Ελληνικα change

Error

×

Κεφάλαιο 04

Main page / Μάγια 1: Φορς-Μινόρ / Κεφάλαιο 04

Περιεχόμενα

    Το άρωμα της ανατολής με αποτραβά από τον χαοτικό συνωστισμό των ονείρων και αμέσως βασιλεύει η σιωπή. Πώς να πιάσω αυτή την εύθραυστη ισορροπία, την κρυστάλλινη γεφυρούλα ανάμεσα στον ύπνο και στο ξύπνιο, όταν δεν υπάρχουν ακόμα οι ανησυχίες και έγνοιες, όταν οι σκέψεις για την επόμενη μέρα δεν κατάφεραν ακόμα να πλημμυρίσουν το μυαλό? Φαίνεται, ότι οι τέτοιες στιγμές είναι η αρχή του δρόμου σε έναν άλλο κόσμο, αλλά η κατάσταση αυτή είναι τόσο ασταθής… Να κοιμηθώ και πάλι ή να ξυπνήσω? Στέρεα και συνηθισμένη πραγματικότητα με καλεί με τόσο ισχυρό μαγνήτη των εντυπώσεων, ότι δεν έχω πια δυνάμεις να αντισταθώ σε αυτή την έλξη…και εν ριπή οφθαλμού βρίσκομαι στην ξύλινη γέφυρα, που συνδέει το σπίτι των ιδιοκτητών με τα σπίτια των φιλοξενούμενων.

    Λιακάδα, ούτε συννεφάκι στον ουρανό, αλλά δεν έχει καθόλου ζέστη. Χρυσαφένιο φθινόπωρο… όχι όμως τόσο γρήγορο, όπως σε μας, μα πάλι αυτή η άπιαστη ομορφιά ξεγλιστρά, ακόμα και εδώ – εάν όχι στον χειμώνα, τότε στην καθημερινότητα… το κυνήγι της αιώνιας ευτυχίας – η καταδίωξη του φαντάσματος. Ο βελούδινος ήλιος, η μαλακή δροσιά, θαυμάσια κουδουνιστή ησυχία, τόσο ταιριαστή με αυτή την εποχή του χρόνου, – καταφέρνω να αντιληφθώ κάτι το πιο ουσιαστικό και να βουτήξω στο βάθος αυτών των αισθήσεων…έστω για λίγο…

    Ο Σάφι είναι ήδη εδώ. Ένα ελαφρύ πρωινό, και αμέσως πάω πάνω στη σκεπή, κάτω από τα μεγάλα πλατιά κλαδιά των δέντρων, στην παλιά πολυθρόνα, η οποία όχι μόνο αγκαλιάζει το σώμα μου, αλλά και συμπλέκει σε πολύτεχνο μοτίβο τις σκέψεις μου και τις αισθήσεις με τα συναισθήματα εκείνων, που είχαν ονειρευτεί εδώ πριν από εμένα, μαζί με την ατελείωτα μακριά ιστορία αυτού του τόπου.

    «Τι άλλο θέλω?» – παίζω με αυτή τη σκέψη, και ύστερα την αφήνω. Λιασμένη γαληνή, σκόνη των εποχών… ξαφνικά ένιωσα ανήσυχη. Γιατί? Κάποια εικόνα προσπαθεί να βγει στην επιφάνεια.… ή το πρόβλημα βρίσκεται στο ότι η επάρκεια με την ανησυχία είναι αχώριστο ζευγαράκι. Όταν ήμουν παιδί, πριν από τη Πρωτοχρονιά ΄ή σε κάποια «γενέθλια» με έπιανε ξαφνικά η κατανόηση του ότι μετά από λίγες ώρες όλα αυτά θα τελειώσουν, τα υποκριτικά χαμόγελα θα χαθούν από τα πρόσωπα των ανθρώπων, θα σβήσουν τα λαμπάκια, και θα αρχίσει ξανά η άγαρμπη καθημερινότητα. Παρατηρούσα προσεκτικά τους μεγάλους και καταλάβαινα, ότι η γιορτή μοιάζει με μάσκα της χαράς πάνω τους, είναι μόνο μια επικάλυψη, όλα είναι αναληθή, ψεύτικα. Ηταν τόσο φρικτό τότε, έδιωχνα αμέσως την πνιγερή ανησυχία και έτρεχα, τσιρίζοντας, στις φίλες μου να συνεχίσω τη γιορτή. Για που να τρέξω τώρα? Έχω μεγαλώσει και εγώ, δεν υπάρχει πια η ανέμελη αυταπάτη. Η απλή χαρά του χρυσού φθινοπώρου, το αφρισμένο κέφι της γιορτής, η τεμπέλικη ησυχία – όλα ταύτα μπορεί να είναι μόνο η πρόχειρη ξεκούραση, ένα μικρό διάλειμμα πριν από κάτι ασύγκριτα πιο συναρπαστικό και μεγαλειώδη.

    – Έχετε κάποια σχέδια για σήμερα? – το κεφάλι του Σάφι φάνηκε από την καταπακτή, που οδηγούσε στην ταράτσα.

    – Θέλεις να μου προτείνεις κάτι?

    – Α, έχω πολλά! Μένει μόνο να διαλέξετε. («Μόνο»..! Μέσα σε αυτό το «μόνο» είναι όλο το αλάτι της ζωής). – Μπορώ να σας πάω στα βουνά, σε μερικές ώρες δρόμου από εδώ υπάρχουν τρία καταπληκτικά μέρη – το Γκουλμαργκ, Σονμαρκγ, Παχαλαμ. Το κάθε ένα από αυτά είναι όμορφα με το δικό του τρόπο, για αυτό θα σας συμβούλευα να τα επισκεφτείτε όλα, και μπορείτε να ξεκινήσετε από οποίο να` ναι. Ωστόσο, πρέπει να ξεκινήσουμε νωρίς το πρωί, για αυτό σήμερα καλύτερα να πάτε μια βόλτα στη λίμνη με τη βάρκα. Θα σας πάρει περίπου έξι ώρες, θα δείτε το μεγάλο πάρκο των λουλουδιών. Είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα εκδρομή.

    – Μου αρέσει η ιδέα με τη βάρκα:)

    Φαίνεται, πως του αρέσει του Σάφι, ότι συμφωνώ τόσο γρήγορα.

    – Τότε αμέσως μετά από το πρωινό θα σας περιμένει μια σικάρα (έτσι ονομάζονται οι ντόπιες γόνδολες).

    Παρά την καλά σκηνοθετημένη προσπάθεια να φανεί φιλόξενος νοικοκύρης, ο Σάφι δεν κατάφερε να με ξεγελάσει με την προσποιητή περιποίηση του, ακόμα και ο χαζός θα μπορούσε να καταλάβει, πως ο Ινδός προσπαθεί να οικονομήσει, για αυτό θα ηταν πολύ απερίσκεπτο να δεχτώ την πρόταση του, χωρίς να μάθω πρώτα τις λεπτομέρειες.

    – Και πόσο θα κοστίσει αυτό?

    (Αχά! Εάν κρίνω από την αμηχανία του, η ερώτηση πέτυχε τον στόχο).

    – Για Σας, την ιδιαίτερη μου καλεσμένη, θα κοστίσει μόνο τριάντα δολάρια.

    Ακριβά! Την ίδια τιμή θα μπορούσες να πληρώσεις για μια εκδρομή στην Ευρώπη, χωρίς τον ξεναγό, βέβαια, και με λεωφορείο, και όμως… Να του πω, ότι θεωρώ αυτή την τιμή παρατραβηγμένη, ή να μην πω? Τι σκέφτεται? Μοιάζει, πως νιώθει την δυσαρέσκεια μαζί με την ντροπή… μάλλον, καταλαβαίνει τις σκέψεις μου. Εντάξει, παρά τον φόβο, λυπάμαι και τα λεφτά, και πρέπει να τελειώσω με αυτή την άβολη παύση – θέλω να έχω τη ζωή μου στα χέρια μου, και όχι να παίρνω υποταγμένα και τυφλά αυτό, που κάποιος προσπαθεί να μου φορτώσει.

    – Δεν είναι και φθηνά. Τι λες για μια καλή έκπτωση?

    Πρέπει να το παραδεχτώ – είναι καλός ηθοποιός, και καταφέρνει να με βάλει στο παιχνίδι του. Το πρόσωπο του στραβώνει σε μια θλιμμένη γκριμάτσα, λες και η κουβέντα μας αρχίζει να τον βασανίζει, και την ίδια στιγμή εγώ νιώθω τον επόμενο κυματισμό της αμηχανίας, ακόμα και την ενοχή, επειδή δεν θέλω να πληρώσω τόσα πολλά. Αργότερα κατάλαβα, ότι αυτό είναι το αγαπημένο κόλπο των Ινδών, όταν θέλουν να πάρουν τα τριπλά, ακόμα και δέκα φορές περισσότερα από την κανονική τιμή – σαν απάντηση σε απορία ή σε δυσαρέσκεια για την ακρίβεια προσποιούνται ακόμη μεγαλύτερη έκπληξη η δυσαρέσκεια από εσένα, δείχνοντας, πως, μάλλον, όλη νύχτα έβλεπες εφιάλτες, εάν νομίζεις, πως αυτοί ζητάνε τριπλή τιμή, την ώρα που εκείνοι σου προσφέρουν μια μεγάλη έκπτωση, και τώρα δεν θέλουν να έχουν καμιά δουλειά μαζί σου, μιας και εσύ, αχάριστη, δεν εκτίμησες την προθυμία τους… Εάν, όμως, έχεις μια πιο στενή σχέση, απ` ότι ένας απλός περαστικός με άλλον περαστικό, τότε η πιο πιθανή αντίδραση του Ινδού θα είναι η απόλυτη δυστυχία, ο πόνος, επειδή θέλει να σου δείξει, ότι θέλει πάρα πολύ να ρίξει λίγο την τιμή, μα δεν μπορεί, με τίποτα δεν μπορεί να το κάνει; έτσι και εσύ, απρόθυμος να νιώθεις ένοχος, μάλλον θα συμφωνήσεις με τους δικούς του όρους, πιστεύοντας τον «φίλο σου». Ακριβώς σε αυτό και υπολογίζουν.

    – Ma’am, μα αυτή είναι ήδη μια ειδική τιμή, πιστέψτε με, μπορείτε, βέβαια, να βγείτε έξω, και θα σας προτείνουν διάφορες εκδρομές, ίσως και πιο φθηνές, όμως, δεν ξέρει κανείς, που θα σας πάνε.

    Αυτό είναι το μόνο σίγουρο! Θυμήθηκα αμέσως όλες τις φρίκες του Δελχί, από τις οποίες απελπίστηκα να βγω κάποια στιγμή.

    – Πιστέψτε με, μην νομίζετε, ότι θα βγάλω πολλά από αυτό. Θα δώσω τα περισσότερα χρήματα στον ιδιοκτήτη της σικάρας, πληρώνω τoν βαρκάρη για τη δουλειά, πληρώνω στην αστυνομία κάτι σαν φόρο, και στο τέλος μένουν πολύ λίγα, και τώρα μόνο εγώ δουλεύω στην οικογένεια μου. Όπως ξέρετε, έχουμε πόλεμο συνέχεια εδώ. Παλιά θα σας πήγαινα ο ίδιος ως φίλη μου στη λίμνη, χωρίς λεφτά… Ντρέπομαι τόσο πολύ, επειδή πρέπει να πάρω τα λεφτά σας, μα δεν έχω άλλη επιλογή.

    Η ομιλία του, εμπλουτισμένη με κατάλληλη μιμική, έκανε την σωστή εντύπωση, σαν από μακριά άκουσα τον εαυτό μου να συμφωνεί, να λέει, ότι είναι χαρά για μένα – να βοηθήσω την μεγάλη οικογένεια του. «Όπως και να έχει, τουλάχιστον αυτό είναι ασφαλές, και ας πληρώνω κάτι παραπάνω» – προσπαθώ να διώξω μακριά την θολή αίσθηση, ότι με έχουν κοροϊδέψει τελικά, ταυτόχρονα παίζοντας ξεδιάντροπα με τα συναισθήματα μου.

    Η ομελέτα δεν μοιάζει καθόλου συνηθισμένη – μάλλον, την έφτιαξαν χωρίς γάλα, απλώς ανακάτεψαν τα αυγά. Δεν δείχνει ωραία … μα στην γεύση δεν είναι κακή! Την καταπίνω με ζεστή σοκολάτα, και – γρήγορα, κοντά στο νερό, στον ήλιο, στην απομόνωση. Πετάω μέσα στο σακίδιο το τετράδιο, την φωτογραφική μηχανή, το βιβλίο του Κρισναμούρτι, ένα μπουκάλι με νερό, – είμαι έτοιμη για το ταξίδι.

    Η ίδια λέξη «σικαρα» ταιριάζει με το πνεύμα του επικείμενου ταξιδιού, για το οποίο πρέπει να πληρώσω πολύ μεγάλα λεφτά για αυτά τα μέρη. Νιώθω τον εαυτό μου σαν κόρη εκατομμυριούχου, γύρο από την οποία λόγο των χρημάτων της τρέχει ολόκληρος ο κόσμος. Αυτό δεν μου φέρνει ιδιαίτερη χαρά, επειδή δεν έχω κανένα εκατομμύριο στην τσέπη μου, ενώ οι Ινδοί έχουν τέτοιες προσδοκίες, σαν να είναι αλήθεια αυτό.

    Αυτή τη φορά μας έτυχε τελείως διαφορετικός βαρκάρης, απ` ότι χτες – μεσήλικας, με περιφρονητικά στραβωμένο στόμα και τσαμπουκά στο βλέμμα. Προσπαθούσε με κάθε τρόπο να κάνει την εντύπωση, πως δεν δίνει δεκάρα για την φτώχια, στην οποία είναι αναγκασμένος να ζήσει, και ότι δεν έχει καμία ευλάβεια για μένα σε αντίθεση με όλους τους άλλους ντόπιους, και ότι είναι κύριος του εαυτού του, παρά το ότι δουλεύει για κάποιον άλλο. Μέσα σε αυτήν την πρόκληση – επώδυνη ευαισθησία, ένταση, σπασμός, σαν να ελέγχει ο ίδιος την κάθε κίνηση του, για να μην χαλάσει την εικόνα του, δημιουργημένη με τόσο κόπο.

    Δεν θέλω να σκέφτομαι για αυτόν τον άνθρωπο. Θέλω να διαβάζω το βιβλίο μου, να κάνω όνειρα, να ξαπλώνω στα μαξιλάρια… Εκείνος κάθεται μπροστά στην σικάρα, μακριά, και εγώ κρύβομαι πίσω από τις κουρτίνες.

    Η βάρκα γλιστράει αργά προς τον ήλιο και μάκρυνα χαμηλά βουνά. Ανοίγω το τετράδιο… όταν ήμουν μικρή, μου άρεσε να δοκιμάζω την «γεύση» των βιβλίων, μάλλον, το άρωμα τους – ανοίγεις ένα, πιάνεις την μυρωδιά ανάμεσα στις σελίδες – κάποιες μυρίζουν κλεισούρα, ανία, κάποια άλλα – χαρά, υπόσχονται πολλά, έτσι και τώρα νιώθω, σαν να γύρισα στα νιάτα μου και μύρισα αυτόματα τις σελίδες του μπλοκνότ. Το είχα ξεχάσει – πως είναι – να γράφεις μόνο για πάρτι σου…συνέχεια διώχνω τις επίμονες επιθυμίες να δώσω κάποια μορφή σε αυτό, να το ωραιοποιήσω… αφού το γράφω για τον εαυτό μου και μόνο, δεν είναι κάποιο άρθρο… φριχτό… δεν το κατάφερα…δεν καταφέρνω να αφήσω τις σκέψεις να χυθούν απλά πάνω στο χαρτί, χωρίς ενοχλητικούς περιορισμούς… ναι… η δημοσιογραφία είναι κάτι πιο άσχημο και από την πορνεία.… πρέπει να μάθω να γράφω ξανά από την αρχή – να θυμηθώ την χαρά του απλού λόγου, την ανεξαρτησία από τα βίτσια και προτιμήσεις του εκδότη και του καταναλωτή. Είμαι απόλυτα ελεύθερη, και ανακαλύπτω ξαφνικά, ότι δεν μπορώ να το χρησιμοποιήσω. Πρέπει να κάνω μια προσπάθεια, να βγω από τον μπλόκο του επίσημου, που εμποδίζει τις λέξεις να χυθούν ανεμπόδιστα, μα είναι τόσο απλό – να είμαι ειλικρινής με τον εαυτό μου… απλό… είναι τόσο απλό? Αυτό είναι γελοίο… δεν το πιστεύω…

    Μάλλον, η καθημερινότητα είναι μια από τις πιο βασανιστικές καταστάσεις. Σε αυτές τις στιγμές (ποιες στιγμές – αιώνες!) δεν θέλεις τίποτε, εκτός από το να θελήσεις έστω κάτι. Αυτό το βασανιστικό κενό, από το οποίο προσπαθώ να ξεφύγω συνέχεια – για όπου να` ναι, για οποιεσδήποτε εντυπώσεις, με καταδιώκει συνέχεια, και με πιάνει ξαφνικά, και τότε πάνω στην κορυφή της παράστασης τα πάντα γίνονται αδιάφορα και γκρίζα. Και τότε καταλαβαίνω, ότι κανένα κόλπο δεν μπορεί να διώξει αυτή την μιζέρια, η κατάσταση γίνεται τελείως άχαρη – πώς να ζήσω μετά από αυτό? Να περιμένω, ποτέ θα περάσει μόνο του? Όχι… έχω δει, τι συμβαίνει – στην αρχή περιμένεις λίγες ώρες, μετά μερικές μέρες, και μετά σε καταπίνει η κατάθλιψη, για την οποία υπάρχουν δυο λύσεις – ή να πας σε τρελοκομείο, ή να πέσεις με τα μούτρα στη δουλειά – δηλαδή, στο ίδιο τρελοκομείο. Πρέπει να ψάξεις για κάποια διέξοδο, επειδή είναι αδύνατον να ζήσεις μέσα σε αυτό. Οι άλλοι ζουν, μα όχι εγώ – εγώ δεν μπορώ να σαπίσω ζωντανή, δεν θέλω. Πρέπει να βρω τη λύση… Δεν θέλω να ζήσω, λες να έχουν ανακαλυφθεί και μελετηθεί τα πάντα, σαν να έχω αποδειχθεί την μοιραία βεβαιότητα της ρουτίνας, αφού είναι απολύτως ξεκάθαρο, ότι ο κόσμος μέσα μας παρέμενε το ίδιο μυστήριο, αλλά το πιο τρομακτικό είναι, ότι το μυστήριο αυτό με τον καιρό παύει να είναι μυστικό, γίνεται γκρίζο και ρηχό, και εγώ κάθε μέρα, που περνάει, βήμα προς βήμα μετατρέπομαι σε μια μάζα από βαρετή μιζέρια. Και η σάρκα θα είναι γκρίζα, και το αίμα γκρίζο, και το μυαλό, και η καρδιά… πώς μπορείς να συμβιβαστείς με αυτό? Πόσοι επαναστάτες υπήρχαν, πόσοι προσπαθούσαν να αναποδογυρίσουν τον κόσμο γύρο τους, και δεν τους έφταναν μόνο οι κουβέντες και όνειρα για την ελευθερία, μα χρειάζονταν την αληθινή, πραγματική ελευθερία, και που είναι εκείνοι οι επαναστάτες, που δεν τους ικανοποιούν οι συζητήσεις για την ελευθερία εσωτερική? Είναι όλα τόσο απελπιστικά; Κάποτε όλοι πίστευαν, ότι η Γη είναι επίπεδη, ότι το μόριο δεν μπορεί να διασπαστεί, ότι είναι αδύνατον να πετάξεις, ότι τα άστρα είναι κολλημένα στον ουρανό… αλλά αυτό δεν σε εμποδίζει να ζεις, δεν εμποδίζει να αναπνέεις και να αγαπάς, τι σημασία έχει – αν είναι κολλημένα ή δεμένα εκεί πάνω? Το ακατάλυτο αυτής της φρικτής βεβαιότητας της μιζέριας, αυτού του κενού, που καλύπτει τους πάντες και τα πάντα – αυτό είναι κάτι το τελείως διαφορετικό. Αιώνια, σπασμωδική, ανέλπιστη φυγή από την ανία, απογοήτευση, κούραση…

    Τέτοια είναι η φύση του ανθρώπου? Και τι θα αλλάξει από όλες αυτές τις σκέψεις?

    Αφήνω το χέρι μου στο νερό, είναι ζεστό, σκούρο και καθαρό. Μισό μέτρο κάτω από την επιφάνεια ζουν πυκνά, δυνατά φύκια, ανεβαίνουν από το λασπωμένο πυθμένα, χνουδωτά, τρομακτικά…

    Με την άκρη του ματιού μου βλέπω την βάρκα, που περνά δίπλα…για κοίτα! Ποσά λουλούδια έχει μέσα! Μικρός, σχεδόν μαύρος, λες και αποξηραμένος άνθρωπος, πιάνοντας με το χέρι την άκρη της δικής μας βάρκας, τραβάει τη δική του έτσι, ώστε να βρεθεί πρόσωπο με πρόσωπο μαζί μου. Χωρίς να πει κουβέντα, μου προσφέρει μερικά μπουκέτα όλα μαζί, σχεδόν δεν αφήνει καμία επιλογή σε μένα – έχω την εντύπωση, ότι αυτά θα πέσουν, αν δεν τα πάρω. Στην έκφραση του προσώπου του αναμείχθηκε η αποφασιστικότητα να πουλήσει τα λουλούδια πάση θυσία και μια θλίψη, σαν να ξέρει εκ των πρότερων, ότι έχασε την μάχη.

    Τα χέρια μου ανέβηκαν μηχανικά για τα λουλούδια, μα σταμάτησα αμέσως και κούνησα το κεφάλι μου.

    – Δεν χρειάζομαι λουλούδια.

    – Είναι πάρα πολύ φθηνά, ma’am.

    – Δεν τα θέλω – ούτε τα φθηνά, ούτε τα ακριβά, – δεν ήξερα ακόμα τότε, ότι στην Ινδία ο καλύτερος τρόπος να γλιτώσεις – είναι να περάσεις, χωρίς να γυρίσεις το κεφάλι, χωρίς καμία αντίδραση, επειδή οποιαδήποτε κίνηση θα ερμηνευτεί ως ευκαιρία της συνέχειας για επαφή, άρα, και ως ευκαιρία για τον έμπορο να πουλήσει τελικά την πραμάτεια του. Εγώ η ίδια έκανα αυτό, όταν στην εφηβεία μου πουλούσα τα στρατιωτικά πηλήκια και ρολόγια στο Αρμπάτ – ήμουν τόσο επίμονη, ότι μπορούσα να ακολουθήσω κάποιον ξένο σε όλη την οδό, παρακαλώντας να αγοράσει έστω κάτι. Συνήθως η προσπάθεια τελείωνε με επιτυχία, έτσι ήξερα καλά το κόλπο, μα τόσα πολλά χρόνια αργότερα το ξέχασα παντελώς.

    – ma’am, τα λουλούδια αυτά είναι η ευτυχία σας. Σήμερα είναι μια μεγάλη γιορτή, κάντε λίγη μπίζνες για την οικογένεια μου – ο άνθρωπος μιλούσε πολύ σπαστά αγγλικά, αλλά το νόημα των λέξεων ηταν ξεκάθαρο για μένα.

    Κοίταξα τον βαρκάρη με την ελπίδα, ότι θα με γλιτώσει από αυτή τη βδέλλα, αλλά ο βαρκάρης μάλλον ηταν μαζί με τον έμπορο, επειδή κοιτούσε στην άλλη μεριά και έκανε, πως δεν βλέπει τίποτα. Τα κουπιά ηταν παρατημένα στην ησυχία τους, σαν να περιμέναμε εδώ την Δευτέρα Παρουσία. Μα όχι, θα έρθει και η δική σου σειρά, θα δεις, ποιος κάνει το κουμάντο εδώ… και ας είναι κακό, ότι σίγουρα θα προκαλέσω την αντιπάθεια του λουλουδά για τον εαυτό μου.

    – Θέλω να προχωρήσουμε!

    – ma’am, οι οικογένεια μου θα προσεύχεται για σας, ma’am, κοιτάξτε, πόσο όμορφα είναι – βιαστικά ο έμπορος, αλλά η βάρκα μας ξεκίνησε αλύπητα, και προχωρήσαμε παραπέρα.

    Τα συναισθήματα, που εμφανίζονται σε αυτές τις καταστάσεις μοιάζουν με εκείνα, τα οποία συνοδεύουν διάφορες ιστορίες για τα αδέσποτα ζώα – υπάρχουν ακόμα οι καλοθελητές, που φτιάχνουν καταφύγια για τις γάτες και σκυλούς, είναι γεμάτοι με συμπόνια για τα τετράποδα αδέρφια μας, και νομίζουν ειλικρινά, ότι η ευτυχία για τα ζώα είναι οι τέσσερις τοίχοι, μαλακός καναπές και ζεστή τουαλέτα. Πολύ περίεργο, για ποιο λόγο δεν παρατηρούν ποτέ, ποσά αδέσποτα κοράκια ζουν γύρο μας, τόσες κατεστραμμένες και άτυχες ζωές των σπουργιτών, σκαντζόχοιρων και αλεπούδων… Δεν υπάρχει μεγαλύτερη βλακεία από την ανθρωποποίηση των ζωών, στο όνομα της κλασσικής ανθρώπινης ευτυχίας, η οποία παρεμπιπτόντως, δεν έκανε ευτυχισμένο κανέναν άνθρωπο ακόμα. Και η λύπηση, η οποία έρχεται για τους Ινδούς, είναι από την ίδια παστά. Αυτοί οι άνθρωποι επιλέγουν μόνοι τους τον τρόπο της ζωής τους, και τώρα δεν σκέφτομαι πια, ότι είναι τα δύστυχα θύματα των φρικτών συνθηκών. Για πάρα πολύ καιρό μάτωνε η ψυχή μου, όταν έβλεπα τα μικρά παιδάκια (πόσο απίστευτα όμορφα είναι τα παιδία στην Ινδία!!) να σκαλίζουν μέσα στις βρομιές, στις λακκούβες, σερνόμενα από το ένα τεράστιο βουνό σκουπιδιών στο άλλο, μα στα πρόσωπα τους (μα πόσο ωραία είναι!) δεν φαίνονταν κανένας πόνος από αυτούς, που εγώ αυτόματα επινοούσα για εκείνους. Όχι, αντίθετα – ηταν χαμογελαστοί, δραστήριοι, ένιωθες σε αυτά το πάθος για τρυφερότητα. Και όταν πάω κάπου με λεωφορείο η τρένο, βλέπω με τα ορθάνοιχτα μου μάτια, πως εξωτερικά αξιοπρεπείς, «πολιτισμένοι» Ινδοί πετάνε κάτω από τα πόδια τους τα αποφάγια, χαρτιά, φλούδες και άλλα σκουπίδια, έτσι προς το τέλος του ταξιδιού τα πάντα βουλιάζουν στα απορρίμματα, και τότε αρχίζω να καταλαβαίνω σιγά-σιγά – αυτή είναι η επιλογή τους, έτσι ζουν, επειδή έτσι θέλουν.

    Ξαπλωμένη πάνω στα μαξιλάρια, παρατηρώ την ανοιχτή από όλες της μεριές θέα και νιώθω σχεδόν σωματική απόλαυση από το ότι το βλέμμα μου δεν σκοντάφτει στους τοίχους και στους σορούς σκουπιδιών, και μπορώ να κοιτάξω μακριά ανεμπόδιστα. Είναι περίπου εκατό μέτρα μέχρι την ακτή, παράλληλα με αυτήν περνάει ο δρόμος, και τα σπάνια αυτοκίνητα μοιάζουν απίστευτα ψεύτικα από αυτή την απόσταση. Ακόμα πιο μακριά συνεχίζεται και ενώνεται με τον ορίζοντα μια αλυσίδα από χαμηλά βουνά. Που και που στους πρόποδες βρίσκονται όμορφα μικρά ξενοδοχεία. Κάποτε ηταν γεμάτα με τουρίστες, και τώρα στέκονται ως ανόητο μνημείο για το ειρηνικό παρελθόν. Μέχρι στιγμής έχω συναντήσει εδώ μόνο έναν τουρίστα – ιάπωνα, αλλά πρόλαβα να δω πολλούς ντόπιους, άκρως ενδιαφερόμενους να πιάσουν έναν τουρίστα και να οικονομήσουν από αυτόν, η έστω να τον ακουμπήσουν η να μιλήσουν μαζί του.

    Αριστερά κάπου μαζεύονται πλωτά σπίτια σε μικρά νησάκια, και πολύ μπροστά – τίποτα, απολύτως τίποτα, εκτός από τα βουνά, τυλιγμένα με σχεδόν αόρατη ομίχλη.

    (Μήπως να πήγαινα αύριο στο Σονμαργκ…) Αυτή είναι – ακαθόριστη, επίμονη, όμως, επιθυμία να φτάσω επιτέλους, σε ένα τέτοιο μέρος, όπου θα μου αρέσει πραγματικά. Μπορεί να είναι εκεί…

    Ακόμα μια βάρκα σαν να αναδύθηκε από το νερό και κατευθύνεται σε μας. Πάλη θα προσπαθήσουν να με πρήξουν?! Ήθελα την ησυχία, αγόρασα την εκδρομή, πήγα στη λίμνη… Ο εκνευρισμός μου χάθηκε, όταν μέσα στη βάρκα είδα μόνο δυο κορίτσια. Αυτή είναι μικρούλα – πέντε χρόνων, μάλλον…και η μεγάλη… δώδεκα? Για δες τα μάτια τους…μα η μικρή δεν μοιάζει καθόλου για παιδάκι, που χρειάζεται προσοχή. Από συνήθεια στην αρχή ένιωσα κάτι σαν συγκίνηση, όταν είδα ένα τόσο τρυφερό πλάσμα, μα κόπηκα, όταν συνάντησα το βλέμμα της – βαρύ, σαν της ενήλικης γυναίκας. Μάλλον εδώ τα πάντα είναι διαφορετικά, ακόμα και τα παιδία δεν μοιάζουν με παιδία. Παγωμένες, χωρίς παραμικρή κίνηση η καθεμία στη δική της βάρκα, πλησιάζουμε αργά, αλλά μόλις χτύπησαν μαλακά τα πλαϊνά της βάρκας μου στην δική τους, το μεγάλο κορίτσι με μια άπιαστη κίνηση πέταξε στα γόνατα μου ένα μεγάλο, υγρό λουλούδι του λωτού, και δεν υπάρχει ακόμα ούτε ίχνος της καχυποψίας, ότι αυτό μπορεί να βγει σε κάποιο μπελά. Χαμογελάω πλατιά, νομίζοντας, ότι άρεσα σε αυτά τα δυο κορίτσια, αφού αποφάσισαν να με χαιρετίσουν με έναν τέτοιο τρόπο. Το κορίτσι, βλέποντας το χαμόγελο μου, ξαφνικά έδειξε τα δόντια της, σαν μικρό αρπακτικό, και γαντζώθηκε στην βάρκα μας, ως μικρό επιδέξιο ζώο, που με τίποτα στον κόσμο αυτό δεν θέλει να την αφήσει.

    – Hundred rupees, ma`am! – απαίτησε εκείνη, τεντώνοντας το χέρι της τόσο επίμονα, ότι παραλίγο να χτυπήσει τα δικά μου χέρια.

    – Τι? Εκατό ρουπίες?? (Σου μοιάζω για χαζή?) Για πάρε τα λουλούδια σου…

    Έχοντας αγανακτήσει, προσπαθώ να επιστρέψω το λουλούδι, μα αυτή το σπρώχνει πίσω με δύναμη. Ωραίοι τρόποι…

    – Ει, φιλενάδα, δεν το θέλω το λουλούδι σου!

    – Μα το έχετε πάρει ήδη! – το κοριτσάκι μετατράπηκε σε κουκουβάγια, γάντζωσε με τα νύχια το ποντική, κρύα μάτια, απαιτητική φωνή.

    – Εγώ το πήρα?? Εσύ μου το πέταξες, το ξέχασες?

    – ma`am, Εσείς πήρατε το λουλούδι, τώρα πληρώστε για αυτό. Αυτό είναι το ιερό λουλούδι, πρέπει να το αγοράσετε.

    – Δεν πρέπει να κάνω τίποτα! Παρ` το αμέσως πίσω, αλλιώς θα το πετάξω, – κάνω μια αγριεμένη κίνηση, δείχνοντας, πως τώρα θα πετάξω το λουλούδι μακριά στο νερό, φοβήθηκα, όμως, να το κάνω με δύναμη – τι θα γίνει, αν σπάσει? Θα αρχίσει να ζητάει λεφτά με διπλή επιμονή.

    Καλώ για βοήθεια τον βαρκάρη, μα το καθίκι λέει με παραλίγο περιφρόνηση, ότι μιας και πήρα το λουλούδι, πρέπει να το πληρώσω – έτσι λένε οι ντόπιοι κανόνες. Αρχίζω να εξηγώ, ότι δεν πήρα τίποτα, και νιώθω τελείως χαζή, αφού προσπαθώ να δικαιολογηθώ σε αυτόν τον άντρα. Θα μπορούσα να τους φοβερίσω με την αστυνομία, αυτή είναι κανονική ληστεία, μα τα έχασα… Ας πάνε στο διάολο, θα πληρώσω όσο λίγο μπορώ – σου φτάνει ένα δολάριο? Πάρε πενήντα ρουπίες, φύγε πια. Ούτως η αλλιώς, με κοροϊδέψατε σαν παιδάκι, σαν μια χαζή… Πάνω από όλα αυτά, η αμηχανία με ακολουθεί – και με τον βαρκάρη, και με τα παλιοκόριτσα, που με ξεγέλασαν!

    Τέλος. Αρκετά για μένα. Απαιτώ από τον βαρκάρη να ξεμπερδεύει ο ίδιος με τους πωλητές και να μην τους αφήνει να με πλησιάσουν, απείλησα, ότι θα παραπονεθώ στο «αφεντικό», εάν θα αναγκαστώ ακόμα μια φορά να πολεμήσω για τον προσωπικό μου χώρο, έτσι, όταν μίση ώρα αργότερα κάπου κοντά φάνηκαν οι επόμενοι πειρατές-βοτανικοί, εκείνος άρχισε να κουνάει απελπισμένα τα χέρια του, φωνάζοντας κάτι, και η βάρκα πέρασε μακριά.

    Ψίθυρος των κουπιών, το νερό, που τρέχει μέσα στις παλάμες μου, χέρια, που έμειναν κάτω από το νερό, οι σκέψεις, που ξεγλιστράνε από τα χέρια… ο χρόνος κυλάει με αποκόμματα, μια παγώνει σαν διάφανο σύννεφο, μια ξεσπάει, σαν δροσοπηγή. Μα αυτα μιλάνε… σίγουρα μιλάνε μεταξύ τους! – τα κοράκια, που πετάνε πάνω από το κεφάλι μου. Μια η δυο ώρες αργότερα εμφανίζεται από δεξιά ένας μεγάλος κήπος, σκαρφαλώνει σε πλατιά σκαλιά πάνω στο βουνό. Πρέπει να ξεπιαστώ…βγαίνω από την σικαρα, και ολόκληρη η παραλιακή φασαρία σταματάει λιγάκι, γυρίζει προς το μέρος μου. Περπατάω στην προβλήτα, μαζεμένη από την ασυνήθιστη και περίεργη προσοχή ανθρώπων και των δυο φυλών και όλων των ηλικιών. Γιατί τα κεφάλια των γυναικών είναι καλυμμένα με μαντίλια? Για ποιο λόγο κρύβουν τα πρόσωπα τους ντροπαλά, όταν με βλέπουν? Κάποιες ακόμα και γυρίζουν τη πλάτη τους, γελάνε ή από την ντροπαλότητα, ή επειδή η εμφάνιση μου τους φαίνεται αστεία. Ποιος τους ξέρει… Όχι, δεν φαίνεται να έχω κάτι το αστείο πάνω μου – παντελόνι, πουκάμισο από ελαφρύ, μη-διάφανο ύφασμα, όλα είναι καθαρά (μπορεί να είναι αυτός ο λόγος?:)), όλα σύμφωνα με το ντόπιο ήθος, απ` όσο ξέρω… Μα γιατί τραβιέμαι, τέλος πάντων! Τι δουλειά έχω εγώ με το ότι αυτοί οι άνθρωποι γελάνε? Προσπαθώ επίμονα να πείσω τον εαυτό μου, ότι όλα αυτά είναι βλακείες, και προχωράω πιο πέρα, αφήνοντας την ανησυχία σε δεύτερη μοίρα.

    Στους διαδρόμους ανάμεσα στους πάγκους με πράγματα κυκλοφοράνε αργά οι Ινδοί από την πολύ μικρή σε αυτή την χώρα “middle class” [μεσαία τάξη – παρ. του μεταφραστή]. Πόσο γελοία είναι ντυμένοι! Στο φόντο των πολυπληθών αλητών, που βρίθουν στην Ινδία, αυτοί δείχνουν σημαντικοί και εκθέτουν την χόντρη αξιοπρέπεια τους σε κάθε γωνία. Σαν τα μικρά παιδία… τους άφησαν να το παίξουν μεγάλοι, και το μόνο που εκείνοι μπορούν – είναι να παρουσιάσουν υπερβολικά την δική τους σημαντικότητα, μα φαίνεται, ότι όλο αυτό είναι ψεύτικο, δεν έχει τίποτα το ουσιαστικό μέσα του. Καμία λάμψη αυτής της κοινωνικής αυτεπαρκειας, η οποία χαρακτηρίζει τους μεσοαστούς ευρωπαίους, ούτε ίχνος από αυτήν, υπάρχει μόνο η αφελή επιθυμία να πουλήσουν μούρη. Πόσο άδεια είναι τα πρόσωπα τους… πόσο δυσάρεστα τα μάτια…

    Απίστευτη ποσότητα άχρηστων μπιχλιμπιδιών! Όλα τα μαγαζιά είναι φορτωμένα με αυτά μέχρι το ταβάνι – πλαστικά παιχνίδια, μπρελόκ, καθρέφτες, κοκαλάκια, παντόφλες, κασέτες, χερούλια, κλειδαριές για τις πόρτες, ακρυλικά παιδικά φουστανάκια, φτερά του παγονιού, και τα λοιπά, και τα λοιπά, και τα πάντα χειρότερης ποιότητας, τόσο κακής, που θα μπορούσε μόνο να φανταστεί κανείς. Χαζεύω την εύσωμη Ινδή με το έντονο ροζ σάρι, πάνω από το οποίο αυτή έβαλε μια πολυφορεμένη ζακέτα με τούρκικα σχέδια. Η γυναίκα διαλέγει με όρεξη τα μπιχλιμπίδια και δείχνει σαν ευκατάστατη κύρια στο χρυσοχοείο. Τα μαύρα της μαλλιά είναι αλειμμένα με κάτι λιπαρό (τι αηδία…) και πλεγμένα σε κοτσίδα, τα χέρια είναι στολισμένα με δεκάδες λεπτούς κρίκους-βραχιόλια, οι οποίοι κουδουνίζουν στη κάθε της κίνηση. Έτσι κουδουνίζει συνέχεια, όλη τη ζωή?? Κραυγαλέο μανό στα νύχια ξεφλούδισε, χοντρά δάχτυλα είναι γεμάτα με δαχτυλίδια από λαμπερό κίτρινο μέταλλο… Τι κάνω? Βασανιστική διχόνοια: από την μια μεριά δεν είναι ωραίο να τους βλέπω, και από την άλλη – περίεργο. Και δεν είναι πως παίρνω καμία χαρά από την παρατήρηση όλων αυτών, όχι… είναι αστείο τελικά – το κόκκινο σημάδι στο μέτωπο της γυναίκας έχει ξεθωριάσει λίγο και μοιάζει με παλιά μπογιά, καταφέρνει με δυσκολία να κινηθεί, παρά το ότι είναι νέα ακόμα. Της αρέσει απλώς να περπατάει έτσι! Γαμώτο, όλες τους είναι έτσι εδώ! Το περπάτημα τους – είναι το κάτι άλλο… Σκέτοι πιγκουΐνοι, και όχι γυναίκες – με τις μύτες των ποδιών τους ανοιχτά, αβίαστα κουνάνε από την μια μεριά στην άλλη, σαν να προσπαθούν να κρεμάσουν την κοιλάρα μπροστά τους, ανάμεσα στα πόδια. Ακόμα και οι νεαρές εύπορες Ινδές, που δεν έχουν προλάβει να φορτωθούν με λίπος και παιδιά, κινούνται έτσι ακριβώς. Απολύτως παράλογη αίσθηση της επαφής του παρόντος με το αναπόφευκτο μέλλον – η κοιλιά δεν μεγάλωσε ακόμα, μα είναι ήδη εκεί νοητικά, και υπάρχει κάτι το καταδικασμένο σε αυτό; όταν μιλάνε τώρα για την κληρονομικότητα των γενιών, για τις χιλιετίες της Ινδικής κουλτούρας, πρώτα από όλα μπροστά στα μάτια μου δεν εμφανίζεται ο γιόγκι, ή το άγαλμα του Σίβα, αλλά αυτή η ανύπαρκτη κοιλιά. Με τίποτα δεν μπορώ να φανταστώ μια τέτοια γυναίκα να χορεύει ή να τρέχει ή γενικώς να κάνει κάτι ανέμελα και φυσικά. Μάλλον, οι καημένες έχουν ενωθεί πολύ με ένα και μοναδικό μέρος (την κουζινα), όπου μπορούν να αισθανθούν τον εαυτό τους αφέντρες έστω πάνω σε κάτι, και ό, τι χρειάζονται για τη ζωή τους – είναι να μάθουν να μετακινούνται ανάμεσα στο φούρνο και το τραπέζι.

    Η εικόνα της καλλονής με το αέρινο σάρι, που έχει κατεβεί από τις οθόνες του σινεμά στα παιδικά μου χρόνια, στην πραγματικότητα υπήρχε μόνο στις συσκευασίες του σαπουνιού.

    – Ma`am…

    Τι είναι πάλι? Ένας μουστάκας Ινδός με ξεβαμμένο πουκάμισο, που προφανώς κάποτε ηταν λευκό. Με κοιτάει γαλίφικα, και εγώ για άλλη μια φορά δεν μπορώ να γυρίσω την πλάτη μου σε έναν τόσο άκακο και χαμογελαστό άνθρωπο.

    – Μπορούμε να βγάλουμε μια φωτογραφία μαζί Σας? Εάν συμφωνήσετε, η οικογένεια μου θα είναι ευτυχισμένη.

    Τι να κάνω? Δεν θέλω να φωτογραφηθώ, αλλά δεν προλαβαίνω να σκεφτώ μια δικαιολογία, έτσι λέω το ναι. Η μέρα του δεν πήγε στράφι τώρα… ενθουσιασμένος, κουνάει τα χέρια του, τραβάει από το μανίκι κάποιον περαστικό, του εξηγεί, τι πρέπει να πατήσει και πότε, μαζεύει την οικογένεια του – γυναίκα και δυο χοντρά παιδιά (πόσο κακομούτσουνα είναι τα παιδιά στην Ινδία!), τους στριμώχνει γύρο μου έτσι, ώστε να μείνω σε πρώτο πλάνο, τεντώνει το στόμα του σε ένα χαμόγελο και δίνει το σήμα – πάτα το κουμπί! Ύστερα από το κλικ με παρακαλεί να μείνω για δυο δευτερόλεπτα ακόμα, τρέχει να προχωρήσει το φιλμ και πάλι παίρνει τη θέση. Και πάλι αυτή η σουρεαλιστική εικόνα, όπως και η μορφή των ακίνητων σωμάτων στις κινούμενες κοντά βάρκες – η γυναίκα και τα παιδιά όλον αυτόν τον καιρό στέκονται ακίνητοι, σαν χάρτινα αξεσουάρ, σαν να μην έχουν καμία δουλειά ούτε με μένα, ούτε με οτιδήποτε άλλο γενικώς. Μήπως κοιμούνται? Αυτή τη φορά ο Ινδός με σκέρτσο άπλωσε το αριστερό του χέρι, το δεξί το έβαλε στο πλευρό του και άρχισε να μοιάζει με κάποιον πολεμόχαρη χαρακτήρα από τις καρικατούρες στις παλιές σοβιετικές εφημερίδες. Ίσως να θέλει να φανεί αστείος σε κάποιον, να κάνει μια αστεία φωτογραφία? Όχι, όχι… το κάνει στα σοβαρά, και οι άνθρωποι γύρο του δεν χαμογελούν…

    Γελώντας και ανακατεύοντας χαιρέκακα τις σκέψεις για το πόσο μαλάκες είναι τελικά, φτάνω σε μια καφετέρια, αναζητώντας λίγο δροσερό λάσσι – κάτι σαν ξινόγαλα.

    Όχι, ευχαριστώ, δεν θέλω γλυκά – δοκίμασα στο δρόμο από το Δελχί αυτές τις λιχουδιές…ακόμα με πονάνε τα δόντια μου. Δεν θέλω ούτε παγωτό, και η επιγραφή «εκατό τοις εκατό ασφαλές» δεν μου λέει και τίποτα. Οτιδήποτε δεν έχει περάσει από θερμική επεξεργασία μπορεί να με ρίξει για έναν μήνα στο κρεβάτι του νοσοκομείου με τύφο ή φυματίωση. Και πάλι με χαζεύουν… – δυο Ινδοί, μάλλον σκέφτονται – αν μπορούν να με γνωρίσουν. Ανακατεύομαι και με την σκέψη ακόμα, τελειώνω το ρόφημα μου και φεύγω.

    Τελικά είναι ένας άσχημος κήπος: παντού φυτρώνουν ίδια αδιάφορα λιγοστά λουλούδια. Ο κυματιστός πέτρινος υδραγωγός, από τον οποίο κατεβαίνει το νερό, έχει γεμίσει με απαίσια πράσινη γλίτσα. Κοντοκουρεμένο γρασίδι, όπου περπατάνε οικόσιτα παγωνιά, και ούτε ένας ξένος. Όλα αυτά είναι τόσο άχαρα… δεν φαίνονται για ανθρώπους, που ξεκουράζονται, κάποιο βάρος είναι αισθητό στον αέρα. Και δεν αρέσει αυτό το μέρος, και έχω κουραστεί – ή από μια τέτοια συνεχόμενη έντονη προσοχή, ή λόγο του ότι σε ολόκληρο το Κασμίρ είμαι η μοναδική τουρίστρια. Φτάνει για μένα – επιστρέφω στην βάρκα.

    Απορρίπτω με ενθουσιασμό την πρόταση του βαρκάρη να με πάει στην καλλιέργεια των λωτών. Καλλιέργεια… και λωτοί – άλλη μια σύγκρουση των φανταστικών αντιλήψεων μου για την Ινδία με το παγόβουνο της καθημερινότητας. Όσο πιο φανταστικές είναι οι φαντασίες, τόσο πιο ρηχή η πραγματικότητα. Μήπως αυτές οι προσδοκίες τα δηλητηριάζουν όλα?

    Ταυτόχρονα αρνούμαι και την παραγωγή των μαχάτμα, την βιοτεχνία της Κάμα-Σούτρας και το συμπόσιο των δερβίς, θέλω απλώς να φάω, και να βολτάρω τον υπόλοιπο χρόνο εκεί, όπου υπάρχουν λιγότεροι άνθρωποι και περισσότερη φύση.

    Δέκα χρόνια πριν, όταν τα κοπάδια των μαστουρωμένων τουριστών πολιορκούσαν το Κασμίρ, ο Βεργιλιος μου προφανώς έχει ακούσει κάτι το έκτακτο και, αν κρίνω από τη λάμψη στα μάτια του, ένοιωσε κάτι σαν φυσική συγγένεια και με πήγε σε ένα μικροσκοπικό νησί, όπου χώρεσε ένας ναός, τεράστιο δέντρο και μικρό εστιατόριο σε σχήμα του καραβιού.

    Ανεβαίνω στην ταράτσα (από μικρή λατρεύω τις ταράτσες) και κάθομαι στη σκιά του μεγάλου δέντρου με πλατιά κλαδιά. Η πιο ζεστή ώρα της ημέρας, και ως συνήθως επιτίθεται η απαθή νωθρότητα, και θέλεις να χαλαρώσεις στην πολυθρόνα και να μαλακώσεις το μυαλό σου σαν το χυλό. Καμία φορά, εάν δεν υποχωρήσω και συνεχίσω να συμπεριφέρεσαι, λες και βιώνω την άνοδο των δυνάμεων, καταφέρνω να αποτινάξω αυτή την τεμπελιά, μα τώρα δεν γίνεται τίποτα. Δεν έχω δυνάμεις για το τίποτα, ζέστη…

    Και πάλι πλέουμε κάπου… για δες – αυτό είναι πολύ ωραίο μέρος… οι «δρόμοι» ανάμεσα στα πλωτά σπίτια είναι τόσο στενοί, ότι οι κορυφές των κρεμασμένων δέντρων ενώνονται μεταξύ τους, σχηματίζοντας ένα περίτεχνο πλεγμένο πράσινο κάλυμμα, περασμένο με το φως του ήλιου. Από τα πράσινα βρύα και ογκώδη, μεγάλα, χοντρά, γυρισμένα φύλλα προβάλλουν μεγάλοι ροζ λωτοί. …Μάλλον, κοντεύει πέντε? Σε λίγο θα βασιλεύσει ο ήλιος, στην Ινδία αρχίζει να σκοτεινιάζει στις έξι. Αυτή την ώρα πριν από τη δύση του ήλιου στον αέρα εδώ πλανάται μια ειδική γαλήνη, θέλεις τόσο πολύ να παγώσεις και να πιάσεις την αίσθηση, αλλά σου διαφεύγει – μέσα από τα δέντρα, στην κυματιστή επιφάνεια του νερού, μέσα στην βραδινή δροσιά…

    Ο Σάφι…σίγουρα, αυτός είναι, στέκεται στην προβλήτα, το πρόσωπο του είναι γεμάτο με την αναμονή των ενθουσιασμένων σχολίων μου, αλλά σήμερα δεν είμαι πια το ευγενικό κορίτσι. Να παίξω για την γλυκανάλατη φυσιογνωμία του?…όχι, το σιχαίνομαι αυτό.. Δεν καταλαβαίνω, πως ζούνε έτσι όλοι αυτοί… ξεπερνάνε τον εαυτό τους, υποκρίνονται κάτι μονίμως… Μπορεί να μην το σιχαίνονται πια αυτό? Ίσως να τους αρέσει να κάνουν αυτές τις συζητήσεις, όμοιες με το αναμάσημα του χαρτιού υγείας? Μήπως και εγώ κάποτε θα γίνω ίδια, και εγώ θα αδιαφορώ – με ποιον και για τι να μιλάω? Μπρρρρρ…, ανατρίχιασα από αυτή τη σκέψη.

    – Τέλειο μέρος για τον διαλογισμό! – η φωνή του Σάφι με βρήκε στη ταράτσα.

    Περίεργο, τι εννοεί αυτός, όταν μιλάει για τον διαλογισμό?

    – Εσύ κάνεις διαλογισμό?

    – Όχι, ma` am, είμαι μουσουλμάνος, αλλά ξέρω, ότι ο διαλογισμός είναι ένα μια πολύ καλή ασχολία.

    – Χα! Και από που το ξέρεις, αφού δεν το κάνεις?

    – Πάρα πολλοί άγιοι άνθρωποι το κάνουν στη χώρα μας, έτσι ξέρω, ότι είναι πολύ καλό.

    – Ο`key, Σάφι, σκοπεύω τώρα να το κάνω αυτό, για αυτό φρόντισε κανένας να μην χώνει τη μύτη του εδώ, εντάξει?

    Δεν παύω να εκπλήσσομαι, πόσο ατέλειωτα μακριά βρίσκονται οι άνθρωποι από την οποιαδήποτε σαφήνεια, η ακόμα από την επιδίωξη της… Όμως, που είναι το περίεργο? Δεν περιφέρονται εδώ τα πλήθη από φωτισμένα πλάσματα, γιατί να εκπλαγώ, αφού δεν συνάντησα μέχρι στιγμής ούτε έναν άνθρωπο, ο οποίος θα μπορούσε να εξηγήσει έστω με λίγη λογική, τι εννοεί, όταν μιλάει για την φώτιση, νιρβάνα, σαμάντχι και άλλα «υπερκόσμια».

    Πάνω στην ταράτσα είμαι επιτέλους ασφαλής – δεν θα έρθει κανένας άσχετος εδώ. Μόνο εδώ επιτρέπω στον εαυτό μου να αφήσει την ένταση, σαν να με προστατεύει από κάτι αυτή!

    Μονότονο τραγούδι κάπου μακριά μου θυμίζει το απελπισμένο, θλιμμένο κάλεσμα. Αχ ναι, σήμερα είναι η θρησκευτική γιορτή… αλλά τι σημασία έχει? Γιατί το θυμήθηκα αυτό? …Κλείνω τα μάτια μου και προσπαθώ να ηρεμίσω τις σκέψεις μου, θέλω να εξαφανιστούν τελείως για λίγο.

    Ακόμα και σύντομη διαμονή στην απόλυτη ακινησία μπορεί να οδηγήσει στις αρκετά ασυνήθιστες αισθήσεις – η κανονική αντίληψη του φυσικού σώματος αρχίζει να θολώνει. Τώρα νιώθω τον εαυτό μου άμορφη ελαστική μάζα, βρισκόμενη σε κίνηση – κάτι στρίβει κάπου, μεταφέρεται αργά, ταλαντεύεται πέρα-δώθε, κινείται σαν μετρητής, χύνεται κάτω…Η ταράτσα από κάτω μου γέρνει δεξιά και αριστερά, ακόμα λίγο κα θα πέσω… Τώρα είμαι κάτω από την σκεπή, και αυτή με πιέζει…

    Αυτά τα φαινόμενα είναι συνηθισμένα για μένα – συμβαίνουν από τότε που ήμουν μικρή. Προσπάθησα να μιλήσω για αυτό με τους γονείς μου, με τις φίλες, και έμαθα, πως κανένας δεν νιώθει ποτέ κάτι τέτοιο. Δεν μου άρεσε καθόλου όλο αυτό, επειδή με εμπόδιζε να κοιμηθώ και δεν με βόλευε, με νευρίαζε ακόμα, επειδή δεν μπορούσα να πέσω για ύπνο, όπως όλοι οι άλλοι, αλλά αναγκαζόμουν να παίρνω μέρος σε παράξενα παιχνίδια της φύσης.

    Ύστερα ήρθε το ενδιαφέρον του ερευνητή…

    Να πηγαίναμε αύριο στα βουνά?

    – Σάφι! Αύριο θέλω να πάω στα βουνά!

    – Θαυμάσια, ma`am. Θα είμαι ο ξεναγός Σας.

    Να μια απροσδόκητη στροφή. Το παλικάρι είναι, βεβαίως, εξυπηρετικό, αλλά η προοπτική να περάσω μια ολόκληρη μέρα μαζί του δεν με ελκύει ιδιαίτερα.

    – Και θα χρειαστώ ξεναγό εκεί? – προσπαθώ να θέσω την ερώτηση έτσι, ώστε αυτός να μην καταλάβει, για ποιο λόγο ρωτάω, και πάλι έρχεται η χαρακτηριστική απαίσια ναυτία από την δηλητηρίαση της ανειλικρίνειας.

    Πόσο απεχθάνομαι αυτή την έγνοια για την γνώμη του κάθε ανθρώπου, τον οποίο συναντώ άθελα ή σκόπιμα! Μισώ αυτή την ανικανότητα, πόσο πολύ με εμποδίζει να ζήσω…σαν κοφτερό πολύγωνο καρφώνει κάπου μέσα στην ψυχή και άντε να το φτύσεις μετά, βγαίνει μόνο μαζί με το αίμα…και σαν να μην έφτανε αυτό – αυτή είναι η αιτία, ότι αναπόφευκτα μπαίνω σε καταστάσεις, που δεν μου αρέσουν!

    – Εννοείται, αφού είναι τα βουνά, μπορεί να χαθείτε εκεί.

    Η λέξη «βουνά» κάνει την εντύπωση, η οποία συμφέρει τον Σάφι και επιτρέπει σε μένα να δικαιολογήσω την αδυναμία της βούλησης μου – τώρα μπορώ να εφησυχάσω τον εαυτό μου, πως δεν είχα άλλη επιλογή – διότι είναι τα βουνά…

    – Οπότε αύριο, στις έξι το πρωί (έξι το πρωί??? Και εδώ με έχει φτάσει με τα αλύπητα χέρια του!) Θα σας περιμένει πρωινό. Καληνύχτα, ma`am.

    Τα βήματα απομακρύνονται, ακούγεται τρίξιμο της σκάλας, κάποιος έκραξε, κάπου γέλασαν – και σιωπή… Τέσσερις μέρες στην Ινδία και δεν συμβαίνει τίποτα! Που είναι οι σοφοί, δάσκαλοι, οι τόποι της δύναμης, μυστηριώδη ναοί? Ίδια ρουτίνα, όπως και πριν, συν μόνιμη ένταση…Βουνά… Στα βουνά τα πάντα θα είναι διαφορετικά.