Ελληνικα change

Error

×

Κεφάλαιο 22

Main page / Μάγια 1: Φορς-Μινόρ / Κεφάλαιο 22

Περιεχόμενα

    Το να είσαι σάντχου στο Ρισικες, η και σε όλη την Ινδία, είναι το καλύτερα πληρωμένο επάγγελμα. Με αυτή την σκέψη μπήκα εγώ από τον ζεστό δρόμο σε μια ευρωπαϊκή καφετέρια με σκούρες τζαμαρίες. Για αυτή τη δουλειά δεν χρειάζεσαι τίποτα, εκτός από ένα σεντόνι στο χρώμα της ώχρας. Εφόσον σχεδόν πάντα στην Ινδία έχει ζέστη, μπορείς να ζήσεις και έξω, και εάν σκεφτείς, ότι ακριβώς έτσι ζει πολύς κόσμος, το να είσαι σάντχου συμφέρει, διότι άλλο είναι να δώσεις λεφτά σε έναν ζητιάνο με κουρελιασμένα ρούχα, και άλλο – σε έναν άγιο άνθρωπο. Αυτό κάνει καλό και στο κάρμα σου, και το κάρμα στην Ινδία είναι ένα αυτονόητο φαινόμενο, όπως η ένωση του λαού και του κόμματος στην εποχή του κομμουνιστικού καθεστώτος στη Ρωσία. Αυτοί οι σάντχου σέρνονται κάθε πρωί στα πιο πολυσύχναστα μέρη με γυαλισμένα λαμπερά μπιτονάκια για τα κέρματα, και προσφέρουν τους εαυτούς τους για φωτογράφηση σε διάφορες πόζες, που παριστάνουν τις ασκήσεις της γιόγκα. Μάταια προσπαθούν να δώσουν στα πρόσωπα τους κάποιες μυστήριες εκφράσεις – τίποτε δεν κατάφερα να δω σε αυτά, εκτός από την συνηθισμένη ηλιθιότητα. Για ποιο λόγο ο σάντχου από την κοιλάδα Κούλου μου είπε να έρθω εδώ? Μήπως δεν υπήρχε και κανένας σάντχου?.. Βλακεία μου να κουβαληθώ εδώ μόνο και μόνο επειδή ονειρεύτηκα κάποιον σάντχου… ίσως να είχε εκεί κάποιες αναθυμιάσεις, που προκαλούν παραισθήσεις στον κόσμο?

    – Θα ήθελα μια ομελέτα και ζεστή σοκολάτα…

    – Με συγχωρείτε, σε αυτή την πόλη τα αυγά απαγορεύονται.

    – ?

    – Το Ρισικές είναι ιερός τόπος, στην όχθη του ιερού ποταμού, και εδώ απαγορεύεται να τρώνε αυγά, κρέας, κοτόπουλο, ψάρι, κρεμμύδι και σκόρδο.

    – Εντάξει, το κρέας το καταλαβαίνω, αλλά το κρεμμύδι και το σκόρδο σε τι φταίνε?

    – Πιστεύεται, πως ο, τι τρως εδώ, το προσφέρεις στον θεό, τρέφεις τον θεό με αυτό. Το κρεμμύδι και το σκόρδο δεν είναι ταιριαστό φαγητό για τον θεό, επειδή έχουν άσχημη οσμή.

    – Αυτό στο είπαν οι θεοί αυτοπροσώπως?

    – Έτσι λένε οι πανδίτες [διδάκτωροι], ma`am.

    – Και σε αυτούς το είπαν οι θεοί?

    – Δεν ξέρω, ξέρουν οι πανδίτες, ma`am, είμαι απλός άνθρωπος…

    – Δηλαδή, εδώ πουθενά δεν υπάρχουν αυγά, καθόλου?

    – Πουθενά.

    – Εμμ… Ωραία, δώσε μου τον κατάλογο, να το σκεφτώ.

    …Για ποιο λόγο εκείνος ο σάντχου, προερχόμενος από τις αναθυμιάσεις της σπηλιάς, με συμβούλεψε να έρθω εδώ? Όχι, δεν μπορώ να φανταστώ, ότι ήταν μια απλή παραίσθηση, μόνο ένα όνειρο, αν και ασυνήθιστο. Προφανώς, έχει ανακατευτεί και κάτι άλλο εδώ, – ποιος ξέρει, σε ποια αναλογία, και όμως, ανακατεύτηκε… δεν υπάρχουν τέτοια όνειρα, αφού εγώ έλαβα μια συγκεκριμένη πληροφορία, την οποία δεν είχα νωρίτερα, και όχι απλώς πληροφορία, αλλά κάτι πραγματικά σημαντικό, επίκαιρο, που δεν θα μπορούσε να εμφανιστεί σαν αποτέλεσμα του τυχαίου συνδυασμού των φαντασμάτων. Για την ώρα θα βασιστώ στο ότι σε όλη την ιστορία αυτή με απίστευτο για μένα τρόπο συμμετείχε κάποια συνείδηση, και κάποιος, ο οποίος υπάρχει πραγματικά μίλησε μαζί μου, και μου πρότεινε να έρθω σε αυτό το μέρος. Δεν θα μπορέσω, όμως, να επισκεφτώ το κάθε άσραμ, αναζητώντας τους ενδιαφέρον ανθρώπους… Δυσαρεστήθηκα, και πάλι ξέχασα, ότι η συνάντηση με τον σάντχου μου επέτρεψε να κάνω τις σημαντικές ανακαλύψεις, και ότι επιστρέφω συνεχώς στα λεγόμενα του, και οι σκέψεις με αυτό το θέμα δημιουργούν τις ιδέες, που παλιότερα δεν θα σκεφτόμουν να αναλύσω. Μετά από αυτή τη «συνάντηση» κάτι άλλαξε μέσα μου, – σαν να βγάλανε κάποιο αγκάθι από μέσα, το οποίο δεν ένιωθα συνέχεια, και όμως, με ενοχλούσε μόνιμα πάρα πολύ. Ωστόσο, τώρα, όταν ένιωθα την δυσαρέσκεια από το ότι μου έδωσε μια τόσο ακαταλαβίστικη και πιθανόν ανόητη απάντηση, και πάλι άρχισα να σκέφτομαι, ότι οι αλλαγές αυτές ήρθαν σε μένα ακούσια, και «αυτός» δεν μπορούσε να έχει καμία σχέση με αυτό. Οι μυστικές συνθήκες της συνάντησης μας επίσης τα είχα φανταστεί, η, να πω καλύτερα, επινοήσει ως μυστικές. Αφού αντί να ρωτήσω τον Ραντζ προσεκτικά, τι συμβαίνει και πως, εγώ έπιασα αυτή την παράξενη ιστορία και δεν έμαθα τίποτα, για να μην διαλύσω τυχαία αυτή την μυστικότητα…

    – Να μου φέρετε, παρακαλώ, Vegetable Spring Rolls… Apple Pancake… Hot Chocolate… έχετε την Hot Chocolate? Αυτή μυρίζει όμορφα, σας ορκίζομαι, οι θεοί θα είναι ευχαριστημένοι. Ο`κεϋ, αυτά για τώρα, μόνο την Hot Chocolate και την κρέπα – μετά από το κυρίως πιάτο, ΜΕΤΆ, εντάξει? Μετά, όχι «πριν» (και πάλι θα τα μπερδέψει όλα)… και όμως, δεν έχει σημασία, υπό ποιες συνθήκες συνέβη εκείνη η συνάντηση, άλλο είναι σημαντικό – πως άλλαξε η ζωή μου μετά από αυτό. Ακόμα και εάν είχα επινοήσει αυτή την ιστορία, και πάλι θα ήταν μια από τις πιο καταπληκτικές συναντήσεις στη ζωή μου. Η σκέψη αυτή με άφησε άφωνη… Δεν έχει σημασία, έγινε αυτό η όχι…Υπήρξε η όχι… Από που ξέρω εγώ, ότι κάτι έγινε, και κάτι άλλο – όχι? Με τρόμαξε η ερώτηση, σαν να έφτασα στην άκρη του γκρεμού, κοίταξα κάτω και αμέσως έκανα πίσω. Να πάρει, έτσι μπορεί και να χαθώ τελείως…Θα πολεμήσω για το μέλλον μου, θα αλλάζω το παρόν μου, αλλά το παρελθόν – είναι παρελθόν, και ευτυχώς, δεν μπορώ να το αλλάξω, ακόμα και αν το θελήσω… τι με τρόμαξε τότε τόσο πολύ? Οι σκέψεις μου ανταλλάζουν η μια την άλλη τόσο γρήγορα, ότι δυσκολεύομαι να κρατηθώ σε κάτι συγκεκριμένο – έτσι συμβαίνει πάντα, όταν πρέπει να σκεφτείς κάτι, χωρίς να ξεφεύγεις στα άλλα θέματα, – οι συλλογισμοί ανακατεύονται σε μια μάζα, λες και είναι στο μπλέντερ, η αρχίζεις να θέλεις να σκεφτείς κάτι άλλο, που δεν έχει καμία σχέση με αυτό, για το οποίο Εγώ θέλω να σκεφτώ τώρα. Η ιδέα του ότι στην ουσία εγώ δεν ξέρω, πως να ξεχωρίσω – τι είχε γίνει και τι δεν έγινε, παρέμεινε σαν τεράστια ανοιχτή τρύπα μέσα στο πολύχρωμο χυλό από συνηθισμένες άγευστες εικόνες και κομμάτια από σκέψεις. Δεν μπορούσα με τίποτα να συγκεντρωθώ σε αυτήν, και πάλι ένιωθα εκνευρισμό, – τώρα θα τη πιάσω και θα αρχίσω να την αναλύω, μα όχι – τίποτα, σαν ένα γλιστερό ψάρι με αγγίζει με την ουρά του και πάλι εξαφανίζεται στο βάθος του νερού. Η δυσαρέσκεια δυσχεραίνει την κατάσταση μου – γίνομαι αλλοπρόσαλλη, όταν αυτή με πιάνει. Εντάξει, εδώ είναι το στυλό, το τετράδιο, το καταγράφω.

    «Δεν ξέρω, πως να προσδιορίσω, τι είχε γίνει στην πραγματικότητα, και τι δεν έγινε. Πώς μπορώ να είμαι σίγουρη, ότι αυτό, που έγινε – μόνο αυτό και συνέβη, και δεν υπήρξε και κάτι άλλο ακόμα, το οποίο εγώ δεν θυμάμαι? Υπάρχουν πράγματα, που θυμάμαι… αυτά, βέβαια, έγιναν, μα από την άλλη, ποσά πολλά είχε συγκρατήσει η μνήμη μου? Κάποια ασήμαντα ψίχουλα, ειδικά από την παιδική ηλικία, το ξέρω, πως κάτι ήταν εκεί, και αυτό με επηρέασε σίγουρα, μα ορισμένα – τι ήταν? Αφού αυτό έγινε ένα κομμάτι της δικής μου προσωπικής ιστορίας, μιας και υπήρξε, δηλαδή, εγώ δεν το θυμάμαι, και όμως ξέρω, ότι κάτι ήταν εκεί, και πώς μπορεί αυτό το «κάτι» να είναι ένα κομμάτι από το δικό μου παρελθόν? Το παρελθόν είναι κάτι το συγκεκριμένο. Για ποιο λόγο γενικώς θεωρώ κάτι μέρος της δικής μου προσωπικής ιστορίας, και κάτι άλλο – όχι? Σύμφωνα με ποια κριτήρια επιλέγω τις αναμνήσεις? Μα πως, με ποια… όπως και όλοι , έτσι και εγώ… αυτό σημαίνει, πως όλον αυτόν τον καιρό με αρνίσια υπακοή περνούσα για την προσωπική μου ιστορία όχι αυτά, που εγώ η ΊΔΙΑ θεωρώ σημαντικά, αλλά αυτό, που ΣΥΝΗΘΊΖΕΤΑΙ να θεωρείται. Χάλια… Θα χωθώ μέχρι τα αφτιά σε αυτά… Και τελικά τι εγώ θεωρώ σημαντικό? Σίγουρα όχι την χρονιά, που γεννήθηκα, από ποιες σχολές αποφοίτησα και τι διπλώματα πήρα, μα το τι ένοιωσα, τι έζησα, τι κατάλαβα… ερωτευόμουν συχνά στον ύπνο μου – αληθινά, δυνατά, διαπεραστικά, και η συναίσθηση αυτή δεν ξεχνιόταν, έμπαινε στην δύνη των υπόλοιπων γεγονότων ως ισάξιο μέλος, άρα, κάποια από αυτά τα όνειρα με όλη τη σημασία της λέξης έγιναν η προσωπική μου ιστορία… ιστορία μου… φαντάζομαι, τι θα γίνει, εάν στην παράγραφο «σύντομο βιογραφικό» θα απαριθμήσω τα όνειρα μου σε κάποιο έντυπο:)… Ας επιστρέψουμε πίσω, θα απλοποιήσω άκρως την κατάσταση. Τώρα κοίταξα έξω από το παράθυρο – είδα ένα βουνό, ωραία, γυρίζω το κεφάλι μου σε άλλη μεριά. Ρωτάω τον εαυτό μου – τι είδα? Η απάντηση είναι – «το βουνό». Ενδιαφέρον… γιατί όμως? Γιατί είμαι σίγουρη τώρα, ότι είδα ορισμένα το βουνό, και όχι τη θάλασσα? Πώς θα μπορούσα να το ελέγξω άμεσα? Πως… εάν εγώ φαντάζομαι τη θάλασσα… εύκολο αυτό… φαντάζομαι το βουνό – εύκολο… και γιατί είμαι σίγουρη, ότι… περίμενε… σίγουρη… αυτή η σιγουριά συγκεκριμένα είναι και η βάση για την βεβαιότητα, ότι… η σιγουριά – η βάση για τη βεβαιότητα?… τι βλακεία… και από που προέρχεται αυτή η σιγουριά? Γενικώς, τι είναι – αυτή η σιγουριά?? Ναι… Και από που εγώ μπορώ να ξέρω, ότι ένα τέτοιο φαινόμενο – η σιγουριά για κάποιο ορισμένο πράγμα, και όχι για το άλλο… θα μπορούσα κάποτε να την αλλάξω? Μπορώ να είμαι σίγουρη για κάτι, και μετά θα μου πούνε – Μάγια, κοίταξες σε λάθος μεριά, και έκανες λάθος, και όντως θα δω, ότι έκανα λάθος, τότε η σιγουριά μου θα αλλάξει, άρα, μπορώ, σύμφωνα με κάποιους κανόνες να την αλλάζω… μα ποιος τους έθεσε, αυτούς τους κανόνες? Και γιατί οι κανόνες αυτοί είναι έτσι, όπως είναι? Εγώ δεν γνωρίζω τίποτα για αυτά, απλώς τα ακολουθώ… Και πώς το κάνω όλο αυτό? Πώς αλλάζω την σιγουριά? Για δες ένα πράγμα… το είχα κάνει ένα εκατομμύριο φορές και δεν ξέρω, πως. Είμαι σίγουρη, ότι έκανα λάθος, και αυτό αλλάζει την προηγούμενη σιγουριά μου… η μια σιγουριά αντικαθιστά την άλλη. Τα συναισθήματα αντικαθιστούν συναισθήματα, η σκέψη διαψεύδει μιαν άλλη σκέψη, ενώ το συναίσθημα δεν μπορεί να διαψεύσει μια σκέψη. Τι συμπέρασμα βγαίνει από όλα τα αυτά? Εάν θα είχα βάλει ένα κρεμμύδι στη σούπα, και μετά κόντρα σε όλους τους κανόνες, σύμφωνα με τους οποίους μπορούμε να αλλάξουμε τη σιγουριά, την άλλαζα και άρχισα να σκέφτομαι, ότι έβαλα ένα καρότο, τότε αντί της προγραμματισμένης σούπας θα έπαιρνα κάτι άλλο, τότε οι κανόνες αυτοί έχουν νόημα, μα ποιο είναι, όμως? Πού είναι τα όρια τους? Πού είναι η σιγουριά, ότι τα ακολουθώ αναλόγως? Εδώ δεν μπορώ να τα διατυπώσω καν… ίσως αυτά δεν υπάρχουν, και υπάρχει απλώς ένα σύνολο των αποκτημένων εμπειρικά μικρών κανόνων, ίσως να υπάρχουν κάποιοι άλλοι… τι σημαίνει όλο αυτό, ότι το παρελθόν δεν είναι καθόλου κάτι το σταθερό, ορισμένο? Και η αντικειμενικότητα…»

    Ουφφφφ… Έγειρα πίσω στην πολυθρόνα μου, σκούπισα τον ιδρώτα από το μέτωπο… Δεν το πιστεύω – με έπιασε ο ιδρώτας! Ποτέ πριν στη ζωή μου δεν σκεφτόμουν έτσι… γιατί? Συχνά βυθιζόμουν στις σκέψεις, ειδικά όταν ετοιμαζόμουν για το πανεπιστήμιο, και τότε έσπαγα το κεφάλι μου, αλλά ήταν αλλιώς, διαφορετικά… τι δεν είναι ίδιο? Μάλλον, το ότι τώρα δεν αναμασώ απλώς τις σκέψεις σύμφωνα μα τους γνωστούς σε όλους κανόνες, εδώ αναζητώ τους ίδιους τους κανόνες μόνη μου, εγώ ΔΕΝ ΞΈΡΩ, πως μπορεί να σκέφτεται κανείς σε αυτή την κατάσταση, είναι σαν να αιωρείσαι σε άγνωστους ουρανούς, και βιώνεται, σαν δημιουργία, σαν ανάσα της ζωής. Πόσο δύσκολο είναι, ωστόσο, να προχωράς σε αυτό το πεδίο! Σαν να προσπαθώ να κινήσω ένα τανκ, – τέτοια εμπόδια πρέπει να νικήσεις, για να νιώσεις χαρά από τον συλλογισμό. Όπως στο όνειρο, όταν θέλεις να τρέξεις γρήγορα, μα τα πόδια και τα χέρια σου σαν να είναι δεμένα με κάποια πυκνή κολλώδη μάζα.

    Πόσο ξεκάθαρα βλέπω τώρα την απουσία της πείρας αυτής της νόησης! Ήδη για δεκαπέντε λεπτά δεν καταφέρνω να κάνω αυτό, που θέλω – να αναλύσω λογικά κάποιο ενδιαφέρον για μένα θέμα. Σαν να αποτυγχάνω να περάσω τη κλώστη σε μια μικρή βελονότρυπα… όλα αυτά είναι ανέλπιστα, στο διάολο…, γιατί προσπαθώ να βγάλω τον εαυτό μου από τα μαλλιά έξω από τον βαλτό… μόλις δεκαπέντε λεπτά, και έχω την εντύπωση, ότι έκοβα ξύλα για μια ώρα… Συνέχεια θέλω να αλλάξω το θέμα και να σκεφτώ οτιδήποτε – την πολυλογία για καιρό, το αναμάσημα των σκέψεων για την ποικιλία των ντόπιων πιάτων… ορίστε, έφεραν το φαγητό…

    Χάζευα το φαγητό, που μου είχαν φέρει, και καταλάβαινα, ότι εάν τώρα θα αρχίσω να τρώω – χάθηκα, απέφυγα την μάχη για μια πολύτιμη σκέψη, παραδόθηκα στην καθημερινότητα, η οποία υπερασπίζεται με τέτοιο πάθος τα δικαιώματα της, ότι νιώθω τον εαυτό μου τελείως κουρασμένο και εξαντλημένο.

    Το φαγητό κρυώνει, εντωμεταξύ… Ας επιστρέψω σε αυτό αργότερα, αφού εγώ θυμάμαι, για ποιο πράγμα ήθελα να σκεφτώ, όλα είναι καταγεγραμμένα, τίποτα δεν με εμποδίζει να συνεχίσω μετά από τόσο αρωματική ζεστή σοκολάτα και επιδόρπιο με καρύδια…

    Στα πρώτα λίγα δευτερόλεπτα καταλάβαινα ακόμα, ότι έχασα τη μάχη και παραδόθηκα, αλλά πάρα πολύ γρήγορα άλλαξα την σιγουριά μου και άρχισα να πιστεύω κάτι άλλο – δεν συνέβη τίποτα το ιδιαίτερο, εγώ απλώς ανέβαλα το ερώτημα για αργότερα, απλώς δεν ήθελα να κρυώσει το φαγητό μου – η πρακτική είναι πρακτική, μα δεν είναι και ο, τι καλύτερο να τρως κάτι, που έχει κρυώσει.

    Βγήκα έξω στον δρόμο χορτάτη και ευχαριστημένη. Δεν είχα σχεδόν καθόλου διάθεση για σκέψη, έτσι βούτηξα με το κεφάλι σε ένα κενό και άγευστο «δεν συμβαίνει τίποτα», χωρίς να το καταλάβω καν, επειδή παραήταν δυνατή η επιθυμία να μην κάνω καμία προσπάθεια και απλώς να αφεθώ στο ρεύμα. Αποφάσισα να πάω στην αντίθετη από το Λαξμαν Ντζουλα άκρη της πόλης. Εκεί, σύμφωνα με τον χάρτη, υπήρχαν τα μεγάλα άσραμ. Ο οδηγός έλεγε, ότι έχουν πάρα πολύ αυστηρούς κανόνες εκεί, και ήθελα να μάθω, τι προσφέρουν αυτά ως «αντάλλαγμα» για την ακολουθία των αυστηρών κανόνων.

    Τι χλιδή είναι αυτή! Αυτό, μάλλον, είναι κάποιο παλάτι – περίτεχνες κολόνες, αχιβάδες, φοινικόδεντρα, αγάλματα, σιντριβάνια, σοβαρός αστυνομικός δίπλα στην πύλη. Στα μαρμάρινα δρομάκια τρέχουν ξυπόλητοι νεαροί Ινδοί, ντυμένοι στις ίδιες πορτοκαλί στολές, παρόμοιες με ειδική ένδυση θρησκευτικής μορφής. Απ `ότι φαίνεται, είναι ένα ακριβό εκπαιδευτικό ίδρυμα.

    – Μπορείτε να μου πείτε, τι είναι εδώ?

    Ο αστυνομικός, χαμογελώντας με προστατευτικό ύφος, με κοίταξε, σαν να είμαι ένα παιδί, που δεν ξέρει τίποτα.

    – Το Άσραμ του Κρίσνα. Εδώ κάποτε έμειναν οι «Μπιτλς», εδώ συνάντησαν τον δικό τους γκουρού…

    – Αχ, αυτό είναι…

    – Από εδώ βγαίνουν οι πανδίτες.

    – Δηλαδή όλα αυτά τα αγοράκια με τις πορτοκαλί στολές – οι μελλοντικοί πανδίτες?

    Εκείνος ξίνισε λιγάκι από αυτή την άσεβη λέξη για τους σεβαστούς, αν και νέους και μελλοντικούς, πανδίτες,.

    – Ναι.

    Ποιος είναι αυτός εκεί? Ο δρόμος άπλωνε με δέος μπροστά από το ορμητικό βάδισμα και το φαρδύ στήθος του. Η μακριά μαύρη χαίτη ανέμιζε στον απογευματινό αέρα από τον Γάγγη. Εκείνος προχωρούσε τόσο γρήγορα, ότι τα ξυρισμένα αγοράκια με μικρά κοτσιδάκια στον σβέρκο με το ζόρι τον προλάβαιναν. Αλλά αυτός δεν έδινε καμία σημασία – έμοιαζε με Καίσαρα, συνοδεία της δουλοπρεπή αυλής του. Οι Ινδοί, βρισκόμενοι κοντά, του άνοιγαν τον δρόμο, χαμογελώντας με δέος και ενώνοντας τις παλάμες, όπως στην προσευχή. Σε κάποιους αυτός χάριζε ένα ελαφρύ νεύμα του κεφαλιού, σε κάποιους άλλους – ένα πλατύ χαμόγελο, που φανέρωνε τα πανέμορφα λευκά του δόντια. Το βλέμμα του κάλυπτε το σύμπαν, χωρίς να ακουμπήσει την γήινη στάχτη, σαν να επέβλεπε τα δικά του αθάνατα κτήματα… Εκείνος σταμάτησε απότομα, σχεδόν δέκα εκατοστά μακριά από εμένα, προφανώς μη αναμένοντας κανένα εμπόδιο στον δρόμο του. Η μάσκα της παντοδυναμίας και του μεγαλείου έφυγε από την έκπληξη, τα πυκνά μαύρα φρύδια ανέβηκαν, προσπάθησε να φτιάξει ένα χαμόγελο στο πρόσωπο, το ποιο βγήκε κάπως στραβό τελικά, και εκείνος σαν να το ένοιωσε αυτό, πρόλαβε ήδη να θυμώσει μαζί μου, επειδή τον εξέθεσα σε μια ασύμφορη για αυτόν κατάσταση, κλείνοντας τον δρόμο του.

    – Νευρίασες?

    Τα τζιτζίκια έπαψαν, ο άνεμος έχει πέσει, τα αγόρια ηρέμησαν την ανάσα τους επιτέλους και είχαν σωπάσει και αυτά, παγωμένα σε ανόητες στάσεις…

    – Τι? – κρατώντας μια παύση, αυτός υποκρίθηκε ένα φιλικό χαμόγελο.

    – Σε ρωτάω, νευρίασες με μένα τώρα?

    – Ο, τα αγγλικά μου είναι κακά-κακά!

    Έπιασα την πρόθεση του να κινηθεί γύρω μου, και του έκλεισα τον δρόμο και πάλι. Η καρδιά μου χτυπά από το άγχος, μα δεν θα παραδοθώ, θέλω να λάβω την απάντηση για την ερώτηση μου.

    – Μπορεί κάποιος να μεταφράσει? – κοίταξα γύρω-γύρω. Δίπλα του είναι τουλάχιστον δέκα μαθητές και άλλοι δέκα περίεργοι και άλλοι δέκα προσκυνητές. Δεν μιλάει κανείς.

    – Κανένας δεν μιλάει αγγλικά εδώ?

    Ο κορυφαίος πανδίτης ακόμα δεν τολμούσε να με παραμερίσει, και η ένταση του μεγάλωνε. Προφανώς, δεν ξέρει, πως να φερθεί σε μια τόσο παράξενη κατάσταση – κάποια παλιογυναίκα μπήκε στον δρόμο του, τον πρήζει με τις ερωτήσεις, και απ` ότι φαίνεται, δεν σκοπεύει να κάνει πίσω. Με κακώς κρυμμένη ανησυχία αυτός κοιτούσε δεξιά και αριστερά, αναζητώντας υποστήριξη στον περίγυρο του, από το οποίο επιτέλους βγήκε κάποιος νεαρός με ανέκφραστο πρόσωπο και χνούδι πάνω από τα χείλη του.

    – Θα ήθελα να μάθω, αν ο επικεφαλής πανδίτης νιώθει αρνητικά συναισθήματα?

    – Αρνητικά συναισθήματα ? – το αγόρι προφανώς δεν πίστευε στα αφτιά του.

    – Ναι, τα αρνητικά συναισθήματα.

    Κομπιάζοντας, το αγόρι είπε κάτι στον δάσκαλο του, στο πρόσωπο του οποίου και πάλι άρχισε να λάμπει το συνηθισμένο χολιγουντιανό χαμόγελο. Ο Πανδίτης άκουσε την ερώτηση, απάντησε πολύ σύντομα κάτι, και αποφάσισε να φύγει και πάλι, εγώ, όμως, δεν έφυγα, περιμένοντας να ακούσω την απάντηση.

    – Όχι δεν νιώθει ποτέ τα αρνητικά συναισθήματα.

    Μα βέβαια! Τι άλλο θα μπορούσε να απαντήσει!

    – Και τι νιώθει τότε. Αμέσως τώρα, τι νιώθει? Πες του…

    Με ακόμη περισσότερη σύγχυση και κόμπιασμα, ο μαθητής μετέφρασε αυτή την ανήκουστη αυθάδεια. Ως απάντηση έλαβα την διαβεβαίωση, πως τώρα ο κορυφαίος πανδίτης βιάζεται πολύ, αλλά αύριο θα χαρεί να απαντήσει σε οποιεσδήποτε ερωτήσεις, και με προσκαλεί στις έξι η ώρα στην πούντζα… Και εγώ υποχώρησα, πίστεψα, πως όντως αυτός θα μιλήσει μαζί μου αύριο, και μετά από ένα τελευταίο βασιλικό χαμόγελο για τον εαυτό μου, έμεινα πρόσωπο με πρόσωπο με τον ουρανό, που σκοτείνιαζε, λιγάκι ψυχρό αέρα και άδεια μαρμάρινα δρομάκια.

    Κάποιος ακούμπησε τον ώμο μου – ήταν μια γυναίκα, Ευρωπαία. Μου μίλησε με σπασμένα αγγλικά.

    – Εσείς τι θέλετε?

    – Εγώ θέλω να μάθω, εάν ο επικεφαλής πανδίτης βιώνει τα αρνητικά συναισθήματα.

    Τα μάτια της άνοιξαν με οργή, απορία, και ταυτόχρονα με ανησυχία, αυτή κοίταξε γύρω-γύρω, σαν να έλεγχε, μήπως κάποιος είδε, πως αυτή άκουσε την ερώτηση μου.

    – Αυτός? Αρνητικά συναισθήματα? Μα όχι, βέβαια, όχι. Αντρέι, το φαντάζεσαι, η κοπέλα ρωτάει, εάν ο μεγαλύτερος πανδίτης νιώθει αρνητικά συναισθήματα…

    – Α, είστε από τη Ρωσία!

    – Οχ, είστε και Εσείς Ρωσίδα, πολύ ωραία…Ήρθατε για πολύ καιρό?

    – Δεν ξέρω ακόμα… Γιατί λοιπόν είστε τόσο σίγουροι, ότι αυτός δεν νιώθει τα αρνητικά συναισθήματα?

    – Περάσαμε μαζί του εδώ στο Άσραμ δυο εβδομάδες, είχαμε μιλήσει πολύ, και ποτέ δεν παρατήρησα να νιώθει κάτι το αρνητικό…… Αφού είναι ο επικεφαλής πανδίτης!

    – Τι διαφορά έχει? Το πόστο του μας λέει κάτι?

    – Βεβαίως, και λέει, – μπήκε στη συζήτηση ο άντρας, και αυτός αναμφισβήτητα ήταν δυσαρεστημένος με τη συμπεριφορά μου. Ήταν περίπου δεκαπέντε χρόνια μεγαλύτερος μου και απ` ότι φαίνεται, ετοιμαζόταν να μου κάνει το κήρυγμα, σαν να ήμουν σχολιαρόπαιδο, – δεν είναι και ότι-ότι, είναι το μέγα Άσραμ. Για να πάρεις κάποια θέση εδώ, πρέπει να περάσεις από ειδική εξέταση…

    – Απ `όσο γνωρίζω, οι πανδίτες δεν είναι άγιοι, ούτε και φωτισμένοι, είναι οι άνθρωποι με καλές γνώσεις των Ιέρων γραφών, και για να πάρεις μια θέση εδώ, πρέπει πρώτα απ` όλα να ξέρεις σανσκριτικά και τα ιερά κείμενα. Ακόμα και αν υποθέσουμε, ότι εδώ χρειάζεται και κάτι άλλο από αυτό, κάποια πνευματική ανάπτυξη, μας είναι γνωστό, ποιος τους εξετάζει. Τι θα γίνει, αν εδώ τα πάντα έγιναν τυπικά εδώ και πολύ καιρό, στην περίπτωση, ότι κάποτε ήταν αληθινό – πρέπει να το ΕΛΈΓΞΟΥΜΕ πρώτα, και όχι να το πάρουμε σαν αναμφισβήτητο γεγονός. Εσείς το έχετε ελέγξει?

    – Βλέπω, ότι όλα τα ξέρετε… Γιατί ρωτάτε τότε?

    – Δεν έκανα σε Εσάς καμία ερώτηση… Και γενικώς δεν θέλω να μιλάω με Εσάς, επειδή αυτή τη στιγμή νιώθετε δυνατή αντιπάθεια για μένα και προσπαθείτε η να μου κάνετε κήρυγμα, η να με θίξετε… Μου είπατε, πως περάσατε πολλή ώρα με τον επικεφαλή πανδίτη, – γύρισα και πάλι εγώ στην γυναίκα.

    Αυτή, προφανώς, βρέθηκε στη δύσκολη θέση μετά από την αντεπίθεση μου στον συνοδό της, μάλλον σύζυγο. Δεν της έφτανε το θάρρος να με απωθήσει με τη σειρά της, αλλά δεν ήθελε και να συνεχίσει την κουβέντα πια. Κοίταξε τον Αντρέι με ανησυχία, ψάχνοντας υποστήριξη, αλλά αυτός είχε εκπλαγεί τόσο πολύ με την συμπεριφορά μου, ότι κοκκίνισε και δεν μπορούσε να πει ούτε λέξη. Η γυναίκα κατάλαβε, ότι έχασε, και με πόνο στο πρόσωπο είπε με πεθαμένο τόνο στη φωνή :

    – Ναι.

    – Και για ποιο πράγμα μιλήσατε μαζί του? Γνωρίζετε Χίνδι?

    – Όχι.

    – Και αυτός δεν μιλάει αγγλικά… Εντάξει, ας πούμε, ότι για εσάς είναι αρκετή και η μη-προφορική συναναστροφή με κάποιον, για να καταλάβετε, τι σόι άνθρωπος βρίσκεται μπροστά σας, μα για ποιο λόγο είστε τόσο σίγουρη, ότι αυτός δεν νιώθει αρνητικά συναισθήματα? Εγώ είδα μόλις τώρα, ότι ένιωθε δυνατό εκνευρισμό, όταν τον σταμάτησα.

    – Μάλλον, τον ενοχλήσατε.

    – Δηλαδή, Εσείς πιστεύετε, ότι εάν εγώ τον ενόχλησα, ο φωτισμένος μπορεί να νευριάσει?

    – Όχι, δεν με καταλάβατε σωστά… Βέβαια, εκείνος είχε νευριάσει, επειδή η πράξη Σας είναι… είναι, με συγχωρείτε, μια άσχημη πράξη… Όμως, τα αρνητικά του συναισθήματα δεν είναι όπως τα δικά μας, και δεν είναι σωστό να συγκρίνετε Αυτόν με τον εαυτό σας.

    – Α, έτσι? Και πώς είναι τα δικά του αρνητικά συναισθήματα? Τι γνωρίζετε εσείς για αυτό?

    – Λαρίσα, πάμε, τι στέκεσαι και μιλάς μαζί της, δεν βλέπεις, ότι είναι παράφορη αυτή…

    Παίρνοντας, επιτέλους, το απαιτούμενο σπρώξιμο και με πρόσωπο, παραμορφωμένο από ένοχο χαμόγελο, εκείνη έκανε πίσω, γύρισε ατσούμπαλα και χάθηκε από τα μάτια μου.

    Με αυτή την πολεμική διάθεση εγώ κινήθηκα μπροστά, σκεφτόμουν με προσμονή για την αυριανή μου συνάντηση, και σκόπευα να βάλω όλα τα πράγματα με τη σειρά τους εκεί. Θυμόμουν πάρα πολύ καλά την πρώτη μου ιστορία της αντιπαράθεσης με τον «γκουρού» της Μόσχας, γύρω από το όνομα του οποίου οργίαζαν οι φήμες, μύθοι, πλήθη των μαθητών, ερωτευμένων κοριτσιών, δημοσιογράφων – δηλαδή, το τυπικό σύνολο των φαινομένων, που συνοδεύουν την κάθε ασυνήθιστη και θορυβώδη προσωπικότητα.

    Για δυο χρόνια και εγώ ήμουν ερωτευμένη με αυτόν τον γκουρού – όχι όπως ερωτεύονται έναν άντρα, αλλά έναν δάσκαλο.

    Αυτός μιλούσε για τον κόσμο των ονείρων και το αστρικό σώμα με την ίδια άνεση, όπως ο πεπειραμένος ταξιδιώτης μιλάει για μια χώρα, όπου έζησε για περισσότερο καιρό. Είχε γνωρίσει προσωπικά τον Καστανέδα, Όσο και τον Μάντακ Τσία, έκανε σεμινάρια σε διάφορες χώρες του κόσμου, πέρασε πολλούς μήνες στην Ινδία, πήρε μύηση και «αναγνωρίστηκε» εκεί από αυθεντικούς σύγχρονους γκουρού. Δεν γνωρίζω τώρα, ποιο από όλα αυτά είχε συμβεί στην πραγματικότητα, και τι υπήρξε απλώς ένας κρίκος στην αλυσίδα του εμπορικού του επιχειρήματος, μα τότε πίστευα τα πάντα, και η κάθε λεπτομέρεια της δικής του προσωπικής ιστορίας με ενδιέφερε αληθινά.

    Μου χρειάστηκε ένας ολόκληρος χρόνος, για να τολμήσω να τον πλησιάσω και να κάνω μια ερώτηση. Μπορούσαμε να κάνουμε ερωτήσεις και στο μάθημα, αλλά με σημειώματα, τα οποία μεταφέρονταν από πολλά χέρια και μαζεύονταν σε έναν μεγάλο σορό δίπλα στα πόδια του. Εκείνος δεν προλάβαινε να απαντήσει σε όλες τις ερωτήσεις, για αυτό και επέλεγε κάποιο τυχερό κομμάτι χαρτιού από εκεί, διαβάζοντας το πρώτα σιωπηλά και επιλέγοντας – αν θα απαντήσει η όχι, και δεν υπήρχε κιόλας η δυνατότητα να διευκρινίσεις κάτι.

    Έτσι εγώ, πεθαίνοντας από το άγχος, κυριολεκτικά αναγκάζω τον εαυτό μου να κάνει αυτά τα μερικά βήματα πάνω, που χωρίζουν το ακροατήριο από μια μικρή σκηνή. Η καρδιά μου χτυπά, τα χέρια είναι ιδρωμένα, τα πόδια μου σχεδόν λυγίζουν… και αυτή είμαι εγώ, εγώ! η οποία έχει στο παρελθόν μερικούς μήνες δουλειάς στην τηλεόραση, εγώ – θρασύτατη, εύστροφη, νεαρή δημοσιογράφος, που να με πάρει ο διάολος… Γύρω από τον δάσκαλο – ένας αδιαπέραστος κύκλος των ακροατών, που αλλάζουν μεταξύ τους, σαν κομματάκια λαχανικών σε ένα τεράστιο μπλέντερ. Σαν άβουλη μέδουσα, ξεβράζομαι επιτέλους κοντά σε Εκείνον, και, φοβισμένη να τον κοιτάξω στα μάτια, με δυσκολία κάνω την ερώτηση μου. Θυμάμαι ακαθόριστα την απάντηση του. Τον ρώτησα, τη να κάνω με την δέσμευση με κάποιο αγόρι, η οποία εδώ και έναν χρόνο δεν με αφήνει να ζήσω. Ήθελα να το εξηγήσω με περισσότερες λεπτομέρειες, μα αναγκάστηκα να βιαστώ, κάποιος με έσπρωχνε από πίσω… Στο τέλος, το μόνο που πήρα, ήταν τα φιλικά χτυπηματάκια στον ώμο και μια ανόητη απάντηση του τύπου «ο χρόνος γιατρεύει όλες τις πληγές». Τότε δεν μπορούσα να επιτρέψω στον εαυτό μου την σκέψη, πως είναι μια μπούρδα και μισή, για αυτό και συνέχισα να πιστεύω τυφλά στην φώτιση του γκουρού, και πήγαινα στις διαλέξεις του, έπειτα από τις οποίες παρέμενε απολύτως ακατανόητο – πως θα μπορούσαμε να αλλάξουμε τη ζωή μας. Οι ομιλίες του είχαν μια υπνωτική επίδραση σε μένα, και φαινόταν, πως η κάθε του λέξη είναι γεμάτη με ένα βαθύ νόημα, που εγώ δεν θα μπορούσα να το εξηγήσω ακόμα και στον εαυτό μου, αλλά τα εκστατικά συναισθήματα με πλημμύριζαν, και δεν μπορούσα απλώς να εκτιμήσω ανάλογα αυτά, που συνέβαιναν.

    Λίγους μήνες αργότερα και πάλι ήρθε η επιθυμία να τον ρωτήσω κάτι, ταυτόχρονα με την παραλυτική ανησυχία. Αυτή τη φορά ήμουν έτοιμη για αυτό, και γενικώς, τα πάντα ήταν κάπως πιο απλά, κατάφερα ακόμα και να κοιτάξω για λίγη ώρα στα μάτια του… και πάλι έλαβα κάποια παντελώς κενή απάντηση, φιλάκι στο μάγουλο και έμεινα σε πλήρη απορία. Μάλλον, οι ερωτήσεις μου θα ήταν χαζές, αφού αυτός απαντάει σε αυτές τόσο σύντομα και τόσο απρόθυμα… Η δεν έχει κάτι να απαντήσει? Η σκέψη αυτή σχεδόν με τρόμαξε, διότι εγώ συνήθισα να πιστεύω, πως αυτός είναι – ο Δάσκαλος! Η ζωή γέμιζε με νόημα, όταν σκεφτόμουν, ότι πηγαίνω στις διαλέξεις του αληθινού Δάσκαλου, και πιθανόν κάποτε θα γίνω και εγώ μαθήτρια του.

    Από εκείνη τη στιγμή άρχισα να αισθάνομαι όλο και πιο άβολα κάθε φορά στα μαθήματα του, και έφτασε η μέρα, όταν κατάφερα να αποτινάξω από τον εαυτό μου το γλυκό μάγεμα της χαρισματικής του προσωπικότητας και πολύ καλής αίσθησης του χιούμορ, και ξαφνικά συνειδητοποίησα πάρα πολύ ξεκάθαρα, πως ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑΊΝΩ, για ποιο πράγμα αυτός μιλάει.

    – …το αληθινό «εγώ» δεν έχει ούτε μορφή, ούτε περιεχόμενο. Μπορεί να ενώνεται με κάποια μορφή, και τότε εμφανίζεται η ψευδαίσθηση, ότι «εγώ» είναι στην ουσία Αυτή είναι η ιδιότητα της Κουνταλίνη, που δημιουργεί την μαγεία και την προστατεύει. Το μυαλό – αυτό είναι το εργαλείο, με τη βοήθεια του οποίου η Κουνταλίνη κρατάει τον κόσμο έτσι, όπως τον έχετε συνηθίσει να βλέπετε. Πέρα από τα όρια του μυαλού εσείς αποκτάτε το αληθινό σας «εγώ». Πώς θα βγείτε πέρα από τα όρια του νου? Υπάρχουν πολλές πρακτικές, οι οποίες στοχεύουν σε αυτό. Όπως και οι αναπνευστικές ασκήσεις. Αλλάζοντας τον ρυθμό της αναπνοής σας, έχετε την δυνατότητα να αλλάξετε τις καταστάσεις της συνείδησης σας… Αυτό το σύμπαν – είναι μόνο μια από τα δισεκατομμύρια θέσεις του σημείου της κατασκευής, και όλοι εμείς – μόλις κάποιοι χαρακτήρες στα οράματα του δημιουργού…

    Ένοιωσα την επιθυμία να σηκωθώ αμέσως και να ρωτήσω απευθείας – τι είναι η Κουνταλίνη, τι είναι το μυαλό, το σημείο κατασκευής, ποιες ασκήσεις θα μπορούσαμε να κάνουμε… Ξαφνικά κατάλαβα, ότι όλον αυτόν τον καιρό δεν είχα καμία σαφήνεια για τα λόγια του, πως κάθε φορά, όταν άκουγα αυτές τις μαγικές λέξεις, ένιωθα έναν κυματισμό της αφρώδης έξαρσης, η οποία δεν άλλαζε τη ζωή μου με κανέναν τρόπο. Αυτό έμοιαζε με ναρκομανία – μια φορά την εβδομάδα εγώ έπαιρνα τη δόση μου, και στις υπόλοιπες μέρες το μόνο που υπήρχε – είναι η γκρίζα καθημερινότητα και η μιζέρια. Τώρα, όμως, τον έβλεπα με τελείως διαφορετικά μάτια, όχι απλώς να τον χαζεύω, αλλά να τον εξετάζω, να τον παρατηρώ… Δεν είναι και τόσο τρυφερός, όπως εγώ συνήθισα να σκέφτομαι τότε, όταν εκείνος κατάφερνε να με κοιμίζει με τις γλυκές του ομιλίες. Απ` ότι φαίνεται, απολαμβάνει τόσο πολύ, το ότι το ακροατήριο τον ακούει με ανοιχτό το στόμα… Μα όχι, όχι… δεν μπορεί να είναι αλήθεια αυτό. Άθελα μου βούτηξα και πάλι πίσω στο βάθος της ναρκωτικής παραζάλης, και πάλι αυτός άρχισε να περνάει για άψογο μάγο, φωτισμένο γιόγκι – για την ενσάρκωση του θεού, δηλαδή. Αλλά όχι, δεν θα παραδοθώ έτσι απλά. Τραβάω τον εαυτό μου έξω από τον ύπνο, και πάλι βλέπω το άδειο του βλέμμα, το κακισμένο του χαμόγελο, την φουσκωμένη αίσθηση της αυτοσπουδαιότητας. Πόσο κοιμισμένος πρέπει να είσαι, για να μην τα βλέπεις όλα αυτά?! Ο γκουρού τώρα έμοιαζε με κακό μάγο, ο οποίος κοίμισε τους ανθρώπους, και τώρα μπορεί να κάνει ο, τι θέλει με αυτούς. Φοβήθηκα, ότι αυτός θα με καταλάβει τώρα, θα δει, ότι δεν κοιμάμαι και τα βλέπω όλα… Εγώ καθόμουν στην προτελευταία σειρά – αυτή ήταν η πιο κοντινή θέση, που κατάφερνα να πιάσω, εάν ερχόμουν μια ώρα προτού αρχίσει η διάλεξη, – εκείνοι, που έφταναν αργότερα, ήταν αναγκασμένοι να κάθονται στο πάτωμα, και όταν δεν υπήρχε πια χορός εκεί, γεμίζανε τους διαδρόμους και ένα μέρος του χολ… Ξαφνικά αυτός με κοίταξε κατευθείαν, και μέσα μου όλα πάγωσαν από το σκληρό του βλέμμα, που έμοιαζε με ακτινογραφία. Όπως σε έναν εφιάλτη… Τι να κάνω τώρα? Η μου φαίνεται, και αυτός απλώς με κοιτάει, όπως θα κοιτούσε και οποιονδήποτε άλλο? Αυτό δεν αλλάζει τίποτα στο ότι δεν μου αρέσουν τρομερά τα μάτια του, μάλλον, ποτέ πριν δεν είχα κοιτάξει σε αυτά.

    – Δεν σε έχω δει ούτε μια φορά πριν στα σεμινάρια μου, – εκείνος το είπε σχεδόν ψιθυριστά, μα από την προτελευταία μου σειρά εγώ άκουσα τα λόγια του, σαν να ήταν σε απόσταση μόλις ενός μέτρου από εμένα.

    Γύρισα πίσω, αμφισβητώντας το ότι αυτός απευθύνεται σε μένα, – μια σειρά από συνηθισμένους ανθρώπους με ευχαριστημένα αφηρημένα πρόσωπα… Άρα, σίγουρα σε μένα μιλάει.

    – Εσένα, εσένα, μην κοιτάς πίσω. – εκείνος έγειρε το κεφάλι του λίγο στο πλάι, αναμένοντας την απάντηση.

    Καταπληκτικό, ούτε ένας σβέρκος δεν γύρισε προς το μέρος μου, σαν να μην είχε παρατηρήσει κανείς το γεγονός, ότι αυτός διέκοψε το μάθημα και άρχισε να μιλάει μαζί μου. Ακριβώς όπως σε εφιάλτη, – γύρω μου είναι τα ζόμπι μόνο, και δεν μπορώ ούτε να μιλήσω, ούτε να κινηθώ από τον φόβο μου. Τα μάτια μου καλύπτει η κολλώδη καυστική ομίχλη, μέσα από την οποία δεν μπορείς να διακρίνεις πια τίποτα… Τέλος, χάθηκα, δεν έχω δύναμη ούτε να τρομάξω πια…

    – Ει, πέφτεις πάνω μου:)

    Τι ήταν αυτό??? Ένα όνειρο? Μα ναι, ένα όνειρο… Γαμώτο… ο γκουρού είναι στη σκηνή και απαντάει στην επόμενη ερώτηση, προκαλώντας εκρήξεις του γέλιου και τσιρίγματα… Η δεν ήταν ένα όνειρο? Στο κεφάλι μου μπερδεύτηκαν όλα, το σώμα είχε μια δυσάρεστη φαγούρα, αυτό τυχαίνει, όταν σε σηκώνει το ξυπνητήρι, χωρίς να ξεκουραστείς καλά-καλά. Ένα πράγμα ήταν απολύτως ξεκάθαρο – ο άνθρωπος αυτός δεν είναι το άτομο, για το οποίο εγώ τον περνούσα τόσο καιρό. Και πάλι ήρθε η επιθυμία να τον ρωτήσω αμέσως, να ξεκαθαρίσω επιτέλους, τι σόι άνθρωπος είναι… Ούτε μια φορά δεν είχε μιλήσει για τον εαυτό του, για την πείρα του, δεν ξέρω τίποτα για την πρακτική του, για τα πράγματα, που νιώθει. Καλό θα ήταν να σηκωθώ τώρα, και να τον ρωτήσω όλα αυτά μπροστά σε όλη την αίθουσα, για να μην μπορεί να με αγνοήσει! Η καρδιά μου χτύπησε σαν τρελή αμέσως, και σε λίγα δευτερόλεπτα το σώμα μου άρχισε να καίει και να ιδρώνει, μέσα στην κοιλιά μου ένοιωσα σπασμούς, – όχι, δεν ήταν δυνατόν να σηκωθώ στη μέση της αίθουσας, όπου, εκτός από εμένα, υπήρχαν ακόμα διακόσια άτομα… Να τραβήξω την προσοχή από ένα τόσο τεράστιο πλήθος! Και μόνο που σκέφτομαι, ότι όλοι αυτοί θα γυρίσουν σε μένα και θα αρχίσουν να ακολουθούν την κάθε μου λέξη, παγώνω, σαν παράλυτη, λίγο ακόμα, και τα κύματα της ανησυχίας θα με παρασύρουν από το κάθισμα μου… Και γιατί το χρειάζομαι όλο αυτό – να μπω σε αντιπαράθεση μαζί του, αφού το πιο σημαντικό το κατάλαβα – δεν είναι ο Δάσκαλος. Θέλω πάρα πολύ να φύγω σπίτι ήρεμα… Δεν κατάφερα να φύγω ήρεμα, όμως, – σύρθηκα από εκεί, σαν χτυπημένο σκυλί.

    Πέρασαν τρεις εβδομάδες στις προσπάθειες να ξεχάσω αυτές τις εξήντα Δευτέρες, όταν εγώ πήγαινα στις διαλέξεις του. Στο πανεπιστήμιο κατάφερνα ακόμα να μην το σκέφτομαι καθόλου, αλλά το μόνιμο φόντο της ανησυχίας και του φόβου δηλητηρίαζε συνέχεια τα πάντα. Το μόνο που μπορούσα να κάνω τα βράδια, ήταν να σκεφτώ, ότι δεν μπορώ να τα αφήσω έτσι απλά – να στριμώξω κάπου τους φόβους μου και να συνεχίσω να ζω, σαν να μην έγινε τίποτα. Η κάθε σκέψη να έρθω στην διάλεξη και να κάνω την ερώτηση μπροστά σε όλους τους ακροατές προκαλούσε πανικό και φόβο.

    Πολλά πράγματα μπήκαν στη θέση τους σε αυτές τις τρεις εβδομάδες – και το ότι κάθε σεμινάριο κόστιζε εκατόν πενήντα δολάρια, και ότι η κάθε διάλεξη είχε καταγραφεί σε δίσκους και βιντεοκασέτες και μοσχοπουλιόταν… Ο, τι είχε σχέση μαζί του, έπεφτε στην άβυσσο των μαθητών και μαθητριών του εν ριπή οφθαλμού. Γιατί ποτέ δεν είχα σκεφτεί για αυτό? Πόσο ανίκανη πρέπει να ήμουν… Επιτέλους, πήρα την απόφαση – θα νικήσω τον φόβο μου και θα τον ρωτήσω, ακόμα και αν μετά θα ανοίξει η γη να με καταπιεί από την ντροπή και ταπείνωση.

    Την πρώτη φορά δεν κατάφερα να κάνω τίποτα – κάθισα απλώς σε όλη την διάλεξη, σαν κλώσα, και μερικές φορές είχα ακόμα και συναρπαστεί από τις ιστορίες του. Έφυγα στο σπίτι σε κατάσταση αποσύνθεσης. Την επόμενη τον είδα να προχωράει στο διάδρομο, και αποφάσισα να του κλείσω τον δρόμο, ώστε να τον ρωτήσω τουλάχιστον με αυτόν τον τρόπο, επειδή δεν μπορούσα να σηκωθώ στη μέση της αίθουσας. Έβγαλα το κεφάλι μου στον διάδρομο, και έτσι έμεινα, σαν το αλογάκι της πανάγιας… Με τίποτα, μάλλον – έτσι και θα μείνω μέσα σε αυτόν τον κώλο της δειλίας και ηλιθιότητας.

    Του είχα γράψει ένα μήνυμα του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, όπου τον αποκαλούσα δειλό και ψεύτη. Εκείνος δεν μου απάντησε, αλλά δεν είχε σημασία, σημασία είχε, ότι δεν ένοιωσα ούτε στο ελάχιστο τον εαυτό μου ελεύθερο.

    Για εκατοστή, ίσως και χιλιοστή φορά έκανα εξάσκηση τον λόγο μου και ήρθα στην επόμενη διάλεξη με ακλόνητο σκοπό – η σήμερα, η ποτέ. Κοιτούσα στο πρόσωπο τον κάθε ανθρώπου και καταλάβαινα, πως είναι παράλογο να φοβάμαι την αντίδραση του, η κάποιου άλλου… Μα μόλις σταματούσα να τους κοιτάζω, εκείνοι και πάλι γίνονταν μια δύναμη – κοινωνία, και παραήμουν πανικόβλητη, για να μπω σε αντιπαράθεση μαζί της.

    – Γιατί μιλάς συνέχεια για κάτι το αφηρημένο, μίλησε μας για την πρακτική σου, – άκουσα σαν από μακριά τη φωνή μου. Ο κόσμος όλος έπαψε να υπάρχει, – μόνο η φωνή, η σιλουέτα του γκουρού στη σκηνή και κάποια θολούρα της αίθουσας.

    – Επειδή πολύ απλά δεν έχω πια τι να πω…

    Έκρηξη του γέλιου στο πλήθος.

    Ξαφνικά ο φόβος μου χάθηκε, και στη θέση του άνοιξε μια πηγή και φύτρωσε βαθιά ηρεμία και χαρούμενη αποφασιστικότητα. Μετατράπηκα σε έναν άλλο άνθρωπο – ήταν σαν μια γέννηση. Μόλις πριν από λίγο εδώ υπήρχε ένα τρεμάμενο ελεεινό ζώο, και τώρα – κάτι πελώριο, ένας παγοθραύστης!

    – Μας έλεγες τώρα – τι είναι η ψυχή, – η φωνή μου ακούγεται πια σαν ισχυρός, μα αργός ποταμός. – Όμως, δεν μας είπες τελικά, τι είναι. Εξήγησες για τους εξόδους από το σώμα, για την καθαρή συνείδηση, για δεύτερη προσοχή… μα τι είναι η ψυχή?

    – Το ξέρεις και η ίδια όχι χειρότερα από εμένα!

    – Εγώ δεν καταλαβαίνω καν, για ποιο πράγμα μιλάμε… Εγώ δεν είδα στον εαυτό μου καμία τέτοια ψυχή, και εάν εσύ την βλέπεις, περιέγραψε την.

    – Εγώ δεν ξέρω, τι είναι η ψυχή, εντάξει:)

    – Άρα, είσαι ψεύτης?

    – Βέβαια, πώς δεν το κατάλαβες αμέσως? Αυτός δεν ήταν ο σκοπός σου, όταν ήρθες εδώ – να μου πεις, ότι είμαι ένας ψεύτης, και όχι να με ρωτάς διάφορες βλακείες για την ψυχή?

    – Ναι, θέλω να σου πω, ότι είσαι ψεύτης, ότι δεν είσαι φωτισμένος δάσκαλος, αλλά ένας συνηθισμένος έμπορος.

    – Ναι, έτσι είναι. Αυτή είναι η απόλυτη αλήθεια, – απευθύνθηκε αυτός στο κοινό.

    Το έπαιζε τέλεια. Το κοινό είχε ενθουσιαστεί.

    – Εντάξει, ας συνεχίσουμε…

    – Γιατί, όλοι οι άλλοι κατάλαβαν από τη εξήγηση σου, τι εστί ψυχή?

    Σιωπή, συγκρατημένα γελάκια.

    – Ακούτε φωνές? – ο γκουρού κοίταζε γύρω-γύρω τρομαγμένα, – μου φαίνεται, υπάρχουν φαντάσματα εδώ…

    – Μήπως η αλήθεια δεν ενδιαφέρει κανέναν ? – μιλάω δυνατά και με πρόκληση.

    – Ο, έφεραν την αλήθεια, – γάβγισε κάποιος από την μάζα στην αίθουσα.

    Και αυτό ήταν! Κανείς άλλος δεν τόλμησε να πει ούτε λέξη παραπάνω. Ρε γαμώτο, αυτοί φοβούνται, όσο φοβόμουν και εγώ, και νιώθουν τον ίδιο πανικό, φοβούνται να σηκωθούν και να φέρουν μια αντίρρηση σε μένα.

    – Είναι ένα τσίρκο εδώ, η μια κοινότητα των ανθρώπων, που επιθυμούν την ελευθερία?

    – Το τσίρκο! Ακριβώς, το τσίρκο, και εσύ είσαι ο πρώτος κλόουν! – χαιρέκακα εκφώνησε ο γκουρού. – Εγώ σας προτείνω να μην δίνετε σημασία σε αυτή την παράξενη κοπέλα, – δυνατά γέλια, – και να συνεχίσουμε το μάθημα. Εάν αυτή θα συνεχίσει να μιλάει, αυτό θα είναι μια άσκηση για εσάς, όπως έχει περιγράψει ο Καστανέδα, όταν ο Δον Χουάν με τον Δον Χενάρο του μίλαγαν ταυτόχρονα και στα δυο αφτιά.

    Γέλια και πάλι.

    Ξαφνικά άρχισα να αντιλαμβάνομαι τον όχλο σαν μια ομοιόμορφη ουσία – σαν νεκρούς και τυφλούς τοίχους. Ήταν μια τέτοια αίσθηση, λες και σε ένα δευτερόλεπτο όλοι εξαφανίστηκαν, και έμεινε μόνο το αμίλητο και άψυχο κάτι. Πώς μπορούσα να το φοβηθώ αυτό?

    Όταν βγήκα από εκεί, ένιωθα, πως έγινα η ίδια πολύ μεγάλη, δυνατή και κενή. Αλλά ήταν ένα ιδιαίτερο κενό – υπήρχε η πληρότητα σε αυτό, και από την πληρότητα ανά πάσα στιγμή θα μπορούσε να δημιουργηθεί κάτι το απολύτως καινούριο. Εγώ θυμήθηκα τους ανθρώπους στην αίθουσα και κατάλαβα, ότι σε κανέναν από αυτούς ούτε για ένα δευτερόλεπτο δεν ένοιωσα αντιπάθεια. Και κατάλαβα αμέσως, ότι δεν έχω επιθυμία να χρησιμοποιήσω τη δύναμη, που απελευθερώθηκε από τα χαλάσματα του φόβου, σε τίποτα, εκτός από την επίτευξη της ελευθερίας. Με αυτή τη δύναμη μπορώ να καταφέρω τα πάντα, – πόσο δυνατή είναι αυτή η σκέψη! – ακόμα και να γυρίσω τον κόσμο ανάποδα. Δεν με τραβάει εκεί, όμως, δεν θέλω καμία εξουσία, καμία επανάσταση, – χρειάζομαι την ελευθερία εδώ, σε αυτό το μέρος, – σε αυτή την καρδιά και σε αυτό το κεφάλι.

    Πήγαινα σπίτι, και γύρω μου τα πάντα συνέχιζαν να βουίζουν από παντελώς καινούρια αισθήματα. Μπορούσα ποτέ να φανταστώ, ότι σαν αποτέλεσμα αυτής της πράξης όλα μπορούν να αλλάξουν μέσα μου ΈΤΣΙ? Οι συνηθισμένες εικόνες θάμπωναν, και μέσα από αυτές, σαν από το γυαλί εμφανιζόταν ένας μεγαλειώδης, εκθαμβωτικός κόσμος, – απέραντος βραδινός ουρανός προς όλες τις μεριές, γεμάτος με σχεδόν άπιαστη, χαμηλή μονότονη βοή, η οποία μου φαινόταν πιο αρμονική, από οποιαδήποτε άλλη περίπλοκη μελωδία. Κοίταζα τους σκοτισμένους, στραβωμένους με τις έγνοιες ανθρώπους, στα γδαρμένα βαγόνια του μέτρο, και όλα τα αυτά ήταν για μένα μακρινά, δεν σήμαιναν πια απολύτως τίποτα… Υπήρχε μόνο ο δικός μου θαυμάσιος κόσμος και η προσμονή – ανά πάσα στιγμή τα πάντα μπορούν να χαθούν, και θα ανοίξω τα μάτια αλλού, και δεν φοβάμαι καθόλου, είμαι ανοιχτή – σε ο, τι και εάν συμβεί. Έκλεισα τα μάτια μου, και ένα μεγάλος, ηλιόλουστος δρόμος απλώθηκε μπροστά μου. Αυτός με καλούσε, και ταυτόχρονα με οδηγούσε πέρα από τον ορίζοντα, κουδουνίζοντας από χαρά και προσδοκία των νέων ανακαλύψεων.