Ελληνικα change

Error

×

Κεφάλαιο 13

Main page / Μάγια 1: Φορς-Μινόρ / Κεφάλαιο 13

Περιεχόμενα

    Φώναξα, πετάχτηκα πάνω, και άνοιξα τα μάτια μου. Για λίγα δευτερόλεπτα ακόμα το αφιλόξενο άγνωστο έπαιρνε το σχήμα του λεωφορείου, που έτρεχε στους λάκκους μέσα από την βουτηγμένη σε τροπικά δάση και κέδρους κοιλάδα Κούλου. Μακριά κάτω πάγωσε η σκούρο-γαλάζια κορδέλα του ποταμού. Πουθενά κανένα σημάδι του πολιτισμού, αν δεν υπήρχε ο θόρυβος του λεωφορείου, εδώ θα άπλωνε η παρθένα ησυχία, ενοχλημένη μόνο και μόνο από τα τρελά τσιρίγματα των τζιτζικιών.

    Σκοτείνιαζε. Σταμάτησε πια να με ενοχλεί η κούραση από μακρύ καθισιό στην ίδια στάση – φαινόταν, πως έτσι ήμουν, και έτσι θα είμαι για πάντα, και ήδη συνήθισα αυτή την μισοκοιμισμένη, καμιά φορά ημι-συνειδητή κατάσταση, και βαριόμουν να βγαίνω από το λεωφορείο ακόμα και την ώρα των μισάωρων στάσεων. Το κάθισμα μου είναι λίγο στραβό, η πλάτη του έχει στηριχθεί σε μια θέση με σύρμα – και αυτό θεωρείται πολυτελές λεωφορείο… φοβάμαι καν να φανταστώ, πως είναι τα λεγόμενα «Local Bus»… τρομάζω να περιγράψω. Το παράθυρο δεν κλείνει καλά, και το ρεύμα ώρα με την ώρα γίνεται όλο και πιο κρύο, γαμώτο…το ζεστό μου μπουφάν έμεινε στο σακίδιο, στριμωγμένο για τα καλά στο πορτμπαγκάζ με τις αποσκευές… διαολεμένο σιδεράκι, που για κάποιο λόγο εξέχει από το κάλυμμα… με πονάει όλη η πλάτη πια από αυτό… θέλω γρήγορα να πέσω να λαγοκοιμηθώ ξανά… έτσι είναι λίγο πιο ζεστά…

    Για άλλη μια φορά κάτι με έβγαλε από τη δύνη των οπτικών μορφών, ήχων και σκέψεων, τα οποία, νόμιζα, από στιγμή σε στιγμή πρέπει να με οδηγήσουν σε μια σημαντική ανακάλυψη.

    – Το Ναγκάρ, ma`am!

    Σαν ανήσυχη άυπνη βγήκα έξω, έβαλα το σακίδιο μου στην πλάτη και έμεινα στη μέση του δρόμου, που χανόταν στο σκοτάδι. Το λεωφορείο έφτυσε ένα κύμα από σιχαμερό μαύρο καυσαέριο (σε λίγο αυτοί θα χέσουν ολόκληρα τα Ιμαλάια) και έφυγε στη νύχτα, αφήνοντας με στον δρόμο κάτω από τον καθαρό ξάστερο ουρανό, απλωμένο σαν θόλο πάνω από μαύρα κύματα των βουνών. Από το σκοτάδι πρόβαλε μια μελαχρινή πονηρή φυσιογνωμία, η οποία ήξερε ακριβώς – που εγώ πρέπει να πάω.

    – Πάτε στο Ναγκάρ, ma`am?

    – Τι σημαίνει στο «Ναγκάρ»? Και εδώ τι είναι??

    – Δεν είναι ακόμα Ναγκάρ – από εδώ είναι δέκα λεπτά ακόμα με το αυτοκίνητο με εκείνο τον δρόμο, – αυτός κούνησε το χέρι του κάπου στο σκοτάδι.

    – Πόσο?

    – Εκατό ρουπίες μόνο.

    Το πουλμανάκι μοιάζει με χριστουγεννιάτικο δέντρο – είναι καλυμμένο ολόκληρο με μικρά χρωματιστά λαμπάκια, που αναβοσβήνουν, από μέσα ακούγεται κάποιο απλό μοτίβο, που ταιριάζει σε χριστουγεννιάτικο τραγουδάκι.

    – Από τη Ρωσία?

    – Πώς το κατάλαβες?

    – Οι Ρώσοι έρχονται συχνά στο Ναγκάρ.

    -Α-α, και εγώ άρχισα να νομίζω, ότι είναι γραμμένο στο κούτελό μου αυτό.

    – Γραμμένο στο κούτελο???

    – Έτσι λένε στα δικά μας μέρη.

    – Α-α, κατάλαβα…

    – Θα μπορέσω τώρα να νοικιάσω ένα καλό δωμάτιο εκεί, τι λες? Είναι ήδη σχεδόν 9 η ώρα το βράδυ.

    – Μπορείς, βέβαια, μπορείς, χωρίς κανένα πρόβλημα. Τώρα είναι λίγοι οι τουρίστες, δεν θα έχεις πρόβλημα.

    Τι την ήθελα αυτή την ηλίθια συζήτηση? Μάλλον, έχω χαζέψει τελείως από το καθισιό στο λεωφορείο… Αφού τα είχα διαβάσει όλα στο τουριστικό οδηγό και δεν υπάρχει κανένας λόγος να ανησυχώ, ότι δεν θα υπάρχουν ελεύθερα δωμάτια. Το άγχος είναι μια τέτοια λέρα… θα περάσει από οποιαδήποτε ρωγμή… Και τώρα θα πληρώνω την άχρηστη ερώτηση, τώρα θα πέσει πάνω μου ένα τόνο από εξίσου ηλίθιες ερωτήσεις, που αρέσκονται τόσο πολύ να κάνουν οι ταξιτζήδες, οι περαστικοί και πολλοί, πολλοί άλλοι :) Δεν έχω καμία όρεξη να συνεχίσω την κουβέντα, αλλά με τη σκέψη, ότι μπορώ να αρνηθώ την ομιλία, προκαλώντας άγνωστη μέχρι στιγμής αντίδραση, εμφανίζεται η αμηχανία. Μόλις φανταστώ, ότι τώρα θα σωπάσω, αμέσως μου βγαίνει η μορφή της έντονης σιωπής… γιατί στο διάολο, αυτή θα γίνει τόσο έντονη? Κάθομαι σε ένα σκοτεινό αμάξι, και δεν βλέπω καν το πρόσωπο του οδηγού, για ποια περίεργη σιωπή μιλάμε? Τι σημασία έχει, για ποιο λόγο δεν μιλάμε – επειδή δεν είχαμε ξεκινήσει καν την κουβέντα, ή επειδή την σταμάτησα εγώ? Και πάλι η ανησυχία… εδώ θα ήταν καλό να την απομακρύνω…– εμφανίστηκε το πρόσωπο του Ντένι, όταν έλεγε για τον Λομψάνγκ. Αλλά εδώ, στο αμάξι, τη νύχτα, στον δρόμο για τον Ναγκάρ… δεν είναι και το καλύτερο μέρος να δοκιμάσω να ασκήσω αυτή την επιστήμη… γιατί, όμως, δεν είναι το καλύτερο μέρος? Ποιο μέρος μπορεί να είναι το καλύτερο?? Από πού γενικώς μπορώ να ξέρω εγώ, ποιο μέρος είναι καλύτερο, και ποιο όχι? Μάλλον, πρέπει να δοκιμάσω να απομακρύνω την ανησυχία παρά το οτιδήποτε… όχι να την καταπιέσω, αλλά να την απομακρύνω, η διαφορά είναι απολύτως κατανοητή: να καταπιέσεις σημαίνει να υποκριθείς ακόμα και για τον εαυτό σου, ότι δεν την αισθάνεσαι, να αυταπατηθείς, ενώ να την απομακρύνεις – σημαίνει ορισμένα να πάψεις να την αισθάνεσαι… να αρχίσεις να νιώθεις κάτι άλλο – τρυφερότητα, χαρά… να σταματήσεις να νιώθεις…να αρχίσεις να νιώθεις…πώς? Για ποιον μπορώ εγώ τώρα να νιώσω τρυφερότητα??

    Η ροή της σκέψης – σαν το σημάδι από το τρακτέρ στο δρόμο– θα του πω τώρα «δεν μου αρέσει να μιλάω για τον εαυτό μου, γενικώς, δεν θέλω να μιλήσω καθόλου τώρα», εκείνος, φυσικά, θα τσαντιστεί, αν και δεν θα το δείξει, εγώ, εννοείται, και πάλι θα έχω αφορμή για αυξανόμενη ανησυχία… θα έχω αφορμή… τώρα το φαντάζομαι αυτό, και όντως – η ανησυχία μου μεγαλώνει… γιατί? Τι, στην ουσία, εγώ ονομάζω «αφορμή» για ανησυχία? Ας πούμε, ο ταξιτζής θα γίνει πιο επιθετικός (μα στην Ινδία αυτό δεν είναι και τόσο πολύ πιθανό σενάριο), ας πούμε, ότι θα με φέρει σε κάποιο λάθος μέρος (μόνο και μόνο επειδή αρνήθηκα να του μιλήσω?…όχι…) όχι, όλα τα αυτά είναι λάθος, σκέφτομαι για λάθος πράγματα. Εάν σαν αποτέλεσμα της πράξης μου θα δημιουργηθούν κάποια προβλήματα, αυτό είναι η αφορμή να μόνο για την επανεξέταση της ίδιας της ωφελιμότητας της πράξης, μα που σε αυτό υπάρχει ο λόγος για ανησυχία? Και τι – ανησυχώ για το ότι η δύναμη της επιθυμίας μου θα ξεπεράσει ένα σορό από τα επιχειρήματα «κατά» της πραγματοποίησης της, και εγώ θα αναγκαστώ να αντιμετωπίσω τις ανεπιθύμητες συνέπειες, και αφού θα το κάνω – για ποιο πράγμα να ανησυχώ τότε? Θα πρέπει να λύσω το πρόβλημα, και όχι να ανησυχήσω… όχι, και πάλι δεν με βγάζει στο σωστό σημείο.

    Το μινιβάν μας προχωράει κάπου προς τα πάνω, δίπλα από τα κρεμασμένα βράχια και θάμνους, και οι σκέψεις μου αναπηδούν, όπως κάνει και αυτό, πάνω στις λακκούβες. Μα ξαφνικά σαν κεραυνός – ρε γαμώτο, αφού όλη την ώρα, όσο εγώ κάνω τον φιλόσοφο, έχω ξεχάσει παντελώς τον οδηγό, και ο ίδιος εδώ και πολύ καιρό πριν κατάλαβε, ότι έπαψα να τον ακούω, και σώπασε. Άρα – εδώ υπάρχει κάτι, στο οποίο εγώ μπορώ να γαντζωθώ – αρκεί να μην ξαναπέσω σε ηλιθιότητα, να μην χάσω αυτή την σπίθα της σαφήνειας. Για άλλη μια φορά – όλη την ώρα, όσο ο οδηγός μου μίλαγε, εγώ δεν είπα λέξη και δεν έδινα στα λόγια του παραμικρή σημασία. Ταυτόχρονα μπορούσα να αισθανθώ την ανησυχία. Μπορούσα. Είχα τον λόγο να το κάνω. Από την άλλη, δεν την ένοιωσα, μα μόνο και μόνο επειδή η προσοχή μου αποσπάστηκε με τις δικές μου σκέψεις. Η ουσία… τώρα θα πιάσω την ουσία… άλλη μια φορά – μπορούσα να νιώσω… μα ναι – όχι απλώς «μπορούσα» να αισθανθώ, αλλά και ΕΊΧΑ ΑΦΟΡΜΉ ΝΑ ΤΟ ΚΆΝΩ, και όμως, – δεν την ένοιωσα. Οπότε, όλα αυτά για τις αφορμές και λόγους – είναι μπούρδες. Οι αφορμές προσαρμόζονται για την ανησυχία, και δεν ορίζουν κάποια νομοτέλεια, αναπόφευκτο ερχομό της εκδήλωσης της… Για δες – κάτι υπάρχει σε αυτό… πότε θα φτάσω στο κρεβάτι μου… μακάρι να μπορούσα να πέσω …με τον Ντένι… να συζητήσω με αυτόν τις πιθανότητες, και τις αφορμές… τις βάσεις… να τον πιάσω κοντά στην βάση… και να τον σφίξω δυνατά… για να φουσκώσει, να σηκωθεί, να γεμίσει το στόμα μου…

    – Φτάσαμε, ma`am!

    Εγώ ταράχτηκα. Ορίστε, γαμώτο, που με έφερε… όχι, σε αυτή την κατάσταση δεν θα καταφέρω να σκεφτώ τίποτα, πρέπει να κοιμηθώ.

    Φτάσαμε, λοιπόν. Πολύ ωραία. Βγάζω το σακίδιο μου. Όχι-όχι, μην το πιάνεις, θα το κάνω μόνη μου… κράτα τις εκατό σου ρουπίες… ευχαριστημένος… άρα, στην πραγματικότητα αυτό κοστίζει πενήντα, η ακόμα και τριάντα ρουπίες… Συνεχίζω να συλλογίζομαι – δεν πρέπει να χάσω την σαφήνεια – πρέπει να την φέρω σε κάτι το οφθαλμοφανές, διάφανο, ξεκάθαρο. Παρεμπιπτόντως, δεν ένιωθα ανησυχία, όταν σκεφτόμουν τα δικά μου… εδώ θα είναι και η ουσία – δεν ανησυχούσα. Δεν απομάκρυνα την αίσθηση, αλλά και δεν την ένοιωσα – δεν υπήρχε κάτι να απομακρύνω, άρα μπορώ να υποθέσω, ότι…

    – Καλησπέρα, ma`am. Χρειάζεστε δωμάτιο? – η ερώτηση του υπάλληλου του ξενώνα, που έλαμπε και αυτό σαν ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο. Έχουν εδώ όλη την χρόνια Χριστούγεννα μήπως?

    – Ναι, θέλω ένα δωμάτιο. – Σηκώνω το σακίδιο και πάω μέσα. – Που είναι?

    – Θα μείνετε για πολύ καιρό στο Ναγκάρ?

    – Κουράστηκα παρά πολύ στο λεωφορείο, για αυτό δεν θα απαντήσω σε καμία ερώτηση τώρα. Με συγχωρείς…

    Πως έπεσε και αυτό το «με συγχωρείς»… Και δεν ξέφυγε, απλώς γλίστρησε από το στόμα μου, παρότι εγώ δεν είχα σκοπό να ζητήσω συγγνώμη. Προφανώς, η αμηχανία εκείνη τη στιγμή έφτασε στο αποκορύφωμα της, και για ένα δευτερόλεπτο με τύφλωσε …Εγώ ένοιωσα τον εαυτό μου ακόμα πιο ηλίθια και κουρασμένη μετά από αυτή τη «συγνώμη». Πρέπει όσο πιο γρήγορα γίνεται να ξεχάσω το λεωφορείο, τον οδηγό, τα λερωμένα ρούχα, να κάνω ένα ζεστό ντους (ελπίζω να έχουν εδώ ντους με ζεστό νερό) και για λίγη ώρα να μην σκέφτομαι πια για τίποτα απολύτως …

    – Έχετε ζεστό ντους?

    – Βεβαίως, ma`am. Θα ανοίξετε το θερμοσίφωνο, και όλα είναι έτοιμα σε πέντε λεπτά.

    Τέλεια… τώρα πάω να πλυθώ, να μην σκέφτομαι τίποτα… να κοιμηθώ… Όχι, δεν μπορώ να το κάνω αυτό. Ρίχνω το σακίδιο στο πάτωμα, κάθομαι στο κρεβάτι, λουσμένο με άχαρο φωτισμό, και συνεχίζω τις σκέψεις μου. Λοιπόν. Μπορούμε να υποθέσουμε, ότι το να «απομακρύνεις» το αρνητικό συναίσθημα – είναι το ίδιο και αυτό με το να βρεθείς σε μια τέτοια θέση, στην οποία δεν θα έχεις και τίποτα να απομακρύνεις, δηλαδή, όταν το συναίσθημα αυτό απλούστατα δεν υπάρχει. Αυτή και θα είναι η «απομάκρυνση» – τώρα υπάρχει το συναίσθημα, και την άλλη – όχι. Μα πώς να το κάνω? Εγώ δεν είμαι γιόγκι, δεν μπορώ κατά παραγγελία έτσι απλά να παρασυρθώ από μια σκέψη, ξεχνώντας το αρνητικό συναίσθημα. Όμως, πριν λίγο μπορούσα… αλλά την επόμενη φορά δεν θα το καταφέρω… πώς να το αλλάξω αυτό? Πώς να το αλλάξω… πώς να κάνω κάτι, που είχα κάνει ήδη… μόνο που τώρα αυτό πρέπει να γίνει «κατ` εντολή».

    Έκατσα λίγα λεπτά ακόμα με ένα άκαρπο αναμάσημα αυτού του θέματος, και κατάλαβα, ότι τώρα θα με πιάσει ο ύπνος. Με τις τελευταίες μου δυνάμεις γδύθηκα, έκανα μπάνιο και έπεσα να κοιμηθώ. Σαν μικρές αναλαμπές έφευγε στο πουθενά η ερώτηση: «πώς να το κάνω με την θέληση μου», «πώς να το κάνω»…