Ελληνικα change

Error

×

Κεφάλαιο 14

Main page / Μάγια 1: Φορς-Μινόρ / Κεφάλαιο 14

Περιεχόμενα

    Πόσο ωραία είναι, όταν ξυπνάς στα ζεστά, κάτω από τις τρυφερές ακτίνες του ήλιου, και δεν βιάζεσαι πουθενά. Σήμερα θέλω απλώς να κάνω μια βόλτα, να κάτσω με το ημερολόγιο μου κάτω από ένα δέντρο, να λιαστώ, να καταγράψω ο, τι μπορώ να θυμηθώ από την κουβέντα με τον Ντένι, τις σκέψεις, που έχω για την μυστηριώδη πρακτική του ευθύ δρόμου, για την οποία δεν είχα διαβάσει πουθενά ούτε μια λέξη. Γιατί, όμως? Ίσως να είναι μια μυστική πρακτική? Μου άρεσε να αισθάνομαι, ότι έχω σχέση με το μυστήριο, πόσο μάλλον με ένα τέτοιο μυστήριο, το οποίο συνδέεται με την πνευματική πρακτική, και θα ήθελα να σκέφτομαι, ότι δεν είχα ακούσει για αυτήν ποτέ, επειδή είναι κρυμμένη από τους κοινούς θνητούς …

    Καθόμουν με το άδειο μου τετράδιο κάτω από ένα πλούσιο πεύκο, και φανταζόμουν, με τα μάτια σχεδόν γυάλινα και απλωμένα αυτιά, τις μυστικές τελετές, μυήσεις, την άφιξη του ιερού πνεύματος.

    Να πάρει ο διάολος! Έτσι μπορεί να περάσει η ζωή μου όλη στα γλυκά οράματα! Όταν ήμουν μικρή, κάθε μέρα, πριν κοιμηθώ, ονειρευόμουν για πολλή ώρα, και παρόλο που τα όνειρα αυτά ήταν για διάφορες βλακείες, μου επέτρεπαν να πέσω σε γλυκιά λήθη, και να ευχαριστηθώ έστω κάτι, επειδή σχεδόν όλη την υπόλοιπη μέρα ήμουν αναγκασμένη να κάνω αυτά, που δεν ήθελα, και αυτή η αγγαρεία κρεμόταν, σαν μολυβένιος ουρανός πάνω από το κεφάλι μου, και μέσα από αυτόν δεν κατάφερνε να περάσει η αληθινή χαρά. Ένοιωσα στο στόμα μου την γεύση της μόλυβδου… από που την γνωρίζω?…ναι… κοντά στο ποτάμι τα παιδιά έκαιγαν τις φωτιές και έλιωναν το μολύβι από τα καρμπυρατέρ… το χύνεις σε κωνική οπή μέσα σε ένα τούβλο, είναι ζεστό και λερώνει, τα χέρια σου είναι πικρά… η τσιριχτή φωνή της μητέρας μου: «Εσύ, κορίτσι, τι δουλειά έχεις να κάνεις με αυτά τα αγόρια? Τι αγόρια είναι αυτά, ε… Γιατί δεν κάνεις παρέα με τον τάδε…». Αλλά τα όνειρα δεν άλλαζαν τη ζωή μου στο παραμικρό – τις σκοτεινές και θλιβερές καθημερινές αντάλλαζαν τα σιαμαία δίδυμα των σαββατοκύριακων, και έπειτα έρχονταν και πάλι οι καθημερινές.

    Όλο αυτό το υπόγειο σκοτάδι, μέσα στον οποίο πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της σχολικής μου ζωής , – είναι τα αρνητικά συναισθήματα ή κάτι άλλο? Υπήρχε περίπτωση ΑΥΤΌ να το απομακρύνω? Τώρα δεν γίνεται κάτι τέτοιο, μπορώ, όμως, να πω, ότι ζω μια πλήρη ζωή? Σίγουρα όχι. Το Σκότος αντικαταστάθηκε με Μιζέρια, που αλλάζει τις αποχρώσεις της σύμφωνα με την εποχή του χρόνου, με τον καιρό και με τις μηχανικές συμπτώσεις των συνθηκών. Το καλοκαίρι αυτή γίνεται πιο ελαφριά και επιτρέπει να ξεχαστείς κάτω από τον ζεστό ήλιο ή στην δροσιά της βραδιάς, το χειμώνα γίνεται πιο επίμονη και ανησυχητική, και πολύ συχνά μετατρέπεται σε αργά εξελισσόμενη χειμερινή κατάθλιψη. Για πόσο μπορεί να κρατήσει αυτό… την ώρα που όλοι αυτοί κάπως το καταφέρνουν, ζουν, το πολεμούν… εμένα, όμως, η ζωή αυτή δεν με ικανοποιεί κατηγορηματικά, και θέλω να την αλλάξω, αμέσως τώρα. Μα τι να κάνω? Συγκεκριμένα τώρα δεν έχω καν κανένα αρνητικό συναίσθημα, άρα, δεν έχω κάτι να απομακρύνω… ОК, έτσι και θα γράψω – «δεν υπάρχουν τα αρνητικά συναισθήματα… Τουλάχιστον, δεν τα παρατηρώ τώρα. Δεν βλέπω ακόμα, τι θα μπορούσα να απομακρύνω αυτή τη στιγμή». Γύριζα έτσι και αλλιώς αυτά, που έγραψα… Ναι, δεν είναι και πολλά.

    Και όμως, η απόφαση να αρχίσω να καταγράφω όλες τις σκέψεις και τα γεγονότα, συνδεδεμένα με τις αναζητήσεις μου, ξαφνικά προκάλεσε μέσα μου μια τέτοια αχαλίνωτη χαρά, τόσο δυνατή, ότι θέλησα να σηκωθώ αμέσως, και να κάνω κάτι – να σκαρφαλώσω σε αυτό το πανύψηλο πεύκο, που απλώθηκε στον ουρανό τον Ιμαλαΐων, ή να τρέξω γύρω στα πέντε χιλιόμετρα στα πράσινα μονοπάτια, που ανέβαιναν σαν σπιράλ στα βουνά… Έτσι άρχισα να κρατώ το ημερολόγιο της πρακτικής μου.

    Δεν ήθελα να κάτσω άλλο, και αποφάσισα επιτέλους να δω το σπίτι-μουσείο του Ρέριχ. Δίπλα στην είσοδο με συνάντησε μια υπερήλικη, αλλά πόλη ζωηρή γριούλα, η οποία, προφανώς, ήταν υπεύθυνη για τα πάντα εδώ. Μου έριξε μια κοφτερή, αλλά όχι βαριά ματιά, η οποία προκάλεσε ταυτόχρονα και αμηχανία, και περιέργεια μέσα μου, και, χωρίς να χαμογελάσει ούτε μια φορά, μου έδειξε τη σκάλα, που πήγαινε στο δεύτερο όροφο. Ναι, αυτή είναι μια αυστηρή φύλακας… Μου άρεσε, όμως, – δεν φέρεται καθόλου σαν μια γριά. Παρά τις βαθιές ρυτίδες, δεν υπήρχε σε εκείνη τίποτα, που να την σχέτιζε με τους ανθρώπους μικρότερης ηλικίας, – κάνει την εντύπωση, ότι σε όλη της τη ζωή ήταν ακριβώς έτσι, όπως είναι τώρα. Ήθελα να της μιλήσω, αλλά εκείνη ήδη μπήκε μέσα και έκλεισε την πόρτα πίσω της. Η περιέργεια μου με έσπρωχνε εμπρός, και έφτασα στην πόρτα τόσο κοντά, ότι ένοιωσα ξεκάθαρα την μυρωδιά της – μυρωδιά του βαρύ ξύλου, που γίνεται υγρό, σκούρο και λίγο γυαλιστερό την εποχή των μουσώνων, ενώ κάτω από το αλύπητο ήλιο των βουνών ζεστό και κάπως ξασπρισμένο.

    Χτύπησα ελαφρά στην πόρτα, αλλά δεν μου απάντησε κανένας, έτσι χτύπησα και πάλι, πιο επίμονα αυτή τη φορά. Καμία απάντηση.

    – Εσείς τι θέλετε, miss?

    Πετάχτηκα από έκπληξη, σαν να με έπιασαν με κάτι, που καλό θα ήταν να κρύψω, και γύρισα. Μπροστά μου στεκόταν ένας ηλικιωμένος άντρας, και κατάλαβα αμέσως, ότι εκείνος μένει εδώ. Σε αντίθεση με την μυστηριώδη γυναίκα, αυτός χαμογελούσε, και αποφάσισα γρήγορα – με αυτόν εύκολα θα μπορέσω να βρω κοινά σημεία της συζήτησης,

    – Μόλις τώρα μπήκε μια γυναίκα εδώ, μια ηλικιωμένη γυναίκα. Θα ήθελα να της μιλήσω. Είναι πιθανό? Μπορείτε να την φωνάξετε?

    – Όχι, δεν νομίζω, πως μπορώ να την φωνάξω.

    – Γιατί?

    – Αυτή την ώρα είναι συνήθως πολύ απασχολημένη, και ποτέ δεν την ενοχλώ.

    – Είναι η φύλακας σε αυτό το σπίτι?

    Εκείνος γέλασε για κάποιο λόγο.

    – Κάτι τέτοιο, αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία… Miss, δεν επιτρέπεται να μπαίνετε μέσα στο σπίτι τώρα, για αυτό ανεβείτε στο μπαλκόνι του δεύτερου ορόφου, κοιτάξτε μέσα από τα παράθυρα, μετά μπορείτε να δείτε τους πίνακες εδώ, – έδειξε με το χέρι την αριστερή πλευρά του σπιτιού, και κατάλαβα, ότι παρά την φιλοξενία του, αυτός δεν έχει καμία διάθεση για κουβέντα, και σίγουρα δεν θέλει να πει τίποτα για την ηλικιωμένη κυρία.

    Λιγάκι απογοητευμένη, πήγα στο δεύτερο όροφο, και με έκπληξη ανακάλυψα εκεί τους τουρίστες, που έκοβαν κύκλους στο μπαλκόνι, κολλώντας στα παράθυρα, λερωμένα με τα αποτυπώματα των δάχτυλων από όλο τον κόσμο. Και εγώ πλησίασα στο παράθυρο, πίσω από το οποίο με δυσκολία μπορούσα να διακρίνω ένα μισοσκότεινο δωμάτιο, το οποίο δεν μου έκανε καμία εντύπωση. …τραπέζι… καρέκλες… σαλόνι… βιβλία… Για ποιο λόγο το κάνω αυτό? … Περπατάω αργά στο μπαλκόνι, στρίβω στη γωνία, – σε μια μικρή αυλή κάτω από ένα μεγάλο δέντρο βρίσκονται μικρά αγαλματίδια των ινδουιστικών θεοτήτων, στολισμένα με πορτοκαλί λουλούδια και κόκκινη τελετουργική σκόνη. Ο άντρας, με τον οποίον μόλις είχα μιλήσει, σκουπίζει με ένα ειδικό βουρτσάκι τα σκουπίδια δίπλα στο φράχτη, και φτιάχνει τα αρωματικά ξυλάκια, που αναδύουν τον καπνό με δυνατή υπόγλυκη μυρωδιά, η οποία, ωστόσο, μου άρεσε και προκάλεσε κάποιες θολές αναμνήσεις για κάτι το ακαθόριστο.

    Ένοιωσα, πως θέλω να πάω πιο κοντά σε εκείνο το μέρος, έτσι κατέβηκα κάτω. Ο φύλακας (ο ιερέας?) ένοιωσε την παρουσία μου, γύρισε και με κοίταζε κάμποσο καιρό σιωπηλά, σαν να σκεφτόταν – να μου μιλήσει ή όχι. Καταπληκτικό, το βλέμμα του άλλαζε κατευθείαν μπροστά από τα μάτια μου – από το απόμακρο-ευγενικό, ακόμα και χαζό, μετατρεπόταν σε κάτι απολύτως ελκυστικό, άρχισε ακόμα και να φαίνεται, ότι αν κοιτάξεις στα μάτια του για αρκετή ώρα, θα μπορέσεις να μάθεις κάτι, που δεν μπορεί να μοιραστεί με κανένα άλλο τρόπο.

    – Δεν ήρθες να βγάλεις φωτογραφίες?

    – Όχι, απλώς θέλησα να έρθω λίγο πιο κοντά σε αυτό το μέρος.

    – Γιατί δεν κοιτάζεις τα δωμάτια?

    – Και τι το ενδιαφέρον υπάρχει σε αυτά?

    Εκείνος γέλασε.

    – Δεν ξέρω :), αλλά κάθε μέρα έρχονται άνθρωποι εδώ. Πολύς κόσμος και βλέπει να δωμάτια μέσα από τα παράθυρα. Κάποιοι έρχονται πάνω από μια φορά. Δεν μπορώ να το καταλάβω – γιατί το κάνουν. Τι σημασία έχει, που ήταν κάποια καρεκλά ή το νυχτερινό βάζο?

    Τα αγγλικά του δεν είναι καθόλου κακά, και τώρα μου φαίνεται, έχει πολύ περισσότερη όρεξη για κουβέντα, απ` ότι πέντε λεπτά πριν. Μάλλον, εντυπωσιάστηκε με την ασυνήθιστη συμπεριφορά μου, – σκέφτηκα εγώ και αμέσως γέμισα με αίσθηση της αυτοσπουδαιότητας, άρχισα να νιώθω τον εαυτό μου σαν έναν δυσκίνητο φουσκωμένο φρύνο, ο οποίος δεν παρατηρεί τίποτα, εκτός από την εντύπωση, που κάνει στους ανθρώπους γύρω του. Άκρως δυσάρεστη, χαυνωτική κατάσταση, γιατί με ελκύει τόσο πολύ? Πέταξα το δέρμα του βατράχου από πάνω μου και έγινα πάλι ένα μικρό περίεργο κοριτσάκι.

    – Ναι, ναι, έτσι και εγώ κοίταξα μέσα από το παράθυρο και κατάλαβα, πως κάνω κάποια βλακεία.

    – Σου αρέσουν αυτά? – εκείνος έστρεψε την προσοχή μου στις πέτρινες θεότητες.

    – Δεν ξέρω, συγκεκριμένα ποιο, αλλά κάτι σε αυτό το μέρος μου αρέσει σίγουρα. Είναι κάτι πολύ θολό, δεν μπορώ να το εκφράσω με λόγια ακόμα.

    – Σε αυτό το μέρος υπάρχει η παρουσία, – αυτός τόνισε τη λέξη «παρουσία», αλλά εγώ δεν κατάλαβα, τι εννοούσε με αυτό.

    – Παρουσία?

    – Είναι ζωντανές, – το είπε τόσο απλά και ταυτόχρονα με τέτοια αίσθηση, ότι εγώ ανατρίχιασα λίγο.

    – Ποιες?

    Με ένα ελαφρύ νεύμα εκείνος μου έδειξε τις πέτρινες θεότητες, και το έκανε με έναν τέτοιο τρόπο, ότι εγώ ένιωθα με απόλυτη βεβαιότητα : προσπαθεί να τις δείξει στα κρυφά, σαν να φοβάται, ότι μπορεί να προκαλέσει την οργή τους, επειδή μιλάει με τον άνθρωπο, ο οποίος δεν καταλαβαίνει, ότι είναι ζωντανές.

    Εγώ δεν ήξερα, πως να αντιδράσω. Δεν μοιάζει με τρελό η φανατικό, αλλά, φυσικά, και εγώ δεν θα μπορούσα με τίποτα να φανταστώ έστω για λίγο, ότι αυτά τα πρωτόγονα, παλιά, κάπου σπασμένα αγαλματίδια είναι ζωντανά.

    – Εγώ ο ίδιος είχα ακούσει, πως αυτοί μιλάνε, – εκείνος συνέχιζε να με κοιτάει αδιάκοπα.

    – Και για ποιο πράγμα μιλάνε?

    – Δεν με πιστεύεις, έτσι? – στραβογέλασε ειρωνικά εκείνος.

    – Μπα, δεν πιστεύω. Δεν πιστεύω, όχι επειδή δεν πιστεύω εσένα ορισμένα, αλλά επειδή δεν είμαι θρησκευόμενη γενικώς, και μέχρι να δω κάτι με τα ίδια μου τα μάτια, δεν θα το πιστέψω. Δεν θα μπορέσω, καταλαβαίνεις?:)

    Με κοιτούσε με συμπόνια, σαν να ήμουν κουφή ή τυφλή.

    – Για να το ακούσεις και να το δεις, δεν είναι αρκεί απλώς να κοιτάξεις ή απλώς να ακούσεις,

    – Και τι χρειάζεται τότε?

    – Πρέπει να ανοίξεις την καρδιά σου και να το πιστέψεις. Και όχι απλώς να πιστέψεις, αλλά να τις αγαπήσεις παραπάνω, απ` ότι αγαπάς τους φίλους και τους συγγενείς σου. (Αστείος είναι…να αγαπήσω παραπάνω από τους δικούς μου…)

    – Πραγματικά είδες, πως αυτοί μιλάνε, ή απλώς πιστεύεις σε αυτό?

    – Το είδα, μα όπως και να έχει, τα λόγια μου είναι άδεια για σένα. Οι δυτικοί άνθρωποι χρειάζονται τις αποδείξεις, και πώς μπορώ εγώ να το αποδείξω? Εάν θα μπορούσες να ζήσεις την ίδια αγάπη για αυτές, που νιώθω εγώ, τότε δεν θα είχες καμία αμφιβολία. Εσύ βλέπεις μπροστά σου πέτρινα αγαλματίδια, και εγώ βλέπω ένα ζωντανό πνεύμα. Εσύ συνήθισες να βλέπεις το ζωντανό σε αυτό, που κινείται, μιλάει, γελάει, και, δυστυχώς, συνήθισες να μην το βλέπεις σε όλα τα άλλα. Εγώ μαθαίνω να βλέπω το ζωντανό πνεύμα, εκεί, όπου μου τυχαίνει να το δω, και εάν είναι άνθρωπος – είναι άνθρωπος, εάν είναι πέτρα – είναι πέτρα. Πώς μπορείς να περιορίσεις τον Θεό στις εκδηλώσεις του? Εάν εκείνος είχε την αρκετή σοφία να δημιουργήσει αυτόν τον κόσμο, τότε, αυτή τη σοφία είναι αρκετή, για να φανεί σε οποιαδήποτε δημιουργία του για μια καρδιά που αγαπά.

    – Είχα διαβάσει για παρόμοιο πράγμα στο βιβλίο για τον Ραμακρίσνα.

    – Ναι, – τα μάτια του έλαμψαν παθιασμένα, – ο Ραμακρίσνα ήταν το αγαπημένο παιδί της μητέρας Κάλι. Πάντα ερχόταν σε αυτόν, όταν το ήθελε. Την έβλεπε παντού, επειδή την αγαπούσε τόσο πολύ, ότι δεν μπορούσε να κοιμηθεί μερικά χρόνια. Και όποτε σταματούσε να αισθάνεται την παρουσία της, έπεφτε στη γη και μάτωνε το πρόσωπο του, παρακαλώντας την να γυρίσει. Την αγαπούσε τόσο πολύ, ότι εκείνη δεν ερχόταν σε αυτόν, σαν δαίμονας, που κόβει τα κεφάλια, μα σαν μια μητέρα, η οποία παίζει με το αγαπημένο της παιδί. Δυσκολεύεσαι να πιστέψεις, ότι έτσι έχει γίνει πραγματικά?

    – Δεν ξέρω… Όταν διάβαζα για τον Ραμακρίσνα και Κάλι, έκλαιγα, από τα αισθήματα, που με έπνιγαν, τόσο ζωντανά και ειλικρινά ήταν γραμμένα… αλλά και πάλι, η πέτρα για μένα παραμένει μόνο μια πέτρα.

    – Αυτό μπορεί να σημαίνει δυο πράγματα – ή δεν έφτασε η ώρα, όταν οι θεοί θα θέλουν να φανερωθούν σε σένα, ή είναι μίζερη ακόμα η δύναμη της αγάπης σου.

    – Μα έτσι μπορεί να περάσει μια ολόκληρη ζωή!!!

    – Πιο σιγά, σιγά:) Εσύ τι νόμιζες – ότι η αναμονή της Συνάντησης – είναι ένα απλό χάσιμο χρόνου? Όπως στο σταθμό, όταν περιμένεις το τρένο? Όχι, εδώ μιλάμε για τελείως διαφορετικό πράγμα. Αυτή η αναμονή – είναι μια προσευχή, στην οποία εσύ βάζεις όλη την καρδιά σου. Ο, τι και να κάνω, σκέφτομαι για Εκείνη, … την Κάλι. Σαν ερωτευμένο κορίτσι – πλένει τα πιάτα, μαγειρεύει, μιλάει με τη γειτόνισσα, μα ούτε για ένα δευτερόλεπτο δεν ξεχνά τον αγαπημένο της.

    – Όμως, πώς μπορώ να σκέφτομαι έτσι για κάποιον, που δεν είχα δει ούτε μια φορά? Δηλαδή, αγαπάς κάποια μορφή?

    – Όχι, στην αρχή απλώς πιστεύεις, ότι υπάρχουν οι θεοί, – έτσι, όπως υπάρχουν οι άνθρωποι. Δεν ξέρω, από που έρχονται και προς τα που πάνε, αλλά πιστεύω, ότι ενσαρκώνουν την αγάπη, την γνώση, ομορφιά, πάθος, έμπνευση…- ο, τι πιο πολύτιμο, που θα μπορούσα να φανταστώ, και ακόμα χίλιες φορές περισσότερα, επειδή εγώ είμαι απλώς ένα μικρό ανθρωπάκι, και δεν χωράει στον εαυτό μου αυτό, που μπορεί να χωρέσει σε Αυτούς. Και εάν η πίστη σου είναι αρκετά δυνατή και απελπισμένη, θα ξυπνήσεις ένα πρωί, θα αρχίσεις να κάνεις την συνηθισμένη σου δουλειά, θα γυρίσεις και θα δεις τον θεό, τον οποίον προσκυνούσες όλη σου τη ζωή μέχρι αυτή την ημέρα.

    – Έχει συμβεί αυτό σε σένα?

    Σιωπή.

    – Σε σένα συνέβη κάτι τέτοιο? Γιατί δεν θέλεις να μιλήσεις για αυτό?

    – Εσύ θα καλούσες κάποιον τρίτο στην κρεβατοκάμαρα σου, όταν ήρθε ο αγαπημένος σου?

    (Θα ήταν ενδιαφέρον – να το δοκιμάσω αυτό…:)

    – Και ο Ραμακρίσνα? Αυτός έλεγε για τις συναντήσεις του με την Κάλι?

    – Ο Ραμακρίσνα μπορούσε να επιτρέψει και περισσότερα στον εαυτό του. Ήταν θεός, και ο θεός μπορεί να κάνει ο, τι θέλει… σε αντίθεση με εκείνον, που τον λατρεύει. Δεν μπορώ να μιλήσω για τη σχέση μου με τον θεό. Και μην πιστεύεις σε εκείνους τους πολυλογάδες, οι οποίοι φωνάζουν στον δρόμο, πως ξέρουν τον θεό. Υπάρχουν πολλοί τέτοιοι στην Ινδία, αλλά αυτοί θέλουν μόνο τα λεφτά και την προσοχή σου.

    – Και πώς να ξεχωρίσω εκείνους, που αλήθεια είναι κάτι, από αυτούς, που είναι ψεύτες?

    – Εάν πέσεις στα χέρια του ψεύτη, και δεν τον ξεχωρίσεις από τον ειλικρινή άνθρωπο, αυτό σημαίνει, ότι έτσι είναι το κάρμα σου, άρα, υπάρχει ψέμα στον ίδιο σου τον εαυτό. Δεν ξέρω, πως θα μπορούσες να τους ξεχωρίσεις. Για μένα αυτό δεν είναι καθόλου δύσκολο. Εάν κοιτάζω τον άνθρωπο, και η αγάπη μου για τον θεό μεγαλώνει, τότε αποφασίζω, ότι ο άνθρωπος αυτός δεν είναι πολυλογάς.

    – Και τι έγινε στην περίπτωση μου?

    – Με σένα ένιωθα διχόνοια. Μου άρεσες, μα κάπως ακαθόριστα, και σκέφτηκα, ότι ήρθες εδώ σε αναζήτηση των εντυπώσεων, όπως και οι υπόλοιποι, που φτάνουν σε αυτό το μέρος.

    – Μα… έτσι ήταν εν μέρει. Αλλά υπήρχε και κάτι άλλο. Είδα ένα όνειρο για τη Σαμπάλα, και θυμήθηκα, ότι οι Ρέριχ είχαν γράψει πολλά για αυτή την μυστήρια χώρα. Για αυτό ήρθα στο Ναγκάρ. Και όταν είδα την ηλικιωμένη γυναίκα, θέλησα να της μιλήσω, όχι από τουριστική περιέργεια, αλλά επειδή ένοιωσα ενδιαφέρον για εκείνη, έχει κάτι ελκυστικό μέσα της… Και εσύ πιστεύεις, ότι η Σαμπάλα δεν υπάρχει;

    – Εσύ μιλάς έτσι απλά για τους θεούς και για την Σαμπάλα, λες και η κουβέντα αφορά κάποιες εκδρομές. Φυσικά και πιστεύω, ότι αυτή υπάρχει, αλλά δεν είναι ακριβώς το ίδιο με αυτό, που θα μπορούσαμε εμείς να φανταστούμε.

    – Τι εννοείς?

    – Για τους συνηθισμένους ανθρώπους αυτή δεν υπάρχει, διότι δεν υπάρχει καμία δυνατότητα να φτάσεις εκεί με τα πόδια, ούτε να την αποκαλύψεις με τα μηχανήματα, επειδή βρίσκεται σε έναν άλλο κόσμο, κρυμμένο στον κόσμο αυτό, που εσύ βλέπεις με τα μάτια και αγγίζεις με τη βοήθεια των χεριών σου.

    – Νόμιζα, ότι υπάρχει είσοδος σε εκείνο το άλλο κόσμο.

    Εκείνος και πάλι γέλασε, στηρίχθηκε από το ένα πόδι στο άλλο, άφησε στην άκρη το πιατάκι με το τρίμμα από κίτρινο-κόκκινα λουλούδια. Με αυτό το μείγμα εκείνος ακουμπούσε επιδέξια τα χείλη και τα μάτια των αγαλματιδίων, βάφοντας τα μέχρι την επόμενη βροχή, έβαζε χούφτες από λουλούδια κάτω στα πόδια τους.

    – Εσύ, μάλλον, φαντάζεσαι κάποια μαγική πόρτα με μεγάλη κλειδαριά, την ανοίγεις, και να η Σαμπάλα. Έτσι δεν είναι?

    – Ε, ναι, κάτι σαν αυτό:)

    – Για να πας στην Σαμπάλα, πρέπει να ανοίξεις μια τελείως διαφορετική πόρτα, και η πόρτα αυτή είναι εδώ, – εκείνος έδειξε την κοιλιά του.

    Δεν το περίμενα, πως θα δείξει συγκεκριμένα την κοιλιά του!:) Το κεφάλι, το στήθος, την καρδιά – θα το καταλάβαινα, αλλά την κοιλιά?..

    – Για μένα είναι πολύ σημαντικό αυτό το πράγμα – μου λες τώρα κάτι, το οποίο είχες διαβάσει ή άκουσες, ή μιλάς για τη δική σου πείρα?

    – Δεν έχω ακόμα μια τέτοια πείρα, προς το παρόν όχι… αλλά εμπιστεύομαι τον δάσκαλο μου. Εκείνος μου είπε, ότι εάν η πρακτική μου θα είναι επίμονη, σε αυτό το μέρος, – μου έδειξε και πάλι την κοιλιά, – θα αρχίσουν να εμφανίζονται ξεχωριστές αισθήσεις, τις οποίες εγώ δεν θα μπορέσω να μπερδέψω με τίποτε άλλο, και αυτό θα είναι το σημάδι, ότι αυτή η τσάκρα ανοίγει, και αυτή είναι η πρώτη πόρτα για την Σαμπάλα.

    – Εσύ λες «προς το παρόν όχι». Είσαι σίγουρος, ότι αυτό πρόκειται να συμβεί κάποτε?

    – Εγώ, βέβαια, δεν μπορώ να είμαι σίγουρος, μιας και αυτό εξαρτάται από τη δύναμη της αγάπης μου, από την ευμένεια των θεών, αλλά τον τελευταίο καιρό άρχισα να αισθάνομαι ένα περίεργο σπάσιμο στο κέντρο της κοιλιάς, κοντά στον αφαλό μου, σαν κάτι να προσπαθεί να βγει έξω… η σαν να προσπαθεί να αναβλύσει μια πηγή, να ανοίξει μια πόρτα για τον εαυτό της μέσα από το στρώμα της γης. Είναι μια ασυνήθιστη αίσθηση, πολύ ευχάριστη, όμως, και ξέρω σίγουρα, πως τη στιγμή, όταν το αισθάνομαι, το πάθος μου για τους θεούς γίνεται ιδιαίτερα δυνατό.

    – Άρα, εδώ στο Κούλου, δεν υπάρχει καμία είσοδος για τη Σαμπάλα?

    – Όχι, βέβαια.

    – Δηλαδή, ο Ρέριχ ηταν ψεύτης?

    – Ψεύτης? Όχι… νομίζω, πως ήταν οραματιστής. Ίσως να έλεγε μεταφορικά, πως έχει βρει την Σαμπάλα εδώ? Ίσως να το έλεγε και για να ανάψει στους ανθρώπους εκείνες τις μικροσκοπικές σπίθες της θέλησης να έρθουν στο θεό, οι οποίες αποτυγχάνουν συνέχεια να γίνουν φλόγα? Ίσως να είπε αυτό το ψέμα συνειδητά, για να αφυπνίσει τους ανθρώπους από τη νάρκη? Δεν το ξέρω αυτό, βέβαια, αλλά εκείνος δεν έμοιαζε με τον άνθρωπο, που χρειάζεται την προσοχή ή τα λεφτά. Έμοιαζε με τον άνθρωπο, ο οποίος αναζητούσε κάτι ειλικρινά.

    Το φλας της φωτογραφικής μηχανής μας τύφλωσε και τους δυο, και θυμήθηκα, ότι βρίσκομαι στο μουσείο. Μια ομάδα τον τουριστών με καλοσυνάτα-αδιάφορα πρόσωπα κρεμόταν στα κάγκελα ακριβώς από πάνω μας, κοίταζαν εμένα και τον συνομιλητή μου, σαν να είμαστε και εμείς απλά εκθέματα. Ο φύλακας εν ριπή οφθαλμού έγινε ένας τελείως διαφορετικός άνθρωπος – συνηθισμένος Ινδός με χαζό βλέμμα, ο οποίος μιλάει σπαστά αγγλικά.

    – Ma`am, υπάρχουν πολύ όμορφα μέρη εδώ στα βουνά. Επιμένω να πάτε αύριο στο πέρασμα Τσαντρακχάνι. Ο γιος μου μπορεί να σας ξεναγήσει, δεν θα σας πάρει πολλά λεφτά.

    Ξαφνιάστηκα από μια τέτοια αλλαγή, και μια μικρή τσαντίλα μας κάλυψε, σαν μικρό συννεφάκι. Χωρίς να καταλάβω τίποτα, συνέχισα την κουβέντα, την οποία εκείνος άρχισε.

    – Ναι, εντάξει… και εγώ σκόπευα αύριο να πάω μια βόλτα εδώ στα βουνά… μα ίσος όχι αύριο, επειδή εγώ…

    Ο φύλακας με διέκοψε.

    – Ma`am, Σας συμβουλεύω να πάτε αύριο στο πέρασμα.

    Μέσα από την επιτηδευμένη ανοησία του προσώπου του πέρασε κάτι, που με στιγμιαία με έκανε να μαζευτώ, να γίνω ήρεμη και σοβαρή.

    – Καλά. Θέλω να πάω αύριο το πρωί.

    – Οπότε αύριο το πρωί ο Ραντζ θα σας περιμένει δίπλα στο ξενοδοχείο. Σε ποιο σταματήσατε?

    – Στο Ναγκάρ Καστλ.

    – Ο, είναι ακριβό ξενοδοχείο, – κούνησε το κεφάλι με σεβασμό αυτός, – Άρα, αύριο, στις εφτά το πρωί.

    – Πότε θα μπορέσω να σε ξαναδώ? Είσαι εδώ κάθε μέρα?

    – Όλα είναι στην θέληση των θεών, ma`am, – αρπάζοντας και πάλι το βουρτσάκι του, εκείνος συνέχισε να μαζεύει τα σκουπίδια και να αλείφει με μπογιά τις μύτες των ελεφάντων και τα πρόσωπα στα ανθρώπινα αγαλματίδια.