτοια πείρα, και καμία φορά μου αρέσει να χρησιμοποιώ τις «απότομες» λέξεις σε πιο τρυφερά σεξουαλικά παιχνίδια. Μάλλον, το θέμα δεν είναι – συγκεκριμένα ποιες λέξεις, σημασία έχει το ίδιο το παιχνίδι, και η χρήση των απότομων λέξεων στο συγκείμενο του πάθους και της τρυφερότητας τους προσδίδει ένα νέο νόημα, μια αντίθετη σημασία. Έτσι τα καταλαβαίνω όλα αυτά… και πάλι όμως, ο μηχανισμός αντιδρά, λες και γίνεται άθελα μου.

    Ένοιωσα τον εαυτό μου απολύτως απροστάτευτη μετά από αυτή την ομολογία. Σαν να με ανάγκασε να γδυθώ εδώ στη μέση του δρόμου, και καθένας θα μπορούσε τώρα να με κοροϊδέψει.

    – αυτό σημαίνει και επειδή εσύ πιστεύεις στην θεωρία, ότι δεν κάνει να μιλάς με άγνωστους ανθρώπους για τα προσωπικά σου θέματα. Και επειδή έθιξα την υψηλή σου ηθικότητα με την ερώτηση νου για τους οργασμούς. Εσύ σίγουρα θεωρείς, ότι με έναν γνωστό σου επιτρέπεται να μιλάς για πάρα πολλά, και για το σεξ επίσης, και για έναν οικείο σου άνθρωπο – για οτιδήποτε. Όμως, πώς προσδιορίζεις, ποιος άνθρωπος σου είναι καλός γνωστός, και ποιος – οικείος?

    – Εάν γνωρίζω κάποιον αρκετό καιρό…

    – Στοπ! Αρκετό καιρό – πόσο?

    – Εεεε…Εεεε…- ρε γαμώτο, πράγματι, πόσο?

    – Ωραία είναι να δω έναν άνθρωπο, που δεν έχει αναρωτηθεί για κάτι τόσο απλό ποτέ:)

    Προφανώς, αυτός ήθελε να με πειράξει, όμως, αυτή τη φορά εγώ δεν βρήκα καμία αγριάδα μέσα σε αυτό, και καμία χαιρεκακία.

    – Νομίζω, ότι θα μπορούσα να προσδιορίσω το πόσο καλά γνωρίζω κάποιον με αυτόν τον τρόπο: εάν αυτός είχε εκδηλώσει τον εαυτό του κάπως σε μια δύσκολη κατάσταση, τότε μπορώ να πω, ότι τον ξέρω καλά.

    – Ναι? Και αν το έκανε μόνο και μόνο, για να δείξει κάτι στους άλλους? Αν αυτό, που έκανε, είχε κίνητρο σε ένα περίπλοκο σύμπλεγμα των φόβων του, ευνοιών, θεωριών? Η τα κίνητρα του δεν έχουν σημασία για σένα? Η προτιμάς «για λόγους απλότητας» να μην σκέφτεσαι για αυτό? Για μένα, ας πούμε, αντιθέτως – δεν έχει ουσιαστική σημασία, τι έκανε ο άνθρωπος, και είναι πολύ σημαντικό το κίνητρο του, έτσι αν κάποιος με βοήθησε, επειδή ήθελε να φανεί στα μάτια μου δυνατός και φιλικός, ήθελε να νοιώθει αυταρέσκεια, δεν θα μου άρεσε καθόλου αυτό. Αν όμως, κάποιος δεν με βοήθησε, όμως το έκανε λόγο της καθαρής συμπάθειας, αυτό θα μου άρεσε πολύ. .

    – Εμ, μάλλον μπορείς να το αισθανθείς αυτό…

    – Ακριβώς! Να αισθανθείς! Και για να αισθανθείς εσύ κάτι, άνθρωπος οπωσδήποτε πρέπει να κάνει κάτι εξαιρετικό? Και οπωσδήποτε πρέπει να τον ξέρεις για μήνες, η για έναν χρόνο? αυτό ακούγεται πολύ περίεργο – ότι αρχίζεις να νιώθεις κάτι ακριβώς τη στιγμή, όταν κάποιος κάνει μια πράξη, η οποία για σένα παίζει ρόλο, όταν συνηθίζεται να «νιώσεις», ότι ο άνθρωπος αυτός είναι καλός η κακός.

    – Όντως, είναι περίεργο…

    – Όμως, εγώ σκέφτομαι, πως ακόμα και εδώ εσύ λες ψέματα στον εαυτό σου, και θεωρείς, πως ξέρεις κάποιον καλά, όταν τον γνωρίζεις πολύ καιρό – ένας χρόνος, μερικά χρόνια. Συνήθως είναι απλώς η μηχανική σύμπτωση των συνθηκών το ότι κάνεις με κάποιον παρέα για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα – σπουδάζετε μαζί, η εργάζεστε, η ζείτε στην ίδια γειτονιά… Και σε έναν τέτοιο άνθρωπο μπορείς να μιλήσεις για τη ζωή σου μόνο και μόνο, επειδή όταν τον βλέπεις, μέσα σου λειτουργεί ο μηχανισμός «τον ξέρω από παλιά, είναι καλός γνωστός μου». Στην πραγματικότητα, ωστόσο, το πιο πιθανόν είναι να μην γνωρίζεις τίποτα για αυτόν, έτσι δεν είναι? Ξέρεις μόνο αυτό, που γεννιέται μηχανικά στο κεφάλι του σε ανταπόκριση για τις πράξεις του. Δεν βλέπεις ούτε αυτό, που τον παρακινεί, ούτε αυτό, που εκείνος αισθάνεται, όταν κάνει κάτι, έχεις μόνο τις δικές σου ηλίθιες σκέψεις, οι οποίες σου λένε – «εάν κάνει το τάδε πράγμα, τότε είναι τέτοιος η άλλος…»

    – Και γιατί γίνεται αυτό???

    – Τι μας ενδιαφέρει εμάς, γιατί γίνεται αυτό. Δε έχει καμία σημασία. Σημασία έχει το τι πρέπει να κάνεις με αυτό, πως να το αλλάξεις… Πάμε να περπατήσουμε.

    Αυτός πήρε το χέρι μου, και ένα δυνατό κύμα έντονης ζέστης με έγλυψε εσωτερικά. Έσφιξα τη ζεστή και στέγνη παλάμη του, που έμοιαζε να έχει ζεσταθεί από τον ήλιο, και έκανα ένα βήμα μπροστά άφοβα, εισπνέοντας βαθιά τον αέρα μερικές φορές με όλο μου το στήθος.