Ελληνικα change

Error

×

Κεφάλαιο 06

Main page / Μάγια 1: Φορς-Μινόρ / Κεφάλαιο 06

Περιεχόμενα

    …Αυτό έγινε δυο χρόνια πριν. Είχα έναν εραστή, επαγγελματία-ορειβάτη… μήπως αυτός ήταν και ο λόγος, για τον οποίο τον ερωτεύτηκα? Από πολύ μικρή με γοήτευε ό, τι είχε σχέση με τα βράχια και τις χιονισμένες κορυφές. Μάλλον, όχι μόνο για αυτό, – εκτός από μερικές γνωστές για την δυσκολία τους κορυφές στο δικό του οπλοστάσιο εκείνος είχε και πρώτης τάξης σεξουαλική αίσθηση… Για πολύ καιρό τον παρακαλούσα να με πάρει στην ανάβαση, αλλά η σωματική μου διάπλαση δεν ταίριαζε να με πάρει ως συνεργάτη του, επειδή δεν θα μπορούσα να τον προστατεύσω σε μια δύσκολη κατάσταση. Μια μέρα, επιτέλους, εμφανίστηκε νέας παλιός του φίλος. Πέρασε τρία χρόνια στο Μεξικό, αναζητώντας τους σαμάνους και τους ναγκβάλ, αλλά δεν βρήκε τίποτα τελικά και επέστρεψε στη Μόσχα. Βρισκόμασταν στις αρχές του Απρίλη, είχαμε αρκετό καιρό να κάνουμε τις προετοιμασίες, ώστε να προλάβουμε τις γιορτές του Μαΐου, έτσι γρήγορα απέκτησα την αξίνα, τα καρφιά, ένα μεγάλο σακίδιο, τεράστιο μπουφάν και ένα σορό άλλου εξοπλισμού, που θα έπρεπε να με σώσει από το νυκτερινό ψύχος, αλύπητο άνεμο και τη χιονοθύελλα. Ντυμένη «όπως πρέπει», εγώ θύμιζα υβρίδιο ανάμεσα στο ούφο και αστροναύτη, και όταν η αληθινή άνοιξη ήρθε στη Μόσχα, εμείς φύγαμε για τον χειμώνα, ωστόσο, τελείως διαφορετικό, απ` ότι εγώ είχα συνηθίσει.

    Ο Ολέγκ αμέσως μου τράβηξε την προσοχή με την ήρεμη απόμακρη στάση του και κάπως παράξενη εμφάνιση. Δεν μπορούσα να καταλάβω, τι ακριβώς ήταν το παράξενο, αλλά εκείνος άνηκε στους ανθρώπους, για τους οποίους λένε, πως είναι «στον κόσμο τους», ταυτόχρονα ενίοτε τέτοιοι άνθρωποι αποδεικνύονται πραγματικά τρελοί, ενώ καμιά φορά πάρα – πολύ σωστοί και συνετοί. Δεν είχα σχηματίσει ακόμη μια σταθερή γνώμη για τον Ολέγκ, αλλά ένιωθα κάπως ανήσυχη, όταν βρισκόμουν κοντά του. Δεν μπορούσα να διαχωρίσω κάποιους συγκεκριμένους λόγους για αυτή την ανησυχία, και όλο περίμενα τη στιγμή, όταν θα μπορέσω να ξεκαθαρίσω επιτέλους, τι σόι άνθρωπος είναι, αλλά εκείνος, όμως, δεν καιγόταν και τόσο πολύ από την επιθυμία να κάνει παρέα μαζί μου. Αν κρίνω από τα λεγόμενα του Αντρέι, ο Ολέγκ υπήρξε άνθρωπος πολύ ανοιχτός και ομιλητικός παλιότερα, η «ψυχή της παρέας», και αυτή η αντίθεση του παρελθόν με το παρόν ξύπναγε την περιέργεια μου – ίσως το ταξίδι στο Μεξικό τον άλλαξε τόσο ριζικά, έτσι περίμενα την πρώτη ευκαιρία να τον ρωτήσω για αυτά, που του έχουν συμβεί τα τελευταία δυο χρόνια.

    Τα γεγονότα αναπτύσσονταν ραγδαία. Έχοντας ξυπνήσει νωρίς το πρωί στο σπίτι του Αντρέι στο Ζελενογκράντ, το μεσημέρι βρεθήκαμε ήδη στο Μινβόντι, πήραμε το αμάξι, φορτώσαμε στο δρόμο δυο μπουκάλια της κόκα-κόλας με πετρέλαιο για τις λάμπες, κοντά στις τέσσερις η ώρα το απόγευμα μπήκαμε στο Χουρζούκ – το τελευταίο χωριό στο δρόμο για το Έλμπρους από την βόρεια πλευρά του. Αυτή η ταχύτητα της αλλαγής του περιβάλλοντος με εντυπωσίαζε! Στο Χουρζούκ βγάλαμε από το ταξί όλα μας τα πράγματα, τα σύραμε μέχρι το μονοπάτι, δίπλα στο ποταμάκι, που οδηγούσε προς τα πάνω, και αρχίσαμε το εκ νέου πακετάρισμα των σακιδίων μας. Μου φάνηκε αστεία η διαδικασία – ρίξαμε όλα τα πράγματα σε ένα τεράστιο βουνό, τα βάλαμε στις σακούλες, τις ζυγίσαμε, και τα τακτοποιήσαμε και πάλι στους σάκους. Ποσά πολλά είχαμε φέρει εδώ! Όπως τα λαμπερά πραγματάκια ελκύουν τις καρακάξες, έτσι και το δικό μου βλέμμα κολλούσε συνέχεια σε κάθε νέο σιδεράκι, και ρωτούσα επίμονα για την ονομασία και χρίση του καθενός από αυτά: ζουμάρ, κλείδωμα, οχτάρι, Βίντσι, αξίνα, σφυρί για πάγο, επιπλέον αντλία για το γκαζάκι, παραπάνω ανταλλακτικά για αυτό… μα πόσο περίπλοκο πια είναι αυτό το γκαζάκι? Στο τέλος ο σάκος μου ζύγιζε περίπου 17 κιλά, ενώ τα παιδιά αναγκάστηκαν να κουβαλήσουν από είκοσι εφτά, και οι επόμενες μερικές ώρες, που έμειναν μέχρι το σκοτάδι, οι οποίες χρειάστηκαν για την άνοδο δεν άφησαν καμία αμφιβολία για το ότι η ανάβαση θα είναι δύσκολη.

    Την επόμενη είχαμε φτάσει ήδη στον παγετώνα, περνώντας μέσα στο χιόνι το μονοπάτι προς το τεράστιο «σίδερο» – βράχο, που προεξέχει. Παρά τη δυσκολία και μονοτονία αυτής της δουλειάς, σχεδόν συνέχεια ένιωθα μια διαπεραστική χαρά – διότι γύρο μου παντού ήταν τα ΒΟΥΝΆ! Ούτε με τις λέξεις, ούτε με τις φωτογραφίες δεν μπορείς να περιγράψεις αυτό το καθολικό περιθώριο, αυτή την έξαρση από την επαφή με το μεγαλειώδη βράχο, με το απέραντο ουρανό, αλύπητο, και ταυτόχρονα μαλακό άνεμο…Άρχισε ήδη να βραδιάζει, όταν σταματήσαμε για διανυκτέρευση. Παίρνοντας μέρος στο στήσιμο της σκηνής, κάτι που δεν ήταν καθόλου απλό λόγο των ξαφνικών επιθέσεων του ανέμου, οι οποίες ανταλλάσσονταν με απόλυτη ησυχία, εγώ ανακάλυψα, ότι ακόμα και η πιο απλή πράξη άρχισε να με κουράζει, το αυξανόμενο βάρος στο κεφάλι με εμπόδιζε να συγκεντρωθώ – άρχισε η νόσος του βουνού. Επέλεξα ένα καλό σημείο παρατήρησης κάπου στα τριάντα μέτρα από τη σκηνή, για να μείνω λίγο μόνη. Απολύτως καθαρός ουρανός. Έχει τέτοια ησυχία, ότι μπορώ να ακούσω, πως κάπου ατελείωτα μακριά κυλάει το ποτάμι, η αυτό είναι μια ψευδαίσθηση? Είναι τόσο ασυνήθιστο να ακούς έναν ήχο, στην κανονική ζωή καταπνιγμένο στο φόντο της βοής του περιβάλλοντος– την αναπνοή σου (πόσο παράξενα αναπνέω, απ` ότι φαίνεται!), την οποιαδήποτε κίνηση με το χέρι, ακούω, πως πέφτει το χιόνι ακόμα! Γύρο-γύρο είναι μόνο τα βουνά, καλυμμένα με το αιώνιο χιόνι, ούτε παραμικρή κίνηση πουθενά – οι κορυφές πάγωσαν, πιάνοντας τις τελευταίες ακτίνες του ήλιου…Μια στιγμή αργότερα τα βουνά έμοιαζαν σχεδόν φλογισμένα, και εγώ, μαγεμένη, κοιτούσα το παιχνίδι του ηλιοβασιλέματος με το χιόνι, ξαφνικά η εικόνα αυτή σαν να με έπιασε – η πύρινη δροσιά άρχισε να ανεβαίνει από τα δάχτυλα πάνω στα χέρια μου, έπαψα να νιώθω τη γη από κάτω από τα πόδια μου, στα αυτιά ήρθε μια βοή, αρχικά σχεδόν ανεπαίσθητη, όμως, γρήγορα γινόταν όλο και πιο δυνατή. Εγώ ήθελα να γυρίσω και να φωνάξω για βοήθεια, αλλά δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από τα βουνά, ενώ σε λίγο σταμάτησα παντελώς να νιώθω τα όρια του σώματος μου, και δεν είχα πια σε ποιον να γυρίσω, – σε εκείνο το μέρος, που κάποτε ήμουν εγώ, τώρα βρισκόταν κάτι, που βροντούσε με πύρινο μεγαλειώδη ψύχος, και σε αυτό το «κάτι» από κάποιο θαύμα είχε διατηρηθεί η ΔΙΚΉ ΜΟΥ συνείδηση. Δεν γνωρίζω, πόση ώρα κράτησε αυτό, έμοιαζε, πως ήταν μόνο για λίγα δευτερόλεπτα. Τα πάντα τελείωσαν πολύ γρήγορα και απλά – σαν να έσβησε κάποιος τα φώτα σιγά-σιγά, και ανακάλυψα, πως έχει παγώσει λιγάκι ο πισινός μου, και όλο μου το κορμί πιάστηκε ελαφρά από την ακινησία. Άρα, η κατάσταση αυτή δεν είχε διαρκέσει μόνο λίγα δευτερόλεπτα!

    Πρώτη φορά μου είχε συμβεί κάτι τέτοιο. Σηκώθηκα και ένοιωσα μια μικρή αδυναμία, αλλά ήταν μια αδυναμία πολύ ευχάριστη. Φαίνεται, ότι οι φίλοι μου δεν είχαν προσέξει τίποτα, δεν κοίταζαν καν προς τη πλευρά μου, απασχολημένοι με τις συνηθισμένες δουλειές τους, έχει δεκάδες τέτοιες η κάθε ανάβαση. Για κάποιο ανεξήγητο για μένα λόγο αποφάσισα να μην τους πω τίποτα.

    Μόλις βασίλευσε ο ήλιος, έπιασε απίστευτο κρύο, την ίδια στιγμή. Ποτέ δεν θα μπορούσα να φανταστώ, ότι τόσο γρήγορα η εξαντλητική ζεστή μπορεί να αλλάξει σε θανάσιμο ψύχος! Τελειώσαμε βιαστικά το φαγητό μας, μπήκαμε στη σκηνή και χωθήκαμε στους πουπουλένιους υπνόσακους, οι οποίοι δεν μου φαίνονταν και τόσο χοντροί τώρα πια. Τη νύχτα έβλεπα κάποιο ασήμαντο όνειρο, όταν ξαφνικά έλαμψε κάτι, άναψε, σαν να φάνηκε κάποιο δυνατό φως, που γινόταν όλο και πιο λαμπερό. Το φως ερχόταν από όλες τις πλευρές και ήταν αδύνατον να κρυφτώ από αυτό. Εγώ ούρλιαξα από φόβο, – μου φάνηκε, πως τώρα θα με καταστρέψει, θα με κάνει χίλια κομμάτια, και την ίδια στιγμή ξύπνησα, πετάχτηκα από τη θέση μου. Η νυσταγμένη φωνή του Αντρέι από το σκοτάδι με ρώτησε, τι έγινε. Του είπα το για παράξενο όνειρο μου, εκείνος μουρμούρισε, ότι μάλλον θα φταίει η νόσος των βουνών, με έσφιξε πιο κοντά στο σώμα του και κοιμήθηκε αμέσως.

    Το πρωί με ξύπνησε ο Ολέγκ, μου έδωσε την αντηλιακή κρεμά, ένα καπελάκι του τζόκεϊ και γυαλιά ηλίου.

    – Μην βγαίνεις από τη σκηνή χωρίς αυτά, ακόμα και το βράδυ, – μου μιλούσε, σαν να ήμουν ανυπάκουο παιδί, και ο εγωισμός μου ζοριζόταν λιγάκι από αυτό, αφού δεν είχα ακόμα δείξει τον εαυτό μου, και αυτός, απ` ότι φαίνεται, δεν είχε και την καλύτερη γνώμη για μένα ήδη.

    Τα βουνά πράγματι τύφλωναν – και κυριολεκτικά, και μεταφορικά. Ο φλεγόμενος ήλιος βρισκόταν ακριβώς από πάνω μας, δεν είχε καθόλου άνεμο, άρχισα να βγάζω τα ζεστά ρούχα, και έμεινα στο τέλος με ελαφριά ζακέτα πάνω από το φανελάκι. Κινηθήκαμε αργά προς τα πάνω, κρατώντας στα χέρια τις αξίνες. Τίποτε δεν προμήνυε καμία δυσκολία, πόσο μάλλον – τραγωδία…