Ελληνικα change

Error

×

Κεφάλαιο 07

Main page / Μάγια 1: Φορς-Μινόρ / Κεφάλαιο 07

Περιεχόμενα

    Το σαλονάκι του τελεφερίκ χτύπησε ηχηρά, κουνήθηκε κάνα-δυο φορές, και άνοιξε κατευθείαν στην βαθιά ομίχλη – στα είκοσι μέτρα δεν φαίνεται τίποτα, εκτός από το βραχώδη έδαφος με λίγα νησάκια βρεγμένου χορταριού – η βροχή μόλις είχε περάσει εδώ. Όλοι γυρίζουν τα κεφάλια τους αμήχανα, χωρίς να ξέρουν, τι να κάνουν σε αυτό το πυκνό σύννεφο, που επιπλέον απειλεί με μια νέα νεροποντή. Τι στο διάολο θέλαμε εδώ με αυτόν τον καιρό?

    – Ας καθίσουμε λίγο στην καφετέρια, μήπως περάσει η ομίχλη? – Δεν θέλω να μπω σε αυτό το βρεγμένο χυλό.

    – Θα πιεις τσάι με βότανα?

    – Θα πιω:)

    – Τι σου φάνηκε τόσο αστείο?

    – Θυμήθηκα, πως ο Σάφι με πολύ σοβαρό ύφος μου έλεγε για τα καλά αυτού του τσαγιού – είπε, πως οι παρθένες μαζεύουν τα φύλλα για αυτό.

    – Ναι? …Πόσο τους αρέσει αυτούς τους ανθρώπους να τρελαίνονται τελικά! Η παρθενιά προκαλεί ειδικές μορφές της τρέλας… Με τίποτα δεν μπορώ να συνειδητοποιήσω, πως ζω σε ένα πραγματικό τρελοκομείο. Εκείνος, για τον οποίον η παρθενιά έχει ΤΆΣΗ σημασία, δεν μπορεί να είναι παθιασμένος, αισθησιακός… Είμαι σίγουρος, ότι πίσω από αυτή την σκέψη δεν κρύβεται κάτι άλλο, εκτός από την απόλυτη ανοργασμία.

    Θέλω να γελάσω, αλλά συγκρατώ τον εαυτό μου, όταν βλέπω, ότι η ελαφριά διάθεση μου πάει κόντρα στην σοβαρότητα, με την οποία ο Ντένι απαντάει στις ερωτήσεις.

    – Όμως, αυτή δεν είναι πάντοτε η δική μας επιλογή – να είμαστε τόσο ντροπαλοί, σφιγμένοι, αφού σε όλους εμάς φορτώνονται κάποιες ορισμένες αντιλήψεις, και δεν είναι τόσο απλό να ξεφύγουμε από αυτά, για αυτό δεν νομίζω, ότι τα συμπεράσματα του τύπου «έτσι είναι όλες οι παρθένες» έχουν κάποια βάση. Είμαστε όλοι διαφορετικοί, ο κάθε άνθρωπος στην τελική ανάλυση…

    – …είναι το ξεχωριστό σύμπαν?:)

    – Κάτι σαν αυτό, δεν ξέρω, πως να το διατυπώσω …

    – Νομίζω, πως από κάπου την τράβηξες αυτή την φράση, για αυτό και δεν ξέρεις, πως να τη σχηματίσεις, δεν μοιάζει να το έχεις σκεφτεί σοβαρά… Ξέρεις, συνήθως σε μένα δεν προκαλούν συμπάθεια και ενδιαφέρον εκείνοι, που στον κάθε άνθρωπο προσπαθούν με το ζόρι να δουν το σύμπαν, κατά την άποψη μου, αυτό δείχνει απόλυτη ανικανότητα, την αδυναμία να φανερώσουν τις δικές τους προτιμήσεις και επιθυμίες. Και τι μπορείς να περιμένεις από τον άνθρωπο, ο οποίος φοβάται να δείξει ελεύθερα τις επιθυμίες του, που δεν επιδιώκει καν να ξεκαθαρίσει με ειλικρίνεια – ποιες είναι αυτές? Και ο φόβος αυτός είναι κατανοητός, διότι εάν καταλάβεις, τι θέλεις, τι να κάνεις μετά με την επιθυμία να το πάρεις? Θα είναι «καλά», εάν η επιθυμία αυτή θα ταιριάζει με τα στερεότυπα, τα οποία ζουν μέσα σου, και εάν όχι? Η θα αναγκαστείς να ζήσεις σε μια μόνιμη διχόνοια, ή θα αρχίσεις να κάνεις κάποια βήματα, που μπορούν να αποδεχθούν μη αντιστρέψιμα, και ποιος είναι έτοιμος να αντιμετωπίσει το γεγονός, ότι η ζωή του άλλαξε για τα καλά, και επιπλέον με απρόβλεπτες συνέπειες? Πολύ πιο απλό είναι να χώσεις κάπου παραπέρα την ειλικρίνεια σου, και να κρατήσεις στην επιφάνεια την υποκριτική φιλαρέσκεια και το άσπονδο εύρος των απόψεων, προωθούμενη ως παράδειγμα του υγιούς οικουμενισμού. Όταν μου έφτασε επιτέλους η γενναιότητα να παραδεχτώ το μικρό μέρος της αλήθειας για τον εαυτό μου, έγινα ακόμα πιο δυστυχισμένος, απ` ότι ήμουν πριν, αλλά δεν το μετανιώνω, επειδή έχασα και την άνεση, και την επάρκεια, και τον εφησυχασμό μου. Καλύτερα να ψοφήσεις, παρά να ζήσεις την ολόκληρη ζωή σου μέσα σε αυτά.

    Δεν το περίμενα, πως έτσι απλά, στο Σρι Ναγκάρ μπορώ να συναντήσω έναν τέτοιο συνομιλητή. Αμέσως βγήκαν τα αρπακτικά νύχια – να κάνω αυτό το αγόρι δικό μου! Όμως, γρήγορα ένιωθα χάλια – δεν θέλω να τυλίξω το ενδιαφέρον μου με χαρτί της καθημερινότητας. Είμαι ήδη αλλεργική στην οικειότητα της κάθε μορφής , – όταν ακούω τις φράσεις του τύπου «Είναι μαζί εδώ και δέκα χρόνια», αμέσως αηδιάζω – δεν έχω καμία αμφιβολία: οποίοι και να είναι αυτοί οι άνθρωποι, η από κοινού ζωή τους είναι ο θρίαμβος της ανίας, αδιαφορίας, μιζέριας… Αφού σε δυο χρόνια σκοτώνονται τα πάντα, που κάποτε ήταν ζωντανά, εμπνευσμένα, χαρούμενα. Και εδώ – δεν υπάρχει αρκετή αποφασιστικότητα και η ειλικρίνεια να το παραδεχτείς και να τερματίσεις τη σχέση… Αρρωσταίνω από την ίδια την έκφραση «η σχέση μας».

    Μια μεγάλη παρέα των φασαριόζικων Ινδών βγαίνει στο χορτάρι από το τελεφερίκ, που μόλις έφτασε. Κάνουν τρομερό θόρυβο, πάνε πέρα-δώθε, τραγουδάνε, σπρώχνονται – αυτό θα ήταν φυσικό, όταν εκείνοι ήταν δέκα χρονών, μα να είσαι τέτοιος στα είκοσι, στα τριάντα… Ανέκφραστα πρόσωπα, γουρλωμένα μάτια. Πάλι καλά, που δεν είναι επιθετικοί… Μπαίνοντας στο καφέ, βεβαίως, δεν μπορούν απλώς να περάσουν δίπλα από εμένα με τον Ντένι. Μας πλησιάζει αμέσως ένα ζευγάρι Ινδών και με φιλικό-ανίδεο τρόπο τους ζητάνε να βγάλουν μια φωτογραφία μαζί. Αρνούμαι, όσο πιο ευγενικά μπορώ, αλλά αυτοί προσποιούνται μόνο, ότι μας αφήνουν, – υποχωρούν μερικά βήματα, και προσπαθούν να με φωτογραφίσουν στα κρυφά. Αναγκάζομαι να αλλάξω θέση έτσι, ώστε να βλέπουν μόνο τη πλάτη μου. Περιμένουν λίγο και χωρίς να πιάσουν τίποτα τελικά, ενώνονται και πάλι με το σμήνος τους.

    Παρότι δεν έκανα κάτι χωρίς την θέληση μου, και πάλι μου έμενε η αίσθηση κάποιας δηλητηρίασης, που εμφανίζεται αναπόφευκτα, όταν κάνεις κάτι, που δεν θέλεις να κάνεις.

    – Πόσο με νευριάζει αυτή η επίμονη προσοχή. Εάν θα ήσουν κορίτσι, θα το καταλάβαινες αυτό… Συνέχεια θέλουν να φωτογραφίζονται μαζί μου. Τι θα κάνουν μετά με αυτές τις φωτογραφίες? Θα δείχνουν στους συγγενείς τους, σώνει και καλά, πόσο άνετοι είναι, βγάζουν φωτογραφίες με μια ξένη? Έχω ήδη τον κανόνα να τους το αρνούμαι κατηγορηματικά, παρόλο που νωρίτερα το θεωρούσα άβολο.

    – Το έκανες κανόνα να το αρνείσαι κατηγορηματικά??

    – Ναι, μα τι σε εκπλήσσει? Νομίζεις, ότι είναι…

    – Με εκπλήσσει, ότι δεν το αρνήθηκες κατηγορηματικά! Μάλλον το αντίθετο – με τύψεις.

    – Ναι, όντως… αλλά, μάλλον, αυτό δεν έχει σημασία, είναι ασήμαντο, το βασικό είναι ότι το αρνούμαι.

    – Δηλαδή, σκέφτεσαι, ότι είναι ένα ασήμαντο πράγμα, και «δεν θα πάθω και τίποτα»? Και εγώ παλιά έτσι σκεφτόμουν, αλλά μετά κατάλαβα ξαφνικά, ότι θα πάθω, και μάλιστα πάρα πολύ, και ότι αν δεν αλλάξω κάτι στη στάση μου, ολόκληρη η ζωή μου θα πάθει. Για δες, η ιστορία επαναλαμβάνεται!

    – Ποια ιστορία?

    – Ένας άνθρωπος… δεν έχει σημασία, ποιος ήταν, απλώς ένας πολύ ενδιαφέρον άνθρωπος μου έδειξε, ότι απατώ τον εαυτό μου στις λεπτομέρειες, και είπε, πως δεν υπάρχει τίποτα πιο σημαντικό από αυτές – οι μεγάλες βλακείες συγκρατούνται στο κόσκινο της ανάλυσης, αλλοιώνονται, σβήνονται, ενώ τα μικρά γλιστράνε κατευθείαν μέσα, και καρφώνονται δυνατά. Κατά την γνώμη του, ειδικά η προσοχή στις λεπτομέρειες ξεχωρίζει τον γνήσιο κυνηγό της αλήθειας από έναν φαντασιόπληκτο.

    Σίγουρα ο Ντένι ήταν λιγάκι αυστηρός, αλλά αυτό δεν με αποκάρδιωσε, δεν ένιωσα στα λόγια του ούτε την υπεροψία, ούτε επιθετικότητα. Τι βρίσκεται εκεί? Τόσο κοντινό και ταυτόχρονα σαν κάτι ξεχασμένο πολύ καιρό πριν…Λέει πράγματα, τα οποία με ενδιαφέρουν πραγματικά! Με τίποτα δεν μπορώ να το παραδεχτώ τελείως – στην αρχή καταπίνω τις φράσεις του, χωρίς να σκεφτώ, διότι ξέρω εκ των προτέρων, ότι είναι βαρετά με τους ανθρώπους, ότι στην καλύτερη περίπτωση θα ακούσω τις δανεισμένες από κάπου φιλοσοφικές η εσωτερικές φράσεις, πίσω από τις οποίες δεν υπάρχει απολύτως τίποτα, – δεν έχουν ούτε τους συλλογισμούς, ούτε εργασίες, ούτε αναζητήσεις, ούτε και την πραγματική πείρα. Ενώ αυτό το παλικάρι, απ` ότι φαίνεται, σκέφτεται ανεξάρτητα – υπάρχει κάτι τέτοιο γενικώς?:) … Ωστόσο, φαίνεται, πως κατά καιρούς στην προσπάθεια να ξεφύγει από τα στερεότυπα, κάποιες φορές το παρατραβάει και πέφτει στην αντίθετη πλευρά της απόλυτης άρνησης.

    Έμαθα, ότι ο Ντένι ήξερε λίγο την περιοχή, και εφόσον ο καιρός μπορούσε να αλλάξει ανά πάσα στιγμή, όπως αυτό συμβαίνει συχνά στα βουνά, τελειώνοντας το τσάι μας, αποφασίσαμε να μην αναβάλλουμε άλλο την βόλτα με τα άλογα. Κανείς άλλος δεν ακολούθησε το παράδειγμα μας, έτσι σε λίγο βρεθήκαμε πρόσωπο με πρόσωπο – εγώ, αυτός, και η ομίχλη.

    Είχα πάρα πολύ μικρή πείρα στην ιππασία, αλλά ο Ντένι διαβεβαίωσε, ότι δεν θα υπάρξει κανένα πρόβλημα – τα άλογα εδώ είναι καλά εκπαιδευμένα και νιώθουν την παραμικρή κίνηση των ποδιών του αναβάτη. Έτσι και έγινε. Ένα άγγιγμα του αριστερού ποδιού στα πλευρά, και το άλογο πάει αριστερά, του δεξιού – δεξιά, με τα δυο πόδια ταυτόχρονα – πάει λίγο πιο γρήγορα, ελαφρύ τράβηγμα των ινίων – σταματάει. Κάποτε νόμιζα, ότι το άλογο είναι κάτι σαν αυτοκίνητο, και εάν δεν προσέξεις, θα τρακάρει κάπου, αλλά όλοι οι φόβοι μου αποδείχθηκαν αβάσιμοι – όταν το άλογο δεν νιώθει σταθερή καθοδήγηση, καταλαβαίνει, ότι απλώς αφέθηκες στις σκέψεις σου, τότε από μόνο του ακολουθεί το γνωστό δρόμο και επιλέγει την καλύτερη πορεία. Έχοντας παίξει αρκετά με την «οδήγηση», έτρεξα λίγο με ροκ, αλλά ύστερα από μερικά χτυπήματα του πισινού μου πάνω στην ράχη του γύρισα στο μονοπάτι και συνέχισα την βόλτα πλάι στον Ντένι.

    Πολύ γρήγορα η ομίχλη διαλύθηκε, ο ουρανός ξαφνικά έγινε καθαρός και ηλιόλουστος, κάτω, πολύ μακριά, ανάμεσα στα σύννεφα της ομίχλης, σαν θαλασσινό κοχύλι άνοιξε ο πράσινος κάμπος. Είχαμε πολύ καιρό μπροστά μας, τα βουνά γύρο κολυμπούσαν στην ελαφριά ομίχλη, η αραιά βλάστηση δεν κάλυπτε την θέα τους. Προχωρούσαμε στη σιωπή, αλληλοκοιταζόμασταν κατά καιρούς, και ο καθένας σκεφτόταν κάτι δικό του.

    Ξαφνικά ο Ντένι μίλησε. Μίλησε, σαν να συνέχισε την κουβέντα, που σταμάτησε για μια στιγμή, με απροσδόκητο πάθος, λες και βγήκε κάτι απωθημένο, που πονούσε καιρό:

    – Δεν είμαι πρώτη φορά στην Ινδία, είχα πάει σε πολλά μέρη εδώ, και πολύ συχνά κοιτούσα τους ανθρώπους στα μάτια, ήθελα να βρω τις απαντήσεις στις ερωτήσεις, που με βασάνιζαν, μα όλα τα αυτά, που άκουγα, δεν μου έδιναν ούτε χαρά, ούτε ελπίδα, δεν ένιωθα καμία ζωή σε αυτά, τίποτα το αληθινό. – Ο Ντένι σώπασε για μερικά δευτερόλεπτα, σαν να ζύγιζε, να συνεχίσει ή να σταματήσει. – Εγώ δεν μπορώ να ζήσω την ζωή μου έτσι απλά, δεν μπορώ και δεν το θέλω αυτό! Δεν ξέρω, πως ζούνε αυτοί οι άνθρωποι, που περνάνε όλη την ημέρα τους στις έγνοιες ή στις διασκεδάσεις μέρα με τη μέρα και δεν βασανίζονται με την αναζήτηση του βασικού νοήματος της ζωής, του κεντρικού σκοπού της, κάποιου πράγματος, που θα την γέμιζε ως τις άκρες. Είχα δει εδώ πολλούς ανθρώπους, που ονομάζουν τους εαυτούς τους Δάσκαλους, αλλά δεν υπήρχε η σπίθα της αναζήτησης της αλήθειας στα μάτια τους, δεν υπήρχε η απελπισμένη επιθυμία να ζήσουν, την οποία εγώ ήθελα να βρω. Εάν μιλήσουμε γενικά, το κοινό στοιχείο όλων αυτών των δασκάλων είναι η επάρκεια, χορτασμένη επάρκεια. Πολύ συχνά είναι απλώς μια επιχείρηση ή ένα χόμπι. Δεν μπορούσα να συμβιβαστώ με το ότι και εδώ, στην Ινδία, εγώ δεν βρήκα τελικά τα όντα, που να είναι οι ζωντανοί φορείς κάποιας ιδιαίτερης Γνώσης – καθοδηγητικής, αποκαλυπτικής, αναζωογονητικής, και δεν ήθελα να συμβιβαστώ, αποφάσισα, πως θα ψάξω μέχρι τέλους, μιας και δεν έχω τίποτα να χάσω και δεν θέλω τίποτα άλλο, εκτός από αυτό. Παράτησα τη δουλειά μου. Γιατί χρειάζομαι τη δουλειά? Τα χρήματα μου φτάνουν. Άφησα τα πάντα, με τα οποία ζουν οι φίλοι μου στην Γαλλία, άφησα ουσιαστικά και τους ίδιους τους φίλους μου, επειδή δεν υπάρχει το πιο σημαντικό ανάμεσα μας… Τα τελευταία δυο χρόνια έρχομαι σπίτι μου μια φορά στις έξι μήνες, σηκώνω τα χρήματα και γυρίζω πάλι – εδώ τα λεφτά αυτά είναι υπεραρκετά, αλλά δεν βρίσκω το σημαντικότερο – την αλήθεια, για την οποία ήρθα. Δεν ήξερα απλώς, τι θα κάνω, εάν δεν τη βρω τελικά…

    Εάν μετά από την επόμενη στροφή θα έβρισκα την γαλάζια θάλασσα, θα ήμουν λιγότερα ξαφνιασμένη, απ` ότι ένιωσα με αυτόν τον παθιασμένο μονόλογο. Ο Ντένι έμοιαζε να έχει μετανιώσει για τα πράγματα που έχει πει, αισθανόταν άβολα, και σαν ανταπόκριση σε αυτό και εμένα με έπιασε αμηχανία, έτσι σιωπήσαμε για λίγο καιρό, αλλά δεν ήταν πια μια ανέμελη σιωπή, αλλά έτοιμη να μας τσιμπήσει. Επιτέλους, αποφάσισα να σπάσω την σιωπή και να πω και εγώ κάτι.

    Οι άνθρωποι νομίζουν, ότι αυτοί κρατάνε την κουβέντα. Όμως, η αλήθεια είναι, ότι η κουβέντα τους οδηγεί, και εκείνοι, σαν αλογάκια, κινούμενα με τα χαλινάρια, την ακολουθούν. Έτσι και εγώ άρχισα να λέω τελείως διαφορετικά πράγματα από αυτά, που ήθελα να πω. Είπα, ότι βλέπω την αμηχανία του, ότι δεν υπάρχει λόγος για ντροπαλότητα, και ότι καταλαβαίνω απόλυτα την επιθυμία του, και η ίδια αναζητώ την αλήθεια και αυτή είναι η μοναδική αιτία του ταξιδιού μου σε αυτά τα μέρη, και ότι συμπαθώ τα λόγια του και τον ίδιο… Όχι, είναι η ώρα πια να το βουλώσω, – αρκετά με τον στόμφο, όλα τα αυτά είναι λάθος, δεν ταιριάζουν καθόλου με εκείνη τη συμπάθεια, στην οποία έχω βουτήξει με το κεφάλι, και η κάθε λέξη μου με παρασύρει όλο και πιο μακριά από αυτήν την αίσθηση.

    – Όλα αυτά είναι λάθος, Ντένι, δεν είναι παρά μια γλυκόφωνη χωματερή, και όχι ζωντανές λέξεις, δεν ξέρω, γιατί άρχισα να τα λέω αυτά. Θέλω να πω κάτι το τελείως διαφορετικό, μα δεν ξέρω, πως.

    – Μάγια, καμιά φορά νιώθω ξεκάθαρα, ότι είναι ζήτημα ζωής και θανάτου για μένα, και άλλες φορές νομίζω, ότι μπορεί να μου συμβεί και το άλλο: λες και θα πέσω σε έναν ύπνο, θα γυρίσω στην Γαλλία και θα μετατραπώ σε έναν μεσοαστό, η θα γίνω ταξιδιώτης, …- στη φωνή του δεν ακούγεται πια η απελπισία, μάλλον, ανησυχία, κάτι σαν το δέος για τους δρόμους, που απλώνονται κάπου μπροστά του και δεν κανείς δεν ξέρει – ποιοι συγκεκριμένα θα είναι για εκείνον.

    – Εσύ λες «δεν ήξερα», «σκεφτόμουν», «δεν μπορούσα να συμβιβαστώ με το ότι δεν βρήκα τίποτα» – όλα αυτά στον αόριστο, και… τώρα τι έχει αλλάξει?

    – Μάγια, – εκείνος σταμάτησε, πήρε τα ινία μου, τράβηξε το άλογο μου, χάιδεψε την μούρη του και με κοίταξε στα μάτια. – Στην πραγματικότητα έχω βρει κάτι στα ταξίδια μου, κάποια πράγματα, αλλά νιώθω, πως σε όλο αυτό υπάρχει μια ιδιαίτερη μυρωδιά, μυρωδιά του αληθινού, αυτό μου δίνει την ελπίδα, με αγγίζει τόσο βαθιά, και εγώ… είμαι δειλός, Μάγια, φοβάμαι να επαληθεύσω αυτή την ευκαιρία, επειδή φοβάμαι να τη χάσω, φοβάμαι να μην μπορέσω να κάνω κάτι, η , έχοντας επιτύχει, να ανακαλύψω την επόμενη αδιέξοδο εκεί. Θέλω να σου πω την ιστορία αυτή, αλλά εδώ και έναν ολόκληρο χρόνο δεν ξέρω, τι να την κάνω, καμιά φορά φοβάμαι και να σκεφτώ για αυτό ακόμα, απλώς ζεσταίνομαι δίπλα….όπως κάνουμε κοντά στη φωτιά… έχει μέσα της το άρωμα της ελπίδας, και την φοβάμαι, όπως φοβούνται να χάσουν την τελευταία ελπίδα. Μου αρέσεις πάρα πολύ, και αισθάνομαι μέσα σου το πάθος για τη ζωή, και κρύο μυαλό… και κάτι άλλο… πρώτη φορά φέτος εμφανίστηκε επιθυμία να μιλήσω για εκείνη τη συνάντηση… Σε σένα. Σε ενδιαφέρει?

    Κουνάω το κεφάλι μου καταφατικά, χωρίς να πω ούτε λέξη, παρόλο που πραγματικά θέλω πάρα πολύ να πέσω στην αγκαλιά του, να τον κοιτάξω στα μάτια και να πω: είναι καταπληκτικό, είναι απίθανο, – κάποια τυχαία συνάντηση σε μια καφετέρια, και ένα τόσο οικείο πλάσμα βρίσκεται κοντά σου!

    – Αυτό έγινε πριν από έναν χρόνο ακριβώς. Γύρισα στη Γαλλία, πήρα τα λεφτά και στην αρχή σκεφτόμουν να αλλάξω το περιβάλλον, να πάω στην Λατινική Αμερική ή στην Αυστραλία. Με τίποτα δεν μπορούσα να αποφασίσω – που να πάω. Για κάποιο λόγο η ερώτηση αυτή μου φαινόταν πάρα πολύ σημαντική – μάλλον, επειδή στο ταξίδι μου στην Ινδία πάντοτε έβλεπα σαν προτεραιότητα την αναζήτηση της αλήθειας, και το ταξίδι σε οποιοδήποτε μέρος για μένα ισοδυναμούσε με την άρνηση από αυτή την αναζήτηση προς το όφελος της κοινότυπης απόκτησης των εντυπώσεων.

    Τέλος πάντων, είδα στο όνειρο μου ένα πολύ παλιό, εγκαταλελειμμένο κτίριο, όχι ετοιμόρροπο, σταθερό, αλλά σαν να κυλούσε η αρχαιότητα από όλες τις ρωγμές του. Αυτό βρισκόταν κοντά στο ποτάμι – κάπου στα τριάντα μέτρα. Φαρδιά μαρμάρινα σκαλιά οδηγούσαν από το νερό στην είσοδο. Οι γραμμές του κτιρίου ήταν ακαθόριστες, και όμως αυτό έμοιαζε περισσότερο με αρχαίο ναό του Σίβα, – υπάρχουν πολλοί τέτοιοι στις όχθες του Γάγγη η του Ινδικού ωκεανού.

    Σε εκείνο το όνειρο άκουσα έναν πολύ παράξενο ήχο, – χαμηλό, πυκνό, μακρύ και ισχυρό, ξεκινούσε στην αρχή από το εσωτερικό του ναού, ύστερα σαν να έβγαινε από μέσα μου, και του αντιστεκόμουν εναντίον στην θέληση μου, αλλά ξεπέρασα αυτήν την αντίσταση και αφέθηκα στον ήχο, έτσι αυτός με γέμισε – ολοκληρωτικά, τελείως. Ξέρεις, μπορείς να αισθανθείς κάτι παρόμοιο, αν σταθείς δίπλα στην γιγαντιαία καμπάνα, όταν αυτή χτυπάει… Ο ήχος αυτός με καλούσε, με τράβαγε, μεταμορφώνοντας όλο μου το κορμί σε μια ορμητική ροή της χαράς… Όταν ξύπνησα, έκλαιγα από την θεσπέσια παρόρμηση, την οποία έζησα, αφήνοντας τον εαυτό μου σε εκείνο τον ήχο.

    Με κάποιο καταπληκτικό τρόπο μετά από αυτό το όνειρο ήρθε η απόλυτη σαφήνεια – ήθελα να πάω συγκεκριμένα στα Ιμαλάια, και πουθενά αλλού, και μάλιστα αμέσως. Την ίδια μέρα πήρα την πτήση για τη Νεπάλ.

    Δεν είχα κανενός είδους ορισμένα σχέδια και προθεσμίες, έτσι, όταν έφτασα στο Κατμαντού, όλοι οι δρόμοι ήταν ανοιχτοί για μένα. Ναι, Μάγια, στο Νεπάλ είναι τα ΑΛΗΘΙΝΆ Ιμαλάια, οπωσδήποτε πήγαινε εκεί, οπωσδήποτε! Δεν μπορώ να τα περιγράψω ούτε με λόγια, ούτε με τις φωτογραφίες, ούτε με βίντεο, είναι κάτι το απίθανο.

    Το επόμενο πρωί πέταξα στο Τζομσόμ – μικρή κωμόπολη ανάμεσα στις δυο πόλεις με όχτο χιλιάδες πληθυσμό – Ανναπούρνα και Νταουλαγκίρι. Είναι συγκλονιστικά όμορφα εκεί, και μπορείς να περπατήσεις ελεύθερα στα φαρδιά μονοπάτια. Αναζητούσα την απόλυτη μοναξιά, και στις τέσσερις το πρωί βγήκα από τον ξενώνα στον δρόμο για το Άνω Μαντάνγκ. Νόμιζα, πως απλώς θα κάνω μια βόλτα, επειδή η περιοχή αυτή είναι κλειστή για τους τουρίστες, και η άδεια εισόδου κοστίζει 700 δολάρια, μα δεν ήταν κανείς στο φυλάκιο, έτσι αποφάσισα να μην σταματήσω.

    Για μερικές μέρες περιπλανιόμουν πέρα-δώθε ανενόχλητος, και τελικά έμεινα σε μια μικρή κωμόπολη κοντά στο Λο-Μαντάνγκ. Ένιωθα πολύ πιο ελεύθερος χωρίς το σακίδιο μου και μπορούσα να πηγαίνω πολύ μακριά στα βουνά, όπου δεν υπήρχε ψυχή, και κάποτε πίσω από μια οροσειρά ανακάλυψα ένα πολύ όμορφο θιβετιανό μοναστήρι. Είχα την εντύπωση, πως αυτό αιωρείται πάνω από την γη! Κατάλαβα αμέσως, ότι θέλω να φτάσω εκεί, και στην αρχή μου φάνηκε, ότι αυτό θα πάρει μισάωρο, αλλά τελικά έκανα ένα τρίωρο για να ανέβω. Με συνάντησαν ευγενικά, με ήρεμα χαμόγελα. Δεν είχα δει ποτέ τους θηβετιανούς να εκδηλώνουν περιέργεια, και σίγουρα όχι μονάχους, έτσι δεν κατάλαβα ποτέ, εάν αυτοί όντως δεν έχουν κανένα ενδιαφέρον για τους ξένους, ή απλώς δε θέλουν να τους φέρουν σε δύσκολη θέση με έντονη προσοχή.

    Κάνοντας σήματα, τους εξήγησα, πως ζητάω την άδεια τους να μείνω. Με μια απροσδόκητη χαρά εκείνοι συμφώνησαν, μου παραχώρησαν ένα δωμάτιο και προσέφεραν φαγητό. Ποτέ πριν δεν είχα δει τόσο όμορφο μέρος, που να μου άρεσε ΤΌΣΟ πολύ. Πέρασε η σκέψη ακόμα να μείνω εκεί για πολύ καιρό, για μερικά χρόνια, ίσως και για πάντα…Ήταν σκοτεινά ακόμη, όταν με ξύπνησε δυνατός θόρυβος – το χλιμίντρισμα των άλογων, απότομοι ήχοι των θηβετιανών σαλπίγγων, μουντή βοή από τις φωνές. Στην αρχή φάνηκε, ότι είναι ένα όνειρο, τόσο εξωπραγματικοί ήταν οι ήχοι, σαν να ξέφευγαν από κάποιο μακρινό παρελθόν, ή και από ένα τελείως διαφορετικό σύμπαν… Όταν κατάλαβα, ότι δεν κοιμάμαι, σηκώθηκα αμέσως και πήγα να δω τη φασαρία. Ολόκληρη η αυλή του μοναστηριού ήταν γεμάτη με τους θηβετιανούς, ανάμεσα στους οποίους ξεχώριζε ένας άνθρωπος, τον οποίο για κάποιο λόγο άμεσος πέρασα για υψηλό Λάμα. Ήταν ψηλός και φαινόταν γεροδεμένος, αλλά το πιο σημαντικό – είχε πάρα πολύ διαπεραστικό, σκληρό και βαθύ βλέμμα…Ξέρεις, Μάγια, το δικό σου βλέμμα μοιάζει με το βλέμμα εκείνου του Λάμα – το είχα προσέξει αμέσως αυτό.

    Ξαφνικά ένοιωσα πάρα πολύ ξεκάθαρα, πως εάν δεν πάω να του μιλήσω τώρα, θα χάσω ίσως την μοναδική ευκαιρία να βρω εκείνο το πιο σημαντικό πράγμα. Ανησυχούσα πολύ, επειδή δεν ήξερα, αν μπορούσα να πλησιάσω έτσι απλά έναν τέτοιο άνθρωπο, μήπως με διώξουν για αυτό… Αλλά εκείνος με τραβούσε σαν μαγνήτης, και έτσι προχώρησα… Οι μοναχοί ευγενικά μου άδειασαν τον δρόμο, και ξαφνικά βρέθηκα μπροστά του – κάτω από το βλέμμα του, από το οποίο ήρθε μια αίσθηση, σαν να στέκομαι σε ένα πανύψηλο βουνό, και ένας ζεστός αέρας με διαπερνά. Η αίσθηση αυτή από την μια μεριά ήταν άβολη, και από την άλλη πάρα πολύ έντονη και πλήρης. Με γέμισε η αμηχανία, επειδή δεν ήξερα, πως να φερθώ, δεν ήξερα, τι να πω σε αυτόν, ταυτόχρονα ήθελα να νιώθω την στιγμή – κάτι πολύ σημαντικό είχε συμβεί, μα δεν είχα καταλάβει ακόμα – τι. Σκέφτηκα, ότι ίσως να με επηρέασε ο ασυνήθιστος συνδυασμός όλων αυτών, που βρίσκονταν γύρο μου – μαλακά, απόμακρα πρόσωπα των θηβετιανών μοναχών, έντονα χρώματα από τα ράσα τους, σβησμένα με το πρωινό σκοτάδι, οι ήχοι – ίδιοι, που ακούγονταν εδώ χίλια χρόνια πριν. Ο Λάμα χαμογέλασε συγκρατημένα, βλέποντας την αμηχανία μου, και ξαφνικά με αρκετά καλά αγγλικά με προσκάλεσε να τον συναντήσω το μεσημέρι.

    …Μια ώρα πριν το μεσημέρι εγώ ήδη έτρεχα στο μοναστήρι, προκαλώντας το ζωηρό γέλιο των αγοριών-μοναχών, προσπαθώντας να μάθω με τη βοήθεια των σημάτων – που είναι εκείνος ο σημαντικός Λάμα, ο οποίος με είχε καλέσει.

    Ο Λάμα με δέχτηκε σε ένα μικρό δωματιάκι του δεύτερου ορόφου της γκόμπας. Ο μονάχος, που με είχε φέρει, έγνεψε και βγήκε έξω, εμείς μείναμε πρόσωπο με πρόσωπο. Το όνομα του Λάμα ήταν Λομψάνγκ, και στις ερωτήσεις μου απάντησε μόνο, ότι είναι ο μάστορας στον ταντρικό διαλογισμό, τώρα βρίσκεται σε ένα μακρύ ταξίδι, και ότι ενίοτε μένει για αρκετές μέρες στα μοναστήρια της Νταραμσάλα, στο Βαρανάσι και στη Σρι Λάνκα, όπου συναντά και τους άλλους μοναχούς, κάνει τα μαθήματα, και τους περνάει από τις εξετάσεις. Ως εκ τούτου και η καλή γνώση των αγγλικών, διότι σε όλα αυτά τα μέρη υπάρχουν πολλοί ξένοι τουρίστες, εκτός από αυτό, αυτός έχει γνωριμίες με άλλους μοναχούς, που έχουν έρθει στην Ινδία από την Γαλλία και Αγγλία, έγιναν μοναχοί και μένουν εδώ ήδη για μερικά χρόνια, έχοντας εγκλιματιστεί πλήρως. Τα τελευταία χρόνια οι θηβετιανοί μοναχοί, ειδικά στα μοναστήρια κοντά στις περιοχές με μαζικό τουρισμό, μελετάνε αγγλικά, και σε μια τάξη μπορείς να δεις και τον γερο μοναχό, και τον μικρό μαθητή, που προσπαθούν προσεκτικά να εξοικειωθούν με την ξένη γλώσσα.

    Προσπάθησα να εξηγήσω στον Λομψάνγκ – τι με έφερε στην Ινδία, αλλά όλες οι λέξεις μου φαίνονταν κενές, και πώς να εκφράσεις εκείνη την εσωτερική επιδίωξη, η οποία ποτέ δεν εκδηλώνεται ξεκάθαρα και ορισμένα στην επιφάνεια της συνείδησης, και το μόνο που κάνει είναι να χτυπάει σαν μια ζωντανή και καθαρή πηγή κάπου πολύ βαθιά μέσα μας? Ο Λομψάνγκ απλά και ανοιχτά με κοιτούσε στα μάτια, όσο εγώ μιλούσα, και φαινόταν, ότι το βλέμμα αυτό περνούσε μέσα μου, τα λόγια μου έμοιαζαν όλο και πιο πολύ ανάρμοστα, και η σιωπή ανάμεσα στις φράσεις απέκτησε έναν τόσο απόκρυφο ήχο, ότι στο τέλος σταμάτησα την κουβέντα μισόλογα και σώπασα.

    Για λίγο καιρό ο Λομψάνγκ καθόταν ακίνητος, λες και προσπαθούσε να αφουγκραστεί, να νιώσει τις σκέψεις του, και ύστερα είπε, ότι η σιωπή μπορεί να πει πολύ περισσότερα, απ` ότι οι λέξεις, σε εκείνον, που ξέρει να την ακούσει. Συμπλήρωσε, ότι η σιωπή μας πηγαίνει εκεί, όπου οι λέξεις αδυνατούν να μας πάνε, ωστόσο, και αυτές είναι χρήσιμες, διότι ο άνθρωπος χωρίς ξεκάθαρο μυαλό θα χαθεί στην χώρα της σιωπής. Όταν το είπε αυτό, ξαφνικά γέλασε δυνατά και μελωδικά, σαν παιδί. Ο σύντομος λόγος του μου έκανε εξαιρετική εντύπωση. Με κατέπληξε όχι το νόημα των λέξεων, αλλά το ΠΩΣ τις έλεγε. Εάν το ίδιο είχα πει εγώ, αυτό θα ακουγόταν βαρύγδουπα, βαθυστόχαστα, επιτηδευμένα, η ακόμα και χαζά, ενώ αυτός το είπε τόσο απλά και τόσο ήρεμα. Ακούγοντας τον Λομψάνγκ, ξαφνικά κατάλαβα απολύτως ξεκάθαρα, ότι ακούγεται στομφώδης ο λόγος του φαντασιόπληκτου, του ονειροπαρμένου, ενώ όταν μιλάς μόνο για αυτό, που είναι πραγματικότητα για σένα, δεν εμφανίζεται η ψευτιά, και τα λόγια σου αποκτούν μια απροσδόκητη ισχύ, και ικανότητα να διαλύουν την ακατανοησία.

    – Ναι, ακριβώς! – Εγώ διέκοψα τον Ντένι και άρχισα να γελάω. – Κάποτε μου φαινόταν, ότι η δημοσιογραφία είναι κάτι με πολύ ενδιαφέρον, και όποτε μιλούσα για αυτήν, ο λόγος μου κυλούσε μεγαλόπρεπα:) Όταν άρχισα όμως να σπουδάζω στο τμήμα της δημοσιογραφίας, πόσο μάλλον όταν άρχισα να δουλεύω ως δημοσιογράφος, συνάντησα την αλήθεια της ζωής πρόσωπο με πρόσωπο και ανακάλυψα, πως τώρα δεν μπορώ πια να μιλάω για αυτό με το παλιό μου ύφος, έτσι οι άνθρωποι δεν ενδιαφέρονταν πια να με ακούσουν.

    – Ναι, και εγώ εδώ στην Ινδία έχω ακούσει πολλές φορές, πως οι άνθρωποι μιλάνε για την πρακτική τους – και οι προσκυνητές, οι οποίοι ήρθαν να μάθουν γιόγκα, και οι ίδιοι οι δάσκαλοι της – πάντα στον λόγο τους υπάρχει αυτός ο στόμφος, η προσποίηση, μεγαλοπρέπεια, έγνοια, σαν να σε παραμονεύουν και φοβούνται να μην ξεφύγει το ψάρι από το αγκίστρι. Ο Λομψάνγκ ήταν ο πρώτος άνθρωπος, που μιλούσε ΈΤΣΙ, ώστε να γινόταν απολύτως σαφές – ότι καταλαβαίνει, για πιο πράγμα μιλάει, και όχι αφηρημένα καταλαβαίνει, αλλά ΤΕΛΕΙΩΣ ξεκάθαρα καταλαβαίνει, διότι διηγείται Επίσης με είχε καταπλήξει μέχρι τα βάθη της ψυχής μου το γέλιο του – μάλλον, πιο πολύ ακόμα και από τα λόγια του. Ποτέ πριν δεν είχα ακούσει κάτι παρόμοιο. Έτσι ίσως να γελάνε τα παιδιά στον παράδεισο, τα πιο μικρά, που δεν είχαν ζήσει ούτε μια έγνοια στη σύντομη ζωή τους, τα οποία ποτέ δεν είχαν συνοφρυωθεί. Δυνατά, ανοιχτά, ειλικρινά, μεταδοτικά. Δεν υπάρχουν λέξεις, που θα τον χαρακτήριζαν καλύτερα, απ` ότι αυτό το γέλιο. Την ίδια στιγμή ένιωθα για εκείνον μια τόσο διαπεραστική οικειότητα, την οποία δεν είχα αισθανθεί για κανέναν, ούτε πριν, ούτε μετά. Και τώρα, όταν θέλω να βιώσω την αίσθηση της αθωότητας, της ανοιχτοσύνης, θυμάμαι το γέλιο του, και… πόσο λυπάμαι, Μάγια, ότι δεν μπορώ να σου μεταφέρω τις αναμνήσεις μου σε σένα… είμαι σίγουρος, πως θα σου άρεσε αυτός ο Λάμα.

    Σιωπήσαμε για λίγα λεπτά. Ο Ντένι, μάλλον, βυθίστηκε στις αναμνήσεις του, και εγώ σκεφτόμουν, ότι μοιράζομαι τις ανησυχίες του – για αυτές έλεγε, όταν μιλούσε για το φόβο του να χάσει το μοναδικό κομματάκι της ελπίδας. Η ιστορία του ήταν τόσο καλή στην αρχή, ότι άρχισα να φοβάμαι για κάποιο κοινότοπο τέλος. Μου πέρασε ακόμα και η σκέψη να του αποσπάσω την προσοχή με κάποια κουβέντα – δεν ήθελα να χαλάσω την εντύπωση. Μπορώ να φανταστώ τόσο εύκολα, πως όλα θα τελειώσουν κάπως χαζά – για παράδειγμα, ο Λάμα θα του πει να επαναλάβει εκατό χιλιάδες φορές το «Ομ μανι παντμε χουμ», και τότε όλοι θα βρουν την ευτυχία τους…Πόσες φορές είχα απογοητευτεί με το τέλος, έχοντας παρασυρθεί με πρόλογο! Πόσες φορές στο τέλος έβρισκα μόνο την ιριδίζουσα σαπουνόφουσκα… Πόσες υποσχέσεις, και κάθε φορά – απογοήτευση. Θυμάμαι, με πόση προσδοκία και ενθουσιασμό διάβαζα το «Παιχνίδι με τις χάντρες» – όλο το βιβλίο σε πήγαινε κάπου, σου υποσχόταν στο τέλος να αποκαλύψει την ουσία του Παιχνιδιού, και στο τέλος τι? Τίποτα… δηλαδή, τίποτα απολύτως. Το ίδιο έγινε και με τον Κάφκα… είναι σαν να σου δείχνουν ένα όμορφο βιβλίο με σφραγίδες, επιγραφές, κορδέλες, πρόλογο, επιγραφή και επίλογο, στο οποίο οι άνθρωποι γράφουν για το πόσο σημαντικό είναι το θέμα του βιβλίου, πόσο σοφό είναι, και όταν το ανοίγεις, βλέπεις μόνο ακριβό χαρτί με μονόγραμμα, χωρίς το κείμενο. Πόσα βιβλία είχα διαβάσει για την γιόγκα, τον διαλογισμό, ψυχολογία… κάποιος συνιστά να κάθεσαι σε διάφορες στάσεις, άλλος για το πως πρέπει να αναπνέεις, άλλος μιλάει για τους θεούς, υπερσινείδητα και υποσυνείδητα, μονάδες και δχάρμες, μα στο τέλος – τίποτα. Απλώς ο νοητικός αυνανισμός στην καλύτερη περίπτωση, και στην χειρότερη – το ακάλυπτο εμπόριο.

    – Ντένι, μόνο μη μου πεις, πως πρέπει να πω εκατό χιλιάδες φορές το «Ομ μανι παντμε χουμ», εντάξει?

    Εκείνος με κοίταξε με απορία, πάγωσε κατάπληκτος, και μετά άρχισε να γελάει τόσο δυνατά, ότι το άλογο του ανατρίχιασε, φύσηξε και πήδηξε παραπέρα.

    – Τώρα με καταλαβαίνεις, Μάγια!

    Ο δρόμος μας έφερε σε ένα μικρό ρυάκι, που αναπηδούσε πάνω στους πέτρινους σορούς, πέφτοντας από κάποια μεγάλα βράχια ψηλά.

    – Πάμε πάνω, είναι πολύ ωραία εκεί, – ο Ντένι με βοήθησε να κατεβώ από το άλογο, τα δέσαμε και αρχίσαμε να ανεβαίνουμε πλάι στο ρυάκι.

    Μου αρέσει πάρα πολύ να σκαρφαλώνω κάπου, είναι σκέτη απόλαυση – να πηδάς ελαφρά στα βράχια, σαν να πετάς πάνω από το χάος τους, αναπηδώντας, προσγειώνοντας, βρίσκοντας το σημείο να πατήσεις την τελευταία στιγμή, έτσι πάρα πολύ γρήγορα είχα φτάσει επάνω και σε λίγο βρήκα ένα πολύ άνετο μέρος, όπου είχαν φυτρώσει πάνω σε μια μεγάλη πέτρα το ένα απέναντι από το άλλο δυο παχυλά αναχώματα με χορτάρι. Κάθισα πάνω σε ένα από αυτά και εγώ.

    Το ρυάκι με ελαφρύ ψίθυρο φεύγει κάτω από την πέτρα, και σπάνιες πιτσιλιές σχεδόν με φτάνουν. Δύο λεπτά αργότερα ήρθε ο Ντένι και έπεσε στο διπλανό ανάχωμα. Έκανε ζέστη, και εγώ σήκωσα το φανελάκι, δείχνοντας την κοιλίτσα μου στον ήλιο, που τις είχε λείψει. Έβγαλα τα παπούτσια, τεντώθηκα και έβαλα τις πατούσες μου στα γόνατα του Ντένι. Εκείνος πάρα πολύ τρυφερά πήρε στα χέρια τα πέλματα μου, χαϊδεύοντας τα τόσο απαλά, τόσο αισθησιακά, σαν να προσπαθούσε να μπει μέσα από το λεπτό ύφασμα της κάλτσας. Εγώ πάντα νιώθω – αν ο άνθρωπος μπορεί να καταλάβει την λεπτή ερωτική απόλαυση, όταν τα σώματα ανοίγονται το ένα στ άλλο μαλακά, σαν να κρύβονται με πέπλο. Αδύνατον να νιώθεις μια τέτοια λεπτή ερωτική απόλαυση με κάποιον, για τον οποίο δεν νιώθεις τρυφερότητα, γλυκιά συμπάθεια, ενθουσιασμό της γνωριμίας με οικείο πλάσμα. Αυτή φυτρώνει ακριβώς από μια τέτοια συμπάθεια, είναι στην ουσία η συνέχεια της. Με τις σεξουαλικές αισθήσεις τα πάντα είναι διαφορετικά, διότι αυτές πάνε σε αντίθετη κατεύθυνση – στην αρχή το άγγιγμα, μετά η σεξουαλική διέγερση, και μόνο μετά όλα τα αυτά μπορούν ή να προκαλέσουν τον κυματισμό της συμπάθειας και τρυφερότητας, ή να μην προκαλέσουν τίποτα, και αν αυτά δεν υπάρχουν, το σεξ παραμένει απλώς μια λίγο-πολύ έντονη απόλαυση, που επιδιώκει να φτάσει στον οργασμό ή αφήνει πίσω την θολή επάρκεια, η οποία συνορεύει με την απογοήτευση. Όταν είχα μόλις αρχίσει να πραγματοποιώ τις δικές μου σεξουαλικές επιθυμίες, δεν είχα καιρό πια για τον ερωτισμό, ήθελα απλώς να πάρω γρήγορα αυτό, που είχα στερηθεί για τόσο καιρό – να πιάσω περισσότερα και σύντομα, ώστε να συμπληρώσω το έλλειμμα. Εάν δεν μας μαθαίνανε από μικρά, ότι […Λογοκρίνονται… στο τέλος δεν θα ήμασταν τόσο μανιασμένοι με την δίψα ή μίσος για το σεξ, και θα χτίζαμε τις σχέσεις μας περισσότερο στην συμπάθεια και τρυφερότητα, παρά στις καμπύλες της σιλουέτας ή στην προθυμία η απροθυμία να ενδώσεις. Όταν ήμουν μικρό παιδί, ήθελα τόσο πολύ την τρυφερότητα, αλλά αντί αυτού λάμβανα μόνο τα χτυπήματα με τα λόγια και χέρια.

    Εγώ λιαζόμουν, και σκεφτόμουν διάφορα, εντωμεταξύ ο Ντένι μετρούσε απαλά τα δαχτυλάκια στα πόδια μου, χάιδευε ελαφρά τις φτέρνες, σφίγγοντας τις λιγάκι, και ήδη ευχάριστη ηδονή ανεβαίνει από τα πέλματα μου, σαν να ακουμπάει κάτι στο βάθος της κοιλιάς μου στο δρόμο της, έπειτα ενώνεται με την ιριδίζουσα τρυφερότητα μέσα στο στήθος μου και υψώνεται ψηλότερα, μετατρέπεται στην γαργαλιστική λεπτή έξαρση στο λαιμό μου, εξατμίζεται σαν ηλιόλουστη ομίχλη, φεύγει κάπου πάνω μου… και μα το Θεό, είναι καλύτερο από οποιοδήποτε σεξ…

    – Τι είπε ο Λομψάνγκ, Ντένι? Εννοώ – ουσιαστικά τι είπε? Θέλω να ξέρω, θέλω να δω την ουσία, φερ` τη εδώ αμέσως. Οποία και να` ναι – τουλάχιστον, αυτή με τίποτα δεν θα μπορέσει να αλλάξει με κανέναν τρόπο τις αισθήσεις, που προκαλούν σε μένα τα χέρια σου, για αυτό – εμπρός!

    Ο Ντένι σάστισε λίγο, και αυτό με εξέπληξε – μου φαινότανε αρκετά έμπειρος και απελευθερωμένος – μήπως τον είχα φανταστεί εγώ ως πεπειραμένο εραστή? (Μήπως είναι παρθένος κιόλας??:))

    – Τα πάντα δεν είναι τόσο απλά… Εγώ ακόμα δεν έχω καταλάβει: αυτά, που μου είπε – ανήκουν στην ουσία ή όχι? Από την μια, εκείνος μίλησε απολύτως συγκεκριμένα, ενώ από την άλλη…δεν το χωράει ο νους μου – με ποιο τρόπο μπορώ να το κάνω πραγματικότητα.

    – Ντένι!! Μη με βασανίζεις, αλλιώς θα πάρω πίσω τα ποδαράκια μου.

    Η απειλή έκανε την δουλειά της, και ο Ντένι συνέχισε την ιστορία του.

    – Στεκόμουν μπροστά του και καταλάβαινα, ότι δεν έχω τίποτα να τον ρωτήσω, διότι δεν είναι τόσο απλό – να ρωτήσεις κάτι. Φαντάσου, ότι βρίσκεσαι απέναντι στον άνθρωπο, ο οποίος κατέχει όλη την πληθώρα των γνώσεων, και εσύ έχεις την ευκαιρία να κάνεις μια ερώτηση, στην οποία θα έχεις βάλει όλη την αναζήτηση, όλη την απελπισία, όλη την ελπίδα σου. Στο μυαλό μου τρέχανε διάφορες ηλίθιες απορίες του τύπου « πώς να βρεθώ στην νιρβάνα», ή «ποια είναι η ουσία του βουδισμού», όμως, ήξερα, ότι όλα αυτά είναι αταίριαστα, ότι μπροστά σε έναν τέτοιο άνθρωπο αδύνατον να το πεις αυτό, όλες οι «έξυπνες» λέξεις έπεσαν, σαν στάχτη, ένιωσα, ότι δεν μπορώ να τις προφέρω με ειλικρίνεια – θα ήταν ψέμα, και έμεινε μόνο να πω κάτι πολύ απλό – τόσο απλό, που φαινόταν, ότι δεν χρειαζόταν καν να το πεις. Ήμουν σε απελπισία – η ζωή μου ήταν τόσο άδεια, ότι δεν είχα τίποτε να ρωτήσω, πώς θα βρω την απάντηση, εάν δεν μπορώ να κάνω την ερώτηση??

    Ο Λομψάνγκ σήκωσε το χέρι και έκανε μια εφησυχαστική κίνηση. Έπειτα έκλεισε τα μάτια του και για ένα-δυο λεπτά έμεινε ακίνητος. Κοιτούσα το πρόσωπο του και δεν μπορούσα να πάρω το βλέμμα μου. Σαν να το φώτιζε από μέσα μια αόρατη λάμψη. Δεν μπορούσα να τον πω όμορφο με την κανονική έννοια της λέξης – δεν είχε την ομορφιά απόλυτης αναλογίας των χαρακτηριστικών, οι γραμμές του προσώπου του ήταν κάπως σκληρές ακόμα, άχαρες, αλλά δεν ήταν το ίδιο, με αυτό, που βλέπεις στα πρόσωπα των συνηθισμένων ανθρώπων. Δεν είχε πάνω του το παραμικρό αποτύπωμα της επιθετικότητας, στόμφου ή της αυταρέσκειας, μα αποκλειστικά και μόνο μια αυστηρότητα, σοβαρότητα, έτσι κοιτάζει ο καπετάνιος την ανήσυχη θάλασσα, έτοιμος στην περίπτωση ανάγκης να κάνει την δουλειά του ατάραχος, και να περάσει το πλοίο του μέσα από την θύελλα. Με έναν τρόπο καταπληκτικό η αυστηρότητα αυτή δεν ήταν σκοτεινή, ούτε και προβληματισμένη – ήταν λαμπερά χαρούμενη, παρόλο που ακόμα δεν έχω κατανοήσει – πως το ένα μπορεί να συνδυαστεί με το άλλο, και εάν εγώ ο ίδιος δεν είχα δει το πρόσωπο του Λομψάνγκ, ακούγοντας την περιγραφή μου, σίγουρα δεν θα μπορούσα να το φανταστώ και θα είχα στο μυαλό μου μια εικόνα του συνηθισμένου ανθρώπου σε χαλαρή διάθεση η σε ένταση.

    Όταν ο Λομψάνγκ άνοιξε τα μάτια του, μου είπε παράξενα πράγματα. Είπε, ότι η αλήθεια ανοίγεται στον καθένα, που την αναζητά ειλικρινά, και οι άνθρωποι δεν την βρίσκουν όχι επειδή είναι εφτασφράγιστο μυστικό, κρυμμένο κάπου, αλλά επειδή προσποιούνται, ότι την ψάχνουν, ενώ στην ουσία ψάχνουν κάτι άλλο, μα δεν θέλουν να το παραδεχτούν στον εαυτό τους. Είπε, ότι ακόμα και ανάμεσα στους θηβετιανους μονάχους υπάρχουν πολλοί, οι οποίοι δεν αναζητούν την αλήθεια, οι οποίοι ακόμα και στον διαλογισμό σκέφτονται – ποτέ θα φτάσουν στην φώτιση, και πότε δεν θα είναι αργά να φύγουν από το μοναστήρι, να παντρευτούν και να αποκτήσουν δικό τους νοικοκυριό, εάν η πρακτική τους δεν θα πετύχει.

    Είπε, ότι τα γεγονότα, τα οποία συμβαίνουν με τον συνηθισμένο άνθρωπο, δεν οδηγούν πουθενά, επειδή δεν τον ενδιαφέρει η αλήθεια, τον ενδιαφέρει η περιούσια, η προσοχή των άλλων ανθρώπων, η απόκτηση των εντυπώσεων, οι συζητήσεις για το ένα και το άλλο, και στο τέλος η ζωή μετατρέπεται σε χωματερή, και τα πράγματα, που του τυχαίνουν δεν είναι παρά ένα κομμάτι αυτής της χωματερής.

    Είπε, ότι υπάρχει μια απλή μέθοδος να βρεις τον δρόμο σου υπό όλες τις έννοιες αυτής της λέξης – και με την πιο απλή, και με την πιο βαθιά. Για να γίνει αυτό, πρέπει να «ακούσεις» ένα ιδιαίτερο κάλεσμα μέσα σου, και όταν θα το «ακούσεις» αυτό, ποτέ δεν θα το μπερδέψεις με τίποτε άλλο, δεν θα προτιμήσεις κάτι άλλο, το κάλεσμα αυτό θα σου φανεί το πιο μυστικό, πιο γλυκό, πιο σημαντικό στη ζωή σου, και για αυτό τον λόγο θα σου δείχνει το δρόμο, και θα γίνει το ίδιο ο δρόμος, διότι θα αναγκαστείς να αλλάξεις τη ζωή σου, ώστε αυτό να μην σε αφήσει, ώστε να το «ακούς» πιο συχνά και πιο βαθιά, ώστε να γίνεις εκείνος, τον οποίο αυτό ανοίγει μέσα σου.

    Ο Λομψάνγκ τόνισε, ότι χρησιμοποιεί μεταφορικά τη λέξη «ακούς», και όποτε αυτό το κάλεσμα εμφανίζεται, γίνεσαι και εσύ ο ίδιος ένα τέτοιο, και δεν υπάρχει κανένας άλλος, που θα μπορούσε να το ακούσει – εσύ ο ίδιος είσαι αυτό το κάλεσμα.

    Μετά από αυτά τα λόγια, εκείνος σώπασε και με κοίταξε ερωτηματικά, λες και προσπαθούσε να προαισθανθεί – πως θα αντιμετωπίσω τα λεγόμενα του. Αυτή τη φορά δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα με την ερώτηση, και την έκανα αμέσως: «Λομψάνγκ, ΤΙ πρέπει να κάνω, για να ακούσω αυτό το κάλεσμα. ΤΙ πρέπει να κάνω – συγκεκριμένα?»

    Αυτός κούνησε το κεφάλι καταφατικά, και είπε, ότι για να ακούσω το κάλεσμα, πρέπει να γίνω πάρα, πάρα πολύ ήρεμος εσωτερικά, επειδή όταν η σκοτισμένη ζωή μας βουίζει, όταν οι σκέψεις, επιθυμίες, αρνητικά συναισθήματα ανταλλάσσονται αδιάκοπα μεταξύ τους, μέσα σε αυτή τη βοή δεν μπορείς να ακούσεις το κάλεσμα. Όταν το κάλεσμα γεννιέται, ηχεί πάρα πολύ σιγανά, και μόνο ύστερα από μακροχρόνια πρακτική αρχίζει να ακούγεται όλο και πιο δυνατά, ωσότου δεν αποκτήσει την πλήρη ισχύ, η οποία τον καταλαμβάνει ολόκληρο, το κάθε κύτταρο της ψυχής και του σώματος, γεμίζοντας τον με πολυδύναμη απολαυστική δόνηση. Βλέπω, είπε, ότι σου είναι γνωστά αυτά, που περιγράφω.

    Τα λόγια του με κατέπληξαν, και ετοιμαζόμουν ήδη να του πω, πως κάνει λάθος, ότι δεν είχα ζήσει ποτέ κάτι τέτοιο, και παρόλο που εγώ καταλαβαίνω νοητικά, για ποιο πράγμα εκείνος μιλάει, κατανοώ την περιγραφή, και όχι την ίδια την συναίσθηση. Όμως, ο Λομψάνγκ με κοίταξε με τέτοιο τρόπο, ότι σώπασα, έχοντας μόλις ξεκινήσει, και τότε με χτύπησε – μα βέβαια, είναι εκείνο το ΠΡΆΓΜΑ – εκείνος ο «ήχος» από το όνειρο μου! Ο Λομψάνγκ εξέφρασε με απόλυτη ακρίβεια αυτό, που εγώ ο ίδιος δεν κατάφερα να εκφράσω – ότι ο ήχος στην ουσία δεν ήταν καθόλου ήχος, απλώς η λέξη αυτή ήταν η πλέον κατάλληλη, και αυτός ήταν γεμάτος με την καταπληκτική πληρότητα, στην οποία υπάρχουν τα πάντα. Αυτό ήταν σίγουρα ένα κάλεσμα, το οποίο δεν σε καλεί πουθενά, το οποίο είναι στην ουσία το ίδιο δρόμος. Οι ομιχλώδεις αναμνήσεις έλαμψαν ξανά πολύ δυνατά, τα έζησα όλα πολύ ξεκάθαρα, και ο Λομψάνγκ έγνεψε με χαμόγελο – «να, είδες…»

    – Τον ρώτησες – πως να γίνεις ήρεμος, πως να το κάνεις? – Ήμουν λιγάκι απογοητευμένη από αυτά, που άκουσα, και όλο περίμενα, πότε θα ακολουθήσει κάτι σαν «να ηρεμίσεις το μυαλό σου» ή «κατανόησε, πως τα πάντα σε αυτόν τον κόσμο είναι μια ψευδαίσθηση», ή «φαντάσου, πως όλα τα ζωντανά πλάσματα στην προηγούμενη ζωή ήταν μητέρες σου και αγάπησε τα όλα», και μετά από αυτό θα έπρεπε να σηκωθούμε και να πάμε σπίτι, επειδή ήρθε η ώρα για φαγητό.

    Μάζεψα τα πόδια μου και άρχισα να βάζω τα παπούτσια.

    – Ναι, φυσικά και τον ρώτησα. Εκείνος είπε – πρώτα απ` όλα πρέπει να σταματήσεις να νιώθεις τα αρνητικά συναισθήματα.

    – Α, κατάλαβα….

    Έδεσα τα κορδόνια και σηκώθηκα, τα πόδια μου είχαν μουδιάσει λίγο.

    – Πάμε Ντένι, πέρασε η ώρα, πεινάω και έχω κουραστεί, και έχουμε ακόμα μίση ώρα καλπασμού μέχρι το τελεφερίκ.

    Επιστρέφαμε σιωπηλοί, αφήνοντας κάπου-κάπου τα άλογα να περνάνε στο τροκ, πράγματι κουράστηκα, δεν είχα όρεξη να μιλήσω για τίποτα. Λες και άκουσε τη διάθεση μου, πάλι βγήκε η ομίχλη, κρεμάστηκε σαν κουρέλια στα χαμηλά δέντρα, μας έλουζε με υγρασία.

    – Αντίο, μούρη! – Εγώ χάιδεψα το άλογο μου, δίνοντας τα χαλινάρια στον ιπποκόμο. – Δεν θα ξαναϊδωθούμε, το ταξίδι μας μαζί τελείωσε.

    Κοιτάζοντας στα μεγάλα του μάτια, ξαφνικά ένοιωσα τόσο πολύ τον πόνο του αποχωρισμού, ότι μου ήρθε να κλάψω. Ποτέ, ποτέ ξανά δεν θα το δω… η αιωνιότητα μας χωρίζει, και κάποτε αυτή θα εξαφανίζει και εμένα… πόσο χαζό είναι – να νιώσεις απρόσμενα τον πόνο του αποχωρισμού με κάποιο άλογο… μα όχι, δεν είναι χαζό, απλώς πέρασε κάτι από μέσα μου και δεν θέλει πια να χαθεί ξανά.

    Πηγαίναμε στην απόλυτη σιωπή μέχρι το αμάξι. Ο Σάφι χάρηκε, όταν με είδε (του έλειψα, απ` ότι φαίνεται:)), μου άνοιξε την πόρτα ευγενικά.

    – Ma`am.

    – Ευχαριστώ, Σάφι. Αντίο Ντένι, έλα να με δεις, αν θέλεις. Μπορείς και απόψε το βράδυ, αργά όμως, θέλω να φάω κα να μείνω στο κρεβάτι, ίσως και να πάρω έναν ύπνο, έλα κατά τις εννιά στο «ξενοδοχείο» μου, θα καθίσουμε, θα μιλήσουμε και άλλο. Σάφι, αν αυτός πάρει μια σικάρα, ο βαρκάρης θα μπορέσει να βρει το σπίτι σου από την ονομασία?

    – Ναι, ma`am, εννοείται, αφού είναι το ίδιο, όπως και στην πόλη. Ορίστε, για καλό και για κακό, πάρτε το, – έδωσε στον Ντένι την κάρτα του.

    – Θα έρθω οπωσδήποτε σήμερα. Εάν εσύ θα κοιμάσαι, μπορώ να σε ξυπνήσω?

    – Ναι. Σάφι, θα δείξεις στον Ντένι το δωμάτιο μου.

    Ο Σάφι προφανώς, κατάλαβε, ότι όχι μόνο οι φιλικές σχέσεις γεννιούνται ανάμεσα μας, και έκλεισε το μάτι συνωμοτικά..

    – Ο`κει, ma’am, όπως θέλετε.