Ελληνικα change

Error

×

Κεφάλαιο 12

Main page / Μάγια 1: Φορς-Μινόρ / Κεφάλαιο 12

Περιεχόμενα

    …Ολόκληρη νύχτα πέρασε στη βασανιστική κατάσταση ανάμεσα στο όνειρο και πραγματικότητα – ήθελα πάρα πολύ να κοιμηθώ, υπήρξε καταστροφική κούραση, αλλά με τίποτα δεν κατάφερνα να ξεχαστώ σε έναν υγιή ύπνο. Το σώμα μου πονούσε, σαν να είχα γρίπη, το κεφάλι βούιζε ακόμα και μετά από πάρα πολύ ισχυρά παυσίπονα. Μερικές φορές ένιωθα μικρούς σπασμούς στην κοιλιά μου, και με φρίκη σκεφτόμουν, ότι μπορεί να αρχίσει διάρροια, και τότε θα πρέπει να βγαίνω από τη σκηνή στο ψύχος και να παγώνω τον πισινό μου, ενώ ήθελα τόσο πολύ να μείνει μέσα στη ζέστη!

    Το πρωί έφτασε ξαφνικά, ο ήλιος ζέστανε τον αέρα, έβγαλα το κεφάλι μου έξω από την σκηνή, αλλά δεν βρήκα ανακούφιση – το κρύο και ο διαπεραστικός άνεμος αντικαταστάθηκαν με πνιγηρό καύσωνα, η αναπνοή έγινε ακόμη πιο δύσκολη, είχα την αίσθηση, ότι είμαι πάνω σε ένα καυτό τηγάνι.

    Ποτέ πριν δεν αναγκαζόμουν να ξεμπερδεύομαι από τον υπνόσακο και να βγαίνω από τη σκηνή με τόση δυσκολία. Από το κεφάλι μου εξατμίσθηκε τελείως η ανάγκη να φορέσω τα γυαλιά ήλιου και να πασαλειφθώ με αντηλιακή αλοιφή, αλλά μόλις βρέθηκα έξω, ο ήλιος μου το υπενθύμισε αμέσως.

    – Ορίστε, και χτες τσαντιζόσουν, ότι σε αντιμετωπίζω, σαν παιδί – μουρμούρισε ο Ολέγκ.

    – ??? Δεν το είπα… Η το είχα πει?

    – Τι σημασία έχει, αφού είναι αλήθεια?

    Ήμουν σίγουρη, πως δεν το είχα πει, αλλά μετά από μια τόσο εξαντλητική νύχτα δεν μπορούσα να είμαι πια σίγουρη για το τίποτε. Έχασα την κάθε επιθυμία να σκέφτομαι για αυτό – οι αναμνήσεις, όπως και το καθετί άλλο, γίνονταν με δυσκολία, ενώ ο φόβος για την ανάβαση με τον Ολέγκ όλο και δυνάμωνε.

    Τα χιονισμένα λιβάδια αντανακλούσαν το φως του ήλιου σαν ένας τεράστιος φακός, εστιάζοντας όλη την θέρμη σε ένα μέρος. Είναι απλώς καταπληκτικό – τόσο αναπάντεχη ζεστή, αλλά το χιόνι δεν λιώνει, μάλλον, υπάρχει κάποια εξήγηση για αυτό. Ούτε μια κίνηση στον αέρα, κατεψυγμένος χιόνο-παγόφουρνος, μέσα στον οποίο, μου φαίνεται, θα πνίγω τώρα. Χώθηκα πίσω στη σκηνή και αμέσως πετάχτηκα έξω – ήταν μια πραγματική σάουνα.

    – Ο, Θεέ μου, μα πώς είναι δυνατόν – σε αυτό το υψόμετρο, ανάμεσα στους πάγους και τα χιόνια ένα τέτοιο χαμάμ!

    – Θα είναι ωραία στη σκιά, – ακουστικέ από τη σκηνή. – Τώρα θα βγάλουμε την τέντα, θα ανοίξουμε σκηνή και τα πάντα θα είναι ОК.

    Τα παιδιά φτιάξανε πέργκολα από την τέντα, δένοντας την μια της άκρη στη σκηνή, και την άλλη – στις αξίνες, καρφωμένες στο χιόνι. Στη σκιά όντως είχε δροσιά, δεν το περίμενα. Μεταφέροντας το χέρι μου έξω στον ήλιο και μέσα στη σκιά, παρατηρούσα, ότι το χέρι μια ζεσταινόταν και μια κρύωνε.

    – Ναι, εδώ έτσι είναι, – ο Ανδρέι άναβε το γκαζάκι, μα εγώ δεν είχα καθόλου όρεξη, – αυτή η διαφορά των θερμοκρασιών υπό σκιά και στον ήλιο μας προσθέτει προβλήματα κατά την ανάβαση, εφόσον στον ήλιο μπορεί και να είναι συν ογδόντα, και στη σκιά της ρωγμής, όταν κατεβαίνεις μέσα της, – μείον δέκα, έτσι αν είσαι γυμνός λόγο της ζέστης, μπαίνοντας για δυο λεπτά μέσα στη σκιά, μπορεί να κρυώσεις, και η βρογχίτιδα σε μεγάλο ύψος… είναι μεγάλο πρόβλημα. Δεν σου λέω καν για μια τόσο συνηθισμένη κατάσταση, σαν πτώση στη ρωγμή – παρόλο που δεν θα πέσεις βαθιά – ίσως, για μισό-ένα μέτρο, μιας και προχωράς ασφαλισμένη, εκτός από αυτό, το χιόνι, με το οποίο είναι γεμάτες οι ρωγμές. μπορεί να σε καθυστερήσει, – παρόλα ταύτα μπορεί να αρρωστήσεις σοβαρά σε δυο-τρία λεπτά μέχρι να σε βγάλουν.

    – Ναι, η βρογχίτιδα δεν είναι ωραία…

    Ο Αντρέι γέλασε ξερά.

    – Εκεί κάτω η βρογχίτιδα δεν είναι ωραία, εδώ είναι τεράστιο πρόβλημα και απειλή για τη ζωή. Στο ύψος, από την αρχή της αρρώστιας, μέχρι τον θάνατο – εικοσιτετράωρο η δυο. Ο βήχας, όπως βλέπεις, μας ταλαιπωρεί όλους, και τώρα άντε να καταλάβεις – αν ήδη αρχίζει ή βρογχίτιδα η απλός βήχας. Εάν είναι βρογχίτιδα, πρέπει αμέσως να χαμηλώσεις το ύψος, κάτι, που όπως καταλαβαίνεις, ακυρώνει την ανάβαση, και αν είναι απλώς βήχας – μπορείς να προχωρήσεις παραπέρα, αλλά η τιμή, που θα πλήρωσης για το λάθος, είναι μεγάλη.

    Βλέποντας τη σκοτισμένη φυσιογνωμία μου, εκείνος γέλασε ξανά.

    – Μην φοβάσαι, σε τέτοιο χαμηλό υψόμετρο – έως πέντε χιλιάδες μέτρα – δεν είναι τόσο τρομακτικά τα πράγματα, αλλά και πάλι μπορεί να κρυώσεις με τέτοιες αλλαγές της θερμοκρασίας, για αυτό πρέπει να είσαι ντυμένη ζεστά ακόμα και με μια τέτοια ζεστή.

    Βασικά, εγώ φανταζόμουν κάπως διαφορετικά την ανάβαση. Σκεφτόμουν για τους ανθρώπους, γεμάτους με αποφασιστικότητα, οι οποίοι νιώθουν χαρά της υπερνίκησης, κόβουν ζωηρά τα σκαλάκια στον πάγο, ενώ στην πραγματικότητα… στην πραγματικότητα ένοιωσα την απόλυτη απάθεια, δεν ήθελα τίποτα, καθόμουν σε ένα χαλάκι πάνω στο χιόνι και δεν μπορούσα καν να κουνηθώ, η κάθε κίνηση γινόταν με το ζόρι. Τεράστια γυαλιά ήλιου έκαναν τον κόσμο θαμπό, και δεν ήταν δυνατόν να τα βγάλεις – το χιόνι σε τύφλωνε στιγμιαία, και σε δυο λεπτά θα μπορούσες να τυφλωθείς τελείως. Σε αυτή την άπνοια τα γυαλιά ίδρωναν συνέχεια, και αναγκαζόμουν να τα σκουπίζω, από κάτω το πρόσωπο μου κάλυπτε μια μάσκα από γάζα, αλλιώς το δέρμα θα καιγόταν μέχρι φουσκάλες, και ένιωθα, ότι είμαι μέσα σε έναν φούρνο με διαστημική στολή… και γενικώς είχα πάρα πολύ κακή διάθεση.

    Αποφάσισα να μην φάω πρωινό – αδύνατον να βάλω κάτι στο στόμα μου, ίσως λίγο ζουμί από κοτόπουλο…τι είχαν ετοιμάσει τα παιδιά…οοο… τι απαίσια… καφές… και ψάρι κονσέρβα…

    – Ναι, έτσι είναι η νόσος των βουνών, – με χτύπησε στον ώμο ο Αντρέι, – δεν θέλεις τίποτα, οι προτιμήσεις στο φαγητό οξύνονται, αλλά τι να κάνεις, – πρέπει να φας παρά την θέληση σου, αλλιώς δεν θα μπορέσεις να κινηθείς. Στρίμωξε μέσα το φαΐ, πιες νερό, ακόμα και εάν θα νιώσεις ναυτία. Είσαι παλικάρι, δεν κλαις, δεν παραπονιέσαι. Και να θυμάσαι – αν θα κάθεσαι έτσι, η κατάσταση θα χειροτερεύει όλο και περισσότερο.

    – Το θυμάμαι… Μα τι να κάνω?!

    – Οτιδήποτε. Θέλεις – φέρνε πέρα-δώθε το σακίδιο. Καλύτερα, βέβαια, να κάνεις κάτι ωφέλιμο, αλλά το πιο σωστό είναι να περπατήσεις πάνω-κάτω.

    – Ο!!! Να περπατήσω!! Τι λες, με το ζόρι μπορώ να σηκωθώ…

    – Σου μένει μόνο να πιστέψεις στον λόγο μου. Όσο πιο πολύ θα κάνεις έστω κάτι, τόσο πιο εύκολο θα είναι για σένα να σταματήσεις. Εδώ δεν μπορεί να σε βοηθήσει κανείς – ή θα υπερνικήσεις την αρρώστια σου μόνη σου, η αυτή θα νικήσει εσένα. Σήκω και άρχισε για αρχή να πακετάρεις το σακίδιο σου. Μετά από κάνα-δυο μέρες θα αρχίσει ο εγκλιματισμός, και θα ανακουφιστείς.

    Μαζεύοντας το σακίδιο, με την άκρη του ματιού μου κοίταξα τον Ολέγκ – ήταν σκοτισμένος και δεν μας κοιτούσε καν. Και πάλι εμφανίστηκαν αμφιβολίες για την κατάσταση του, και μια νέα έγνοια – πως να μιλήσω με τον Αντρέι έτσι, ώστε εκείνος να μην είχε καχυποψίες. Γύρισα προς τον Αντρέι και του έκανα σημάδι με τα μάτια μου, ότι θέλω να του μιλήσω παραπέρα. Στο πρόσωπο το φάνηκε η έκπληξη, ήθελε να πει κάτι, αλλά εγώ πίεσα αμέσως το δάκτυλο στο στόμα μου, με ανησυχία και ικετευτική έκφραση. Χωρίς να καταλαβαίνει κάτι, ο Αντρέι σιωπηλά πήρε στα χέρια του την αξίνα.

    – Πάμε, να δούμε το χτεσινό χιόνι, – ο Αντρέι μου πέταξε την άκρη του σκοινιού και άρχισε να φτιάχνει με πατημασιές ένα μονοπάτι προς τα πάνω.

    Μου φάνηκε, ότι ο Ολέγκ έγινε ακόμα πιο στεναχωρημένος, σαν να το έβλεπε και ο ίδιος, αλλά δεν έβρισκε κάποια εξήγηση για αυτό… Η λόγο των γυαλιών μου το πρόσωπο του φαινόταν πράσινο-μπλε, και παράγινα καχύποπτη από την κούραση, κρίσεις του ιλίγγου και στο φόντο της ανησυχίας? Όπως και να είχε, και πάλι ήθελα να μιλήσω με τον Αντρέι και να του εκφράσω τις ανησυχίες μου.

    – Είσαι σίγουρος, ότι ο Ολέγκ είναι ψυχικά υγιής? Εχτές, όταν εσύ κοιμήθηκες, μου μίλησε για τα ταξίδια του, και καμιά φορά έβλεπα σε αυτόν έναν αληθινό τρελό. Δεν νομίζεις, ότι είναι εκτός εαυτού?

    Το πρόσωπο του Αντρέι παραμορφώθηκε σε μια δυσαρεστημένη γκριμάτσα.

    – Τι βλακείες είναι αυτές? Όχι, δεν είδα τίποτα τέτοιο. Μα τι σου συμβαίνει? Ακόμα και η φωνή σου είναι νευρική, σπασμένη. Όλο αυτό σου φαίνεται, τον ξέρω καλά, είναι πιο σώας τας φρένας από πολλούς άλλους.

    – Τον ήξερες από παλιά! Να το άκουγες, τι έλεγε εχτές, και το πιο σημαντικό – ΠΩΣ το έλεγε, Αντρέι, φοβάμαι να πάω με τέτοιο άνθρωπο πιο πέρα. Περιμένω οτιδήποτε από εκείνον.

    – Άκουσε με, Μάγια, είναι απλώς η νόσος των βουνών. Είσαι κουρασμένη, δεν κοιμήθηκες καλά, και βλέπεις τα πάντα με μια άλλη ματιά. Πρέπει να ηρεμίσεις, αλλιώς εσύ θα είσαι αυτή, με την οποία είναι επικίνδυνο να κάνεις ανάβαση.

    – Με μένα??? – απολύτως ξαφνικά με έπιασε ισχυρότατη αγανάκτηση.

    – Να, βλέπεις, πόσο δυσανάλογη είναι η αντίδραση σου…

    – Ναι, όντως, είναι δυσανάλογη, – ένοιωσα ντροπή για τα συναισθήματα μου.- Αλλά εχτές εγώ ένιωθα καλά, και πάλι έβλεπα τον τρελό μέσα του.

    – Εχτές ήδη άρχισε να σε προσβάλει η νόσος των βουνών, πάντα πιάνει το βράδυ, για αυτό ας αφήσουμε αυτή την κουβέντα, ένας λόγος παραπάνω – πρέπει να μαζευτούμε για την άνοδο. Σε λίγο το χιόνι θα μαλακώσει, και θα είναι δύσκολο να φτιάξουμε μονοπάτι. Όταν θα νιώσεις πιο καλά με την αρρώστια, θα πέφτουμε για ύπνο στις εφτά-όχτο η ώρα το βράδυ, και θα σηκωνόμαστε να προχωρήσουμε – στις τρεις το πρωί – είναι πιο καλά έτσι. Το χιόνι, πιασμένο με το ψύχος, δημιουργεί μια σκληρή κρουστά, και μπορείς να περπατήσεις πάνω της με σακίδιο, χωρίς να φοβάσαι την πτώση.

    – Η κρούστα αυτή μπορεί να είναι τόσο σκληρή, ώστε να σε αντέξει με το σακίδιο?

    – Εμ… εμένα μάλλον όχι, αλλά εσένα μπορεί. Στην τελευταία ανάγκη μπορούμε να κατεβάσουμε το σακίδιο και να το σύρουμε στο χιόνι με το σκοινί. Σε αυτό το υψόμετρο να ανοίγεις το μονοπάτι, πέφτοντας στο χιόνι σε κάθε βήμα μέχρι τα… τέλος πάντων, είναι σκέτο βάσανο.

    Φαντάστηκα, πως προχωράμε μπροστά, τραβώντας από πίσω μας τα χοντρά σακίδια, που αντιστέκονται, και άρχισα να γελάω – να μια σκηνή από το τρελοκομείο…

    Επιστρέψαμε κοντά στη σκηνή. Σκούφος και μεγάλα γυαλιά ήλιου κάλυπταν σχεδόν ολόκληρο το προσώπου εκείνου, που με τρόμαξε τόσο πολύ, και ένοιωσα απελπισμένη, επειδή έχασα την υποστήριξη στο πρόσωπο του Αντρέι, και τώρα θα πρέπει ή να ζητήσω να κατεβούν όλοι κάτω, αφού δεν θα καταφέρω να βρω τον δρόμο μόνη μου, ή θα αναγκαστώ να πάω πάνω, δηλητηριασμένη από την αυξανόμενη ανησυχία και από τη νόσο των βουνών….